tag:blogger.com,1999:blog-17675955912141914672024-03-13T20:50:47.165+02:00Scent of a WomanΠαύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.comBlogger1067125tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-82228140998882301492017-11-28T03:16:00.001+02:002017-11-28T03:16:20.284+02:00Περί Θανάτου και Φέισμπουκ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Και μπαίνεις εδώ μέσα και δεν ξέρεις γιατί ή τι κάνεις τώρα ενταύθα ή τι
κάνουν οι άλλοι ή πώς ακριβώς να δικαιολογήσεις την ύπαρξή σου, την
εγγραφή σου, την εθελόδουλη μύησή σου στη σχόλη, και δεν ξέρεις καθόλου
επιπλέον, ούτε να το νοηματοδοτήσεις, ούτε να το χρησιμοποιήσεις, που
ίσως και να ξέρεις, όχι ίσως, ξέρεις και παραξέρεις, μία τουλάχιστον
χρηστική του λειτουργία την ξέρεις, την εξακτίνωση της αλαμπουρνέζικης
και σακαταμένης σου εικονικής καρατομής και τη περιφορά τ<span class="text_exposed_show">ης
στον χωροχρόνο ωσότου κορεστεί η κόρη του ματιού σου από κάθε λογής
φωταψίες· από ιβέντς που μόνιμα χάσκουν και η δημιουργία τους λαμβάνει
χώρα εξαιτίας του μέσου και όχι διαμέσου, από υπερσουλουπωμένες
φωτογραφίες που απαθανατίζουν τα πιο εξευγενισμένα σκυλιά, γατιά, τοπία
και γκομενάκια, από αιτήματα φιλίας πατέρων φίλων σου που έχεις να δεις
(και φίλες και πατέρες) καιρό και που σου παίρνει τον ίδιο καιρό να
κάτσεις να σκεφτείς ότι ωραία όλα τα άλλα, αλλά εγώ τι θα κερδίσω τώρα
από αυτή τη μη κουλ σύναψη, από αυτή τη συμβατική κοινωνική
κεφαλαιοποίηση, τι θα ρευστοποιήσω εγώ από αλισβερίσια με συγγενείς και
υπερήλικες, τι ώθηση θα μου δώσει το φέισμπουκ με τέτοιους πληβείους στο
παλμαρέ, τι να κάνω;, τι να τον κάνω;, να κάνω αντ ή να μη κάνω,
τελοσπάντων, κλωθογύρισμα και ταλάνισμα για ολόκληρες μέρες τρεις, ε μια
ψυχή που είναι να βγει ας βγει, κάν' τον, ε και τον έκανα αντ και βγήκε
η ψυχή, του, και πέθανε, μετά από ένα μήνα έμαθα πως πέθανε, δεκαπέντε
μέρες αφού τον δέχτηκα πέθανε, πέθανε, δυο μέρες έκανα να τον δεχτώ εγώ
και δεκαπέντε ο χάρος, είμαι δώδεκα μέρες πιο γρήγορος, είμαι πέντε
φορές πιο γρήγορος, γαμάω, τα αντανακλαστικά μου είναι γαμάτα, ο δείκτης
μου σκρολάρει πια αμίμητα και η κόρη μου πετάει από φωτογραφία σε
φωτογραφία, από ιβέντ σε ιβέντ, από άι αμ γκόινγκ σε σκέτο
ίντερεστεντ...</span></div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-30156659620456298252017-11-19T03:37:00.000+02:002017-11-19T18:56:47.767+02:00Σοκ (σικ!)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
"<a href="http://www.huffingtonpost.fr/2017/11/18/un-millier-de-manifestants-a-paris-contre-lesclavage-en-libye_a_23281739/">Η αστυνομία σε ανακοίνωσή της ανέφερε ότι η συγκέντρωση ήταν παράνομη και ότι θα πρέπει να προσδιοριστεί η ταυτότητα των οργανωτών, ώστε να ξεκινήσουν οι διαδικασίες με σκοπό την άσκηση διώξεων</a>".<br />
<br />
1200 φράγκα πωλήθηκε στη Λιβύη <a href="http://edition.cnn.com/2017/11/14/africa/libya-migrant-auctions/index.html">σύμφωνα με το CNN</a> ένας μετανάστης ως σκλάβος και σόκαρε όλο τον κόσμο αυτό το παράνομο αλισβερίσι, δίχως φορολογική ενημερότητ<span class="text_exposed_show">α,
δίχως δημοπρατική επισημότητα, δίχως ένα σφυρί για την δηλοποίηση της
συμφωνίας, που θα πήγαινε για παράδειγμα, 1200 φράγκα ένα, 1200 φράγκα
δύο, 1200 φράγκα τρία, γκουπ, κάπως έτσι, πωλήθηκε, όχι στον αέρα, όχι
μια στιγμή!, φέρτε μου μια στιγμή τον σκλάβο να του χτυπήσω το κεφάλι,
καλό φαίνεται για γκουπ, για το καλό ναι, βλέπετε δεν έχουμε εδώλιο
πλειστηριασμού εδώ, στη μέση της ερήμου, του πουθενά, άρα κεφάλι σκλάβου
συναντά σφυρί, και γκουπ, τώρα μάλιστα, πωλήθηκε!, συγχαρητήρια!, σε
καλή μεριά!, από τη μια μεριά λοιπόν η παράνομη αγοραπωλησία δίχως σφυρί
και δίχως γκουπ, και από την άλλη η παράνομη πορεία κατά της
αγοραπωλησίας, πορείας 1200 περίπου διαδηλωτών, 1200 περίπου φράγκα και
1200 περίπου διαδηλωτές, κοίτα να δεις σύμπτωση, και στη μέση η γαμημένη
αστυνομία, η γαμημένη αστυνομία, η γαμημένη αστυνομία, η γαμημένη
αστυνομία, η γαμημένη αστυνομία, που στη πιο χυδαία πράξη που βλέπει το
φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια, τον κυριολεκτικό
εξανδραποδισμό δηλαδή ανθρώπων ον κάμερα, μια απροκάλυπτη μορφή
εκμετάλλευσης, μια ακραιφνής και αδιαμφισβήτητη μορφή χειραγώγησης, μια
αποκρουστική μορφή καπήλευσης που θα έχαιρε οικουμενικού και
διαϊδεολογικού αναθέματος, η γαμημένη η γαλλική αστυνομία βγάζει
ανακοίνωση όχι για τη παράνομη δουλοκτησία, αλλά για τη παράνομη
προμενάδα διαμαρτυρίας.</span></div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-80927640752089282662017-11-05T20:07:00.001+02:002017-11-19T18:57:58.101+02:00Νέγρες γρίες σου πετάνε δακρυγόνα κι εσύ νοσηλεύεσαι στον Ευαγγελισμό επειδή δεν έχεις μάλοξ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<style type="text/css">p { margin-bottom: 0.1in; line-height: 120%; }</style>
<div align="right" style="font-weight: normal; line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<span style="font-size: x-small;"><i>στην Ελένη</i></span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br />
</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br />
</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br />
</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Αφού με ρωτάς
θα σου πω τι είδα</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
θα διαλύσω
την αμφιβολία σου χαρχαλεύοντας την
αχλή</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
θα βρω τη
θέση μου στη παραλία</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
θα ξαπλάρω
κάτω απ' την πορτοκαλοκίτρινη χροιά του
λεντ για να σε βιγλίσω·</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
που τη μια
ανέβαινες τρέχοντας τα βραχώδη μονοπάτια
για να φτάσεις εγκαίρως στα ρουμς του
λετ</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
και η μπόλια
σου φάσκιωνε το ασκαρδάμυκτο χαϊκού
του νησιού</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
χίλιες φορές
πιο καλό απ' όλες τις στροφές του Αντωνάκου</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
-πιο καλό,
όχι κατανάγκην πιο αστείο·</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
που την άλλη
κατέβαινες τη Βασιλίσσης Σοφίας σερνάμενη</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
όχι κουνάμενη</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
δεν κουνιόσουν
έπειτα</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
όποιος
διαβαίνει το κατώφλι του σύμπαντος
βλέπεις</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
του Ιερού
Ελαφιού</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
και ντύνεται
ασθενής στο κρεβάτι του πόνου</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
του Αγαμέμνονα
καρδιοχειρούργου</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
παραλύει</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
έχουμε και
λέμε, στα λέω απνευστί όπως τα άκουσα
πρώτο χέρι πρώτο</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
στάδιο
παράλυση, δεύτερο</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
ατροφία,
τρίτο οφθαλμοαιμορραγία</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
τέταρτο</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
τέταρτο</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
τέταρτο;
θάνατος;</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
εξολοθρευτής
άγγελος;</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
αυτός ο
μπάσταρδος.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
πετάει κι
όμως ζήλεψε τον δρασκελισμό σου</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
τη βιονικότητά
σου</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
την ευρωστία
σου γαμώ τους εποχούμενος μπουνιουέλ</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
που κάνουν
κο κο κο κοκ κοτάς να περάσεις...</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br />
</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<i>Τίποτα δεν
θα σε πονέσει μωρό μου</i></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br />
</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Τίποτα;</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Δεν ξέρω για
τι μιλώ, έτσι το 'πα</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Κλινήρης.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
για ένα μήνα
πάλι κλίνη; για φαντάσου...</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
αντί για
κλινοπάλη, αντί για ίμερο</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
θηρίο ανήμερο</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
ρε μαλάκα
ξέρεις πως χορεύουν οι παράλυτοι;</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
έχεις δει
έστω και μία βοροφρύνη να στροβιλίζεται
όπως τα μαλλιά της Μαριάννας;</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
έχεις δει
Βαν Γκόγκ;</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
«θα έπρεπε
κανείς να έχει πεθάνει τρεις φορές για
να σκεφτεί έτσι»</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Θεόδωρε;</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Τα κύματα
καταβροχθίζουν τα πλεούμενα, αλλά όσα
είναι γερά σκαριά δεν ναυαγούν αφού
διαβούν τον κάβο</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
έχεις μπει
ποτέ σε ναυπηγείο;</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
εκείνος ο
κωλόβλαχος, ο φασίστας, ο επόπ, ο λοχίας,
ο παλιοσωφέρ</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
ο Πανορμίτης</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
μια φορά με
είχε μπάσει σ’ ένα</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br />
</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Κατεβαίνω
τη Μακρυγιάννη και μία πλανώδια κομπανία
παιανίζει έναν σκοπό</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
στο έξω έξω
τραπέζι, μία γυναίκα περιδίνει το
πυργόμενό της χέρι</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
εξηγώντας
κάτι στην ομήγυρη</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
ο αέρας</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
οι ηλιαχτίδες</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
το αδράχτι</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
το χέρι της
μοιάζει να διευθύνει την μπάντα</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
έχω καιρό να
κάνω τον μαέστρο</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
μου το έμαθες
εσύ, θυμάσαι;</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
ποιος της
είπε να μας πάρει τη θέση;</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
η παλιοκαριόλα
είναι αριβίστρια</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
θα μάθει όμως</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
θα της αρπάξω
την μπαγκέτα</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
θα της ξεριζώσω
το δάκτυλο</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
και με το
δείκτη της μέσα στα δάχτυλά μου</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
θα φέρω τα
πάνω κάτω</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
θα τα αντιστρέψω
όλα</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
θα αλλάξω
τον σκοπό</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
θα γυρίσω
πίσω τον χρόνο</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
και θα σκιστεί
το παραπέτασμα</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br />
</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Πάνω στη γη
και κάτω από τα σύννεφα</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
η πιο
ευτυχισμένη μου στιγμή εδώ και τόσο
καιρό</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
συνέβη τη
πιο δυστυχισμένη σου μέρα</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
γριές που σε
κάνουνε να γελάς</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
γριές που σε
κάνουνε να κλαις</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
σκέφτηκα
κάτι παράτολμο άκου το αν δεν σ' έχει
κουράσει ο ερμητισμός μου</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
μακάρι να
ήμουνα ανίατη γριά, διασωληνωμένη</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
στη μεθ οχτώ
χρόνια</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
και να μην
ένιωθα, να βρώμαγα και να έκλανα</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
και για ένα
λεπτό να ξύπναγα απ' τον λήθαργο</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
και πριν
προλάβουν οι υστερόβουλοι συγγενείς
να φωνάξουν <span style="font-family: Liberation Serif, serif;">«</span>θαύμα,
θαύμα!<span style="font-family: Liberation Serif, serif;">»</span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
να 'χα αυτή
τη τιμή</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
αυτή τη
παραγνωρισμένη χάρη</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
να 'κανα ή να
'λεγα κάτι που θα σου 'φερνε δάκρυα</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
κι ας μην
καταλάβαινε κανείς τον ποιητικό εμπρόθετο
συμφυρμό</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
του πριν -εγώ
κλασμένος</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
με του μετά
-εσύ κλαμένη</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
κι ας πέθαινα
δηλαδή ύστερα υπερασπιζόμενος βωβά
αυτήν την κατά τ' άλλα αποτυχημένη
έμπνευση</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
κι ας με
πέταγαν στη χωματερή με κτέρισμα μία
δακρυδόχο που χώραγε μία στάλα</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
μόνο αυτό</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
και ας μην
είχα να διασχίσω τον Αχαίροντα άφτερ,
δίχως οβολό</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
ο παρά μη
έχοντας</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
ο έχοντας
ένα δάκρυ σου</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
κι ας ξέμενα
στη λίμπο</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br />
</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
αντί</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br />
</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
να διασχίσω
έπειτα το κωλοκολωνάκι για να πάω πού;;</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
να πίνω κονιάκ
από το στόμιο ενός φλασκιού που δεν ξέρω
πόσο καιρό παραμένει άνιφτο που δεν
ξέρω από τη μάκα ίσως από τη σκουριά</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
δεν έκλεινε
μετά και μου 'βρεχε τη κωλότσεπη</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
και τη
μεθεπόμενη μέρα στον διάδρομο όταν
άλλαζαν τη γριά στο παράθυρο αριστερά
σου απέναντι</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
της ξέφυγε
της μάνας σου Ελένη η οιμωγή</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
«Η Παναγιά
να προσέχει όλα τα παιδιά του κόσμου!»</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Θεέ μου το
βρήκα τόσο γουστόζικο!</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
«Η Παναγιά
να προσέχει όλα τα παιδιά του κόσμου!»</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
τη φαντάζομαι
πάνω σε ένα άνδηρο να το φωνάζει και να
μου 'ρχεται λες και είναι τυφώνας η ηχώ
της</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
«Η Παναγιά
να προσέχει όλα τα παιδιά του κόσμου!»</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
λες να πιάνει;</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
γιατί η
Χάρριετ σταμάτησε σε ένα ξωκλήσι σήμερα
για να ανάψει κερί στους αρχαγγέλους...</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
και μπήκα κι
εγώ μέσα.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
και μου
πρόσφερε κερί.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
και το άναψα.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
«Η παναγιά
να προσέχει όλα τα παιδιά του κόσμου!»</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
και σκέφτηκα,
ε ωραία τι κάθεται λοιπόν</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
ας προσέχει
και εσένα.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br />
</div>
<div align="right" style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<i>Τρ
07/11/2017</i></div>
</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-5481063394209931832017-10-11T00:35:00.003+03:002017-10-23T13:18:08.785+03:00Όνειρεύομαι τους μαθητές μου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Μου είχε γίνει φόβητρο ο Μούρτζης<br />
τον έβλεπα εφιάλτη ως τις 7<br />
Δέκα χρόνων εφιάλτες<br />
που ήθελε να γίνει γιατρός κι όχι δάσκαλος<br />
γιατί έγινα δάσκαλος;<br />
Νασρίν, Φατιμά, Ισμαήλ...<br />
Παλιοπρόσφυγες<br />
Κολύμπα μπες μέσα κολύμπα<br />
Αραμιλέ, αραμιλέ<br />
κύκλο μετά και ζίμπολε<br />
όχι έτσι <br />
Σειρά <br />
Σειρά<br />
<span style="font-size: large;">ΣΕΙΡΑ!</span> <br />
Μά-ι-Νέ-ιμ-Ιζ-Πάβ-λος-Γου-άτ-Ιζ-Γιορ-Νέ-ιμ;<br />
σειρά <br />
Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη Παρασκευή Σάββατο...<br />
Κυριακή!<br />
με αυτή τη σειρά ναι ναι<br />
Κυριακή Κυριακή έχασες Κυριακή ναι έξω έλα Κυριακή δεν πειράζει ίσως την Κυριακή επόμενη φορά;<br />
Μπα που θα νικήσει πάλι ο Αλί δηλαδή<br />
είναι φοβερός ο Αλί στο Δευτέρα Τρίτη<br />
αλλά τώρα είναι στη Γερμανία πάει και αυτός τη κωλογιούνισεφ<br />
μου<br />
μέσα<br />
με τα τετράδια και τα διαφημιστικά της.<br />
και τις κωλοσυμβάσεις της ειδικά αυτές<br />
που ωχριούν μπροστά στις δικές μου<br />
ποιητικές<br />
πεζές γιατί κοινότοπες <br />
συμβάσεις<br />
<br />
Τα μαύρα μάτια σου.<br />
Τις παντόφλες σου<br />
Τα παπούτσια με τα πέντε ευρώ για να παίξουμε μπάλα<br />
τις ζωγραφιές, τα δώρα, τα φιλέματα <br />
Τις μαντίλες σας<br />
πλουμιστές Μίνα, μονόχρωμες Μπασίρα, χαλαρές Αϊνάζ, σφιχτές, πολύ σφιχτές όσο περνάει ο καιρός γιατί Χαμίντε;, μαντίλες Μίτρα όσο περνάει ο καιρός μη μαντίλες...<br />
Πού θα σας βρω;<br />
Ονειρεύομαι τους μαθητές μου<br />
Διάολε <br />
Και τους βρίσκω στα πιο ακατάλληλα μέρη<br />
Σε χαμαιτυπεία που πηγαίνω σπάνια, τουλάχιστον δεν πίνουν<br />
Σε πλατείες που βρωμάνε χόρτο, τουλάχιστον δεν την πίνουν<br />
Με βλέπουν και τρελαίνονται και χαίρονται και χάνονται<br />
για μισό λεφτό!<br />
άι σι γιου ιν μάι ντριμς, άι χολντ γιου ιν μάι ντριμς<br />
δεν πάτε πουθενά ρε, σας κρατώ στο χέρι απ' το ρεφραίν<br />
Πού να 'ναι ο Πάο άραγε απ' το Λα Βίρχεν;<br />
<br />
Εύχομαι να μην με ξεχάσουν<br />
γαμώ τον Αλλάχ τους γαμώ<br />
πάνω που με αλλαξοπίστησαν να με ξεχάσουν, δεν είναι δίκαιο<br />
καθόλου <br />
Η αγάπη είναι περίεργη και εκφράζεται με μούτζες κι όχι με σφυρίχτρες<br />
με πρόγκα με μισαλλοδοξία<br />
με μπούλινγκ γαμώ την ορθότητα<br />
και με Πόλοκ.<br />
πολύ Μπόλοκ.<br />
Ήθελα να με θυμούνται σαν ξέρωγω κανά Φρενέ<br />
σαν κανά μέγα παιδαγωγό που τους συγκλόνισε<br />
χα! ούτε στα όνειρά μου<br />
Γιατί είναι ακόμα καλλίτερα<br />
Γιατί δέχτηκα να γίνω δάσκαλος;<br />
Παραληρώ και βλέπω οράματα<br />
Ονειρεύομαι τους μαθητές μου <br />
κι ονειρεύομαι και σένα, ε ναι, σιγά<br />
σιγά μην δεν το 'γραφα αυτό<br />
<br /></div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-53314162581650781132017-04-13T00:22:00.001+03:002017-04-13T17:27:44.175+03:00Φωτιά στο πάνω δώμα της συγγρού 171<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Το πιο ωραίο πράγμα χθες<br />
Εδώ και καιρό εδωπέρα<br />
-εκτός της αδάμαστης σελήνης που ορθώνεται απόψε θέλοντας να υπονομεύσει αυτό το ποστ-<br />
Ήταν το πυρανάλωμα στ’ απέναντι πάνω δώμα<br />
Που από εδώ στο 226, απ’ το παράθυρο,<br />
Έμοιαζε με μινιόν γκαλερί φλαμπέ<br />
που 'χε έκθεμα το ίδιο το θέαμα<br />
Ενός καμβά με είκοσι –πόσο να ‘ναι οι δυο μαζί λωρίδες της λεωφόρου- τριάντα; πόδια βάθος<br />
με δυναμική<br />
με τακλητό<br />
Με μοντέρ τον πυροσβέστη<br />
Τον καλέσαμε, ήμασταν παρεμβατικοί, σκηνοθέτες<br />
Κανονικοί Μπρεχτ, «βρεχτ’» του φωνάζαν’ όλοι<br />
Και την βρέξανε και την σβήσανε<br />
Και τι κατάλαβαν;<br />
Τι μας λένε οι σβησμένες εικόνες;<br />
Τι μας λένε τα παράθυρα;<br />
Τι μας λένε οι πίνακες; <br />
Ξεχνάμε ότι η φωτιά μας έδωσε τα πάντα:<br />
Πολιτισμό, γραφή, ζωγραφική<br />
Γιατί θυμόμαστε μόνο τα κακά;<br />
«Βρέχτ’» ο χορός...<br />
Και θα βγει άσπρος καπνός, σκέτη ομίχλη<br />
Και θα χάσουμε το φεγγάρι -χθες ουχί σήμερα-<br />
και κανείς δεν θα αναδυθεί απ' τα κακάσχημα κτήρια του νέου κόσμου τελετουργικά<br />
τα αποκαϊδια του σκατόκρουνου βλέπετε, πρόλαβαν και κάλυψαν τη στρέψη</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-48232061812971607292017-04-12T03:30:00.001+03:002017-04-13T17:35:36.940+03:00Ο Νερούδα δεν έγραφε μόνο στιχάκια μελαγχολικά*<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhnllYWqIWV562B51rzrHZ4imxZuhyphenhyphenia5XT0zVudJm-RB7li9dL5ADjHccEJ1z_OyM0v34PnoykzH9ERU36338mbJoLijVrt5ZTHGLgKgzuDHuzA0OiDrZdB0Ya07RPRnlYVdasPoGCVjMd/s1600/nerudas.jpg" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhnllYWqIWV562B51rzrHZ4imxZuhyphenhyphenia5XT0zVudJm-RB7li9dL5ADjHccEJ1z_OyM0v34PnoykzH9ERU36338mbJoLijVrt5ZTHGLgKgzuDHuzA0OiDrZdB0Ya07RPRnlYVdasPoGCVjMd/s1600/nerudas.jpg" /></a></div>
<br />
*γράφοντας για τον <a href="http://www.imdb.com/title/tt4698584/?ref_=nv_sr_2">Νερούδα</a> του <a href="http://www.imdb.com/name/nm1883257/?ref_=tt_ov_dr">Πάμπλο Λαραΐν</a>.<br />
<br />
Ένα απ' τα πιο <a href="https://allpoetry.com/Tonight-I-Can-Write-(The-Saddest-Lines)">περιβόητα ποιήματα</a> του <a href="https://en.wikipedia.org/wiki/Pablo_Neruda">Νερούδα</a>, ποίημα που διαβάζεται και κατά τη διάρκεια της ταινίας μάλιστα, και μάλιστα παραπάνω από μία φορές απ' τον ίδιο τον Νερούδα (του Λαραΐν βέβαια τον Νερούδα, τον <a href="http://www.imdb.com/name/nm0323483/?ref_=tt_ov_st_sm">Λουίς Γκνέκο</a>) χαλαρά ή στιβαρά, με στόμφο ή ψιθυριστά, με θεατρικότητα ή μ' απλότητα, τυγχάνει και μιας απ' τις πιο ωραίες μελοποιημένες απαγγελίες στο <a href="https://www.youtube.com/watch?v=yN3v3WoaR_Y">γιουτιούμπ</a>. Με Άντι Γκαρσία στην μεταφρασμένη απαγγελία και το θέμα -τι ταιριαστό!- του <a href="http://www.imdb.com/title/tt0110877/?ref_=nv_sr_1">Ταχυδρόμου</a> στη <a href="https://www.youtube.com/watch?v=95IvXVD0Utc">μουσική υπόκρουση</a> και από κάτω, απ' το βίντεο, ένα σούπερ σχόλιο, πάνω πάνω, πρώτο, που λέει στο περίπου ότι αυτό το ηχητικό (Γκαρσία-Ταχυδρόμος) είναι ωτοργασμικό, δηλαδή ότι ο προαναφερθέν συνδυασμός φέρνει οργασμό στα αυτιά. Κι όσο υπερβολική κι αν είναι αυτή η κατάθεση, αλλά τόσο υπερβολικά πολλές είναι και οι αντανακλάσεις του Νερούδα στη ποπ κουλτούρα: Νερούδα ο κανονικός (πολιτικός ή ποιητικός), Νερούδα ο εξόριστος (Ταχυδρόμος), Νερούδα ο φυγάς (του Λαραΐν), Νερούδα ο ωτοργασμικός (του Άντι Γκαρσία), Νερούδα άλλοι χίλιοι.<br />
<br />
Σε αντίθεση με την απαγγελία στο διαδίκτυο, την οποία σχεδόν την ψιθυρίζει ερωτικά στα αυτιά μας, ο καθολικά αντίθετος στον κομμουνισμό και στην επανάσταση της Κούβας και στον Στάλιν, Άντι Γκαρσία, πιθανώς ακόμη <a href="http://variety.com/2016/film/news/fidel-castro-dead-andy-garcia-cuba-1201927199/">γιορτάζει βροντόφωνα τον θάνατο του Κάστρο</a>, πολιτικού σίγουρα πολύ πιο μετριοπαθή απ' τον Στάλιν, ηγέτη που παρεμπιπτόντως ο <a href="http://www.revleft.com/vb/threads/76865-Pablo-Neruda-s-poem-about-Stalin">Νερούδα θαύμαζε</a> επίσης. Είναι ο Νερούδα υπεράνω κριτικής επειδή ήταν και ποιητής και έτυχε να αρέσει στον Άντι; Ή μήπως είναι ο Άντι υποκριτής; Πόσα πρόσωπα δικαιούται να έχει ένας άνθρωπος; Πόσα πρόσωπα υποχρεούται να θαυμάζει ο Γκαρσία; Αποπλαισιώνεται το έργο του ποιητή από τον ίδιο τον ποιητή και αν ναι, αυτό είναι πολιτική θέση ή αθώα επιλογή; Ήταν ο Πικάσο μόνο σουρεαλιστής ζωγράφος; Ήταν ο Λειβαδίτης και ο Νερούδα μόνο ερωτικοί ποιητές; Και αντίστροφα ήταν ο Βάρναλης μόνο κομμουνιστής και στρατευμένος;<br />
<br />
Βρισκόμαστε στη Χιλή του 1948. Η αμερικανόφιλη κυβέρνηση του Βιντέλα βγάζει εκτός νόμου το κομμουνιστικό κόμμα, μέλος του οποίου είναι και ο γερουσιαστής Πάμπλο Νερούδα. Ο Νερούδα καταδικάζεται ερήμην και καταζητείται και ο αστυνομικός επιθεωρητής Όσκαρ Πελουσονό αναλαμβάνει την αποστολή να συλλάβει τον ποιητή. Ο Νερούδα προσπαθεί να φύγει από τη χώρα με τη γυναίκα του, αλλά τελικά δεν τα καταφέρνουν και αναγκάζονται να κρυφτούν στην ενδοχώρα. Σε σπίτια κοντινών φίλων ή όχι και τόσο, σε προβλέψιμες κρυψώνες ή σε απόμερα καταφύγια μέσα στο χιόνι, αφήνοντας ίχνη και πυροδοτώντας τον κατατρεγμό, παίζοντας το ποντίκι με τη γάτα, Νερούδα και Πελουσονό αναμετριούνται με τις ανθρώπινες και ηρωικές τους πιθανότητες, αντιστοίχως.<br />
<br />
Κυνήγησέ με επιθεωρητή. Ο Λαραΐν ως άλλος Ουγκό, βάζει τον Νερούδα στη θέση του Αγιάννη να τρέχει και να τρέχει και να ξεφεύγει και μέσω της τροχιάς αυτής και της φυγής να ετεροκαθορίζεται και να επαναφεύρει τον εαυτό του, έχοντας τον Πελουσονό ως διώκτη, και κάτι παραπάνω από Ιαβέρη του, από εξάρτηση και ναρκωτικό του, ως νέμεση της κομμουνιστικής ύβρης του.<br />
Κυνήγησέ με προλετάρια. “Σύντροφε”, του λέει μια γυναίκα σε ένα γλέντι, “αν ποτέ πάμε στην κοινωνία που υπόσχεσαι θα ζούμε όλοι πλουσιοπάροχα σαν εσένα ή σαν εμένα που καθαρίζω μια ζωή τα σκατά των αστών;”. Ο Νερούδα απαντά σκυφτά και μουρμουράει κάτι που δεν το πιστεύει.<br />
Κυνήγησέ με ερινύα. Ο Νερούδα δεν παρουσιάζεται επουδενί εξωραϊσμένος. Αντιπροσωπευτικός ή όχι, είναι αληθοφανής. Πολύπλευρος και πολυμορφικός, αυτάρεσκος και ενοχικός, πολιτικός και ποιητικός, έκρυθμος και εσωτερικός, στρατευμένος και αδέσμευτος, συνεπής και αντιφατικός, ατρόμητος και φοβισμένος, Νερούδα και Πελουσονό.<br />
<br />
Στο “<a href="http://www.imdb.com/title/tt2059255/?ref_=nm_knf_i2">Νο</a>” του 2012 , o Λαραΐν χρησιμοποιεί τη τεχνική U-matic και δένει αρμονικά το αρχειακό υλικό με το πρωτογενές μυθιστορηματικό, παραδίδοντάς μας ατμόσφαιρα βιντεοκασέτας της δεκαετίας του 80. Εδώ επιλέγει κλασική ψηφιακή φωτογραφία με φίλτρα που παραπέμπουν στη δεκαετία του 40. Μία πολύ ισχνή κριτική που μπορεί να αρθρωθεί εδώ και τη συναντάμε και σε όσες ταινίες καταπιάνονται με την απεικόνιση πιο περασμένων δεκαετιών είναι η με σύγχρονους όρους αψεγάδιαστη αναπαράσταση που εκβιάζεται αναφορικά με το τεχνικό κομμάτι, της φωτογραφίας, των κοστουμιών και πάει λέγοντας. Είναι πάντα τόσο ραφιναρισμένα όλα, τόσο ατσαλάκωτα τα κουστούμια, τόσο ασκόνιστα τα σκηνικά και τόσο καλοφωτισμένη η εικόνα, που το αποτέλεσμα μοιάζει σχεδόν αναληθοφανές. Νοσταλγικό και καλλωπισμένο. Αυτή η εντύπωση ακόμα και αν είναι επιφύλαξη της μειοψηφίας, και ψιλά γράμματα εδώ που τα λέμε, τελικά τροχοπεδεί την κατάβαση του θεατή στη καρδιά του έργου. Το παρελθόν μοιάζει τόσο με πολύ με το βίντατζ παρόν, η χρονολόγηση είναι θολή, η τηλεμεταφορά μερική, το μυαλό σου δεν μπορεί να διεισδύσει στη κινηματογραφική συνθήκη.<br />
<br />
Αυτή φυσικά η προβληματική, μαζί και με όποια άνευρα διαλογικά κομμάτια κατά το πρώτο μισό, ναι μεν δημιουργούν μικρές κοιλιές ή παροδικό αποσυντονισμό, αλλά συνιστούν πολύ ευκαταφρόνητα ελαττώματα σε σχέση με τις αρετές της ταινίας. Η μη συμβατική προσέγγιση, το κλείσιμο του ματιού στον φανταστικό ρεαλισμό, η κορύφωση της εξέλιξης της που σημαίνει και τη ταυτόχρονη αποσύνθεσή της, η υπέροχη λειτουργικότητα της επιλογής τόσο των εσωτερικών χώρων (άντρα που παραθέτονται διαστρωματικά ραβαΐσια, οίκοι ανοχής όπου κατέρχεται ο Νερούδα για να συναστραφεί τους αμαρτωλούς, καταφύγια όπου εξυπηρετούν την στροφή του ήρωα προς τη μοναχικότητα και τον αναμορφωτισμό), όσο και εξωτερικών (ιδίως στο ύστερο μέρος της ταινίας, ιδίως στα κατάλευκα μονοπάτια της καταδίωξης, της εξιλέωσης), οι εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, το πολυεπίπεδο σενάριο του <a href="http://www.imdb.com/name/nm5979724/?ref_=tt_ov_wr">Γκιγιέρμο Καλντερόν</a>, όλα συνηγορούν περισσότερο σ' ένα αποκύημα παρά σε μια βιογραφία, σε μια καλλιτεχνική δημιουργία πάνω στη βιογραφία ενός καλλιτέχνη παρά σε μια μυθοπλασία που μιλάει απλά για τη καλλιτεχνική δημιουργία, σε μια δραματουργία, σε μια τραγωδία αριστοτελική, όπου φυλά όμως για τον ήρωά της καταρχάς και μετά για τους θεατές, τη μίμηση, την περιπέτεια, την αγωνία, τον αγώνα για να παραμείνει κανείς αμφίσημος, ελαττωματικός, με σκοπό την υπέρβαση και τελικά τη κάθαρση. Την ύπαρξη. Όσο υπάρχουν τα ποιήματα του Νερούδα υπήρξε και αυτός, όσο υπήρξαν οι γυναίκες του Νερούδα υπήρξε και αυτός, όσο υπήρξε ο γερουσιαστής Νερούδα, άλλο τόσο υπήρξε και ο νομπελίστας Νερούδα, όσο υπήρξε περιβόητος άλλο τόσο συνυπήρξε και διαβόητος ο Νερούδα, όσο υπήρξε ο Ρικάρδο Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο υπήρξε και ο Πάμπλο Νερούδα, όσο υπήρξε ο Πάμπλο Νερούδα, άλλο τόσο υπήρξε και ο Όσκαρ Πελουσονό.</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-7743756305496827282017-02-06T01:32:00.003+02:002017-04-13T18:14:52.856+03:00Without title<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh9NPURnyboPvyFAZBHwtTnAMORMI6iF1xAxiBn6w8xqzza7PO4s8wJQ4GTnpxVnD8eoD8op6c0U5jw0Y9JOxPdYjaR5dRwQT32X3zhyJ2P4Rc60tef88zGOip1i7Upgnz2oKOxUw9XeXJ6/s1600/sigrou27.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="213" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh9NPURnyboPvyFAZBHwtTnAMORMI6iF1xAxiBn6w8xqzza7PO4s8wJQ4GTnpxVnD8eoD8op6c0U5jw0Y9JOxPdYjaR5dRwQT32X3zhyJ2P4Rc60tef88zGOip1i7Upgnz2oKOxUw9XeXJ6/s320/sigrou27.jpg" width="320" /></a></div>
<br />
<br />
<div style="text-align: right;">
<i>to Marta</i></div>
<br />
When Vicky broke the news that Jerome said keep just one, so the rest of us could leave, so I could leave as well, well, I didn't run the floor, I flew!, yeah, indeed, for real, ok maybe not for real, it's an expression, you know, but you had to see me, ha!, I didn't even look back to say goodnight to Alex, to say goodnight to anyone, I don't anyway, but even if I used to, I wouldn't then, you see, then there was only time to evacuate, to escape, so I grabbed my belongings, I shut down the computer from the power button, even if I wanted so badly to cut off the power completely instead, even if I wanted just to hold the wires with my one hand and chop them from the root with the other one instead, yes!, like I wouldn't dare such an atrocity!, maybe another day, adios, for now, one, two, three, black screen?, I spin, I am gone, I run, I am not even here, and what now?, I don't have a bike today, who is going to give me a lift?, I don't turn, I don't ask, asking leads to procrastination, asking leads to more time inside that bloody office, and after all, even without a bike, without an immediate escape, hejira is hejira, under any circumstances, don't you think?, that was what I was thinking while I was closing the door behind me, thinking that was taking place inside the building in which I didn't want to spend another bloody second, and the next second fortunately, and most unexpectedly I chanced upon Kelly while I was ice-skating the corridor, he was at the sink, washing out his mag, Kelly is the best, I am telling you, Kelly looks ahead, because if you fix a nescafé in a mug, always a smudge coffee ring remains on the inner wall of the mug and if you just leave it on the desk, on the next day it has to get drenched in order to come off, from Eleni, and that's an additional trouble for her, that's what I mean, when I am saying that Kelly is the best, even if that's completely off topic, even if this whole delirium is completely off topic, because, what were you thinking; deliriums of course have their own form, style and topic and mine, at that specific time, it had to be, the topic I mean, fast, fast, fast and home, sweet home, because in ten, in twelve minutes or something similar, or something close to that, or not at all, but anyway, the topic was that in x minutes I had to be back, away from here, there, home.<br />
<br />
All the way to the car he kept explaining me why I shouldn't pay that much for getting my bicycle fixed even if I attempted a million times to rebut that I simply don't have the tools, so if I don't have any tools, I cannot fix myself nothing and if I cannot avoid that, then in any case I will have to pay, a price well, of what height?, that's the question ok, but the most goes to the spare parts anyway, which cost is mostly fixed, and the remaining to the service which is not much, but no, he wouldn't understand, he was insisting that he is able to find me a solution that will save me from five to ten euros, thank you mate!, but you know, you don't understand, he didn't understand that I didn't doubt his claim or intention and actually the issue is that actually I really wanted to give out these extra euros to the guy, as much wasteful as it sounds, however even with this additional paranoiac explanation, or because of it, he was still under the impression that the fee for the service was inexcusably expensive, and you know what, he was right, but all I was trying to say to him, in a non adequate way, obviously, and possibly in the most non adequate way, is that sometimes, you do not want to make the best deal, out of everything, the best deal is not always the urge that motivates all person under all conditions, sometimes yes, you want not to win, is that strange?, sometimes you just want to support a friend, or a person that is not your friend but you empathize, or a professional craftsman who struggles to make ends meet, and Kelly, to cut the story short, there is no cherry on this tourt.<br />
<br />
Haha, hoho and something like that, we got on his car, he drove me home, well, close enough, to let you understand I will give you a figure, an estimation, from the spot he left me, from Zan Moreas street, it was olny 5 min walking distance, so he left me, so I walked and deliberately instead of turning the corner, I passed by the big sycamore across the renovated neoclassical duplex which is not the direct and the fastest way, but I rather go from there sometimes because the narrow street that starts from there, Galinou, is one of my favourite, it is surrounded by humble but impressive houses, all from the same decade, 40's?, 50's?, sometime around, anyway, they give you this predictable but irresistible nostalgic impression that you live in another era, but ok enough with the banalities, enough with the melodrama, I turned again to reach my street, one street down, and right there, five meters in front of me, a guy was limping along, talking to himself and suddenly I got panicked, I don't know why, without reason?, I passed him using my brisk pace, hopping at the same time that he is not going to address me and regardless of what I was hopping, upon the prospect of talking to me, got panicked even more, you see, I didn't want that to happen, not in the least, no no, get back, don't do it, please, pretty please?, I would rather stay in the office than exchanging the slightest utterance with him, Kelly, Kelly where are you?, take me back, why all the haste?, why the roundabout, is this karma?, this encounter, don't talk to me, por favor, parakalo?, I will be good from now on, I mean, no mean thoughts, no malicious reflections, nothing, two steps away, one, I passed him, he is behind, he is not talking, he is talking, but not to me, I am reaching the doorstep, hell yeah, I escaped, again, twice today, not bad, not bad?, excellent!, I am unlocking, I am getting in, I am in, I am closing the door, the guy is walking without even looking at my direction, now he is five feet away, six, seven, thank god, now I feel relieved, now I feel safe, now I feel, pause, well, not so good, not so good at all, on the contrary, so petty, so selfish, so everything I am trying to avoid, everything I fight not to become, this moment, now, I am embodying whatever goes bad for humanity, the vice, every one, was me, at that moment, and the next moment I was shivering from the discovery, from the degradation of my being, ok, ok, that was kind of phony, I get it, I got it, I realized, all of a sudden that I had to move eventually, from the glass door, my body and my thoughts, away, along with my lifeless gaze, and at the end I did moved, probably because my paternal instinct aroused from Nina's ravenous meow and most likely because I wanted to go inside, and bloody write something after so long, after so many months, after so many glasses of wine, after so many attempts, after so many mistakes and solecisms, here it is, instead of explaining you the reasoning behind of what made me deleting the facebook account I used to have seven years ago or trying to pitch you the reusage of your whatsapp, at almost 4am, no, instead take the most incomprehensible, phony and superficial sample of prose you will encounter this year... </div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-41461239780894491552016-11-30T15:16:00.003+02:002016-12-02T00:32:54.776+02:00Η διάσωση του Ράιαν από σιρια(λ της Μπάρμπι Ματέλ)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: justify;">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh22E9BjlrCu1A4DYiJ2Vji-n6lLpy7dZKSEzee3byYT5q6i_bPXkw2PSFkq5lmWtluphm1qJvzja64VD2ruJk3gjlMK5_6zveCNzyLGGi41whs8e7gjUUkWEJhyphenhyphen1AdE90X_xRDACnDBVeg/s1600/ryan.png" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh22E9BjlrCu1A4DYiJ2Vji-n6lLpy7dZKSEzee3byYT5q6i_bPXkw2PSFkq5lmWtluphm1qJvzja64VD2ruJk3gjlMK5_6zveCNzyLGGi41whs8e7gjUUkWEJhyphenhyphen1AdE90X_xRDACnDBVeg/s1600/ryan.png" /></a></div>
<br />
Στη διάσωση του στρατιώτη Ράιν, ο Σπίλμπεργκ στέλνει το καστ του στη ζώνη των πρόσω του Β' Παγκοσμίου για να βρει έναν απλό στρατιώτη, άσημο και της σειράς, ονόματι (το προδίδει και ο τίτλος) Ράιαν, και να τον φέρει πίσω στη μάνα του, μάνα των τεσσάρων αδερφών Ράιαν, η οποία μόλις είχε πληροφορηθεί την απώλεια των τριών απ' τους τέσσερις γιους της, ε και θα ήταν πολύ κρίμα και άδικο να χάσει και τον τέταρτο πριν το τέλος του πολέμου, τέλος του πολέμου που σε κείνο το σημείο μάλιστα, διαφαινόταν κοντά. Το στήσιμο του Σπίλμπεργκ πάνω σε αυτή τη δέση είναι μεγαλειώδες και φαίνεται ότι οι παραγωγοί (ή μήπως υπερπαραγωγοί;) έδωσαν στον Σπίλμπεργκ όσα λεφτά είχε ζητήσει, γιατί ίσως τους άρεσε το στόρυ, γιατί ίσως ο Σπίλμπεργκ είναι Εβραίος, γιατί ίσως και πιο πολύ πόνταραν σε μια (ανταποδοτική) μπίζνα που ήτανε λογική και ορθολογική και σύννομη και σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς, καθώς ο Σπίλμπεργκ είναι γνωστό πως εκτός από Εβραίος, είναι και ικανός διεκπεραιωτής, αλλά και αποδοτικός σκηνοθέτης και έτσι σίγουρα θα τους έφερνε τα τριπλά χρήματα πίσω· απ' τη μία αυτό· απ' την άλλη όμως, αν εντάξει η χολιγουντιανή βιομηχανία επιτρέπεται να κάνει ανταποδοτικές ή ζημιογόνες, εβραιόφιλες επενδύσεις πάνω σε ηθικά ή όχι διλήμματα, πόσο επιτρεπτό ηθικά και οικονομικά συνεπές είναι για τη πολεμική βιομηχανία της εποχής, μιας χώρας, να σπαταλάει ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους για την διάσωση του Ράιαν, ενός Ράιαν, ενός ταπεινού στρατιώτη, που ακόμα και ο όρος διάσωση πάσχει πραγματολογικά, δεν είναι ακριβής, τη διάσωση την χρησιμοποιούμε για κάποιον που κινδυνεύει, που χρειάζεται σώσιμο, βοήθεια, ζωτικού είδους αρωγή, κινδυνεύει όμως ο στρατιώτης πρώτης γραμμής;, στα μάτια μας μπορεί, ναι, αλλά όχι στα δικά του, όταν αντικρύζεις τον κίνδυνο κατάματα καθημερινά, δεν κινδυνεύεις, όταν είσαι ειδικά οπλισμένος μέσα σε μια άρτια εκπαιδευμένη διμοιρία δεν κινδυνεύεις, όταν πας εκεί και ξέρεις ότι κινδυνεύεις και πράγματι και φυσικά και κινδυνεύεις κάθε μέρα, αλλά το ξέρεις, ε ο κίνδυνος παύει τότε να συνοδεύεται απ' τον φόβο, και άρα να είναι μη κίνδυνος, γιατί κίνδυνος για τον στρατιώτη είναι η μειονεκτική θέση απέναντι στον εχθρό, είναι η αιχμαλωσία, τότε υπάρχει κίνδυνος ναι, τότε υπάρχει λόγος διάσωσης, όταν όμως βρίσκεσαι απλά εκεί και στρατοπεδεύεις, ε δεν νοείται διάσωση, ναι μπορεί να περάσει αδόκητα ένα αεροπλάνο και να σε βομβαρδίσει, αλλά αυτό είναι εξαίρεση, ίδιας πιθανότητας με το να μπλεχτείς σ' ένα τροχαίο, με το να σε πατήσει αμάξι, άρα λοιπόν με την αίρεση ότι δεν συμβεί κάτι τόσο συνταρακτικό, αν απλά στέκεσαι μέσα σε ένα όρυγμα, κινδυνεύεις όσο και αν περπατάς σ' έναν ελληνικό δρόμο, άρα δεν κινδυνεύεις, ή μάλλον κινδυνεύεις διαρκώς, κινδυνεύεις πάντα, κινδυνεύεις όχι με την στενή αλλά με την ευρεία έννοια, ε και όταν δεν κινδυνεύεις με την στενή, διάσωση δεν προβλέπεται· ενώ στον αντίποδα ο άοπλος κινδυνεύει, ο άμαχος κινδυνεύει, ο περιχαρακωμένος κινδυνεύει, αυτός που δεν το περιμένει, αυτός που χτυπιέται απ' το τυχαίο, απ' το αβέβαιο, κινδυνεύει. Και χρειάζεται συνεπώς διάσωση. Όχι ο Ράιαν.</div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjmiP2cC_cwI3YI8ndUfaHKt4u1uJWZlrNJ9Xn_3nt29xMlwwG2ak7S7xbSvI90kHv8DYY6j31wZm5TMRsolvzWuoKqb82kJf3GPntF2yRx2aT040IZ1nFwKLZo1AmCQBNpswLd-YKQ2Xd1/s1600/siria.jpg" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjmiP2cC_cwI3YI8ndUfaHKt4u1uJWZlrNJ9Xn_3nt29xMlwwG2ak7S7xbSvI90kHv8DYY6j31wZm5TMRsolvzWuoKqb82kJf3GPntF2yRx2aT040IZ1nFwKLZo1AmCQBNpswLd-YKQ2Xd1/s1600/siria.jpg" /></a></div>
<br />
<br />
<div style="text-align: justify;">
Στη διάσωση του κούκλου Ράιαν τώρα, <a href="https://national-pride.org/2016/11/20/%CE%B1%CF%80%CE%AF%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B7-%CE%B2%CF%81%CF%8E%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%B1%CE%B3%CE%AC%CE%BD%CE%B4%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B9%CF%82-%CE%B5%CE%BB/">ένας καλόβουλος ακροδεξιός ιστότοπος έστειλε τον Κεν όχι για να σώσει τον Ράιαν, αλλά μαζί με τον Ράιαν τους έστειλε στη Σιρία</a>, στη Σειρία, στο Σείριο, τελος πάντων όχι στη Συρία, αυτό είναι σίγουρο, και μετά, πάλι πίσω, από τον πόλεμο στην ειρήνη, από την ανορθογραφία στη λαθρομετανάστευση κι από την χώρα των αγνώριστων στις προθήκες των καταστημάτων, όπου από εκεί πια, καμαρωτοί και μανεκέν, σκέτοι φασιονύστας, οι δύσοσμοι μετανάστες, οι κούκλες-αθύρματα του εξαποδώ, οι μαριονέτες της Νέας Τάξης, τα ανδρείκελα του αφελληνισμού, που αγκιτάρουν και παίρνουν τα μυαλά των κοριτσιών μας, σε κοινή θέα, επιδεικτικά, καλλιεργώντας τους όχι πια το σαγηνευτικό πρότυπο του αμερικανοτσολιά Ράιαν, αλλά ακόμη χειρότερα του πρόσφυγα σίριου Ράιαν, γιατί έτσι πάει, μία η Νέα Τάξη θα ποντάρει πάνω στον Ματ Ντέιμον και τον Εβραίο Στίβεν Σπίλμπεργκ για να επιβάλλει τα κρέντο της, μία πάνω στους λαθροεισβολείς, πλαστικούς και μινιόν μνηστήρες της Μπάρμπι απ' τη Σιρία, οι οποίοι πια είναι εξώφθαλμο και κραυγαλέο ότι αποτελούν μια ασύμμετρη απειλή για τη χώρα μας, ένας καινοφανής κίνδυνος στον οποίο όχι μόνο δεν υπάρχει προηγούμενο, αλλά ούτε και απάντηση, κάποια άμυνα, διάσωση;, πολλά ζητάω, είμαστε καταδικασμένοι, ποιος θα μας σώσει απ' αυτούς;, εδώ είναι όλα αντεστραμμένα, στην ιστορία του Ράιαν απ' την Αμερική, η μάνα του ζήτησε να τον φέρουν πίσω για να τον σώσουν, στην ιστορία του Ράιαν απ' την Σιρία, οι μανάδες αγοράζουν στις κόρες τους τις σατανικές κούκλες που οι ίδιες ζητάνε, στη μία περίπτωση δηλαδή η μάνα σώζει το γιο της, ενώ στην άλλη η μάνα καταστρέφει ή μάλλον σωστότερα συντελεί στην καταστροφή της κόρης της, και το δεχόμαστε αυτό!, στη μία περίπτωση η μάνα βγάζει το γιο της απ' τον κίνδυνο, στην άλλη οι μανάδες θέτουν τις κόρες τους προ του κινδύνου, προ του αλλοδαπού, του βιαστή, του κλέφτη, του τζιχαντιστή, του "πρόσφυγα", του "διασωζόμενου", φτάνει πια, όχι άλλη διάσωση στους Ράιαν, Αμερικάνους ή Σίριους, εμείς είμαστε αυτοί που χρειαζόμαστε διάσωση απέναντι σε αυτή την επαπειλούμενη επειδημία, όχι οι λάθρο, όχι οι προπαγανδιστές, αρκετά με την θυματοποίηση, ήρθαν εδώ, γελαστοί και αθώοι, τους σπιτώσαμε, τους ταΐσαμε, τους δώσαμε πρώτα σωσίβια και μετά ρούχα και εφόδια, ε δεν θα πάρουν και τις δουλειές μας, τις κούκλες μας, τα πρότυπα μας, ας αφήσει η Νέα Τάξη και κάτι απείραχτο, και κάτι ανόθευτο, ας αφήσει τα πράγματα όπως ήταν πριν, όπως τα βρήκαμε εμείς και οι προηγούμενοι, Ράιαν από την Αμερική κι όχι απ' την Σιρία, θεία από το Σικάγο κι όχι απ' τη Ράκα, πράγματα εισαγώμενα μεν, από την Αμερική δε, και αν είναι οι γυναίκες μας να παίρνουν τους ξένους, ας παίρνουν Αμερικάνους, αυτοί τουλάχιστον έχουν λεφτά και τον ίδιο θεό με μας, αν είναι η Μπάρμπι να πάρει κάποιον ξένο, ας πάρει κάποιον συντοπίτη της, γιατί πρέπει να είναι σίριος;, επειδή έτσι θέλει η Νέα Τάξη;, επειδή έτσι επιτάσσει η μόδα;, αφήστε τους Ράιαν από τη Σιρία να αραχνιάσουν στις βιτρίνες, σπάστε τις βιτρίνες και τα μαγαζιά που τους φιλοξενούν, κάντε τις βιτρίνες γυαλιά-καρφιά, κάντε νύχτες κρυστάλλων, κάντε κάτι, κάντε δικές σας κούκλες, ελληνικές, εβραϊκές, δεν έχει σημασία, φωνάξτε τον Σπίλμπεργκ τον ίδιο να συνδράμει, να σκηνοθετήσει, να πραγματοποιήσει τη διάσωση της Μπάρμπι, της κάθε μπάρμπι, των Ελληνίδων, των κοριτσιών μας, των παιδιών μας, από τους σίριους Ράιαν, τους βρόμικους, δήθεν πρόσφυγες που έχουν εμφιλοχωρήσει πια, το βλέπετε άλλωστε με οφθαλμοφανή ντοκουμέντα, παντού.<br />
<br /></div>
</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-18967651565389460932016-11-10T01:52:00.001+02:002016-11-20T14:07:54.973+02:00Ουκ επιθυμήσεις την εγγονή -και όχι τη κόρη- του σωτήρα σου*<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: justify;">
<i>*βλέποντας τα <a href="http://www.imdb.com/title/tt2991224/?ref_=nv_sr_1">Μανταρίνια</a> του <a href="http://www.imdb.com/name/nm0882203/?ref_=tt_ov_dr">Ζάζα Ουρουσάντζε</a> στη νεοσύστατη <a href="http://cinegio.gr/">Κινηματογραφική Λέσχη Αιγίου</a> και τελικά γράφοντας και για όλα αυτά.</i></div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjAl7w7ZVu4Pq7p51hOyZYu8NuptnEsf6CG2iVNqkBh96fP5BNuHWGQFVFDclZJjzyRXzYXRWzrf-AfRRyQrY1pRJFiZ3bW3sMAiEhpJ9nsb6aQc4dDtFLlB5ON7xiSR7EBbucJoljIDdSF/s1600/tangerines.jpg" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjAl7w7ZVu4Pq7p51hOyZYu8NuptnEsf6CG2iVNqkBh96fP5BNuHWGQFVFDclZJjzyRXzYXRWzrf-AfRRyQrY1pRJFiZ3bW3sMAiEhpJ9nsb6aQc4dDtFLlB5ON7xiSR7EBbucJoljIDdSF/s1600/tangerines.jpg" /></a></div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Ο Ίβο (<a href="http://www.imdb.com/name/nm0880407/?ref_=tt_cl_t1">Λεμπίτ Ούλφσακ</a>) πάνω στο τζάκι του έχει μια κορνίζα με τη φωτογραφία της εγγονής του. Ο Άχμεντ (<a href="http://www.imdb.com/name/nm0620351/?ref_=tt_cl_t2">Γκιόργκι Νακασίτζε</a>) στην πρώτη γνωριμία του με τον Ίβο, πριν το μακελειό, όντας εύρωστος και έχοντας σώας τα φρένας θα την περάσει για κόρη του Ίβο. Θα μπορούσε. Δεν λες δηλαδή ότι το κάνει για κολακεία. Επ' ουδενί. Είναι αδρός και θερμοκέφαλος, αλλά ντόμπρος και διαυγής. Εμφανισιακά βγαίνει εξάλλου, η εικονιζόμενη άνετα θα μπορούσε να είναι και κόρη του Ίβο. Αλλά τελοσπάντων δεν είναι. Είναι κόρη της κόρης του. Ωραία πάμε παρακάτω. Και πάμε, και να σου που δεν πρόκειται για παράλογο παραρμήνευμα του Άχμεντ, αφού και ο Νίκα (<a href="http://www.imdb.com/name/nm2067091/?ref_=tt_cl_t4">Μίσα Μέσκι</a>) την πατάει, ο οποίος χωρίς να είναι συνεννοημένος με τον Άχμεντ, και μάλλον εξαιτίας αυτού, που δεν είναι συνεννοημένος δηλαδή, αλλιώς σιγά μην συμφωνούσε, μόνο και μόνο απ' αντίδραση θα πήγαινε κόντρα, έρχεται είκοσι κινηματογραφικά λεπτά αργότερα, έπειτα απ' τον τραυματισμό του, και όντας τραυματίας και λιγάκι ζαλισμένος, συνηγορεί πάραυτα, κάνει ακριβώς την ίδια ερώτηση: <i>"Ίβο είναι κόρη σου αυτή στη φωτογραφία;"</i> Και ο Ίβο αντί να το πάρει ως κομπλιμέντο ή έστω ως εξισορρόπηση των ως τότε διαμειφθέντων (δηλαδή των προσφωνήσεων "γέρο" και "ηλικιωμένε" που δίναν και παίρναν αλλά και της έκων άκων ευλαβικής στάσης που κρατούσαν οι προαναφερθέντες), δεν βαυκαλίζεται και δεν συναινεί, τους κόβει τον αέρα αντ' αυτού, μια και καλή, και τους βάζει στη θέση τους· και οι δύο λαμβάνουν την οργίλη απόκριση του Ίβο, που είναι και φαίνεται παππούς και όχι πατέρας (κι ας είναι και πατέρας, αφού το ένα για να συμβεί είναι προϋπόθεση του άλλου) και λαμβάνουν ακόμη και <b>τον αποστομωτικό περιορισμό για οποιαδήποτε έστω και κατά φαντασία (αφού με φυσική παρουσία είναι αδύνατον) ανάμειξη με την εγγονή του, τη φωτογραφία και κατ' επέκταση με το παρελθόν του</b>.<br />
<br />
Και είναι αυτή η αφοπλιστική ταύτιση των δυο άσπονδων εχθρών σε ένα και μόνο πράγμα, σε μία εύλογη υπόθεση (ότι η κοπέλα στη φωτογραφία είναι κόρη του Ίβο) που γεννά με τη σειρά της άλλες υποθέσεις, λιγότερο εύλογες και πιο παρακινδυνευμένες. Γιατί μπορεί η ομογνωμία των δυο τους να μη σημαίνει τίποτα, μπορεί να είναι τελείως συμπτωματική και μονάχα σημειολογική ή αντιθέτως απόλυτα ηθελημένη και λειτουργική, αφού <b>η απότομη απάντηση του γέρου μας δίνει να καταλάβουμε ότι κάτι τον τσιγκλάει, κάτι τον βασανίζει, κάποιον λάκκο έχει η φάβα, κάτι τον τρώει αν όχι αναφορικά με την κόρη που τελικά είναι εγγονή του, τουλάχιστον σε σχέση με την οικογένεια και το παρελθόν του</b>, ή μπορεί πάλι, κι ας συμβαίνει δηλαδή και λειτουργεί τελικά το δεύτερο, μπορεί να λειτουργούσε ανεξάρτητα, ασύνδετα, έτσι κι αλλιώς, και να μην είχε δηλαδή κανέναν λάκκο η φάβα του σκηνοθέτη, μπορεί να είναι όλα αυτά αποκυήματα του μυαλού μου, του μυαλού ενός θεατή, το μυαλό οποιοδήποτε θεατή <b>που αγκιστρώνεται και σκαλώνει στα πιο επουσιώδη πράγματα</b>, και μάλιστα όχι τότε (κατά τη θέαση δηλαδή) αλλά μετά, για να δικαιολογήσει, και να προοικονομήσει εκ των υστέρων (τι αντιφατικό!) το ασυνείδητα ήδη παγιωμένο συμπέρασμα, την ήδη διαμορφωμένη άποψη, βασισμένος σε παρωνυχίδες που μπορεί <b>τον δημιουργό να τον απασχόλησαν πέντε κλάσματα του δευτερολέπτου ή πέντε κλάσματα του καθόλου, ενώ τον θεατή εξαρτάται, από πέντε λεπτά, έως πέντε ώρες, έως ξέρω 'γω, έως τετρακόσιες πενήντα πέντε λέξεις.</b><br />
<br />
<div style="text-align: center;">
***</div>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Ο πόλεμος της Αμπχαζίας πέρα από δυσκολοπρόφερτος για το ελληνικό κοινό είναι σίγουρα και παντελώς άσημος. Περιφερειακός και δεύτερης διαλογής. Ελάσσονας. Αν υπήρχε φεστιβάλ πολέμων, αυτή η αιματηρή φιέστα σίγουρα θα είχε μικρή προβολή και τα έργα της θα έκοβαν λίγα εισιτήρια. Όπως όμως σε κάθε φεστιβάλ, όπως σε κάθε τι διαγωνιστικό βασικά, ανεξάρτητα απ' την ακτινοβολία του χάπενιγνκ, οι συμμετέχοντες είναι συμμετέχοντες και η ενασχόλησή τους παθιασμένη. Μπορεί η κατανάλωση να 'ναι, κανονικά, κυρίως εσωτερική, όμως αυτό δεν περιορίζει ούτε τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό ούτε τις αναπάντεχες εξαγωγές. Και κάπως έτσι φαίνεται, τούτο το μπι γουόρ, έκανε την έκπληξη και κατάφερε και <b>μπήκε στις προθήκες του πρώτου διαγωνιστικού τμήματος, των Όσκαρ και μέσω αυτού και στις οθόνες μας και στη συλλογική μας κινηματογραφική συνείδηση. Και κατ' επέκταση και στην συλλογική μας ιστορική συνείδηση.</b> Παρόλο που τότε σαν είδηση ούτε την παγκοσμιότητα του πολέμου του Κόλπου είχε, ούτε την πολιτική διαφάνεια του γιουγκοσλαβικού. Γεωργιανοί έναντι Αμπχαζιανών, με το ΝΑΤΟ να υποστηρίζει τους πρώτους και τους Ρώσους τους δεύτερους, αλλά ποιοι είναι αυτοί, Γεωργιανοί και Τσετσένοι και Αμπχαζιανοί και Εσθονοί και κάτι τρέχει στα γύφτικα. Δεν θα μπορούσε να 'ναι και αλλιώς ίσως. Η κλιμάκωση δεν μπορεί άλλωστε να φέρνει την ίδια ένταση ανεξαρτήτως πολιτικοοικονομικών συσχετισμών. Τότε η Ρωσία του Γιέλτσιν έτρεχε το περίφημο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων (ή μήπως αποκρατικοποιήσεων;), έκανε το σωστό, ε μια μικρή αποκλίνουσα ανάμειξη, δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί απ' τη Δύση με την ίδια οξύτητα, όπως για παράδειγμα με την απόσχιση της Κριμαίας, παρόλο που η πρώτη μη σφοδρότητα έλαβε χώρα έναντι ενός αιματηρού πολέμου (Αμπχαζία), ενώ η δεύτερη υστερική αντίδραση έναντι μιας αναίμακτης προσάρτησης (Κριμαία).</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Η χώρα ανήκει στην Αμπχαζία, στη Γεωργία, στη Ρωσία, στην Εσθονία. Σε όποιον τελοσπάντων προλάβει να βάλει σύνορα και να την περιφράξει. Σε όποιον έχει το ιστορικό δίκιο, το δίκιο της ισχύς, του αίματος ή του χρήματος. Ωραία, και <b>οι μανταρινιές σε ποιον ανήκουν;</b> Σε κάποια φάση της ταινίας, και ενώ ο Μάργκους (<a href="http://www.imdb.com/name/nm0639297/?ref_=tt_cl_t3">Έλμο Νούγκανεν</a>) που βοηθάει τον Ίβο στην συγκομιδή των μανταρινιών (βασικά ο Μάρκους τα μαζεύει, ο Ίβο κατασκευάζει τα ξύλινα τελάρα), κι ενώ εν τω μεταξύ η απόφαση να γυρίσει πίσω στην Εσθονία μετά το σόδιασμα είναι ειλημμένη, λέει στον Ίβο ότι δεν τον πειράζει τόσο που θα χάσει λεφτά (αν τα χάσει, αν δεν βρει εργατικά χέρια εγκαίρως), όσο ότι θα πάει μια τέτοια σοδειά χαμένη. Η μανταρινιά και η γη κατ' επέκταση ανήκει <b>σ' αυτόν που δεν την περιχαρακώνει, σε αυτόν που την καλλιεργεί, σε αυτόν που βάζει λίπασμα και δεν γίνεται ο ίδιος, σε αυτόν που στεναχωριέται όχι για τα λεφτά, αλλά για τους καρπούς που θα πάνε χαμένοι, για τις άκαρπες προσπάθειές του, για τη ματαιότητα εν γένει.</b> Η ταινία δεν είναι απολίτικη προφανώς, όμως ούτε και αντιπολεμική (με τη κλασική μορφή), αλλά αντιματαιωτική. Όταν έχεις ζήσει τον πόλεμο στον τόπο σου και βλέπεις πόσο μάταιος είναι, όχι βολονταριστικά ή σαν θεωρητική ιδέα, αλλά πρακτικά, βιωματικά, όταν χάνεις σοδειές μανταρινιών επειδή δεν υπάρχουν χέρια, επειδή υπάρχουν κομμένα χέρια, επειδή υπάρχουν χέρια που κρατάνε όπλα και θερίζουν όχι τα σπαρτά, αλλά τα απέναντι στρατά, τότε καταλαβαίνεις τι είναι αντιπολεμικός και τι αντιματαιωτικός, ακόμα και στις περιπτώσεις που όντως στον πόλεμο, αμυντικό ή επιθετικό, υπάρχει νόημα και δίκιο και ιδανικό.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
<b>Ελάτε να παίξουμε</b>. Εσύ θα είσαι ο Γεωργιανός και εσύ ο Τσετσένος. Θα τραυματιστείτε και θα σας περιθάλψω. Θα αναγκαστείτε να συγκατοικήσετε. Μην ανησυχείτε, δεν υπάρχουν κανόνες ούτε για το καπάκι της τουαλέτας, ούτε για τις δουλειές του σπιτιού, εγώ θα είμαι και μπάτλερ και καθαρίστρια και ιατρός και θεραπαινίδα σας. Μόνος απαράβατος όρος, πως κατά τη παραμονή σας εδώ μέσα, ισχύει εκεχειρία. Μόλις αναρρώσετε και βγείτε από 'δω έξω, και γυρίσετε στον πόλεμο, και είστε όχι δυο συγκάτοικοι, αλλά πάλι δυο εχθροί, τότε ναι, βγάλτε τα μάτια σας και τινάχτε τα μυαλά σας. Αλλά όχι εδώ μέσα. <b>Ο πόλεμος ως συνθήκη, η παύση πυρών ως συνθήκη, η ειρήνη ως συνθήκη;</b> Μήπως τότε και <b>η συμφιλίωση που καλλιεργείται ανάμεσα στους άφιλους δεν είναι προϊόν τεχνάσματος ή τελοσπάντων διεργασίας;</b> Κι αυτό είναι φυσικά <b>θεμιτό, αλλά μήπως είναι ταυτόχρονα και αντεστραμμένη ψύχωση;</b> <b>Γιατί επιλέγουμε πολέμους, γιατί τους διαλέγαμε απαρχής;</b> Μήπως τελικά η ειρήνη παρόλο που είναι ωφελιμιστική, δεν είναι καθόλου φυσική, είναι τεχνητή και αφύσικη, μήπως πρέπει να το αποδεχτούμε, μήπως πρέπει από 'δω και στο εξής να υπακούμε πιο απενοχοποιημένα στο ορμέμφυτο που μας λέει σκοτωθείτε, βρείτε πρώτα τους λόγους και τις αφορμές, αλλά σκοτωθείτε, ο πόλεμος είναι παιχνίδι, η ζωή είναι πολεμοχαρές παιχνίδι, το έχετε πάρει πολύ στα σοβαρά, γείρτε και λίγο, κοιτάχτε το και λίγο λοξά, λίγο ετερόδοξα, λίγο περισσότερο μισαλλόδοξα. <b>Όλη η απεικόνιση του πολέμου απ' τον Ουρουσάντζε κινηματογραφείται σαφώς με στιβαρή ματιά, αλλά κατά κάποιο τρόπο, πολλές από τις σκηνές του έχουν κάτι το παιγνιώδες, κάτι το αφελές, κάτι τι υπονομευτικό:</b> οι εχθροί που ανταλλάζουν αντί για βλήματα, δηλητηριώδη βλέμματα, και προκλητικές ατάκες, ο τρόπος που κορυφώνεται η τελευταία συμπλοκή, η υποδόρια παιδική (σαν κρυφτοκυνηγητό) σκηνή όπου αρχικά διασταυρώνονται και αλληλοσκοτώνονται, όλα αυτά συνηγορούν στην εντύπωση ότι τα παιδία παίζει, ένα παιχνίδι προφανώς με συγκεκριμένους κανόνες, και ο Ίβο ως ενήλικας, απ' τη στιγμή που τα μαντρώνει, επεμβαίνει και τους επηρεάζει τη συμπεριφορά, τους καταλαγιάζει τις εξάρσεις, και αποδομεί και την ίδια την έννοια και την συνθήκη του παιχνιδιού αυτού, την έννοια και την συνθήκη του πολέμου. <b>Υπό άλλες συνθήκες λοιπόν θα τον αποκαλούσαμε παιχνιδοχαλαστή, εδώ απλώς μπορούμε να τον πούμε ειρηνοποιό.</b></div>
<br />
<iframe allowfullscreen="" frameborder="0" height="280" src="https://www.youtube.com/embed/WRItLeLl5Lk" width="565"></iframe>
<br />
<br />
<div style="text-align: justify;">
Τραγική φιγούρα σε όλη την ταινία, απογυμνωμένη από οποιαδήποτε άλλη ευδιάθετη ή εναλλακτικά καλοπροαίρετη ερμηνεία, ο Μάργκους, ένα άτυχο, άμαχο θύμα του παρανοϊκού αυτού πολέμου της Αμπχαζίας, όπου πρώτα διαλύεται ο φράχτης του, έπειτα βομβαρδίζεται το σπίτι του, στη συνέχεια χάνει την όποια ελπίδα ότι θα βρεθούν χέρια για να μαζευτεί η σοδειά του, και τέλος και λίγο πριν φύγει για την Εσθονία, χάνει και την ίδια του τη ζωή. Και είναι αυτή η σπαραχτική απώλεια που σε κάνει να σκέφτεσαι και το άλλο (και τώρα αυτή η ύστατη σκέψη είναι κυριολεκτικά εκπρόθεσμη και ίσως και παράταιρη και αναιρετική) πως απ' την άλλη,<span style="text-align: left;"> κι ο Μάργκους ίσως να φταίει, δεν φταίει;, γιατί δεν γυρνούσε στη πατρίδα του μια ώρα αρχύτερα;, πριν μαζευτούν τα μανταρίνια, ποιος του είπε εξαρχής να μαζεύει μανταρίνια;, ενώ γύρω του μαινότανε πόλεμος, αυτό ήταν αυτοκτονικό, κι ο Ίβο ντάξει, πες είχε λόγο, αλλά ο Μάργκους;, όχι, μήπως πρέπει να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε πλέον ίσως και αυτό, αν οι παράπλευρες απώλειες έχουν ευθύνη που έγιναν τελικά απώλειες;, και ντάξει πιο πολύ για πειραματισμό, για να δω μέχρι που μπορεί να φτάσει ο ειρμός της σκέψης, το έκανα, προφανώς και ήτανε σαρκαστικό αυτό το ακροτελευταίο νήμα, αλλά και πάλι, αν μπορεί ακόμα και αυτή η αντιδραστική και ακραία σκέψη να γεννηθεί σε κάποιον, <b>αυτό σημαίνει και αποδεικνύει πόσο καλή ταινία είναι τα Μανταρίνια, π</b></span><span style="text-align: left;"><b>όσο πολυεπίπεδη και πόσο απλόχερα σου κοινοκτημονεί τα πολλαπλά και εύφορα στρώματα της για να σκάψεις και να σκεφτείς και να βρεις και να καλλιεργήσεις και να σοδιάσεις, το τελοσπάντων ό,τι.</b></span><br />
<span style="text-align: left;"><br /></span>
<span style="text-align: left;"><br /></span>
<br />
<div style="text-align: left;">
υ.γ. Καλή αρχή και καλές προβολές! (<a href="http://cinegio.gr/programma-provolwn/">εδώ</a>, το πρόγραμμα)</div>
</div>
</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-51973130155842124022016-10-25T19:42:00.000+03:002016-11-27T19:30:32.793+02:00αντί δώρου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: center;">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg6T1Kcg3Xv_nS3Pi_8boMMRujfC2MExtYHvKVWYWvVT_YQsJD3LnyxQSb4kl1LWIlCcyfrrxtRLo3CKG5ddhGX_amzuFqUPJ6GTPXFkYZprocC4EV4OZxPa1lTNVcqr9fpPM3rD93TXOJT/s1600/ornithes.jpg" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg6T1Kcg3Xv_nS3Pi_8boMMRujfC2MExtYHvKVWYWvVT_YQsJD3LnyxQSb4kl1LWIlCcyfrrxtRLo3CKG5ddhGX_amzuFqUPJ6GTPXFkYZprocC4EV4OZxPa1lTNVcqr9fpPM3rD93TXOJT/s1600/ornithes.jpg" /></a></div>
<br />
<div style="text-align: right;">
<i>στην Αγγελική</i></div>
<br />
<br />
<br />
<div style="text-align: center;">
1</div>
<br />
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
<div style="text-align: justify;">
Αγγελική. Α, γγε, λι, κη. Άλφα, γάμα, γάμα, έψιλον, λάμδα, γιώτα, κάπα, ήτα. Το άλφα για το ανάδεμα που ένιωσα όταν σε πρωτοείδα, τα γάμα για τους αμφίποδες γάντζους σου, το έψιλον για το μονό σου στρογγυλό ενώτιο, το λι για τη παθητική λιγοθυμιά μου και το κη για τη περασμένη Δευτέρα που δεν ήσουνα ποτέ εκεί. Αγγελική, Αγγελική, Αγγελική. Αγγελική. Τρεις φορές η γλώσσα μου έρπει και μια πολιορκεί. Γλώσσα φυλακόβιος μυς, γλώσσα παλλόμενος κριός, γλώσσα που χάλαση δεν βρίσκει. Γλώσσα που κόκαλα δεν έχει κι απ' τα κόκαλα βγαλμένη. Που με βια μετράει τη γη, τη στενή, την ειρκτή, τη φυλακή της, τη στοματική μου κοιλότητα τελοσπάντων, από οδοντοστοιχία ως αμυγδαλή, αλερετούρ φυσικά, κι από αναπνοή ως πνιγμονή, ναι αλερετούρ και πάλι, που βέβαια εντάξει, εδώ που τα λέμε, λίγο αβάσιμο αυτό το τελευταίο, ιατρικά πάντα, γιατί ιατρικά άμα υπάρξει πνιγμονή, είναι πασιφανές και όλοι το ξέρουν, πως δεν υπάρχει ρετούρ, επιστροφή, πηγαιμός, παραμόνο πεθαμός και τελευτή και ακριβώς έτσι μου μπήκε η πρώτη υποψία ότι η διάγνωση δεν ήτανε απόλυτα εντάξει, που τελικά δεν ήτανε καθόλου εντάξει, το αντίθετο μάλιστα, ήταν όλα μια φενάκη, από μέρους της, από μέρους της γλώσσας, που δεν ξόφλησε, σιγά μην ξοφλούσε, τόσο εύκολα τουλάχιστον, αν δεν έφτανε ως το τέλος της, ως την εκπλήρωση, ως το να το πει, ξόφλημα δεν φάνηκε ποτέ, σας το ορκίζομαι, παρόλο που αυτή ήτανε η εντύπωση, σύμφωνα πάντα με τη γλώσσα του σώματος, τη γλώσσα του σώματος της γλώσσας, που πριν από λίγο σπαρταρούσε μες στο κοίλος του στόματός μου σα να μην υπάρχει αύριο, σαν αυτό να ήτανε, σαν να σου λέει τετέλεσται, καπούτ, κείτομαι ανάποδα άρα πάει, γλώσσα ανάποδη σημαίνει ψόφος, σπασμοί σ' όλη τη σάρκα μου σημαίνει αγλωσσιά, σημαίνει ότι δεν υπάρχει γυρισμός, σημαίνει στον αγύριστο, αλλά όχι, τσου!, αυτή το 'χε στήσει για τα καλά, είχε σκηνοθετήσει τα πάντα, το σπαρτάρισμα, τον πνιγμό, τη παραίτηση, μόνο και μόνο για να μ' εξαπατήσει, μόνο και μόνο για να με βαυκαλίσει, που θα μ' είχε ούτως ή άλλως, αυτό έλειπε, αλλ' όχι κι έτσι, τόσο εύκολα εννοώ, όχι, δίχως αντιπερισπασμό θαρρώ θα υπήρχε κάποιου είδους αντεπανάσταση, μερική αντίσταση, μια έστω απάντηση στην αντάρα της, στον ξεσηκωμό, στη διαφυγή της, γιατί αυτό έκανε εν τέλει, διέφυγε, και καλά έκανε δηλαδή, αλλά κατ' εμέ το πιο ενδιαφέρον πράγμα ήτανε το πως το έκανε, χα! <i>αμφιρρέποντας</i>, ανάμεσα σε μέσα υποτονικά, όπως ταχτάρισμα, υποτονθορυσμό ή παπαγαλία και σε εργαλεία ξεκάθαρα πιο ωμά, όπως έξαψη, παραλήρημα και διεμβόλιση, που μεμονωμένα, ναι, δεν δίνουν τίποτα, αλλά συνδυαστικά και προϊόντος του χρόνου μας κάνουν Άλωση και δεν είμαι υπερβολικός, καθόλου, γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με επικό ριφιφί, αμέ, με άνοιγμα κερκόπορτας, με ρήξη οδοντοφράγματος, με διάρρηξη του έρκους των δοντιών μου, την τελευταία έπαλξη δηλαδή πριν την άνευ όρων παράδοση, τον μπρος στα μάτια σου εξανδραποδισμό μου, την αύτανδρη ρευστοποίηση του είναι μου, πριν την ολοκληρωτική μετατροπή του έρωτα μου -και πες τον όπως θες πάθος, καύλα, καψούρα, τεπετακλάζ, τύφλα ή φώτιση- από κρυψίνους σε διαρρέον, από ρανίδα σε αναβρυτήριο κι από τριγμό σε ντάπα ντούπα και χλαλοή, σε πίδακα και σε πικάπ, σε πιδακάπ, ε δεν μπορούσα, ε όχι, μου ήταν αδύνατο, να μην ενδώσω εννοώ, σ' αυτόν τον συμφυρμό, σε αυτή τη τέλεια λεξιπλασία, που είναι τέλεια όχι επειδή είναι γουστόζικη, αλλά επειδή είναι καραπατέντα, αλλά πάλι, γιατί δεν είναι γουστόζικη;, και βέβαια είναι, μαζί ίσως και θλιβερή ή μάλλον καταρχήν θλιβερή, και σε δεύτερη, σε πολύ δεύτερη φάση γουστόζικη, αλλά τελοσπάντων τι σημασία έχει στη τελική, το πιδακάπ, πάει αυτό ας το ξεχάσουμε κι ας προχωρήσουμε, μουβ ον, ήτανε μονάχα ένα λόγου παίγνιον, μία φαρσα άνευ σημασίας, αλλά ας πάμε στα πιο σημαντικά, <i>επιτέλους,</i> γιατί σημασία αυτή τη στιγμή έχει, αν έχει κάτι σημασία, είναι, με μια λέξη, <i>εγώ!</i>, που και χειραφέτημα και άθυρμα, την ίδια στιγμή, κοίτα με, είμαι πια μια ιδιόρρυθμη μάκινα, που παράγει ακατάληπτους, καβαλιστικούς ήχους, φαινομενικά μόνο, γιατί άμα μπεις στον κόπο και κάτσεις εκεί πέρα στο θρανίο της τρελαμάρας και αποτυπώσεις αυτόν τον συρφετό ως συμφωνία σε μια παρτιτούρα, ε εκεί γίνεται το ανέλπιστο έλα να δεις, εκεί που δεν το φαντάζεσαι, <i>αφουγκράσου</i>, πιδακίζει ξέφρενος ένας ορμώδης και αστείρευτος χείμαρρος μυκηθμών, ένας ρόχθος, που αν τον ακούσεις προσεχτικά και δεν το βάλεις στα πόδια από δειλία, κρένει το όνομά σου Αγγελική, <i>εις τ' όνομα</i> τελικά του ίδιου -και εδώ νομίζω φτάνω κάπου και βλέπω φως στο τούνελ- του ανυπόληπτου εξοστρακισμού, όπου άπαξ και ήρθη, πήρε και σήκωσε και ξαπόστειλε και εγκλώβισε μέσα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας όλα τα όστρακα που μεθοδευμένα αναγράφαν το όνομά σου, χαραγμένα από τον επάρατο οβελό των δισταγμών, της περιστροφής, της ατολμίας και μιας χριστιανικής καταγωγής αναστολής -γιατί πάντα οι αναστολές μου έχουν καταγωγή θρησκευτική- και έστειλε στο ανεπίστρεπτο εκείνη την εποχή της αφωνίας και της εγκράτειας. Την εποχή της πλάνης. Των συμβολικών αυτοχειριασμών, της σιγοβράζουσας λογοκρισίας, της λανθάνουσας ερωτοπληξίας. Η εποχή που δεν μπορούσα να το πω, πόσο μάλλον να το μουτζωρώνω τρίβοντας γραφίτη με ύφος πάνω σε σελίδα Α4 ή μπουρδουκλώνοντας τα δάκτυλά μου πάνω στο ξένο πληκτρολόγιο. Αγγελική, δες με, τώρα το μπαμπαλίζω ανερυθρίαστα.</div>
</div>
<br />
<br />
<br />
<div style="text-align: center;">
2</div>
<br />
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
<div style="text-align: justify;">
Υπήρχε κάποια μήπως προηγούμενη; Και βέβαια υπήρχε. Ίσως και να μην υπήρχε μάλιστα η Αγγελική, αν τη μέρα που τη γνώρισα δεν είχα συρθεί ως τη μιλόνγκα γι' άλλον λόγο, μπας και πέσω πάνω σ' άλλη. Έτσι πάει: ο εν σπέρματι πόθος τίκτεται ακαρτέρητος μέσα στις ωοθήκες κάποιας ήδη εγκυμονούσας. Η οποία αψηφώντας την γκαστριά παρέμενε όρθια και λυγερή και λικνίζουσα και ήταν πολύ απασχολημένη όχι με τη κοινή προοπτική μας, αλλά με τις εφήμερες χαρές της λαγνουργίας και σα μαριόλα βασίλισσα ενός ζαλισμένου μελιτοφόρου σμήνους, δεχότανε και χόρευε και μειδιούσε και δε χόρταινε. Κοίτα ρε μεταβολισμό! Εν αντιθέσει με τη δύσπεπτη καθίμενη μιζέρια μου, που την ίδια ώρα παραγκώνιζε ή παρεξηγούσε τη χαρά της συντροφιάς, το παιχνίδι με τα βλέμματα, τα αγγίγματα, τα χαμουρέματα, τις κρυφές της κινήσεις· την αφοσίωση στους κηφήνες. Και το παράδοξο ήταν αυτό, ήταν ότι όλη αυτή η καταφρονημένη χασμωδία συγχρόνως υποδαύλιζε και κατασίγαζε τη διστακτική μου κάψα: διότι μπορεί το αίσθημά μου απ' τη μία να θριάμβευε με την αδιαφορία και την αδιάλλειπτη μη διαθεσιμότητά της, αλλά απ' την άλλη η αυταρέσκειά μου μαράζωνε στη σκέψη ότι άλλοι ξεζουμίζουν και επικονιάζουν το άνθος της διαδοχικά, αφήνοντάς μου στο τέλος τι;, τη καχεκτική επιλογή να αγκαλιάσω ξέρω 'γω και να ασπαστώ έναν κόμπο αγκαθιών;</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
</div>
<div style="text-align: left;">
<div style="text-align: justify;">
Μια παρένθεση εδώ. (Και μια παρένθεση της παρένθεσης, μόνο και μόνο για να σκάψω τον λάκκο της παρένθεσης που βρίσκεται εκτός της τρέχουσας παρένθεσης και φυσικά και τον δικό μου τον λάκκο γενικότερα, γιατί εντάξει τώρα που το διπλοσκέφτομαι και το ξανακοιτώ, που εννοείται, ναι, δεν έχει!, φυσικά κι όλο αυτό έχει περάσει -παρόλο που δεν του φαίνεται- από κρησάρα κι ενδελέχεια και ξανακοίταγμα, τι;, ότι έτσι;, ότι στο πόδι, μα είναι αυτονόητο, αλλά ας χωρέσω τελοσπάντων εδώ μια αποσαφήνιση, για να μη παρεξηγούμαι, ότι όλα αυτά εδώ, τώρα, τα ένθετα, είναι εγγραφές πρόσφατης στρωματογραφίας, μεταγενέστερης, που συγκριτικά κιόλας, αναδεικνύουν και πόσο απαρχαιωμένη και πόσο κωμική είναι η αρχική σκέψη για παρένθεση, και πολύ περισσότερο μάλιστα, η επίσημη δήλωσή της, η περισπούδαστη διάκριση παρενθετικής και κύριας αφήγησης, λες και υπήρχε ή θα μπορούσε να υπάρξει υπό οποιεσδήποτε προϋποθέσεις μέσα σε αυτό το ντελίριο η παραμικρή διαφόριση μεταξύ είδησης και σχολίου, φαντασιακού και πραγματικότητας, παράθεσης και επεξήγησης) Εν πάση περιπτώσει. Το τάνγκο τελευταία ακόμα και στις πιο ελευθεριακές και απέριττες μορφές του, θυμίζει αστικό έθος, κουβαλώντας και όλα τα συμπαρομαρτούντα αυτής της μεταστροφής. Έχει διαλείμματα, ξαποστάσεις, ευγένειες, κομφορμισμό. Κανονισμούς και όρια και μη αρνήσεις. Όμως μερικές -λίγες ειν' η αλήθεια, αλλά δικό σου καθήκον να βρεις τα λημέρια όπου οι πιθανότητες καρπίζουν- φορές εκτός από μη άρνηση, άμα είσαι ανέλπιστα τυχερός, μπορεί να λάβεις και κατάφαση. Κυριολεκτική κατάφαση. Γνέψιμο κανονικό ντε. Κι εσύ τότε Αγγελική έκανες ακριβώς αυτό, μου έγνεψες θετικά. Δεν μ' αρνήθηκες. Τα θυμάμαι όλα ξεκάθαρα, όλα τα θυμάμαι. Τα μαλλιά σου ήταν πιασμένα πίσω σε κότσο ολοστρογγυλό σαν μπαλαρίνας, μπαϊλαόρας καλλίτερα, το σκουλαρίκι σου, αχ αυτός ο αθός των κοσμημάτων, θύμιζε κινέζικο ήλιο, το χαμόγελό σου ήταν σκέτη φθινοπωρινή λαμπηδόνα, τα ρούχα σου συνυφασμένα από κάποια νεφελοκοκκυγία το δίχως άλλο, και η ανάσα σου μύριζε τσίχλα-μαστίχα. <i>Παρατρίχα</i>. Παραλίγο να πέσουμε. Να σε ρίξω δηλαδή, όχι τ' αντίθετο, να με ρίξεις, που ακούστηκε αυτό ξανά άλλωστε, ντάμα να ρίχνει καβαλιέρο, ακόλουθος τον οδηγητή, τον λίντερ, όλα κι όλα, μπορεί ο χορός να είναι αστικός κι εξουσιαστικός και να ζέχνει πατριαρχία, αλλά το καλό είναι, αν μπορεί κάποιος να βρει καλό σε αυτή την ανισορροπία, ότι για τα λάθη και τα στραβοπατήματα και τις ανακολουθίες και τις εν γένει αστάθειες δεν φταίει η ακόλουθος, η παρτενέρ, αλλά ο Τιμονιέρης, κι αυτό ήταν που μ' ενθουσίασε πάνω σου, ότι με συμπλήρωσες δίχως να σου ζητηθεί ή ανατεθεί, δίχως να νοιάζεσαι για τους ρόλους, και πολύ καλά έκανες, γιατί το 'χες με την ισορροπία, ενώ εγώ το αντίθετο, πανθολογουμένως όχι, δεν το 'χα, αλλ' εσύ είσαι το πιο ιδανικό ταίρι, γιατί ορίστε, είχες κανονίσει ακόμα και τα της αντιρροπίας. Αλήθεια, πού το σκέφτηκες Αγγελική; Το 'χες προμελετήσει; Το 'χες μύχια προβλέψει; Που ο κρίκος σου ο περιττός στο δεξί -κι όχι στ' αριστερό- αφτί ήταν το τέλειο ζύγι, το υπερακριβές βαρίδι, που χάρις σ' αυτόν εφυήραμε εν ακαρεί το μυστικό της δικής μας στάθμισης: κάτι μεταξύ ρυθμού και (καρδιακής μου) αρυθμίας. Γιατί αυτό είναι, και το συνειδητοποίησα μόνο τότε, μόνο όταν ισορροπήσαμε, ότι η ισορροπία, δεν είναι αυθύπαρκτη, ούτε ντε φάκτο και σε καμιά περίπτωση δεν εννοείται κι ούτε καν θεωρείται πιθανή όσα καντάρια χορού κι αν ξέρεις, όσο και να σκαμπάζεις, γιατί μπορεί να είναι τόσο εύθραυστη και τόσο εξαρτημένη από απρόβλεπτους παράγοντες, όπως να, ένα περιττό σκουλαρίκι, ένα σκουλαρίκι στο δεξί, ένα στο αριστερό τι σημασία έχει, αλλά έχει και παραέχει, γιατί τελικά κάπου εκεί επιτυγχάνεται η ισορροπία, κάπου στο ενδιάμεσο, κάπου μεταξύ επιτήδευσης και οικειότητας, κάπου μεταξύ παραπατήματος και απογείωσης, κάπου μεταξύ προέλασης και συνθηκολόγησης, κάπου εκεί τελοσπάντων που νιώθεις -νιώθουμε- ανδρόγυνο, όχι δυο χωριστές και αυτόνομες οντότητες, αλλά ένα πλάσμα. Το ξέρω ότι είναι αμάρτημα, αλλά κοίτα να δεις, θαρρώ πως όταν είμαι μαζί σου συμπλεγμένος, νιώθω μια όμορφη έπαρση, Αγγελική, φιλοδοξώ την ισοθεΐα.</div>
</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: center;">
3</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
<div style="text-align: justify;">
Από τότε πέρασε πολύς καιρός. Η ύβρις μου δεν έμεινε ατιμώρητη. Η τότε ενότης έγινε ασυγκόλλητο σχίσμα, η μονάδα δυάδα, η πληρότητα έλλειψη, ο χορός μας γίνηκε στοίχειωμα και το αρχικό τανγκοπιάσιμο, πια γροθιά στο στομάχι. Σ' έχασα. Και το χάσιμό σου δεν ήταν απλή απώλεια. Αλλ' ακρωτηριασμός. Κι απ' το 'να στ' άλλο βράδυ έμεινα ανάπηρος, δίποδος και μόνος. Δεν στάθηκα όμως με σταυρωμένα τα χέρια, αποπειράθηκα να αναζητήσω αλλού το άλλο μου μισό, τη προπατορική συγχώρεση. Την επανένωση. Κι έτσι έγινες ένας άπιαστος νοσταλγικός μύθος μιας άλλης θεογονίας. Κοίτα, ήτανε νομοτελειακό άλλες να πάρουν τη θέση σου, άλλα σκουλαρίκια να αγοραστούν στην εις μάτην προσπάθειά μου να αποκαταστήσω την απορριγμένη ισορροπία. Μα το σχέδιο πήγε στράφι. Παραπαίω ακόμη. Δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Κι όταν βρίσκω τον βηματισμό, κι όποτε το θυμάμαι, έρχομαι να χορέψω. Πού και πού σε πετυχαίνω κιόλας. Αραιά χορεύουμε και αραιότερα μιλάμε. Για να σπάει η σιωπή και για να μη μένει μετέωρη η αμηχανία.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
</div>
<div style="text-align: left;">
<div style="text-align: justify;">
Είχα συννενοηθεί με την Ελένη να έρθουμε μαζί τις προάλλες. Ήμουνα τύφλα και κατακαυλωμένος. Είχε τον τρόπο της κάθε φορά αυτή να με ανάβει. Φτηνή παραφίνη, αλλά τέτοιες ώρες συμβιβάζεται κάνεις και με υποκατάσταση. Με εύφλεκτη πρώτη ύλη που διαποτίζει το ξυλάριο των σπίρτων μου, τόσο δραστική που ακόμη και ξερός απ' το αλκοόλ να 'μαι, ή μήπως χλωρός;, αφού ποτισμένος στο οινόπνευμα, άρα νοτισμένος, άρα χλωρός;, αλλά τελοσπάντων όπως και να' ναι, ξερός ή χλωρός, ή και τα δύο μαζί, και μάλλον αυτό, το τελευταίο, ισχύει, αυτό το υπεραπλούστευμα, ότι μαζί με τα χλωρά καίγονται και τα ξερά, καίγομαι κι εγώ, η δραστικότητά της δεν αργεί να μ' αναφλέξει. Μια απλή εντριβή, μια επιφανειακή μάλαξη, ένα χάιδεμα. Ένα κωλοτρίψημο αρκεί. Και μου τα 'δωσε όλα η Ελένη. Και μετά είχα να περιφέρω μια φλεγόμενη στύση σαν λαμπάδα καθώς ζητούσα τις κοπέλες για χορό. Όχι και πολύ πρέπον εδώ που τα λέμε. Ευτυχώς όμως η έκρυθμη αυτή λαμπαδηδρομία δεν κράτησε για πολύ. Δεν με σύμφερε. Είναι δύσκολο να βαδίσεις πόσο μάλλον να χορέψεις με τρία πόδια. Δεξί, αριστερό, δεξί, μετά τι;, μεσαίο;, η ντάμα τα χάνει. Και είπαμε, δεν το 'χω που δεν το 'χω με την ισορροπία, να βάζω τρικλοποδιές στον ίδιο μου τον εαυτό με το να του προσθέτω περιττά δεκανίκια, αυτό παραπάει. Έτσι κατάβρεξα τις πυρακτωμένες στάχτες μου κι άρχισα να φέρομαι προσηκόντως. Πρώτα πήγα κι έκανα γνωριμίες. Είπαμε, η διάθεση ερωτοτροπίας στέγνωσε, όχι και η ποτισμένη μου απ' το πολύ ποτό διάχυση. Έπειτα άρχισα να χορεύω. Με το πουλέν του Ραμίρο, τη Νατάσα, έτσι για προθέρμανση, που στην αρχή την έκανα τριάντα και της το 'πα, κι αυτή τα 'χασε και μου είπε ότι πρώτη φορά της το λέν' αυτό, και ήτανε νορμάλ αυτό, εννοώ που δεν την είχαν ξαναπεράσει για τόσο, γιατί όταν έπειτα σε κάτι ότσος στριφογύρισε και αλλάξαμε θέσεις και την έλουσε το φέγγος του φανοστάτη φωτίζοντας τα ωχρά χαραχτηριστικά της, φωτίστηκε και το ολοφάνερο, ότι δηλαδή ήτανε ξεκάθαρα μικρότερη, ακόμη και μικρότερή μου, αλλά αυτή η ηλικιακή απόκλιση κάτω απ' το ύστερο φωτεινό φάσμα, αυτή η διαφορά φάσματος, δεν είχε καμία απολύτως σημασία εκείνη τη στιγμή, ούτε άλλαζε καθόλου το παραμικρό, το ότι για παράδειγμα, την έβρισκα πανέμορφη και ιδανική, γιατί ίσως ήμουνα μεθυσμένος, γιατί ίσως μου άρεσε και λίγο, γιατί ίσως με συνεπήρε που προσιδίαζε σε πρωταγωνίστρια του Ντοστογιέφσκι, με τα ωραία της παπούτσια, με το αριστοκρατικό της το φόρεμα, με το επίσημο κόσμημα γύρω απ' το λαιμό της και κατόπιν έφυγα από κει, μόλις έπεσε η κουρτίνα και πριν πέσει και με πλακώσει ο πέπλος της αυλαίας, και πήγα και ζήτησα και χόρεψα με μία άλλη παρακείμενη που ήτανε πέρα για πέρα ανομολόγητη, αλλά που δεν συγκράτησα το όνομά της, που πώς να το συγκρατήσω που δεν ρώτησα εξαρχής, που δεν κατάλαβα ποτέ τι φταίει γι' αυτή μου την ενοχλητική έξη, την έλξη μου στο ινκόγκνιτο, στη μη σύσταση άπαξ και προηγηθεί με κάποια ονοματοσεφτές, αλήθεια τι;, η όψιμη αλαζονεία μου;, κάποιο ανεπούλωτο παιδικό τραύμα;, μία κάλπικη αντίληψη περί ανωνυμίας ή τελικά κάτι αγνό και ανυπόκριτο που με οδηγεί στη συστολή αντί της σύστασης, ίσως και όλα αυτά μαζί ίσως και τίποτα απ' αυτά, γιατί ίσως σε αυτή τη περίπτωση η μη ενασχόλησή μου με χειραψίες και φιοριτούρες να προέκυψε όχι από συνήθεια αλλά από εξαίρεση, ίσως και λόγω εξαίρεσης, λόγω εξαιρετικότητας του χορού, όπου η ανεκδιηγητικότητά του, να το παραδεχτώ, ήταν εν μέρει απόρροια της επήρειας του αλκοόλ αλλά και σίγουρα απ' την άλλη, αποτέλεσμα του ψυχανεμίσματος ότι ύστερα θα <i>σε</i> απαντήσω και θυμάμαι ότι δεν θυμάμαι για ποιον ασυνάρτητο λόγο, αλλά σε ένα διάλειμμα καθόμουν και της έλεγα κάτι για αείρροους καταρράκτες και για μαύρα λιβάδια και για αστέρια του Δαβίδ, σε σημείο που όλο αυτό το αυθόρμητο ξέσπασμα να με μεταρσιώσει και να με οδηγήσει σε επιτόπια μέθεξη και σε μια βιαστική και επιπόλαια επίγνωση, που δεν έμεινε άρρητη, σιγά μην έμενε, της το 'πα, ότι ο χορός που μόλις έλαβε χώρα και τελείωσε και μας αφορούσε, <i>αρκετά με τα μισόλογα</i>, μας συναποτελούσε, και δεν ήταν ούτε ψέμα, ούτε αμετροέπεια, "ότι ήταν ο πιο όμορφος χορός που χόρεψα απόψε". Και ναι ίσχυε, αλλά έως τότε.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
</div>
<div style="text-align: left;">
<div style="text-align: justify;">
Γιατί μετά εκεί σε μια ανάπαυλα, σε μια παύση, σε μια ανακωχή, σε μια κανονική επίσχεση των πάντων:, χορών, κινήσεων, μουσικών, λέξεων, από ποιον;, από σένα;, με ποιον σκοπό;, την αποζημίωση;, σε τι; σε παρά;, σε είδος;, σε περιαγωγή;, σε είδα άξαφνα απ' την απέναντι πλευρά και απ' το επόμενο ψευτοδευτερόλεπτο στεκόμουνα εκεί πέρα μουγκός, ανήμπορος να αρθρώσω λέξη μπρος στην ανεκλάλητη ομορφιά σου, μπρος σε αυτή τη κατάκοπη και ιδρωμένη και αψιμυθίωτη ομορφιά σου, αλλά για μια στιγμή μόνο, έπειτα είπα, όχι, θα σε αποζημιώσω ή τουλάχιστον δεν θα σε απογοητεύσω και έτσι για πρώτη φορά στη ζωή μου, πρώτη, όχι γιατί ήταν όντως πρώτη, αλλά γιατί κάθε τέτοια φορά είναι σαν πρώτη, είπα να μην αφήσω αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη και έτσι κινητοποιήθηκα, τι έκανα ακριβώς δεν θυμάμαι, πως κινητοποιήθηκα εννοώ, πως κινήθηκα, τι είπα, πώς σε προσέγγισα, πώς σου πούλησα το χορό, ποιο ακριβώς ήταν το πιτς μου, έτσι το λένε, το 'ψαξα, όχι αυτά δεν μετρούσαν, απ' τη στιγμή που όντως το 'κανα, γιατί δεν σ' άφησα σ' αυτή τη σκεβρή σου τη στάση, που ίσως και να 'πρεπε, γιατί έμοιαζες ότι χρειαζόσουνα μυοχαλάρωση, ξεσκότισμα, μια παροδική αποχή έστω, αλλά ένας χορός πάνω, ένας κάτω, ε; και εδώ που τα λέμε, αυτά της μέριμνας τα σκέφτηκα εκ των υστέρων, τώρα, όχι τότε, γιατί τότε Αγγελική δεν υπήρχε σκέψη, υπήρχε μόνο ορμέμφυτο και αυθορμητισμός και σε πήρα αλά μπρατσέτα να χορέψουμε έναν μόνο μισό χορό, αφού το κομμάτι έπαιζε ήδη και δέχτηκες κατενθουσιασμένη γι' αυτή τη πρόσκληση, ίσως περισσότερο για την υπόσχεση του βραχείας διάρκειας χορού, και χορέψαμε και ο χορός αυτός, αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα και τα ακόμα λιγότερα βήματα, δεν ήτανε τίποτα συγκρίσιμο με πριν, με οτιδήποτε, με οτιδήποτε κι αν έχω με όλες μου τις αισθήσεις ως τώρα ατελώς εντρυφύσει, όλα τα μικρά ή μεγάλα, τα επιφανειακά, τα ποιητικά, τα άδηλα ή τα περιπόθητα, τα όλα πάνω σου: οι ιδρωμένες σου μασχάλες, η ανεπαίσθητη ελιά πάνω δεξιά στο χείλος σου, τα ευωδιαστά μαλλιά σου πιασμένα σινιόν, πάντα σινιόν, το δροσερό σου πηγαίο γέλιο κι η ευσχημάτιστη πυγή σου, που ας εξηγηθώ γιατί μοιάζει ακατανόητο, τα 'βαλα μαζί, πηγαία και πυγή, που είναι ομώνυμα, αλλά όχι γι' αυτό, αλλά γιατί στο μυαλό μου παρετυμολογικά συνδέονται, αυτά τα χαρακτηριστικά, με μια ετυμολογία τόσο παράλογη, που θα ήταν καλό να μην αναφερθεί, ναι εδώ, γιατί θα περιπλέξει ανεπίστρεπτα τα πράγματα, άστο καλλίτερα, ας αφήσουμε το έτυμο και τη σύνδεση μόνο στο μυαλό μου, μόνο εκεί και έτσι, γιατί στη κανονικότητα ποτέ, αφού το πηγαίο σου γέλιο έχει αισθαντικό βάρος, ενώ η πυγή σου μονάχα ηδονοβλεπτική ελαφρότητα, πώς να συναντηθούνε;, πού να πάνε μαζί;, σε ποια ετερόκλητη λέσχη να συμφυρθούν;, ή έτσι στο αναφανδόν;, ακόμη χειρότερα, οι πυγές δεν μπορούν να τύχουν σε καμία περίπτωση εν δήμω θαυμασμού, παραμόνο ιδιωτικής κατάνυξης, γιατί για τέτοια υποκρισία μιλάμε, όχι, ο κώλος σου δεν μπορεί να εξυμνηθεί, άκυρο, βέτο, παραμόνο για άλλα πιο υψιπετή πράγματα έχω το δικαίωμα, κι ας είμαι καλλίτερα πιο προσεκτικός, θα είναι κρίμα αυτή εδώ η ωδή ύστερα μάλιστα από τόσες στροφές να περιπέσει σε ανυποληψία λόγω μομφής, από κάποια αυτόκλητη επιτροπή δεοντολογίας αν μη τι άλλο, λόγω μη έγκρισης, το κέρατό μου, όχι, δεν θα το αντέξω, να το λογοκρίνουνε και να συνεχίζει το κείμενο λειψό ξέρω 'γω, σα να μη συνέβη τίποτα από πέντε γραμμές πιο κάτω, από εκεί που αρχίζουν τα άλλα τα πιο ευπρεπή, τα πιο συνηθισμένα και κανονικά, όπως λόγου χάρην, όπως οι χορευτικές κινήσεις σου για παράδειγμα, που δεν υπονοούν τίποτα πρόστυχο, παραμόνο ενέργεια, αλλά ίσως και όχι μόνο ενέργεια, αλλά και περίγραμμα, αλλά ντάξει αυτό δεν το υπονοούν όπως την ενέργεια, αλλά το επινοούν, το διαθέτουν, το περίγραμμα, κι έτσι δηλαδή και μεταφέρονται και αποτυπώνονται εδώ, παγιωμένες και αναλλοίωτες, αμ τι νόμιζες, ότι τις περιγράφω από μνήμης;, ούτε καν!, έχουν χυθεί με τον πιο μη συγκεχυμένο τρόπο πάνω εδώ σε αυτό το χαρτί, ένας περιγεγραμμένος πολτός αυστηρά ορισμένος απ' το τσέρκι του παλπ, του παλπ φίξιον όχι των παλπ φυλλάδων, του παλπ όχι του Κόκερ αλλά του Ταραντίνο, αυτού που χάρις του χορεύεις σαν αυτήν, σαν Αυτήν, ξεκάθαρα, σαν την Μισιρλού, με τρόπο παράφορα ανατολίτικο, αλλά και μεταμοντέρνο και εκρηκτικό, και το εκρηκτικό αυτό σου το μείγμα σπάζει όλα τα τσέρκια και αφήνει πίσω φυράματα και υπολείμματα ακανόνιστα και σχήματα σουρεαλιστικά και απερίγραπτα τελικά, κι ας έλεγα πριν ότι το αντίθετο, και άρα μη σχήματα, ίσως;, και ίσως, σκέφτομαι, ότι ίσως είναι και εμπρόθετο από μέρους σου, όλο αυτό, να μην αφήνεις ίχνη δηλαδή πίσω σου, να είναι αυτός ο ρόλος σου, γενετήσιος και καταστροφικός, συγχρόνως, πρώτα να γεννάς κι έπειτα ν' αφανίζεις, πρώτα να περιγράφεις <i>(<γράφω πέριξ)</i> και έπειτα να μετατρέπεις σε κονιορτό τα σχήματα-κινήσεις σου, πρώτα να φυτρώνεις με τα δάχτυλά σου ρίγη κατά μήκος της ράχης μου, κι έπειτα να την ξεχορταριάζεις με ένα χραπ και να την μετατρέπεις σε στέρφα, πρώτα να κηδεύεις με το χαροπάταλο βλέμμα σου όλες μου τις ανησυχίες, κι έπειτα να ξεθάβεις δίχως προάγγελμα τη κάσα του αποχωρισμού και να μου λες στ' άξαφνα αντίο.<br />
<br /></div>
</div>
</div>
</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-11796077529575417932016-06-22T17:33:00.001+03:002016-06-23T04:18:54.294+03:00Είν' η αγάπη 7 φορές*<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<i>*αφιερωμένο στο Ορλάντο και την λοαδ κοινότητα.</i><br />
<br />
<a href="https://www.youtube.com/watch?v=pAG_7qeiOZA">Ο Μιράντα ανεβαίνει τώρα να πάρει το βραβείο καλλίτερης μουσικής σε μιούζικαλ</a>. Είχε ανέβει κι άλλες φορές πιο πριν, είναι η βραδιά του απόψε. Όμως τώρα δεν αρκείται σ' ένα γρήγορο ευχαριστώ κι αντί να παραλάβει το βραβείο, ξεκινάει ν' απαγγέλνει ένα σονέτο. Μπορεί να το 'χει σκαρφιστεί απ' το σπίτι του, μπορεί μόλις πριν ανέβει, πάντως γεγονός είναι ότι το διαβάζει. Οπότε σίγουρα το 'χε προετοιμάσει. Λίγο ή πολύ δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως δεν του βγήκε εκείνη την ώρα το συναίσθημα, δεν τον συνεπήρε ο αυθορμητισμός, δεν τον έζωσε το άλγος που χτύπησε το Ορλάντο, δεν τον χτύπησε λίγο παραπάνω ο προβολέας, δεν ξεκίνησε να παραληρεί. Όχι. Το 'χε σχεδιασμένο. Μπορεί να του πήρε πέντε, τρία, μπορεί μόλις ένα λεπτό, ναι γιατί όχι, άλλωστε το κάνει βιοποριστικά αυτό το πράγμα, το στιχούργημα -και μάλιστα πολύ καλά- αλλά του πήρε, διάολε, σίγουρα έστω ένα λεπτό. Κι όταν ανέβηκε εκεί πάνω λοιπόν, ήξερε.<br />
<br />
Και ξεκινάει να διαβάζει χαμογελώντας και δέκα στίχους πιο κάτω και είκοσι μονάχα δευτερόλεπτα αργότερα δηλαδή, ο Μιράντα με το ζόρι βαστούσε πια τα δάκρυά του. Και δεν είναι ότι υποκρίνεται. Ούτε ότι το παίζει νορμάλ. Απλά παραπαίει. Γιατί σε αντιδιαστολή με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους, ούτε το πλαίσιο, ούτε ο περιορισμένος χρόνος, ούτε η περισταλτική απαγγελία τον εγκλωβίζει, αλλά αντίθετα τον απελευθερώνει, τον μεταμορφώνει, τον υγροποιεί, τον μετατρέπει σε γλαφυρό κλάμα, σε ανθρώπινη τήξη, σε εκθαμβωτική μαρμαρυγή, σε απόκρημνη υπερβολή. Κι όμως. Την ίδια στιγμή, η τέχνη του σονέτου του φλερτάρει με την λαϊκότητα, οι ρίμες του ερωτοτροπούν με το χιπ-χοπ, η μανιέρα του είναι ύποπτη, τίποτα απ' όσα λέει δεν μοιάζει ξεχωριστό άμα το περάσεις απ' τη κρησάρα και δεν το ρουφήξεις σαν σφουγγάρι αποξαρχής απ' όλους σου τους πόρους -όπως δηλαδή είναι φτιαγμένο για να απορροφηθεί- εκτός· εκτός απ' το συναίσθημά του. Που είναι μοναδικό, που είναι ανθρώπινο κι όχι δημιουργικό, που είναι αυτό που είναι ο Μιράντα πάνω στη σκηνή και παντού, ένα συναισθηματικό κι όχι ένα δημιουργικό υποκείμενο, ένας κόκκος αυτοαναφλεγόμενος, μια ρινίδα ταχυκαής, μία σάρκα εύφλεκτη, μία ηριγενής αγλαή ύλη που φωτίζει τους γύρω του, μία συγκινητική υπενθύμιση που εξαίρει το ταυτόσημο, ότι η αγάπη είναι αγάπη είναι αγάπη είναι αγάπη είναι αγάπη είναι αγάπη είναι αγάπη είναι αγάπη...</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-80998694407293799712016-05-04T00:40:00.002+03:002016-10-27T04:01:53.882+03:00Και κανείς δεν επικράνθει<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Τι διάολο τους είχε πιάσει; Ο Μορένα άλλαζε τους σταθμούς με νεύρο σα να του 'φταιγαν για κάτι οι δύσμοιροι, ενώ ο Τζόναθαν κι ο Σαντίμπ στο πίσω κάθισμα δεν έλεγαν κουβέντα, λες και δεν το δικαιούντουσαν, λες και ήτανε τίποτα παρίες, που αυτό κι αν ήταν κουφό, το πιο κουφό απ' όλα: τα πίσω στρώματα του αμαξιού δεν είναι καθόλου σαν τα αντίστοιχα μιας κοινωνίας, έχουν πάντα την πρωτοκαθεδρία στην εκπροσώπηση και προπαντός στον λόγο.<br />
<br />
Η διαδρομή το πολύ να διαρκούσε δυο λεπτά για μένα, γιατί θα κατέβαινα στη Συγγρού στο ύψος της Καλλιρρόης. Μου την έδινε η όλη δυσθυμία της παρέας. Ε το πήρα απόφαση· θα τους την έδινα κι εγώ. Τι διάολο σε διακοπές ήμασταν -αισίως- πώς γίνεται να φέρονται έτσι. Τους εκδικήθηκα. Μέχρι να με κατεβάσει ο Μορένα απέναντι απ' το δέλτα, έκανα εσκεμμένα τον καραγκιόζη χορεύοντας απ' τη μέση και πάνω μ' ό,τι αρχιδιά έπαιζε το ράδιο, και κάνοντας λακιρντί μ' ό,τι πιο γελοίο μου κατέβαινε. Υποκρινόμουνα εν γνώσει και καθ' υπερβολή, αλλά δεν με ένοιαζε, κι ούτε είχα κάποιο λόγο να πανικοβληθώ γι' αυτή τη ταχυκαή εκζήτηση, επειδή θα έπεφτα δηλαδή νομοτελειακά σε λούπα και θα ήταν όλο αυτό κάπως αμήχανο· αυθωρεί με τη κατάβασή μου θα έληγε ο χαβαλές και μακάρι όλες οι εκθέσεις να διαρκούσαν τόσο.<br />
<br />
Τους είπα γεια χαρά και καλή λαμπρή κι ας μην σήμαινε τίποτα αυτό για τους βάρβαρους. Εγώ το 'πα κι έφυγα. Στο φανάρι περνώντας απέναντι, πήγα να πέσω πάνω στον Μπρους και τον Γουάιτ που πέρασαν με κόκκινο και δεν σταμάτησαν ούτε πριν την διάβαση. Κι εγώ όχι μόνο δεν τους αποδοκίμασα από συνήθεια, αλλά τους χτύπησα και το τζάμι φορώντας μια γκριμάτσα ως χαιρετισμό. Συνέχισα και ανέβηκα απ' την Ζαν Μορέας προς το σπίτι. Στους δρόμους δεν περπάταγε όπως πάντα ψυχή κι όμως σήμερα διαισθανόμουνα μια διαφορετική αύρα, κάτι μεταξύ προσμονής και έξαρσης. Μπήκα στο σπίτι και έπλυνα τα πάντα: πιάτα, κατσαρολικά και φλυτζάνια τριών ημερών. Έπειτα έκατσα να γράψω λίγο. Δεν μου 'ρχοταν ούτε μια γαμημένη σκέψη, αλλά κάθισα με το στανιό μέχρι να σκαρώσω τρεις αράδες.<br />
<br />
Ένιωσα λίγο καλλίτερα. Όλη τη προηγούμενη μέρα είχα τις μαύρες μου. Δεν έφτανε που θα δούλευα παραμονή και θα πέρναγα την αλλαγή στην Αθήνα, θα ήμουνα αποπάνω και μόνος. Όλοι την είχανε κάνει. Και απ' όσους είχανε μείνει, ούτε μέχρι το Ίλιον ήθελα να τραβηχτώ, ούτε ως το Γκύζη. Καλλίτερα μόνος στην Αρεοπαγίτου.<br />
<br />
Είχα κανονίσει με την Ίσα, τη μοντέλα από τη Σουηδία να δώσουμε ραντεβού στο Μουσείο Ακρόπολης, για να της δείξω τι πάει να πει Πάσχα, τι πάει να πει Πάσχα κατά τα ειωθότα, τελοσπάντων. Τελευταία στιγμή μου το άλλαξε όμως και μου έλεγε να, ότι έχει κανονίσει κάτι άλλο, με κάτι άλλους και με κείνη εκεί τη Πολωνή τη φακλάνα τη φίλη της, που όλο έλεγε για τις κατακτήσεις της και τους εραστές της που ζήτημα αν το αιδοίο της το είχε αναδεύσει έστω ο αέρας. Όλο έτσι κάνει. Όπως και η Ίσα. Που με παίρνει τηλέφωνα και μου λέει πότε θα βρεθούμε και με ξελιγώνει, και στο τέλος τα γυρνάει όλα. Εκεί που θα 'ρχοτανε να με βρει και με ευγνωμονούσε για τη προσκλησή μου και που τη θυμήθηκα πασχαλιάτικα, με αντιπροσκαλεί να την ακολουθήσω σε μια εκκλησία στην Κυδαθηναίων. Όχι ρε πούστη μου. Όχι. Ούτε αν μου έδινε το πράγμα της για να κάνω Ανάσταση δεν θα πήγαινα.<br />
<br />
Έβαλα ένα ποτήρι βότκα και το ήπια μονορούφι. Μόρφασα. Είχα καιρό να πιω. Μ' έφτιαξε όμως. Έπιασα να σιδερώνω, ενώ απέξω ακουγόντουσαν κάτι κωλόγριες να συζητάνε. Τις σιχάθηκα. Τέσσερις μήνες τώρα, δεν είχα ακούσει φωνή να 'ρχεται απ' το σπίτι αυτό, έπρεπε να 'ρθει η μεγάλη βδομάδα για να φανερωθούνε εν τω μέσω της νυχτός. Όπως κι ο νυμφίος. Κοίτα να δεις, που τελικά δεν είναι και τόσο παραβολικό αυτό. Όλη την υπόλοιπη χρονιά δεν ζούνε, το πράγμα τους έχει νεκρώσει, αλλά για τον Νυμφίο, ντύνονται, στολίζονται, φοράνε τα καλά τους και ταξιδεύουνε τη φωνή τους μες στη σιγαλιά. Και δεν θα 'χα αντίρρηση αν μαζί με όλα αυτά ο νυμφίος τους χάριζε επιτέλους και λίγη χαρά ανάμεσα στα σκέλια. Αλλά απ' την άλλη πανταχού παρών είναι ο τύπος, όχι πολλαπλόν φαλόν, πόσες να ικανοποιήσει.<br />
<br />
Άρχισα να ντύνομαι και πια έπινα κατευθείαν απ' το μπουκάλι. Κοιταζόμουν στον καθρέφτη και έπαιρνα πόζες, το 'παιζα γκόμενος. Φόρεσα γραβάτα. Μου 'κανε κέφι. Βγήκα απ' το σπίτι και πήρα τη μεγάλη διαδρομή μέσω Φιλοπάπου. Στους δρόμους, μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων ενώνονταν σε πολύπλοκες ροές που κατευθύνονταν στη μία ή στην άλλη εκκλησία. Εγώ στην αρχή πήγαινα ενάντια στην κυρίαρχη που κατέληγε στην εκκλησία του αγίου Νικολάου του Φιλοπάπου, αλλά φτάνοντας στην Αεροπαγίτου, όλοι και πιο πολλοί ενώθηκαν μαζί μου και γίναμε μέινστριμ.<br />
<br />
Μια γυναίκα με έντονα μεσογειακά χαραχτηριστικά έφτασε κοντά μου και φώναξε δυο άλλες που προπορευόντουσαν, σε μια απροσδιόριστη κυριλλική γλώσσα. Ήταν και οι τρεις τους πανέμορφες. Κι ενώ φαινόντουσαν ότι απείχαν ηλικιακά, ήτανε δύσκολο να τις ταξινομήσεις. Εγώ πάλι τις σκεφτόμουνα καυλωμένος με αταξινόμητα τα απιθωμένα τους ρούχα πάνω στο πάτωμα, γυμνές δίπλα (ή από κάτω) μου. Το λιγορευόμουνα το ξομπλιασμένο το συγγενικό τρίο. Που όπως και οι περισσότεροι γύρω είχανε βάλει κι αυτές τα καλά τους, αλλά όπως και να το κάνεις το όλο πράγμα αφίσταται από κείνη την ανεξαίρετη ομοιογένεια της επαρχίας. Κάποιοι προκλητικοί μάλιστα, έδειχναν πως δεν είχαν καν κάνει προσπάθεια να εγκλιματιστούν. Και μένα δηλαδή δεν μου καίγεται καρφάκι, αλλά εξωτερικά τουλάχιστον δεν πέρναγα για αλιβάνιστος.<br />
<br />
Λοιπόν ο Θεός -ας τον βάλω κι αυτόν μες στην αφήγηση, μέρα του είναι- μας έχει 'ξηγηθεί πολύ άσχημα με τις γυναίκες. Φτιάχνει συνέχεια θηλυκά και τα σπρώχνει μπρος στις μούρες μας. Και η μια είναι κακομαθημένη κι η άλλη συντηρητικιά, της μίας τις περισσεύουν καμπύλες, η άλλη ανοίγει διαπαντώς τις πύλες, η μια έχει μυαλό μογγόλου, η άλλη βυζάρες αλλά στερείται κώλου, μερικές χαμογελάνε άσχημα, άλλες ακόμη χειρότερα καθόλου... Αλλά μία στο τόσο εμφανίζεται και η τέλεια γυναίκα. Αυτή που είδα να ανεβαίνει με φόρα την Αρεοπαγίτου. Κρατώντας μια σβηστή άσπρη λαμπάδα που προφανώς αγόρασε απ' τα γυφτάκια που είχανε βγει εξόρμηση ώρες πριν και είχανε στήσει αυτοσχέδιους πάγκους με πανομοιότυπες λαμπάδες ή φαναράκια και τα πουλάγανε κατά μήκος όλων των δρόμων του κέντρου. Την πήρα από πίσω. Αυτή δε μου 'δωσε σημασία. Έδειχνε ότι βιαζόταν. Στήθηκε απέξω απ' την εκκλησία, πίσω απ' το πλήθος. Εγώ την πλεύρισα για να με προσέξει. Τίποτα. Ε και αφού η παρουσία μου δεν έπιανε τόπο, είπα να χαθώ μέσα στη χάβρα με σκοπό μέσω της απουσίας μου να την προσεταιρίσω.<br />
<br />
Και τέλεια να μην ήτανε και ούτε καν ωραία, εγώ εκείνη τη στιγμή ούτως ή άλλως έψαχνα κάποιον για να μην είμαι μόνος. Και αυτό μάλλον έκανε και κείνη. Αλλά ψάχνοντας κάποιον άλλο κι όχι εμένα. Στ' αρχίδια μου. Πήγα τελικά να της μιλήσω. Στάθηκα δίπλα της και συνωμοτικά της είπα:<br />
"Ξέμεινα Αθήνα για απόψε, άμα δεν έχεις έρθεις με κάποιον, πολύ θα το 'θελα να κάτσουμε εδώ παρέα"<br />
Τζίφος.<br />
"Είμαι εδώ με τους δικούς μου. Αυτούς ψάχνω τώρα. Σόρι!"<br />
"Μα τι λες, χαράς το πράγμα. Χρόνια πολλά!"<br />
"Χριστός Ανέστη".<br />
<br />
Δεν της αντευχήθηκα. Όχι γιατί είμαι τόσο πεισματικά άθεος. Αλλά γιατί αυτή ήταν σποϊλερού. Ο παπάς δεν είχε πει ακόμα τίποτα κι αυτή εκεί να τα ξεφουρνίζει έτσι, στη μούρη μας. Άκου "Χριστός Ανέστη". Προπέτισσα σκέτη. Κι ας ήταν η πιο ωραία των Αθηνών. Δεν την ήθελα πια. Κι όμως γιατί ακόμα την κοίταζα καθώς απομακρυνόμουν. Καθώς κρυβόμουν. Τους βρήκε τους δικούς της; Δεν τους βρήκε; Θεέ μου τι να κάνω; Να πάω να την βοηθήσω να τους βρει; Να κάτσω εδώ που κάθομαι; Να φύγω;<br />
<br />
Έμεινα μέχρι το "Χριστός Ανέστη". Νευρίασα που είχε δίκιο η τύπισσα και μόλις είπε ο παπάς το "διασκορπιστήκανε οι εχθροί αυτού", την έκανα. Ήμουν τελείως παράταιρος εκεί πέρα. Δεν είχα καν ταίρι. Και ούτε λαμπάδα. Το σκέφτηκα να ψωνίσω μία πριν, αλλά δεν ήθελα να πάρω μία άχαρη, μίας χρήσης. Απ' τα γυφτάκια. Ήθελα να μου δώσει εκείνη τη δικιά της, να μου μεταλαμπαδεύσει τη λαμπάδα της και να μη σβήσουμε τη φλόγα αυτή ποτέ.<br />
<br />
Έκοψα το μελόδρομα κι άρχισα να κατηφορίζω την Παρθενώνος. Σε δέκα λεφτά ήμουν σπίτι. Κάτι διάολοι στο δρόμο πετάγανε κροτίδες στους δρόμους, κάνοντας τους συναγερμούς να βαράνε. Καταραμένα, εδώ δεν είναι επαρχία.<br />
<br />
Ήπια λίγη ακόμη βότκα απ' το μπουκάλι και ετοίμασα τα πράγματα γι' αύριο.<br />
<br /></div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-54224965495593830652016-04-16T21:19:00.000+03:002016-04-17T17:51:18.492+03:00<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Και κατεβαίναμε τη Θερμοπυλών (ή τη Μαραθώνος;) και λέγαμε για τα προσφυγικά της, τα συνηθισμένα, κι εγώ είχα βαλθεί -θυμάμαι- να την πείσω για τα θετικά της Λόνδρας που ποτέ δεν είχα μέχρι τότε επισκεφτεί, και νομίζω το 'κανα, μόνο και μόνο για να το κάνω. Τέτοιος κάλπης είμαι. Για τη διαλεκτική και καλά του πράματος.<br />
<div>
<br />
Και πάω εκεί, που λέτε, και τα βρίσκω όλα μαύρα -όλα σας λέω- από τον υετοφόρο καιρό, μέχρι τα ωραία -έξω κούκλα μέσα μούχλα- σπίτια, την μη αγγλοκρατούμενη ενδοπόλη [πού φτάσαμε(!), να γκρινιάζω για την -έστω κατά τα φαινόμενα- ειρηνοφιλής πολυπολιτισμικότητα του Λονδίνου, που καμία σχέση δεν έχει με την έκρυθμη κατάσταση του Παρισιού και των εγκύκλιων προαστίων] και κυρίως, ω Θεέ μου, με την εξωφρενική, contra naturam υπερκοστολόγηση των πάντων.<br />
<br />
Αν αξίζει λοιπόν κάτι πια η γνώμη μου και την θέλεις ακόμα, εκ των υστέρων, τη μεταγνώμη μου έστω, ναι, μείνε Βαρκελώνη, μετοίκησε στα παράλια του Ατλαντικού ή άφησε το κλύδων να σε ξεβράσει σ' ένα ξερονήσι του Αιγαίου. Αλλά ποτέ, ποτέ, μην πας εκεί πάνω. Ή πήγαινε απλά πρώτα περίμενε στωικά τη τρύπα του όζοντος να μεγαλώσει αρκετά και να ισιώσει το κλίμα. Ή τον γυαλό.<br />
<br />
Τα φιλιά μου</div>
</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-64945603701987304302016-03-12T05:24:00.000+02:002016-03-18T15:11:41.746+02:00Ψεκασμένοι και καταφρονημένοι<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
Κι ας νομίζουνε ότι λένε αλήθειες (πόσο πια τετριμμένη φράση αυτή), οι ψεκασμένοι ούτε δίκιο έχουνε, ούτε (επουδενί) μάρτυρες της αλήθειας είναι. Όμως για να μη τρελαθούμε κιόλας, ούτε ευαγγελιστές του ψεύδους. Το ψέμα παρόλο που με λίγη φαντασία εμπεριέχεται στο ψέ(κασ)μα, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων δεν εκπορεύεται απ' αυτό. Και σίγουρα δεν στερείται καλών προθέσεων. Γιατί αυτό που μοιάζει φαινομενικά με οικτρή παραίτηση από τη πραγματικότητα ή απλά με καθαρόαιμη ανοησία, είναι κάτι περισσότερο από αυτά, και κάποιες φορές τίποτα από αυτά, παραμόνο (ή μόνο) τελικά μια απεγνωσμένη προσπάθεια εξήγησης της ανθρώπινης νομοτέλειας, της ανθρώπινης κατάστασης, μια απόπειρα χαλιναγώγησης τη φυσικής εντροπίας και ανημπόριας μας (προσωπικής ή συλλογικής) μπροστά στον κίνδυνο, στο δυσθεώρητο, στο σιβυλλικό και στο ακατανόητο. Είναι κατανοητό. Αλλά και καταδικαστικό ταυτόχρονα να τα ρίχνεις όλα στον αεροψεκαστή. Γιατί όταν η ρίζα του κακού είναι τόσο προφανής και εξογκωματική, τότε το ψέκασμα που είναι (η αλήθεια) τόσο βολικό, σου επιτρέπει όχι μόνο να μην σκοντάφτεις πάνω του, αλλά να περνάς και από πάνω με χαραχτηριστική ευκολία. Να περνάς από πάνω και να κοιτάς μέσω πλατωνικών αντανακλαστικών και ψεκαστικών διαστρεβλώσεων τη ζωή, τη μιζέρια και την αποτυχία. Και τι ευλογία είναι αυτή! Να είσαι χαμένος και να νιώθεις σωσμένος, να είσαι ανήμπορος και να νιώθεις παντοδύναμος, να νιώθεις ότι επιπλέεις, ενώ όλοι γύρω σου βουλιάζουν. Ψέκασμα ως σανίδα σωτηρίας, ψέκασμα ως υπερδύναμη, ψέκασμα ως διαφυγή, όπως και να 'χει, προτιμώ το ψεκασμένο, χρυσό χάπι, από τον ψόγο των βολεμένων, προτιμώ το αεροπλάνο, από τον καναπέ, τον ψεκαστήρα από τον ανεμιστήρα, τους παράφρονες από τους ορθολογικούς. Ναι σίγουρα, προτιμώ τους ψεκασμένους. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι.</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-62835615274212426712016-03-11T05:07:00.000+02:002016-03-13T04:51:56.573+02:00<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Γιατί δηλαδή είναι κακό να σου πιάνω το χέρι, πραγματικά δεν βρίσκω το λόγο. Γιατί ας πούμε, βλέπω ολόγυρα πιασμένες χέρι-χέρι κοπέλες και όλοι συμφωνούνε ότι είναι χαριτωμένες και φίνες και ενσαρκώτριες του πιο πηγαίου αισθήματος, ε ωραία, γιατί λοιπόν όταν εγώ σου πιάνω το χέρι, εσύ το σφίγγεις γερά και δε λες τίποτα παρά με κοιτάς στα μάτια, και αυτό είναι τέλειο και ίσως και λίγο απροσδόκητο, και γι' αυτό με πιάνουν όλα αυτά, γιατί δεν το περιμένω, και μου μπαίνουν όλα αυτά τα ερωτήματα, όπως, την θέλω;, ή γιατί ανταποκρίνεται αφού έχει γκόμενο;, ή γίνεται αγοράκια και κορίτσια να πιάνονται χέρι-χέρι χωρίς απότοκα;, ή τέλος και πιο σημαντικό, τι κρατάμε τελικά όταν κρατιόμαστε;, ερωτισμό;, αρωγή;, εξακτίνωση;, τη μοίρα μας τη μαύρη;, ή μόνο ιδρώτα;, και μόνο που τα σκέφτομαι με λούζει κρύος ιδρώτας και επιπλέον που δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά και κοντεύω να τρελαθώ γι' αυτόν τον πρωτόγνωρο και σιβυλλικό πλατωνισμό για σε που νιώθω και που με κάνει να θέλω να πιάνω μόνο το χέρι σου και τίποτα άλλο, που με κάνει να μη με νοιάζει να θέλω να πλαγιάσω μαζί σου, που με κάνει αδιάφορο, που με κάνει να μη το θέλω αν και το θέλω, που με κάνει να προτιμώ να πιάνω το χέρι σου για πάντα απ' το να σε γαμάω για πάντα, που με κάνει να παραμιλάω, να λέω, να τα παραλέω ίσως τόση ώρα, ότι για παράδειγμα προτιμώ το χέρι σου από το μουνί σου, ότι προτιμώ να σε κρατώ απ' το να σε γαμώ, απ' το να σε γαμάω, απ' το να σε γαμήσω, απ' το να μη ξαναγαμήσω. </div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-5115408706395787672016-01-22T15:17:00.001+02:002016-01-22T15:17:31.046+02:00Μουσικοθεραπεία<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<span style="font-family: CMU Serif, serif;">Όσον
αφορά τη μουσικοθεραπεία, δεν υπάρχει
ρετσέτα. Ούτε για τη μουσική, ούτε για
τη θεραπεία. Η πάθηση φερειπείν μπορεί
να είναι κοινή και η συνταγή διάφορη. Ή
το ανάποδο. Συμβαίνει. Δεν τους γιατρεύει
όλους το the Köln Concert του Keith Jarrett. Όσο άγχος
και να 'χουν. Κάποιοι προτιμούν να τη
βρίσκουν με τα άπαντα του Παπαθανασίου.
Δικαίωμά τους. Και υποχρέωση του
μουσικοθεραπευτή ταυτόχρονα να
εξατομικεύει τη συνταγή. Την αγωγή. Την
αρμονία. Με το να λαμβάνει υπόψη του και
τα μουσικά ερεθίσματα, και το περιβάλλον,
και τη συναισθηματική κατάσταση του
μουσικοθεραπευόμενου τη περίοδο της
κούρας. Αλλιώς γιατροπόρεμα, όσο κι αν
προσπαθεί, δε θα βρει. </span>
</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br />
</div>
<br />
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<span style="font-family: CMU Serif, serif;">Ο
θεραπευόμενος δεν είναι ανάγκη να είναι
μουσικοπαίχτης. Ούτε καν γνώστης. Και
πάλι μπορεί να επωφεληθεί από τη συνεδρία.
Γιατί αυτή ακριβώς η ωφέλεια είναι
υπεργνωσιακή, είναι διαχρονική, είναι
αδιαμφισβήτητη. Η γνώση της ωφέλειας
της μουσικοθεραπείας μας πηγαίνει πολύ
πίσω. Ως τους Αιγύπτιους και πιο πίσω.
Στους διασωζόμενους πάπυρους για
παράδειγμα, μαγικές επωδή και γητειές
δηλώνονται ξεκάθαρα. Κι αν δεν είναι
κάθε λογής ξόρκι μία αρχέγονη και
υπερφυής μορφή μουσικοθεραπείας, όπου
τα κακά πνεύματα που προκαλούν σωματικές
και ψυχικές ασθένειες διασκεδάζονται
διαπαντός, τότε τι είναι; </span>
</div>
</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-47689797413401282332016-01-20T15:39:00.001+02:002016-01-20T16:01:59.442+02:00Εφτά ποιήματα του κώλου και της δουλειάς<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: center;">
<div style="text-align: left;">
<div style="text-align: center;">
-1-</div>
</div>
</div>
<br />
Σήμερα δεν υπάρχει περίπτωση να μείνω μέσα<br />
αν κανείς απ' τους δικούς μου δεν έβγει<br />
θα παρεισφρήσω<br />
αυτό θα κάνω<br />
θα γλιστρήσω ακάλεστος σε άγνωστες παρέες<br />
θα εκμεταλλευτώ την ευγένειά τους<br />
θα κάτσω στις καρέκλες τους<br />
-και σ' ότι αφορά το παγκάκι-<br />
στα παγκάκια τους,<br />
θα πιω απ' τη καράφα τους<br />
θα μυρίσω τις γυναίκες τους<br />
θα μορφάσω στ' αστεία τους<br />
και θα κάνω τον δύσκολο<br />
τέτοιος είμαι·<br />
όταν το κοπάδι των κολασμένων<br />
καροπάλλεται μπροστά μου<br />
κρεπαλιάζει,<br />
δεν μπορώ να μείνω έτσι:<br />
η κίνηση φέρνει πρόκληση<br />
και η πρόκληση ψάρι<br />
το πήρα απόφαση.<br />
θ' αγκιστρωθώ<br />
<br />
Δεν θέλω να μείνω μέσα<br />
κι ας κάνει ένα εκατομμύριο βαθμούς μείον έξω που δεν κάνει<br />
θα κάνω παρέα στους άστεγους<br />
είναι σίγουρα καλλίτεροι του λόγου τους<br />
απ' ότι εγώ<br />
εγώ έχω σπίτι και καουτσέρφινγκ και ερ μπι εν μπι<br />
και τεράστιο εγωισμό και κανένα μέλλον<br />
τι λυπηρό να κάνεις κάτι που δεν αγαπάς<br />
καλλίτερα να είσαι άνεργος και άστεγος<br />
και να κοιμάσαι κάτω απ' τη γέφυρα της Καλλιρόης<br />
απ' το να είσαι στον τρίτο όροφο της ντι έιτς σι<br />
με μια μόνο εξαίρεση·<br />
τουλάχιστον από εδώ που γράφω, απ' τον τρίτο όροφο αυτού του άθλιου κτηρίου μπορείς να πηδήξεις και να<br />
σκοτωθείς<br />
και πάει<br />
ούτε πια μίζερος, ούτε εργαζόμενος, ούτε άνθρωπος<br />
παραμόνο αλοιφή και λιπαντικό να χρησιμοποιήσουν οι τροτέζες της Συγγρού για να λάμπει η επιδερμίδα τους καθώς στέκονται μ' αλάρμ μέσα στα σμαρτς<br />
<br />
<div style="text-align: center;">
-2-</div>
<br />
Η δουλειά σε τηλεφωνικό κέντρο είναι<br />
σαν γαμημένη κλειδαρότρυπα<br />
μέσω του σύρματος<br />
και ελέω καλού σήματος<br />
μπαίνεις στις ζωές των άλλων<br />
στις συσκευές τους<br />
στις αγορές τους<br />
στις πιστωτικές τους κάρτες<br />
και πολλοί δεν το καταλαβαίνουν αυτό<br />
και λένε για παράδειγμα<br />
"τι βαρετή που είναι η δουλειά σου"<br />
και ξεχνάνε τι ρυθμιστές που είμαστε<br />
και πως μας κοιτάνε<br />
αν μπορούσανε -βέβαια- να μας κοιτάξουνε μέσα απ' τη γραμμή<br />
αλλά ποτέ και καμία γραμμή όσο καλό σήμα κι αν έχει<br />
δεν θα μπορεί να προσδώσει υπόσταση και βλέμμα<br />
στη ρύθμιση ρόλο παίζει το νιώσιμο<br />
και εγώ τελευταία, διάολε, πόσο το νιώθω<br />
<br />
<div style="text-align: center;">
-3-</div>
<br />
Τζάμια, φώτα και γραφεία στο τετράγωνο<br />
συγγνώμη εις τον κύβο<br />
γιατί πως τα λεν' μωρέ αυτά οι Αμερικάνοι;, κιούμπικoλς;, κάπως έτσι<br />
με λίγο καλλίτερη προφορά όμως<br />
κι όχι με τη δικιά μου που ακόμα και γραπτά<br />
μυρίζει βαλκανίλα<br />
όσο κι αν προσπαθώ να την αλλάξω<br />
όσο κι αν προσπαθώ να την ομαλοποιήσω<br />
να την βρετανικοποιήσω<br />
τίποτα δεν γίνεται και με πιάνω κάθε φορά<br />
κάθε κλήση στα πράσα<br />
και τι να κάνω;, μετάγγιση;,<br />
τους λαρυγγισμούς και την οξφορδιά κατευθείαν στο αίμα μου;,<br />
Δεν γίνονται αυτά μωρό μου, δεν έχει προχωρήσει τόσο πολύ η γλωσσολογία<br />
και ως τότε, αν δηλαδή ποτέ,<br />
θα κάνω χάρντσιπς<br />
θα καταβάλλω όσο το δυνατόν μικρότερη προσπάθεια<br />
για να μην πάρω πόδι<br />
για να παίρνω τα λεφτά<br />
κάθε πρώτη του μήνα<br />
<br />
<div style="text-align: center;">
-4-</div>
<br />
Να έχεις δουλειά, σπίτι, ρεύμα, ίντερνετς, αέριο<br />
αλλά όχι αέριο με ύψιλον, όχι αύριο<br />
τόσο πλέρια είν' η ζωή μου<br />
που θα ήθελα να παραιτηθώ από κάτι<br />
απ' αυτά<br />
κι αντί παραίτησης απ' τη δουλειά<br />
μέσω της μη αντιπαραίτησης<br />
να 'βρισκα άλλη<br />
<br />
<div style="text-align: center;">
-5-</div>
<br />
Ο Τζόναθαν είναι τυπικός Άγγλος<br />
μοιάζει σαν Ρούνεϊ και Δις ιζ Ίνγκλαντ μαζί<br />
κι έχει και δυο παιδιά<br />
παρόλο που είν' στα τρυφερά του εικοσιεφτά<br />
Δυο παιδιά που ούτε την ηλικία τους δεν θυμάται<br />
και που ούτε τα βλέπει και καθόλου<br />
που δουλεύει μέχρι τ' άγρια χαράματα<br />
και αφού σχολάσει, τραβάει ως την Καλλιθέα για πάινς<br />
Μετά τραβάει μια μαλακία<br />
στο σπίτι του στην Αχαρνών<br />
γιατί έχει και σπίτι και είναι μάλιστα κοντά στον σταθμό των τρένων<br />
Το αγόρασε γιατί ήταν τσιπ και γιατί έψαχνε λίγη ασφάλεια<br />
Δεν είναι η τυπική περίπτωση επένδυσης στη μεσοπέλαγη Ελλάδα<br />
δεν είναι νησί του Αιγαίου<br />
δεν είναι θάλασσα<br />
δεν είναι κλήμα<br />
δεν είναι κορίτσια με μπικίνι και μαύρισμα κοκκινοπράσινο<br />
δεν είναι πάνω απ' όλα κάτι λιγότερο μουντό απ' το Νιουκάστλ<br />
Τον ζηλεύω όμως τον μπάσταρδο<br />
και μαζί<br />
ζηλεύω αυτή τη στιγμή κάθε της γης ξενιτεμένο<br />
<br />
<div style="text-align: center;">
-6-</div>
<br />
Πρέπει να είμαι πιο γκέι<br />
κι ας είναι η γκέι πλευρά μου σχεδόν εμφανής<br />
κάποιοι φαντάσου με έχουν μπερδέψει<br />
αλλά εγώ επιμένω να είμαι στρέιτ,<br />
μάτσο και επουδενί γκέι<br />
επουδενί χαρούμενος<br />
μένω στο κέντρο<br />
στο κέντρο γαμώτο<br />
με τίποτα δεν είμαι χαρούμενος<br />
περπατώ με τη μουτσούνα κάτω<br />
και αντί να περπατάω στον Φιλοπάππου<br />
με παίρνει το ποτάμι της Δημητρακοπούλου<br />
και αντί για χαρούμενος πεζοπόρος, χαζοπόρος<br />
είμαι λαθρεπιβάτης ενός παλιοτρόλλεϋ<br />
που πάει πέρα από 'δω.<br />
η παράνοια:<br />
όταν έμενα ζωγράφου δεν έβλεπα την ώρα<br />
να πάρω το 230 προς Ακρόπολη<br />
την έστεινα στη Μακρυγιάννη<br />
στη Παρθενώνος<br />
και στη σβούρα και στη σφήκα και στο παγκάκι<br />
και τώρα φεύγω από 'δω<br />
παίρνω το ποδήλατο, το τρόλλεϋ, σέρνω τα ίδια μου τα ποδάρια<br />
και φεύγω από εδώ<br />
<br />
Δεν μ' αρέσει τίποτα<br />
Και καταρρέω και μένω μη ευχαριστημένος<br />
και αχάριστος και στρέιτ και εκατό τα εκατό<br />
μη γκέι<br />
κι είναι κακό πράγμα αυτό, εννοώ<br />
να είσαι και στρέιτ και μη γκέι<br />
<br />
<div style="text-align: center;">
-7-</div>
<br />
Απόψε θα μείνω μέσα<br />
κανείς δεν αντέχει το ωράριό μου<br />
ακόμα κι εγώ το μισώ<br />
και καβαλάω το ποδήλατο ανάποδα τη λωρίδα<br />
και στεναχωριέμαι που ούτε απόψε σε είδα<br />
και πώς να σε δω με τέτοια ρίμα<br />
και αυτό είναι το χειρότερο<br />
πως με αυτό το ωράριο δεν υπάρχει πια κι έμπνευση<br />
την έχασα<br />
κάπου μεταξύ Πολυφήμου και Καλλιστράτους γωνία<br />
κάπου μεταξύ Καζανόβας και Κονσέλ ντε Σεντ γωνία<br />
κάπου μεταξύ γωνιών τελοσπάντων<br />
και άντε μετά να την ανακαλέσεις<br />
και δεν το λέω κυριολεκτικά<br />
ανακαλώ απ' το καλώ κάποιον ξανά,<br />
επειδή δηλαδή δουλεύω σε τηλεφωνάδικο<br />
να μου φορτώνετε όλα τα κόμπλεξ σας πρέπει<br />
του κόσμου τα ζαργκόνια;<br />
να την ανακαλέσω γαμώτο πρέπει<br />
μπας και βρω ξανά το χαμόγελο<br />
όχι ότι δεν χαμογελώ<br />
αλλά δεν το κάνω δημόσια<br />
και στη ζωή δεν ξέρω άμα εκτιμώ κάτι περισσότερο<br />
από τους ανθρώπους<br />
που χαμογελάνε δημοσίως</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-63275835966069142862016-01-02T18:12:00.001+02:002016-01-02T18:12:09.437+02:00Το κουλό με το ζωγραφισμένο δόντι στον εξωτερικό τοίχο του Δυο Ζλότι μπαρ την επόμενη μέρα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: right;">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiUcnoTzC33ZwT4_5fd4u-kr1iDD334LqRi2SlGOHza4Ms5n7KqZCg5R6Z2rLo1SCodDyNwE9WXku2ETWM3whBHVZbOs_U-MDT4RPIfduN_fakt1XZ5IUDtgMYYBbRjTAmTxmd4IMRCeWF8/s1600/14112011012.jpg" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiUcnoTzC33ZwT4_5fd4u-kr1iDD334LqRi2SlGOHza4Ms5n7KqZCg5R6Z2rLo1SCodDyNwE9WXku2ETWM3whBHVZbOs_U-MDT4RPIfduN_fakt1XZ5IUDtgMYYBbRjTAmTxmd4IMRCeWF8/s1600/14112011012.jpg" /></a></div>
<br />
στους φίλους μου Κώστα και Στέφανο</div>
<div style="text-align: right;">
<i>Βαρσοβία, 06.12.2011</i></div>
<br />
<div style="text-align: justify;">
<br />
Κατεβήκαμε τρεκλίζοντας. Έπειτα από έντεκα ώρες διαδρομής μες σε κείνο το κωλολεωφορείο, με δυο ώρες ύπνου και τρεις κράμπες απ' το στριμωξίδι και εκατόν πενήντα περίπου τσακωμούς για κάθε θέμα λες κι ήμασταν κανά παλιοζευγάρι να πούμε, που ήμασταν δηλαδή, και μάλιστα κάτι πολύ πιο στενάχωρο και πιο δεσμευτικό απ' αυτό, συγκάτοικοι ήμασταν και μάλιστα όχι flatmates αλλά roomates, που να χέσω την ελληνική την τρισχιλιετή, που 'ναι τάχα πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου και δεν έχει άλλον τύπο πέρα από το γενικόλογο και ευφημιστικό “συγκάτοικος”.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Μόλις που ξημέρωνε. Η ομίχλη ήταν τόσο πηχτή ολόγυρα, που φαινόταν λες και κρέμεται απ' τον πύργο του Στάλιν σαν πέτσα από γιαούρτι. Προχωρήσαμε από τον δρόμο που μας άφησε το λεωφορείο, έναν παρακείμενο που καθόλου δεν τον θυμάμαι ή μάλλον όχι, που τον θυμάμαι εκ των υστέρων, δια της ατόπου απαγωγής και του συστήματος θεσιθεσίας. Ο Μαρζακόφσκα ήτανε, αλλά ίσως να 'τανε κι ο Γεροζολίμσκι ή και τελικά κανείς απ' τους δυο τους. Η ακρίβεια δεν με αφορά. Τελοσπάντων προχωρήσαμε μέσω αυτού προς τον σταθμό Τσεντράλια. Και από κει ανεβήκαμε στο 109. Αμίλητοι. Ούτε καν κοιταζόμασταν με τον Στέφανο και δεν ήταν απ' τη νύστα. Αλλά απ' τη διχόνοια. Και σε όλο δρόμο μου 'βγαινε να τον σφάξω, μα τη παναγία. </div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Εφτά παρά ήτανε αρκετά νωρίς ακόμη και για τους Βαρσοβέζους. Γι' αυτό και πρέπει να φτάσαμε σε χρόνο ρεκόρ έξω απ' το δημαρχείο του Μπεμόβο. Από πίσω ακριβώς ήταν οι εστίες μας. Δεν ξέρω άμα ήταν ο χρόνος που ήτανε ρεκόρ ή η ατμόσφαιρα έξω η ειδυλλιακή για πρώτη φορά ύστερα από δυο μήνες, αλλά ξαφνικά ένιωσα λίγο καλλίτερα. Ο ήλιος ανάτελλε και υπέφωσκε από ένα μικρό κενό που του είχαν αφήσει τα βαριά και πυκνά σύννεφα που την ίδια ώρα μουσκεύανε τον τόπο. Τα χρώματα τριγύρω ήταν λες και τα 'χαμε φινίρει με κανά κάλπικο φίλτρο του ίνσταγκραμ. Η εικόνα ήταν περασμένη μέσα από καλειδοσκόπιο. Οι επιφάνειες λαμπύριζαν, οι λίγες λακκούβες στα πεζοδρόμια είχαν γεμίσει ιριδίζοντα νερά, ο δρόμος έμοιαζε φρεσκοβαμμένος από βερνίκι ασφάλτου, το κιόσκι φανταχτερό ξεπρόβαλλε πίσω από τη στάση, η στάση η ίδια λουλακί, οι άνθρωποι που όσο ξημέρωνε και περνούσε η ώρα, όλο και πλήθαιναν και καταλάμβαναν χώρο κάτω απ' τα στέγαστρα, έμοιαζαν χαρούμενοι, κάτι πήγαινε στραβά· κοιτούσα τους μουντούς και ξινούς Πολωνούς εκ νέου με άλλο μάτι.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Τραβήξαμε με τον Στέφανο προς το κιόσκι. Παρεμπιπτόντως τα κιόσκια στη Πολωνία δεν έχουν καμία σχέση με τα ελληνικά περίπτερα στο μέγεθος, στη ποικιλία, στο κιτς, σε όλα, κάτι γυάλινα κουτιά μονάχα είναι στο πιο περιποιημένο και ταχτικό, που πουλάνε απλώς περιοδικά, εφημερίδες, κάρτες κινητής, τσιγάρα, κανά χυμό και μέχρι εκεί. Εκείνη τη στιγμή όμως μας περίσσευαν αυτά που άλλοτε βγάζαμε λειψά. Σ' ολόκληρο ταξίδι ζήτημα να είχαμε μοιραστεί ένα μισόλιτρο μπουκάλι νερό. Δεν διψούσαμε απλώς, είχαμε κορακιάσει. Εγώ που είμαι όμως και ο πιο στριμμένος και τη βρίσκω σε μερικά πράγματα μαζοχιστικά, κρατήθηκα και δεν πήρα τίποτα, γιατί σιγά μη ξοδέψω λεφτά για νερό ή κάτι τέτοιο, ενώ σε δυο λεπτά δηλαδή θα πίνω δωρεάν κι αστείρευτα από τη βρύση. Ο Στέφανος όμως πήγε να ζητήσει έναν χυμό. </div>
<div style="text-align: justify;">
- One Orange juice.</div>
<div style="text-align: justify;">
- Orange, orange, tak.</div>
<div style="text-align: justify;">
Και του δίνει μια κάρτα ομιλίας (σ.σ. Orange, ο γαλλικός πάροχος) η θεόστραβη!</div>
<div style="text-align: justify;">
Ξεκαρδιστήκαμε και τη δουλέψαμε κανονικά. Το 'χαμε σύστημα να το κάνουμε αυτό. Όλα κι όλα, στη συγκατοίκηση μπορεί να διαφωνούμε σύρριζα, στη καζούρα όμως και στο σκώμμα, συνεννοούμαστε ασκαρδαμυκτί. Στον άνανδρο εμπαιγμό, σας το 'πογράφω, δεν υπάρχει δεύτερο ταίρι. Και είναι περίεργο, γιατί μετά από ένα σημείο χάνεις όποιες αναστολές και σου γίνεται συνήθεια και αρχίζεις να χυδαιολογείς από ανάγκη πια μπρος στη μούρη των αλλόγλωσσων. Ακούγεται χαζό κι όμως είναι τόσο ηδονικό αβάντζο να μιλάς μια γλώσσα που κανείς εδώ δεν την εκρένει. Ίσως βέβαια και να μην είναι έτσι, απλά το δούλεμα να αποτελεί για μας αφορμή εκεχειρίας και αμοιβαία προσπάθεια σύμπλευσης. Όπως και να 'χει, το καταφχαριστηθήκαμε και έτσι συμφιλιωμένοι περπατήσαμε προς το σπίτι. Κλειδιά δεν είχαμε πάνω μας, όμως αυτό δεν ήταν καθόλου δική μας αμέλεια, αλλά απόρροια του βάρβαρου καταστατικού της εστίας. Που λέει ότι υποχρεωτικά πρέπει να αφήνουν οι ένοικοι τα κλειδιά στη ρεσεψιόν, όταν αποχωρούν απ' το κτήριο και να τα παίρνουν ξανά πίσω όταν επιστρέφουν. Φιλοξενούμενοι στο ίδιο μας το (έστω προσωρινό) σπίτι. Ας είναι. Δεν θα ξαναγκρινιάξω γι' αυτό. Ανεβήκαμε πάνω και πέσαμε για ύπνο χωρίς περισσότερα. Είχε πάει ήδη εφτά.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Όταν ξύπνησα κατά τις μιάμιση, βρήκα στο κινητό μου μήνυμα από τη γλυκιά Ουκρανή γειτόνισσα. Με προσκαλούσε για τσάι δίπλα στις τρεις. Το 'χαμε κανονισμένο από πριν φύγω και θα πήγαινα οπωσδήποτε, θα πήγαινα ακόμα κι αν με προσκαλούσε στις δέκα ξέρω 'γω και η πρόσκληση ίσχυε μόνο εμπροθέσμως. Δεν ξέρω πως, αλλά θα πήγαινα. Για χάρη της ήμουν σε θέση να γυρίσω πίσω τον χρόνο για να πάω εγκαίρως και να μη χάσω λεπτό απ' τον χρόνο που μου διέθετε. Ακούγονται λίγο γραφικά όλα αυτά στους ανήξερους, αλλά για να καταλάβετε, η ομορφιά της ήταν τόσο ανυπέρβλητη, που κάποιες φορές με 'πιαναν τα κλάματα όταν το σκεφτόμουν. Ξέρω, ξέρω, τι φλώρος που 'μαι και τέτοια, αυτά θα λέτε τώρα, αλλά δε με νοιάζει. Δε με νοιάζει καθόλου. Μερικές γυναίκες αξίζουν να πυροδοτούν κλαυθμούς και άλλες τέτοιες γελοίες, γυναικουλίστικες αντιδράσεις. Είχε μια ομορφιά κάπως αρχέγονη. Αθώα και διαχρονική. Προσιδίαζε σε ηρωίδα του Ντοστογιέφσκι και άμα μεγάλωνε λίγο ακόμα, καθώς εκείνες τις ημέρες έκλεινε μόλις τα δεκαεννιά, και γύρναγε και δυο αιώνες πίσω, θα την έβρισκες σίγουρα απαθανατισμένη στις σελίδες του Ηλιθίου ή των Αδερφών Καραμαζόφ ή άμα κόλλαγε η χρονομηχανή της στη μέση του πισωταξιδιού και έβγαινε στο κατώφλι του εικοστού αιώνα, τότε μπορεί να την εκθείαζε ο Ιβάν Φράνκο μεσ' από τις συλλογές του. Κι αυτό το λέω για τον Φράνκο, όχι τυχαία, αλλά γιατί ερχόταν η Ίρα από μια πόλη κοντά στα ουκρανοπωλονικά σύνορα, με τ' όνομά του, “Ιβάν Φράνκο”.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Σηκώθηκα και μπήκα στο μπάνιο. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη κι άρχισα να στρώνω λίγο τα μαλλιά μου που είχαν αρχίσει να φουντώνουν δυσανάλογα. Εκείνη τη περίοδο είχα βαλθεί να τα μακρύνω και ήτανε τότε που άρχιζαν να μοιάζουν παράταιρα κι αστεία και θα 'λεγα και ευτράπελα, αλλά ευτράπελα έμοιαζαν και ήτανε περισσότερο αργότερα, οπότε ας μην είμαι τόσο αυστηρός αναδρομικά. Βέβαια δεν μου κάνει εντύπωση, εννοώ η εκ των υστέρων αυστηρότητα. Την καταλαβαίνω. Δηλαδή μπορεί να είναι απόλυτα συμπλεγματική και τα λοιπά, αλλά τη βρίσκω δικαιολογημένη. Η διαστροφή καμιά φορά είναι ανάγκη και η πρόκριση του “κάθε φέτος και καλλίτερα” είναι μονόδρομος. Συνεπώς η κριτική προς έναν παλιότερο εαυτό είναι υπεροπτική και αφ' υψηλού, συνεπώς πάντα αυστηρή και άδικη, συνεπώς όχι μόνο συνηθισμένη και μπανάλ, αλλά ίσως και εγγενής. Πάντα το γήρας θα τα βάζει με τη νιότη. Ακόμα και η μελαγχολία που πολλοί την ψέγουν, γιατί ξέρω 'γω ωραιοποιεί ή εθελοτυφλεί, δεν αποτελεί εξαίρεση. Εξάλλου τις περισσότερες φορές αναπολούμε τη συνθήκη κι όχι το παλιό είδωλο. Όχι αυτό που κοιτάω τώρα στον καθρέφτη και προσπαθώ να το σιάξω. Γιατί ο χρόνος πέφτει βαρύς σαν χειμωνιάτικο πάπλωμα που δεν φεύγει με την άνοιξη. Μένει εκεί και δημιουργεί στρώματα κριτικής ή λήθης. Και κάθε νέο χειμώνα που φυλλορροεί ο εαυτός και η πραγματικότητα μαργώνει, επιβάλλονται νέοι εαυτοί και νέες πραγματικότητες και τότε όλοι μαζί αναφωνούν χαρούμενοι σαν λωτοφάγοι: “πέθανε ο βασιλιάς, ζήτω ο νέος βασιλιάς!”.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Με την ομφαλοσκόπηση όμως και τα ρέστα η ώρα είχε πάει ήδη δύο παρά. Ο Στέφανος κοίταζε το ρολόι και το λάπτοπ του, έστελνε και απαντούσε σε μηνύματα, βρισκότανε σε αναβρασμό. “Καλά ρε”, του έλεγα, “την γκόμενα έχεις να δεις, πώς κάνεις έτσι;”. Τελοσπάντων κάποια στιγμή γύρω στις δύο, μουρμούρησε ένα “πρέπει να φύγω”, με ρώτησε τι θα κάνω εγώ αργότερα κι αν θα βγω καθόλου, κι αφού τον ικανοποίησε το “δεν σκοπεύω να πάω μακριά, παρά μέχρι την απέναντι πόρτα, στην Ουκρανή”, έφυγε και μ' άφησε στην ησυχία μου. Εγώ κανονικά έπρεπε να πάρω κανά πρωινό, για να ετοιμαστώ έπειτα και σιγά-σιγά να φύγω, να πάω απέναντι, αλλά δεν το κούνησα ρούπι. Έκατσα εκεί απαθής και νιρβάνας για ν' απολαύσω την ηρεμία της απουσίας του. Όχι ότι ήταν φασαριόζος και ομιλητικός, αλλά όσο να 'ναι, ακόμη και τον Τσάντλερ να 'χα συγκάτοικο κι όχι τον Στέφανο, κάποιες στιγμές βρε αδερφέ, θες και δυο λεπτά ξεμάκρεμα για να μονολογήσεις.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Δυο λεπτά όμως δεν ήταν. Γιατί άπαξ κι έβαλα μουσική στ' ακουστικά κι απορροφήθηκα απ' το ίντερνετ, πότε πήγε περασμένες τρεις, ένας διάολος ξέρει. Όχι, που μου ήθελα και πομφόλυγες πριν! Την είχα στήσει ήδη. Και ήμουν και δίπλα. Και το στήσιμο όσο πέρναγε η ώρα και πλησίαζε τρεισήμισι, έπαιρνε διαστάσεις φτυσίματος, ροχάλας κανονικής σας λέω, καθώς ούτε καν είχα μπει στον κόπο να της απαντήσω στα διαδοχικά μηνύματα· στο πρώτο, “are you coming or not?”· και στο δεύτερο, “if you are coming eventually, please know that after five, I will not be available”. Ε δεν πήγαινε άλλο. Και η καφρίλα έχει τα όρια της. Σουλουπώθηκα πρόχειρα, τράβηξα τη μούρη μου απ' την οθόνη, φόρεσα κάτι της προκοπής, άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος, διέσχισα τα πέντε ολόκληρα μέτρα που χώριζαν το δικό μας διαμέρισμα με το απέναντι πανομοιότυπο της Ουκρανίδας, και ετοιμάστηκα να χτυπήσω τη πόρτα.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Αλλά δεν χτύπησα. Όχι γιατί το μετάνιωσα, πώς άλλωστε γίνεται αυτό, να το μετανιώσω, η ανακολουθία δεν θα βρει σε μένα το άκρον άωτόν της. Αλλά γιατί προς στιγμή νόμιζα ότι άκουσα από κάπου κοντά, αδύναμες ελληνικές ομιλίες! Κοντοστάθηκα λίγο για ν' αφουγκραστώ. Και ήταν πολύ αστείο τώρα αυτό, εγώ να στέκομαι μπροστά στη ξένη πόρτα ακίνητος, με το ένα χέρι σηκωμένο στο ύψος των ματιών έτοιμο να χτυπήσει μια πόρτα που τελικά ποτέ δεν χτύπησα, και με το κεφάλι ριγμένο στα πλάγια, στραμμένο λίγο λοξά, και το αυτί τεντωμένο να προσπαθώ να καταλάβω αν όντως ήταν ελληνικές ομιλίες, συμπίληση ή ατόφια φαντασιοκοπία του εδώ και καιρό σαλεμένου μου νου. Όχι, δεν μπορεί να ήμουν τόσο τρελός, θα ορκιζόμουν ότι ήταν ελληνικές ομιλίες, ήδη μάλιστα ακουγόντουσαν πιο καθαρές και σίγουρα προερχόντουσαν όχι από τα μύχια της επιθυμίας μου, αλλά απ' το βάθος του διαδρόμου. Ένα, δύο, τρία. Στρέφω το κεφάλι μου προς τη κατεύθυνση των ελληνικών που έστριβαν πια γωνία και κεφαλαιοποιούσανε την ύπαρξη τους. Κι αφού παρασύρθηκα και μιλάω με κεφαλικούς όρους, επιτρέψτε μου κι έναν ακόμη υπαινιγμό πριν την αποκάλυψη, ότι τη μία κεφαλή, την έχω φάει στη μάπα τρεις μήνες τώρα, όπως και τη φωνή της, ενώ την άλλη, αν και εξίσου γνώριμη, είχα να τη δω δυόμιση μήνες, από τέλη Σεπτέμβρη. Απ' τη μάζωξη του αποχαιρετισμού.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Ο μπάσταρδος. Και οι δυο τους βασικά. Το είχανε στήσει. Δεν μου είχανε πει τίποτα για τον ερχομό του Κώστα. Οι υπόλοιποι της παρέας είχανε κλείσει εδώ και καιρό να 'ρθουνε στις 6 του Δεκέμβρη. Γι' αυτό και η πρεμούρα μας να γυρίσουμε απ' το Βίλνιους ξημερώματα της 5ης. Για να ανακτήσουμε δυνάμεις, να τους προετοιμάσουμε το έδαφος. Ο Κώστας όμως είχε βγει στην αναφορά από τον Οκτώβρη κιόλας και είχε δηλώσει κώλυμα. Και το χειρότερο ήτανε πως δεν μπορούσαμε να του χρεώσουμε το οτιδήποτε, ήταν και προβλεπέ και δέλτα άλφα. Πέρα για πέρα δικαιολογημένος. Ήτανε ή να δει εμάς στη Βαρσοβία ή να πάει Νέα Υόρκη τον Μάρτη, για να δει την αδερφή του. Έπρεπε να επιλέξει. Και επέλεξε Νέα Υόρκη. Και μεταξύ μας, σιγά το δίλημμα, κι εγώ αυτό θα επέλεγα άνετα. Και ντάξει, να πας Νέα Υόρκη δέκα μέρες, θέλει λεφτά, αλλά πάει στο διάολο. Τα μαζεύεις. Αλλά να πας και Νέα Υόρκη και για ένα πενθήμερο Βαρσοβία πιο πριν, ε αυτό παραπάει. Είναι σχεδόν ασυμβίβαστο. Δεν χέζουνε όλοι λεφτά και κάθε μέρα. Οπότε τον καταλάβαμε και είπαμε τα λέμε στις διακοπές των Χριστουγέννων στην Αθήνα. Κι εκεί που είχα συμβιβαστεί με το ασυμβίβαστο, αυτός ήρθε και με τη παρουσία του το κατήργησε και το έκανε μη ασυμβίβαστο, και με την έκπληξή του το έκανε μη συμβεβηκός και το έκανε ορόσημο, και το έκανε ένα απ' τα πιο αλλοπρόσαλα ξαφνιάσματα της προβλέψιμης και μίζερης ζωή μου.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Και αγκαλιαστήκαμε δίχως ντροπή και δίχως κόρο και τον βάλαμε μέσα και τον καθίσαμε κάτω και τον τρατάραμε ό,τι είχαμε, ό,τι υπήρχε πιο συγκεκριμένα· το φαγητό του Κινέζου. Κοιτάχτε, δεν φταίμε εμείς, αλλά εκείνος που το άφηνε συνέχεια ανυπεράσπιστο και διαφιλονικούμενο στον κοινό χώρο. Για το παρασκηνιακό τσιμπολόγημα του φαγητού του, ευθύνονται ξεκάθαρα τα θολά ηθικά όρια της κοινοκτημοσύνης. Ή το αόρατο χέρι της λαιμαργίας που αυτορρύθμιζε την οικιακή μας οικονομία. Εξαρτάται από ποια πλευρά θα το δεις. Αλλά ίσως αυτή τη φορά να μην ήταν τίποτα από τα δύο, απλά και μόνο ένα είδος μύησης του Κώστα στην αποκλίνουσα καθημερινότητά μας. Και αφού τον μυήσαμε τελοσπάντων και τον ταΐσαμε κιόλας συγχρόνως κι αφού ανταλλάξαμε και δυο κουβέντες της επιφάνειας και της προσμονής, αφού τι να πρωτοπεί κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις, θυμήθηκα ξαφνικά την περασμένη ώρα, το ανολοκλήρωτο διάβημά μου προς τ' απέναντι και τη ρητή υπόσχεσή μου για ένα τσάι που πια δεν μου άξιζε να το πιω παρά με κώνειο. Έφυγα κλεφτός και δεσμεύτηκα ότι αν δεν με ξεπετάξει εκείνη λόγω εκνευρισμού, θα το κάνω εγώ λόγω ανωτέρας βίας. </div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Πήγα απέναντι κι αυτή τη φορά χτύπησα τη πόρτα, πριν κοντοσταθώ, πριν προλάβω να φανταστώ ή ν' ακούσω τίποτα. Δεν θα άντεχα άλλη καθυστέρηση. Μου ανοίξανε, ζήτησα συγγνώμη και μπήκα μέσα. Είχε πολλή πλάκα: η Ίρα έκανε δήθεν την κινέζα κι ότι δεν την ένοιαζε, αλλά φαινόταν ότι την είχε πειράξει. Κι ήτανε σα να με ανέχεται για τους τύπους, σα να λέει ένα τσάι που είναι να βγει, ας βγει ή κάτι τέτοιο, αλλά καρφάκι δεν έδινα εκείνη τη στιγμή. Και μάλιστα για να της το αποδείξω, της ξεκαθάρισα εξαρχής ότι δεν είχα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου, γιατί είχε έρθει ο φίλος μου ανέλπιστα απ' την Ελλάδα και άλλα τέτοια κι αυτή συμμετείχε στη χαρά μου και τι καλά και τέτοια, αλλά φαινότανε πόσο κάλπικα το έκανε και πόσο την πείραξε παραπάνω το γεγονός ότι θα έφευγα αμέσως και καθίσαμε εκεί να πιούμε το τσάι μας και συζητάγαμε αηδίες και χαζόλογα και τίποτα δε λέγαμε γαμώ, γαμώ την ατολμία μου και την ανωριμότητά της γαμώ, που σαν φιλενάδες κάναμε και πίναμε τσάγια και τα λέγαμε και χασκογελούσαμε, λες και δεν είχε εφευρεθεί ο εικοστός αιώνας, λες και ήμασταν πράγματι στις σελίδες του Ντοστογιέφσκι και του Τολστόι που έλεγα πριν, λες και πρωταγωνιστούσαμε πουριτανοί και αθώοι σε μια λογοτεχνία στην οποία δεν είχε εφευρεθεί το σεξ, στην οποία δεν είχε εφευρεθεί καν το φάσωμα, αλλά έτσι· αν αγάπαγες πολύ την άλλη, τα παιδιά ερχόντουσαν άνευ σωματικών υγρών και πόνων, έτοιμα και φασκιωμένα με τον πελαργό. Μόλις δε, ξεμύτισε η κατά τ' άλλα αξιαγάπητη Καζάκα συγκάτοικός της, ε είπα άι στο διάολο, δεν θα γαμήσουμε που δεν θα γαμήσουμε, δεν θα χάσω κι άλλο χρόνο εδώ, ενώ δίπλα είναι ο Κώστας, κι έτσι της το πέταξα διαρρήδην ότι πρέπει να φύγω, κι αυτή τι να 'κανε, να 'πεφτε στα πόδια μου, ε όχι, κι έτσι αποχώρησα δίχως αντιρρήσεις, δίχως καν να έχω τελειώσει το μπρος μου σερβιρισμένο, κίτρινο ερλ γκρέι τσάι.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Τα παιδιά δεν με περίμεναν τόσο νωρίς, παρόλο που τους είχα προϊδεάσει για το πόσο σβέλτος τσαγοπότης θα 'μουν. Αφού δεν είχα πάρει καν κλειδιά κι όταν χτύπησα για να μου ανοίξουν, ανταποκρίθηκε μόνο ο έτερος συγκάτοικος, ο Λευκορώσος· οι δικοί μου καθόντουσαν μέσα ατάραχοι, θεωρώντας ότι το χτύπημα δεν τους αφορά. Όταν μπήκα, καθίσαμε και πήραμε να σχεδιάζουμε το βράδυ μας και τι θα πρωτοκάνουμε και τέτοια. Αλλά μέχρι εκεί. Δεν κάναμε τίποτ' άλλο ύστερα. Απλά αράξαμε λίγο, τα είπαμε λίγο, μαλακιστήκαμε λίγο, κάτσαμε και μαγειρέψαμε, φάγαμε, πήγαμε και μια βόλτα μέχρι τα τέσκο για να πάρουμε μπίρες, ώστε μόλις έφτανε η ώρα, γύρω στις δέκα, δέκα και μισή, το χρονικό όριο δηλαδή παραμονής ενός φιλοξενούμενου μες στις ψωροεστίες, να την κάναμε για κέντρο. Ήταν αρχές Δεκέμβρη και η θερμοκρασία μετά τις πέντε, έπεφτε μόνιμα πολύ κάτω του μηδέν. Περιμέναμε όσο τίποτα να χιονίσει και κοιτάγαμε κάθε μέρα το θερμόμετρο, αλλά τίποτα. Μας είχε ενσκήψει ο χειρότερος συνδυασμός: και κρύο και μη χιόνι. Οι υποσχέσεις των Πολωνών με το που πατήσαμε το πόδι μας εκεί, ότι δηλαδή θα φχαριστηθούμε χιόνι, είχαν κλονιστεί ήδη από τέλη Οκτωβρίου. Και διαψεύστηκαν για τα καλά μες στον Νοέμβρη. Αλλά σ' ό,τι αφορούσε αυτή και μόνο τη βραδιά, πραγματικά χεστήκαμε. Αυτή τη βραδιά, ούτε η έλλειψη χιονιού δεν θα μας πείραζε, ούτε το ανυπόφορο και ξηρό κρύο. Όταν έχεις αλκοόλ άλλωστε, όταν έχεις τέτοια παρέα, τι να σου κάνουν οι μείον πέντε βαθμοί, οι μείον διακόσοι εβδομήντα πέντε βαθμοί; Και παρέα είχαμε και μάλιστα πρώτη, αλλά απ' αλκοόλ ήμασταν κάπως ρέστοι. Ε κι αυτό θα πηγαίναμε να κάνουμε τώρα· ν' αναζητήσουμε αλκοόλ.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Το αντικρουόμενο της υπόθεσης και αυτό που δεν καταφέραμε ποτέ να συνηθίσουμε είναι η διαφορά μεταξύ έξω και μέσα. Αξιοπερίεργο ή όχι, είναι άλλο να παίζεις μ' έναν μεσογειακό χειμώνα μεταξύ είκοσι βαθμών εντός σπιτιού και δέκα εκτός κι άλλο να διαχειρίζεσαι τριάντα και σαράντα βαθμούς διαφορά κάθε φορά που αλλάζεις χώρο. Τέρμα τα καζάνια και τα καλοριφέρ εντός εστίας, κανένα ανάχωμα εκτός στην ύπαιθρο. Κι είχε λίγο πλάκα η διαδικασία του ντύνειν. Να κάθεσαι τώρα εκεί και να βάζεις το ένα στρώμα ρούχων πάνω στο άλλο, ενώ την προηγούμενη στιγμή τα αφτιά σου ήταν κόκκινα απ' το θάλπος και κυκλοφορούσες παντού με το αμάνικο. Είχαμε να λέμε κι αυτά στον Κώστα ενώ ντυνόμασταν. Ενώ πίναμε και μια μπίρα (ελλείψει ουισκιού ή βότκας), όχι τόσο για πρι-ντρίκιν, όσο για να αντέξουμε το έξω. Τελοσπάντων κάποτε τελειώσαμε τις ετοιμασίες, γιατί όσον αφορά τις κουβέντες, ε αυτές δεν τελειώνουν ποτέ, κλείσαμε τη πόρτα πίσω μας και κατεβήκαμε στον προθάλαμο. Αφήσαμε τα κλειδιά στη ξινομούνα κοκκινομάλλα της εισόδου (ή της εξόδου;) και τραβήξαμε για τη στάση. 171 μέχρι Ρατούς Άρσεναλ. Κι έπειτα μετρό μέχρι το Τσέντρουμ. Το κρύο σε περόνιαζε, αλλά δεν θα κάναμε και πολλά μέτρα. Ίσα μέχρι το Δυο Ζλότι μπαρ για ένα σφηνάκι. Η μοναδική προϋπόθεση της βόλτας: η βότκα. Με τη βότκα μέσα μας, ας κάνουμε όσες βόλτες θέλει ο Κώστας, όχι όμως πιο πριν. Γιατί στη πρώτη του νύχτα στη Βαρσοβία, δικαιούταν να μας γυροβολήσει όσο του 'κανε κέφι, να μας τραβολογήσει από δω κι από κει, να δει ό,τι εμείς είχαμε τόσο καιρό μπουχτίσει, όχι όμως πριν τη βότκα. Αλλά τελικά, ούτε μετά έμελλε.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Κατεβήκαμε προς τα κάτω μέσω της Τσμιέλνα. Από δω είναι ο πύργος του Στάλιν που οι Πολωνοί ευφημιστικά τον αποκαλούνε Παλάτι των Επιστημών και των Τεχνών και γελάει ο κόσμος, από κει το Μάριοτ, τώρα πάμε προς τη Νόβε Σβιάτ, προς τα κει είναι η παλιά πόλη, απ' την άλλη το γήπεδο, ο Βιστούλας, η αντίπερα πλευρά, το μουσείο του Κοπέρνικου. Αξιοθέατα και αναξιοθέατα μπουρδούκλωναν σκέψεις και εντυπώσεις, ανέμους και ύδατα σ' ένα αδευτέρωτο παραλήρημα ξενιτιάς. Η φωνή μου και αυτή του Στέφανου πέταγε η μία πάνω απ' την άλλη εναλλάξ ή και ταυτόχρονα κάποιες φορές συναντιόμενες κάπου στη μέση, επιχειρώντας παρανοϊκά άλματα και τολμώντας το ρίσκο. Χωρίς φιγούρες. Λιτά και αστόλιστα, βγάζαμε από μέσα μας το απωθημένο, χωρίς να νοιαζόμαστε αν ο Κώστας παρακολουθεί, αν είναι σε θέση να πιάνει τον ειρμό μας, να συγκολλεί κάθε φορά τις διακεκομμένες σκέψεις μας. Προχωρούσαμε εκεί πέρα και του μιλάγαμε και του μιλάγαμε, τον πυροβολούσαμε ακαταπαύστως. Πυρ και κίνηση. Μέχρι που είτε κουραστήκαμε, είτε μας τελείωσε το σάλιο κι οπότε κόψαμε δρόμο για τον ανεφοδιασμό. “Πηγαίνουμε να πιούμε;”, ρωτάει ο Κώστας. Αμ τι ρε κωλώνουμε. “Πηγαίνουμε να πιούμε”. Ναι.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Όπως κατεβαίνει κανείς την Τσμιέλνα κάτω-κάτω χωρίς να στρίψει πουθενά, δεν γίνεται σε κάποιο σημείο να μην συναντήσει κάθετη σε αυτήν, την οδό Νόβε Σβιάτ (ή Νο Βυζιά για τους χάχες), που όχι μόνο την τεμαχίζει, αλλά και την σταματά. Ο “Νέος Κόσμος” των Πολωνών είναι μία από τις πιο κοσμοσύχναστες και τερπνές οδούς της Βαρσοβίας. Γεμάτη παλιά κτήρια εκατέρωθεν, αποτελεί την τέλεια αντίστιξη με το νεόδμητο και λαμπυρίζον κέντρο και παράλληλα απ' τα λίγα εδάφη της πόλης που έμειναν σχεδόν αλώβητα απ' τους καταστροφικούς βομβαρδισμούς των ναζήδων. Από ένα σημείο μάλιστα κι έπειτα γίνεται πλακόστρωτη και το γεγονός αυτό, μαζί με τα τεράστια πεζοδρόμια της, την κάνουν φουλ περπατήσιμη. Για όλους μας εδώ αποτελεί καθιερωμένη βόλτα τον Σεπτέμβρη ή τον Δεκέμβρη, με δέκα ή μείον τριάντα βαθμούς. Τα έχει όλα. Πολιτιστικούς χώρους, ψυχαγωγικούς πόλους, υπόγεια μπαράκια, κυβερνητικά, πανεπιστημιακά και κάθε λογής νεομπαρόκ και νεοκλασικά κτήρια, ακριβά πανάκριβα ρίαλ εστέιτ, εναλλακτικά σινεμαδάκια αντίβαρα στα αηδιαστικά μούλτιπλεξ, φαρμακεία, εκκλησίες, κιόσκια, βιβλιοπωλεία, ρουχάδικα, κοσμηματοπωλεία, εστιατόρια, καφετέριες, ξενοδοχεία και φυσικά τράπεζες. Όλα συγκεντρωμένα και τακτοποιημένα, εκεί, πάνω στη Νόβε Σβιάτ.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Μπήκαμε στο Δυο Ζλότι μπαρ, το οποίο δευτεριάτικα, ήταν αναμενόμενα άδειο. Είχαμε εξηγήσει το κόντεξτ στον Κώστα. Δυο Ζλότι μπαρ, γιατί το σφηνάκι κοστίζει δύο ζλότι. Μπαίνουμε και πίνουμε μια γύρα. Στο όρθιο. Κι έπειτα την κοπανάμε γι' αλλού. Το δυο ζλότι σφηνάκι ήταν για μας μονάχα η προθέρμανση, το λιπαντικό. Ήταν το πρι-ντρίνκιν της βραδιάς, παρόλο που δεν γινόταν πριν. Όλη η Βαρσοβία εκεί σύχναζε. Το ποτό ήταν τόσο φτηνό, που δεν άξιζε να πιεις προκαταρκτικά απ' το σπίτι. Κάποιες φορές μάλιστα σταματάγαμε εκεί παραπάνω από μία φορά τη βραδιά. Το κλαμπ απέναντι απείχε μερικά μέτρα, όσο και το δρομολόγιό μας, όταν μας σέρνανε οι άλλες ως εκεί. Μπαίναμε τσάμπα, δεν παραγγέλναμε τίποτα κι έπειτα προφασιζόμασταν ότι καπνίζουμε και βγαίναμε έξω να τ' ανάψουμε. Μόνο που δεν το ανάβαμε. Στρίβαμε δια του Δυο Ζλότι μπαρ. Κι έπειτα ξανά πίσω. Και τι, θα μας λέγανε τίποτα; Σιγά που θα μας λέγανε. Ότι τι, ότι ξενοπίνουμε; Ας λέγανε. Δεν έχουμε ταμπού εμείς και δεν φοβόμαστε τη νυχτερινή κατακραυγή. Αυτές οι κηλίδες είναι του οινοπνεύματος και εξατμίζονται αυθωρεί. Εξάλλου για το μόνο που μπορούσε κανείς να μας προσαγάγει ήταν για κάποια σφιχτοχεριά, αλλά ούτε αυτό ήτανε απόλυτα ακριβές. Με αυτή μας τη μόνιμη εξαπάτηση, τόσο καιρό γλυτώσαμε ελάχιστα. Ακόμη και στο κλαμπ μέσα, το σφηνάκι έκανε τρία ή τέσσερα ζλότι αντί για δύο που 'χε έξω, δηλαδή, εικοσιπέντε με πενήντα λεφτά παραπάνω. Σιγά το ποσό. Αλλά δεν είχε σημασία. Σημασία είχε, αν είχε κάτι σημασία, η γλυκιά αίσθηση του ξεγλιστρήματος, το αίσθημα του καλοπροαίρετου πλανέματος, το αναγέλασμα.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Εμείς λοιπόν οι μαθημένοι δεν βγάλαμε καν παλτά. Ένα σφηνάκι και απ' έξω απ' τη πόρτα. Κι έτσι δηλαδή κάπως πήγαινε και η πόρτα του μπαρ έμενε σε μόνιμη βάση, ανοιχτή. Ξέφραγο αμπέλι. Άλλοτε γιατί ο κόσμος δεν χώραγε, άλλοτε απ' τη συνεχή ροή, πάντως εγώ το μαράζι μου θα σας το πω για το προσωπικό που πούντιαζε όλη την ώρα. Βέβαια μπορεί και να είχε συνηθίσει και να παρέμενε ανερυθρίαστο απ' το κρύο και να μην το ένοιαζε. Μπορεί να 'ναι κι έτσι. Όπως και να 'ναι όμως, ούτε ευχάριστο είναι, ούτε παίξε-γέλασε όλο το χειμώνα να δουλεύεις στο μείον. Αλληλεγγύη στους απανταχού εργαζόμενους του επισιτισμού και της οινοχοΐας. Ακόμα και σ' αυτούς που μας σερβίρουν κακοκομμένο καφέ και μας παίρνουν τα κορίτσια.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Τούτη τη φορά τουλάχιστον το μαγαζί ήτανε πιο ήσυχο. Γιατί σε τέτοια περιβάλλοντα, προσιτά, αλκοολικά και μεταμεσονύχτια, ενδημεί κάθε καρυδιάς καρύδι. Αλλά όχι απόψε. Μέχρι και θέση βρήκαμε, φανταστείτε. Μέχρι και ζέστη έκανε, δείγμα πως η πόρτα δεν είχε ανοιγοκλείσει πολύ. Καθίσαμε και χουχουλιάσαμε λίγο μες στα παλτά μας γιατί είχαμε ξεπαγιάσει, ενώ ο Στέφανος πήγε να πάρει τρία σφηνάκια. Δεν του δώσαμε λεφτά, τι να του δίναμε, δυο ζλότι; Κι όσο εμείς συνηθίζαμε σιγά-σιγά και παίρναμε τα πάνω μας όσον αφορά τη θερμοκρασία, ο Στέφανος τα είχε πάρει όλα και γύριζε πίσω, μ' ένα δίσκο των τριών στίχων από πέντε σφηνάκια βότκας.</div>
<div style="text-align: justify;">
Ε αυτό ήτανε. Γίναμε. Αφού επευφημήσαμε την φαεινή του ιδέα, πήραμε να τσουγκρίζουμε, να κάνουμε προπόσεις σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και φυσικά να πίνουμε. Με όλα τα συναγελάσματα, είχαμε καταφέρει να μάθουμε το “γεια μας”, σε έντεκα διαφορετικές εκδοχές: αγγλική, γερμανική, ισπανική, ιταλική, πολωνική, γαλλική, ουκρανική, τούρκικη, ρουμάνικη, σουηδική και ρώσικη. Μαζί και η ελληνική, δώδεκα. Δεν ήταν και σπουδαίο κατόρθωμα, αλλά ντάξει, εκείνη τη στιγμή μας φαινόταν και πολύ πρώτο. Τα πέντε σφηνάκια τα ήπιαμε γρήγορα, γιατί απ' τη μία εμείς οι δυο είχαμε εντρυφήσει στη βότκα, μόνο βότκα πίναμε πια, και απ' την άλλη ο Κώστας ήτανε φύσει νεροχύτης. Ποτέ δεν βούλωνε. Από το πρώτο έτος, εκεί που οι άλλοι κάνανε νερά, κολλούσανε και τα γυρνούσανε πίσω (μέσω ξερνοβολήματος ως επί το πλείστον) αυτός τα κατέβαζε όλα με το τουμποφλό. Δεν καταλάβαινε. Ακόμα και με την έξτρα εξάσκησή μας τώρα τρεις μήνες, νομίζω πως ακόμα είχε προβάδισμα αυτός. Αλλά έμενε απόψε να το ανακαλύψουμε.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Ήταν η σειρά μου να πάρω τον δίσκο. Παράγγειλα άλλα δεκαπέντε. Αυτά έφυγαν πιο αργά. Κι έπειτα η σειρά του Κώστα παρόλο που ήταν φιλοξενούμενος, που επέμενε λες και παίζαμε καμιά διεστραμμένη σκυταλοδρομία, να κεράσει. Ψευτοτσακωθήκαμε, αλλά τον αφήσαμε. Τι νόημα είχε; Κάθε γύρα άξιζε εφτά ευρώ. Ή τριάντα ζλότι. Πολλή πλάκα είχε να κάνεις τέτοιους λογαριασμούς και να παίζεις με το συνάλλαγμα. Μου 'φερνε θύμησες απ' τη μετάβαση στο ευρώ, τότε το 2001. Που σε κάθε συναλλαγή, κοιτάζαμε τη τροποποίηση. Και τα εδώ μας κλέψανε μία υποδιαστολή του λεπτού, δίναν και παίρνανε ή τα κοίτα ρε τους κλέφτες, στρογγυλοποιήσανε ξέρω 'γω τις τσίχλες δύο λεπτά πάνω. Πού να ξέραμε! Ότι όλες οι τιμές θα υπερδιπλασιαστούνε, η αισχροκέρδεια θα πιάσει ταβάνι, ότι θα έρθει κρίση και πως οι τσίχλες που πια κοστίζουνε δέκα λεπτά, δεν θα μας νοιάζουνε διόλου. </div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Το κεφάλι μας πια γύριζε, έπειτα από δεκαπέντε σφηνάκια αμόλυντης βότκας ο καθένας. Είχαμε γνωρίσει, μιλήσει, αστειευτεί και φωτογραφηθεί -με τον παραδοσιακό τρόπο, η μόδα των σέλφις τότε δεν είχε ακόμη προκύψει- με κάθε θαμώνα ή τυχαίο περαστικό. Πάν' οι αλληλεγγύες και οι μεγαληγορίες. Πλέον εμείς ήμασταν που ανοιγοκλείναμε την πόρτα του μαγαζιού, έχοντας χάσει την αίσθηση του κρύου. Τα καλά του μεθυσιού. Έπειτα όμως και σιγά-σιγά, αρχίσαμε και να το χάνουμε. Εγώ πρώτος, ένιωσα τις αναγούλες. Ο Κώστας απ' την άλλη, τους μιλούσε. Γιατί ένα μέτρο παραπέρα, κοντά στην μπάρα, είχε πιάσει να μιλάει με δυο τύπισσες που ήταν εκτός από πολύ εκκεντρικές εμφανησιακά, και κακάσχημες. Η μία μάλιστα είχε τα μαλλιά της κουρεμένα καρέ και ήταν τόσο ομοιόμορφα, αλλά και το κεφάλι της τόσο στρογγυλό, αλλά και όλα της, ακόμα και τα χαραχτηριστικά της συνηγορούσαν, στη τόσο διασκεδαστική συνειδητοποίηση, πως έμοιαζε με πλεϊμομπίλ. Γελάσαμε πολύ με αυτό. Ο Στέφανος όμως όχι και τόσο που δίπλα μου καθότανε και ήτανε μία μες στη τρελή χαρά, μία ανησυχητικά ήρεμος, όπως κι εγώ όμως, που δεν ήμουν του λόγου μου καλλίτερος, που εκεί ξαφνικά στα καλά του καθουμένου μου την έδωσε να βγω έξω να πάρω μια τύπισσα εκεί που γούσταρα, τη συνονόματη την Πάολα, να έρθει να μας βρει, ξεχνώντας πως ήταν καθημερινή και πως μένει μακριά και πως αυτή πολλή ώρα πριν σίγουρα θα την είχε πέσει και πάλι καλά που το κινητό της έμοιαζε κατειλημμένο ή απενεργοποιημένο, ποτέ δεν κατάλαβα τι απ' τα δυο. Κι έτσι όπως είχα κάτσει σ' ένα πεζουλάκι χαμέ, μέσα σε μια πάροδο, όπου αέρας δεν τη φύσαγε και το κρύο δεν με συνέφερνε (και πώς άλλωστε, αφού δεν το 'νιωθα καν), βάλθηκα να καλώ κι άλλους από εκεί ή απ' την Ελλάδα, και τι αστείο, γιατί δεν μπορούσα να πληκτρολογήσω τα νούμερα, δεν μπορούσα να βρω καν το κινητό με την ελληνική κάρτα και μπερδευόμουνα και ανακατευόμουνα μ' όλη αυτή τη πνευματική άσκηση που τελικά κατέληξε σε αντίδραση. Γιατί εκεί που ήμουν σε κείνη τη κλειστή πάροδο, ανάμεσα σε κάτι πεζούλια και κάτι φυτά -και εδώ που τα λέμε, πιο ιδανικό και απομονωμένο μέρος δεν υπήρχε- άρχισα να ξερνάω ακατάπαυστα.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Όταν τελείωσα και συνήλθα, μπήκα μέσα παραπατώντας. Ήμουν οιονεί νηφάλιος, με κάτι υπόνοιες από λεκέδες εμετού πάνω στα κίτρινα λακόστ μου κι ένα εμφανές αίσθημα ξενερώματος ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου. Το πράγμα μίλαγε από μόνο του και φυσικά οι δικοί μου την ψυλλιάστηκαν, αλλά πια δεν μπορούσαν να πάρουν πίσω τον ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι μας, με δεκαπέντε ακόμα σφηνάκια κερασμένα από το μαγαζί, δίσκο. Ο φόβος! Δεν ήθελα να πιω άλλο. Σιγά τι πείραζε, άμα δεν έπινα; Θα μου έκανε μούτρα ο ανερυθρίαστος γαλαντόμος; Πού ακούστηκε αυτό; Όχι, δεν πάει έτσι. Μουτρώνουν στα άλογα όταν ξεράσουν; Δεν πάει καθόλου έτσι. Παρόλο αυτά, μετά τις ορμήνιες του Κώστα ήπια ακόμα ένα με το ζόρι. Μου ήρθε αίφνης να ξαναξεράσω, αλλά το 'βαλα πείσμα· οι άλλοι είχαν εξαφανίσει ήδη μια τετράδα. Δεν θα 'μουνα εγώ ο φλώρος τώρα. Εντούτοις κανείς μας δεν ήπιε άλλο. Τα εναπομείναντα, τα ανακεράσαμε με τη σειρά μας. Στο πλεϊμομπίλ, σε όσους είχανε μείνει εκεί μέσα, στον τυπά που μας κέρασε εξαρχής. Τυπάς κερνάει, τυπάς πίνει ήταν η φάση. Έπρεπε να του πω ότι έχουμε τέτοια παροιμία στην Ελλάδα. Το δε πλεϊμομπίλ μόλις έλαβε το αντίδωρο, ξέρω 'γω το 'χασε τελείως, έκανε λες και της προσφέραμε κάτι ανεκτίμητο, έβγαλε μια τσιρίδα πνιχτή και είπε δέκα φορές ευχαριστώ. Δεν πρέπει να πήγαινε καλά στα σίγουρα και το καταλάβαμε ακόμα κι εμείς, φαντάσου, που ήμασταν πίτα κι αυτό είναι πολύ επιβαρυντικό για αυτήν.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Εμένα το γύρισμα μου είχε φύγει πια απ' το στομάχι, αλλά μου 'χε μείνει αφενός το ανακάτεμα στο μυαλό κι αφετέρου ένα ξύσιμο στον οισοφάγο απ' τον έμετο. Κι αυτή η γεύση δεν ξεπλενόταν με κανένα σφηνάκι του “Νέου Κόσμου”, όσο κι αν τα νοστίμευε με διάφορα φρούτα ο δύσμοιρος ο μπάρμαν. Κι ήταν κι αυτή η αίσθηση του ξεφτιλικιού αποπάνω. Δεν ήθελα να μείνω δευτερόλεπτο ακόμη εκεί μέσα. Γιατί ήταν και το άλλο, ότι δεν ήξερα καν τι μου γινόταν, παρόλο που είχα ανακτήσει πια κάπως τις αισθήσεις μου, δεν ήξερα τι είχε παιχτεί στο μεταξύ, όλα μου ήταν άγνωστα. Ανάμεσα στην προηγούμενη εύφορη κατάσταση και την μεταξεράτια νηφάλια θέση, είχε μεσολαβήσει σα διονυσιακός δάκτυλος, η έμεση. Που άπαξ και ξέσπασε, την ένιωθα ως απόρροια του παραπιώματος, την ένιωθα ως αηδιαστική τιμωρία της ύβρης που διέπραξα, την ένιωθα, ναι, δεν ήταν έμεση, αλλά νέμεση. Και τη νέμεση και κατ' επέκταση την ύβρη, δεν τις αποφεύγεις με προσευχές ή θυσία. Αλλά με οινοποσία. Με συστηματική κατάποση αλκοόλ, ίσως και κάποτε να γλυτώσεις την πτώση, την εκδίκηση των θεών, το εύκολο ξερνοβόλημα. Αλλά απέχω απ' αυτή την κατάσταση εγώ ο υπότροπος. Όσον αφορά το τώρα, οποιοδήποτε συναίσθημα, οποιοδήποτε υπόλειμμα οικειότητας, οποιοδήποτε κατακάθι συνεκδήλωσης είχε ξεβραστεί μαζί με τον εμετό. Ήμουνα άδειος και κουρασμένος. Ήθελα να πάω σπίτι.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Το ίδιο και οι άλλοι. Ο μεν Στέφανος ήτανε κομμάτια και δεν ήξερε που πατούσε, ο δε Κώστας ήταν εμφανώς επηρεασμένος, αγνώριστος και πρωτόγνωρα μεθυσμένος. Ήταν όμως πιο συζητήσιμος συγκριτικά με τον Στέφανο. Συμφωνήσαμε να φύγουμε. Χαιρετίσαμε όσους είχαν μείνει περασμένες τρεις ακόμα εκεί μέσα και την κάναμε επιτέλους. Ο Στέφανος παράπαιε, εγώ ξανάρχισα να νιώθω περίεργα, ο Κώστας δεν έβλεπε που πήγαινε. Τέλεια. Βγήκαμε έξω. Ο Στέφανος σωριάστηκε κάτω. Ο Κώστας έσκυψε να τον σηκώσει. Πουτάνα όλα. Όχι τίποτα άλλο, αλλά έτσι πούτσα που 'μασταν, δεν θα βρίσκαμε και ταξί να γυρίσουμε πίσω. Ποιος θα μας έπαιρνε; Έπρεπε να συμμορφωθούμε. Τους μάζεψα λίγο και τους το 'πα. Μείναμε έτσι λίγο σε κύκλο με τα χέρια γύρω από τις πλάτες μας σαν να ήμασταν σε τάιμ άουτ. Συμφωνήσαμε να το παίξουμε εντάξει για μισό λεπτό. Κι ας πηγαίναμε να ξεράσουμε με την ησυχία μας μετά στο σπίτι. Ένα, δύο, τρία, ζντο. Λεύθεροι. Αλλά άλλο να το λες και άλλο να το κάνεις. Γιατί τι κι αν διέσχισα το δρόμο κύριος, τι κι αν καθάρισα το λαιμό μου για να ακουστώ νηφάλιος, ο Στέφανος δεν τήρησε το σύστημα. </div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Ακούστε. Πάω εγώ καρφί και ευπροσήγορος στον πρώτο ταξιτζή που ήταν αραγμένος απέξω και του λέω:</div>
<div style="text-align: justify;">
- “Μπεμόβο Ράτους” παρακαλώ.</div>
<div style="text-align: justify;">
- Όχι, όχι.</div>
<div style="text-align: justify;">
- Μα γιατί;</div>
<div style="text-align: justify;">
- Είστε χάλια.</div>
<div style="text-align: justify;">
- Μα όχι δεν είμαστε, να κοιτάχτε...</div>
<div style="text-align: justify;">
Και θα τον έπειθα, αν ο Στέφανος δεν με πρόδιδε, γιατί ακούστε τι καρναβαλίστικο που 'ταν το σκηνικό, εγώ λέω στον ταρίφα κοιτάχτε, και ταυτόχρονα στρίβω ελαφρώς για να δείξω τους φίλους μου, την καθωσπρέπει κατάσταση των φίλων μου, κι από όλες τις στιγμές, εκείνη ο Στέφανος βρίσκει την κατάλληλη για να περάσει τον δρόμο, να μην λογαριάσει τη μικρή υψομετρική διαφορά του πεζουλιού και να πέφτει φαρδύς πλατύς μες στη μέση του δρόμου! Πάλι καλά που δεν το 'κανε αυτό ενώ ξέρναγε ξέρω 'γω, να μέναμε εκεί για πάντα.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Τι να του πω του ταρίφα τότε, ό,τι και να του 'λεγα θα 'χε δίκιο. Τον κοιτάω ξεγραμμένος και μου δείχνει με τον αντίχειρα τον πίσω συνάδερφο. Τι να 'κανα, να τον παρακαλούσα, να τον ικέτευα; Τον παράτησα και πήγα πίσω προετοιμασμένος να φάω ξανά άκυρο, να πάω πιο πίσω έπειτα και να εισπράξω κι εκεί άρνηση, να μείνουμε εκεί, να τριγυρνάμε σ' όλες τις πιάτσες της Νόβε Σβιάτ ζητώντας τις πληρωμένες υπηρεσίες όλων των αυτοκινητιστών της Βαρσοβίας που ποτέ δεν θα λάβουμε, αν δεν ξεσουρώσουμε πρώτα ή δεν γεμίσουμε όλα τα αυλάκια εκεί γύρω με ξερατά ή τη τύχη μας τη μαύρη. Παραδόξως, ο πίσω ταξιτζής έγνεψε τακ. Επιτέλους, γυρνάμε σπίτι.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Κάτσαμε όλοι στο πίσω κάθισμα. Ο Στέφανος είχε κλείσει τα μάτια του, ο Κώστας πάλευε να μείνει ξύπνιος, ενώ εγώ προσπαθούσα δύο, εκείνη τη στιγμή, ακατόρθωτα πράγματα: πρώτον να μη ξεράσω ξανά κι αυτή τη φορά μέσα στο ταξί, ξερνοβόλημα που θα το πλήρωνα όσο ένας καθαρισμός ταπετσαρίας, και δεύτερον να μείνω ξύπνιος για να βλέπω τον δρόμο. Ο Στέφανος κοιμόταν κι ο Κώστας δεν ήξερε φυσικά την επιστροφή. Προσπάθησα να τα συνδυάσω, μα δυσκολευόμουνα. Η παραζάλη ήταν βαριά και μες στο ταξί έκανε ζέστη. Έκλεισα τα μάτια μου για να μου περάσει, μα δεν είχαμε περάσει ούτε το Ζλότι Ταράσε όταν τα ξανάνοιξα αμέσως, γιατί ανακατευόμουνα διαβολεμένα. Έκανα υπεράνθρωπες προσπάθειες και τελικά δεν ξέρασα, αλλά με τους απεγνωσμένους ήχους του λάρυγγα και του στόματος και όλου μου του είναι, κατατρόμαξε ο ταξιτζής που άρχισε να λέει ο δυστυχής “νο, νο” και τα λοιπά. Τι να πει κανείς: εγώ παραλίγο να ξεράσω, αυτός χεζόταν πάνω του. Για να τον καθησυχάσω, άνοιξα λίγο το παράθυρο, μία μύτη, και κόλλησα το πρόσωπό μου στη σχισμή. Ντάξει, θα παραπήγαινε να το κάνω εκεί μέσα, στο ταξί, πάνω μου, πάνω στους άλλους. Κρατήθηκα λίγο, με πήρε ξανά ο ύπνος, το ξεπέρασα. Έπειτα από πέντε λεπτά, είχαμε φτάσει στις εστίες. Είπαμε πενήντα τζίνκουεγιε στον άνθρωπο και του πετάξαμε κάτι λεφτά εκεί, που ούτε που θυμάμαι, πόσο να 'τανε;, πέντε ευρώ σύνολο, σιγά. Ήτανε η πρώτη φορά που παίρναμε ταξί στη Πολωνία.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Μόλις κατεβήκαμε, ο Στέφανος ξέρασε μέσα σε μια ζαρντινιέρα. Εμένα με χτύπησε κρύος αέρας και συνήλθα νομίζω για τα καλά. Καλά εννοείται πως το λεκτικό το 'χαμε παρατήσει εδώ και ώρα, δεν μπορούσαμε να αρθρώσουμε πέντε συλλαβές, να συνεννοηθούμε καλά-καλά μεταξύ μας. Περπατήσαμε μέχρι τις εστίες στα μουγκά και στ' ασυνάρτητα. Φτάσαμε και πατήσαμε το κουδούνι. Περιμέναμε να μας ανοίξουν και μετά το βούισμα μπήκαμε μέσα. Και τότε ξεκίνησε η μπαλαφάρα. Γιατί ατυχήσαμε. Το 'χα ξεχάσει· πίσω απ' τη ρεσεψιόν καθόταν όπως κι όταν φεύγαμε, ξινή και ευερέθιστη, η πιο αντιπαθητική ρεσεψιονίστ της σειράς, η πιο αχώνευτη γυναίκα που συνάντησα σε όλη μου τη παραμονή στη Πολωνία. Ένα κακέκτυπο εκατόν πενηνταπέντε εκατοστών, άλικη και ανοργασμικιά, πέρα ως πέρα αγάμητη και κομπλεξικιά και κακιασμένη και εθελόκακη και μοχθηρή και αχαμογέλαστη, όχι μόνο σε μας, που στο κάτω-κάτω ήμασταν πηγή ενόχλησης και ασυνεννοησίας, καθώς δεν μιλάγαμε γρι πολωνικά και ας πούμε είχε μια δικαιολογία που μας απαξιούσε, αλλά και σ' ότι αφορά τους άλλους, τους συναδέρφους της για παράδειγμα, ας μην το κουράζουμε· ήταν κακή, ψυχρή κι ανάποδη. Κοιτούσε σα να φθονεί, μιλούσε σα να γαυγίζει, ανάσαινε σα να ψοφολογεί, μας έκανε τη ζωή δύσκολη και σε τίποτα σκόντο. Ε και δεν υπήρχε περίπτωση να μας κάνει ούτε απόψε. Αλλά εμάς ούτε που μας ένοιαζε αυτό, δεν υπήρχε κάπου να σκοντάψουμε, δεν υπήρχε κάτι που να χρειαζόμαστε απ' αυτήν. Ή έτσι νομίζαμε. Πως αυτό που πάμε να ζητήσουμε -με το μη ζητώντας το μιας κι ήταν τόσο αυτονόητο- ήταν καθόλα σύννομο. Πως το δικαιούμαστε. Πως δεν έχει κανένα λόγο, καμία εξουσία πάνω μας. Πως δεν θα έχουμε άλλα να τραβήξουμε απόψε.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Πως είχε η κατάσταση. Μετά τις δέκα και μισή, για να πάρει κανείς κλειδί, έπρεπε να προσκομίσει πάσο. Αλλιώς έμπα δεν είχε. Όμως κάθε εστιαζόμενος είχε το δικαίωμα να φιλοξενήσει τον κόσμο του. Επί πληρωμή φυσικά. Έναν κάθε μήνα, για τρεις διανυκτερεύσεις το πολύ. Κι εμείς ως ώρας σε διάστημα τριών μηνών είχαμε δεχτεί μόνο έναν. Και οι δυο μαζί. Όχι μόνο μπορούσαμε δηλαδή να μπάσουμε τον Κώστα απόψε μέσα, αλλά μας χρωστάγανε κιόλας. Άλλους τέσσερις φιλοξενούμενους. Και ντάξει παραπάει και δεν εννοώ καθόλου αυτό, ξέρω 'γω να μας βρούνε οι ίδιοι και να μας φέρουνε άλλους τέσσερις τυχαίους απ' το δρόμο απόψε και να σκίσουνε έπειτα το χρεωστικό. Όσον αφορά το απόψε, μας αρκούσε να έμπαινε ο Κώστας. Και ματρόνες δεν θέλαμε, απ' αύριο ξέραμε να αναζητήσουμε και μόνοι μας τους καλλίτερους. Απ' αύριο όμως. </div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Ζητήσαμε τα κλειδιά μας και αυτή σε καταστρατήγηση του κανόνα μας έδωσε μόνο δύο. Ενώ εμείς μετρηθήκαμε και βγήκαμε τρεις. Ο Κώστας κατηγορηματικά δεν μπορούσε να περάσει. Κι ήτανε οριστική και αμετάκλητη η ανακατώστρα σ' ότι κι αν μας έλεγε στη βρομογλώσσα της. Μα έχουμε το δικαίωμα, εμείς. Όχι, εκείνη. Μα μπορούμε να φιλοξενήσουμε ως τρία βράδια, κάποιον και τα ρέστα. Ανένδοτη αυτή. Ωρυόμασταν και προσπαθούσαμε να της εξηγήσουμε στα αγγλικά, στα ελληνικά, στη νοηματική, στη χρηματική. Ξεπεσμός. Η διαμονή για τους φιλοξενούμενους ήταν το κεφάλι τριάντα ζλότι το βράδυ, κι εγώ έτσι εξαντλημένος και αποθαρρημένος που ήμουν κι έτσι που δεν ήξερα καθόλου τι να κάνω, το 'παιξα Ελληνάρας. Αυτοσχεδίασα εξωνιστικά. Τελευταία σανίδα, είδα τη δωροδοκία. Αυτά που χλεύαζα δηλαδή, αυτά που κορόιδευα. Με σιγουριά που πηγάζει από τη συνήθεια και τη προμελέτη, αλλά πώς γίνεται αυτό, αφού ποτέ ξανά δεν το 'χω κάνει, μου 'ρθε να βγάλω πενήντα ζλότι από το πορτοφόλι μου σαν να μην έτρεχε τίποτα και να της τα κουνήσω μπρος στη μούρη, με ένα σάλεμα τόσο εξοργιστικό που νόημα δεν είχε. Δηλαδή τι, θα συγκινιόταν η σταλινικιά από μια κίνηση που βρομούσε πάρτα μωρή άρρωστη. Αρνήθηκε αναφανδόν. Κι εγώ αντί να το πιάσω και να κάνω κάτι άλλο, μου 'χε πια κολλήσει η βελόνα και της έβγαζα τώρα εκατόζλοτο, που αυτό τώρα ήταν δυο φορές πιο προσβλητικό και πιο επιλήψιμο και ακόμα πιο δίχως νόημα και αναποτελεσματικό, ήτανε σα να έλεγα αυτή τη φορά πάρτα μωρή απ' τον καρκίνο άρρωστη, απ' τις πολλές κατάρες καρκινιάρα, ήτανε λες και έπαιζα μαζί της μια παραλλαγή εκείνου του παιχνιδιού που παίζαμε μικροί, το συναχωμένος – άρρωστος – βαριά άρρωστος – καρκινιασμένος, αλλά με λεφτά κι όχι με μπάλα. </div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Κι αν μετανιώνω γι' αυτό; Σίγουρα. Αλλά απ' την άλλη, ούτε άπραγος μπορούσα να μείνω. Ξέρω 'γω, να είμαι Κάφκας και να υποταχθώ δίχως μάχη στη γραφειοκρατία. Τέσσερα χρόνια μετά κι ακόμα το σκέφτομαι. Αλλά σκέφτομαι και τ' άλλο, ότι ενώ εγώ το εξωτερίκευσα τότε υβριστικά και λεκτικά και τώρα γραπτά, αυτή πώς το κάνει, πώς τα καταφέρνει να εσωτερικεύει και να κρύβει τόσο μένος και να αρνείται όχι να διευκολύνει, αλλά να τηρήσει τα προβλεπόμενα γαμώτο, επειδή είναι ξέρω 'γω περασμένη ώρα και βαριέται, εντάξει, ο καρκίνος είναι βαριά κατάρα που 'πα πριν, το ξέρω και το παίρνω πίσω, ωραία, αλλά ρε παιδί μου κάνε μας τη χάρη, μην του επιτρέπεις του Κώστα να μείνει, ποτέ μην του επιτρέψεις, τουλάχιστον όμως κάτσε να μας ακούσεις, να βρούμε μια άκρη ή να μην βρούμε καμία ξέρω 'γω, αλλά προσπάθησε έστω και υποκριτικά να εξηγήσεις κι ας κάνεις πως εξηγείς, πως εξηγείς το λόγο που δεν μπορούμε να βάλουμε μέσα τον άνθρωπό μας κι εμείς στο υπόσχομαι θα κάνουμε ότι καταλαβαίνουμε, θα κάνουμε ότι συμφωνούμε και θα φύγουμε αγκαλιασμένοι μες στο ψύχος.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Και τελικά μας βοήθησε. Όχι τότε, αλλά ύστερα. Μπορεί τότε να μη κάθισε να μας ακούσει και να έβαλε και τον σεκιουριτά να μας πετάξει έξω, αλλά μεταγενέστερα με αυτή της τη παρουσία και την εν γένει συμπεριφορά της, μας έκανε να ψυχανεμιστούμε το που λανθάνει ο αγνός ολοκληρωτισμός του σήμερα.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Πάμε πίσω στο τότε όμως, που για μια στιγμή μόνο έγινε επεισοδιακό. Γιατί αφού συνειδητοποιήσαμε ότι το χάσαμε το παιχνίδι, ε είπαμε γιατί να το κρατήσουμε σε διπλωματικό επίπεδο. Ο Κώστας άρχιζε να βρίζει στα ελληνικά και να την διαπομπεύει και ο Στέφανος τον σιγοντάριζε. Ο σεκιουριτάς τότε έλαβε δράση και τους οδήγησε προς τα έξω, όπου και πήρε τέλος αυτή η αδόκητη οχλαγωγία. Τα παιδιά αποχώρησαν. Το τελευταίο που θυμάμαι απ' αυτούς να λένε φεύγοντας είναι ότι “στ' αρχίδια μας, πάμε στο ξενοδοχείο”. Εκεί τους άφησα. Μόλις ειπώθηκε αυτή η καταληκτική κουβέντα, ίσως από την απογοήτευση, έσβησα. Ζήτησα το κλειδί μου, το πήρα ντε γιούρε, ανέβηκα πάνω και έπεσα ξερός. Έτσι με τα ρούχα και τα παπούτσια και τις γραβάτες. Μη με ρωτήσετε γιατί. Δεν ήταν από δειλία ή φυγοπονία. Δεν θα το 'κανα ούτε για το πιο ανάλαφρο στρώμα του κόσμου. Απλά, ποιος μπορεί να εξηγήσει τους ταραγμένους τρόπους που λειτουργεί ένας βουτηγμένος στη βότκα εγκέφαλος, τι δρόμους διαλέγει για να ορθοποδήσει. Με το που άκουσα τους άλλους ότι πάνε πέντε βήματα από 'δω, στο δίπλα ξενοδοχείο, λέω ντάξει, μπορεί όχι με τον πιο ιδανικό τρόπο, αλλά τακτοποιήθηκαν όλα. Τους ζυγούς λύσατε, και πέσε για ύπνο.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Κι όταν συνειδητοποίησα το μέγα σφάλμα μου, την έσχατή μου προδοσία, ήταν πολύ αργά, ή μάλλον πολύ νωρίς, ήτανε γύρω στις εφτά το πρωί ή κάτι τέτοιο. Και λέω εφτά το πρωί, γιατί τότε άλλαζε η βάρδια των νυχτερινών ρεσεψιονίστ και ξεκινούσε και το επισκεπτήριο. Οπότε ο Κώστας αυτόματα μπορούσε να μπει σαν κύριος και σαν επισκέπτης. Κι αυτό έγινε. Κι όπως μπαίνανε και οι δυο τους με θόρυβο μέσα θριαμβευτικά και όπως ο Στέφανος αφιέρωνε στη κοκκινομαλλούσα πρωταγωνίστρια της έξωσης και του οβελισμού το αμίμητο “σε γαμάω και σε χύνω στη μούρη” επί δέκα, επί εκατό, επί χίλιες εκατό φορές στη σειρά -που από τότε με στοιχειώνει και το ακούω να παίζει μες στο κεφάλι μου σε λούπα, όταν κάποιος χαράματα με ξυπνάει- όπως λογικά ξύπνησε τότε και όλους τους συγκατοίκους και ολόκληρο τον όροφο, όπως ξύπνησε κι εμένα μέσα στον μεθυσμένο μου λήθαργο, και που όπως ανασηκωνόμουν και τους έβλεπα να πέφτουν κομμάτια στο ίδιο μονό κρεβάτι για ύπνο, σκεφτόμουνα τι είχε μόλις συμβεί, τι μόλις είχα χάσει, κι ότι μόλις άθελά μου τους είχα πουλήσει. Δε νοιάστηκα πολύ τότε. Ξαναέπεσα για ύπνο και άφησα το σαράκι της αυτομόλησης να με τρώει τέσσερα χρόνια τώρα.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Κατά τις δώδεκα βέβαια όταν ξυπνήσαμε ταυτόχρονα, αντιληφθήκαμε σε όλο το μεγαλείο της την προηγούμενη νύχτα. Θα τα πω περιληπτικά, ε γιατί νισάφι πια τώρα εικοσιδυό σελίδες, κουράστηκα. Δεν τους δεχτήκανε στο ξενοδοχείο που βρισκότανε δίπλα, αλλ' ούτε και σ' ένα άλλο που χτυπήσανε· βγάλανε τη μισή βραδιά στα νυχτερινά λεωφορεία να περιφέρονται σαν τους άστεγους, Τσέντρουμ-Μπεμόβο Ράτους, Μπεμόβο Ράτους-Τσέντρουμ, ενώ στο ενδιάμεσο, καθώς περιμένανε το επόμενο δρομολόγιο να αναχωρήσει απ' την αφετηρία, ξερνάγανε και οι δυο τους εναλλάξ· και την άλλη μισή την περάσανε στο Τέσκο προσπαθώντας να ξεκλέψουν δυο λεπτά ύπνου πάνω στον καναπέ του διαδρόμου, αλλά φευ καθώς κάθε φορά ο σεκιουριτάς τους έπιανε και τους έδιωχνε, γιατί παντού υπήρχαν σεκιουριτάδες εκείνη τη νύχτα· εγώ ήμουνα προδότης, αλλά δεν το παραδεχόντουσαν· και το σημαντικότερο και το πιο έξαλλο, και αυτό που τόσο καιρό μετά μας καθιστά σταθερά αφερέγγυους και φτιαχτούς και δυσκολοχώνευτους είναι το γεγονός ότι ο Κώστας το επόμενο πρωί που ξύπνησε στην αγκαλιά του Στέφανου, συνειδητοποίησε πως είχε χάσει το μισό μπροστινό του δόντι και το πιο κραυγαλέο, πως δεν θυμάται καν που.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Ούτε τώρα ξέρουμε. Κι όσον αφορά εμένα πάει κι έρχεται που δεν θυμάμαι, αφού εδώ καλά καλά δεν ξέρω τι έγινε τις ώρες που κοιμόμουν. Και άμα σας έξηψε τόσο πολύ το ενδιαφέρον η ιστορία και θέλετε και να μάθετε περιγραφές και λεπτομέρειες για τα γεγονότα που υπέστησαν θάμβωση, γνώμη μου είναι να απευθυνθείτε στον Κώστα και στον Στέφανο. Που σιγά μη θυμούνται δηλαδή παραπάνω, αλλά και να θυμούνται, κάτι δεν αλλάζει. Πολλή εργολαβία έχει πέσει, σιγά μην κάτσω τώρα να γράψω και την εκδοχή τους. Δημοσιογράφος δεν είμαι να τους ρωτήσω, γράφω από μνήμης. Και γράφω και ο μόνος λόγος που αποτύπωσα και στο κάτω-κάτω αυτή την περιπέτεια είναι, γιατί τελευταία έχω αρχίσει να ξεχνώ. Και κάτι τέτοιες ιστορίες -να μην αυταπατώμαστε- δεν έχουν άλλο λόγο ύπαρξης πέρα απ' το να τις διηγούνται. Κι είναι κρίμα γαμώτο, γιατί μόλις μπεις στη διαδικασία να τις διηγηθείς, αρχίζουν όλα και όλοι να σου λείπουν. Ακόμα και η κοκκινομάλλα στη ρεσεψιόν της εστίας μας στο Μπεμόβο Ράτους.</div>
</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-74391564003182861622015-12-31T10:41:00.000+02:002015-12-31T16:54:16.136+02:00Congratulations - Happy New Year<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Το πιο σκατένιο πράγμα του φέτος δεν είναι ότι δεν γνωριστήκαμε αυτή τη χρονιά στο Μπελ Ρέι, αλλά η συνειδητοποίηση πως ούτε τη νέα πρόκειται, αλλά ούτε και μου μέλλει ποτέ να 'χω κοπέλα σαν εσένα.</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-40580898108245137992015-12-24T22:04:00.001+02:002015-12-25T06:24:11.659+02:00Χριστουγεννιάτικη κάρτα μιας τροτέζας απ' τη Μινεάπολη<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgjvs3gYAvVc9RVnR5ptm6bxrsYkXF_1RuuQ68nSXzfFEdXYF_L1T-B2rfzKekpJQAol-fMn6Qkl3MSM3uGGmw68kTbtNfo__llimRguSX6vSDKTuvyhv8aB65Vejal2ovfGM7U_5WqIFJK/s1600/screen-capture-6.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgjvs3gYAvVc9RVnR5ptm6bxrsYkXF_1RuuQ68nSXzfFEdXYF_L1T-B2rfzKekpJQAol-fMn6Qkl3MSM3uGGmw68kTbtNfo__llimRguSX6vSDKTuvyhv8aB65Vejal2ovfGM7U_5WqIFJK/s1600/screen-capture-6.jpg" /></a></div>
<br />
Τσάρλι είμαι έγκυος<br />
και μένω στην Ενάτη<br />
πάνω ακριβώς από ένα παλιοβιβλιοπωλείο<br />
της οδού Ευκλείδη<br />
Σταμάτησα να παίρνω ντόπα<br />
έκοψα και το ουίσκι<br />
Ο δικός μου παίζει το τρομπόνι<br />
και κάνει το κομμάτι του<br />
<br />
Μου λέει ότι μ' αγαπάει<br />
αν και δεν είναι το παιδί δικό του<br />
Και λέει ότι θα τον μεγαλώσει<br />
σα να ήταν γιος του<br />
Μου 'δωσε και δαχτυλίδι<br />
που το φόραγε η μητέρα του<br />
και με βγάζει και για χορό<br />
κάθε Σάββατο βράδυ<br />
<br />
Τσάρλι σε σκέφτομαι ακόμα<br />
κάθε φορά που περνάω απ' το πρατήριο<br />
εξαιτίας κι όλου του γράσου<br />
που συνήθιζες να βάζεις στο κεφάλι σου<br />
Κι έχω ακόμα εκείνον τον δίσκο<br />
απ' τους Little Anthony and the Imperials<br />
αλλά κάποιος μου 'κλεψε το πικ-απ<br />
τώρα τι να πεις γι' αυτό;<br />
<br />
Τσάρλι παραλίγο να μου στρίψει<br />
όταν τσακώσανε τον Μάριο<br />
Την έκανα για την Όμαχα<br />
να μείνω με τους γέρους μου<br />
αλλά όσοι ήξερα εκεί<br />
ήταν ή νεκροί ή στη στενή<br />
Οπότε επέστρεψα στη Μινεάπολη<br />
κι αυτή τη φορά νομίζω ότι θα μείνω<br />
<br />
Και Τσάρλι νομίζω είμαι καλά<br />
για πρώτη φορά μετά το ατύχημα<br />
και εύχομαι να 'χα όλα κείνα τα λεφτά<br />
που χαλάγαμε κάποτε για ντόπα<br />
Θα μου αγόραζα καμιά μάντρα μεταχειρισμένων<br />
και δεν θα πωλούσα κανένα τους<br />
Απλά θα οδηγούσα διαφορετικό αμάξι κάθε μέρα<br />
ανάλογα με ποιο μου έκανε κέφι<br />
<br />
Τσάρλι για όνομα του θεού<br />
θες να μάθεις την αλήθεια απ' όλο αυτό;<br />
Δεν έχω κανέναν παλιοσύζυγο<br />
που να παίζει το τρομπόνι<br />
Και χρειάζομαι να δανειστώ λεφτά<br />
για να ξεπληρώσω το χασοδίκη<br />
και Τσάρλι, ρε<br />
θα μου δώσουν αναστολή,<br />
έλα να με μαζέψεις τ' Άγιου Βαλεντίνου<br />
<br /></div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-51453493440753554482015-12-16T15:30:00.000+02:002016-09-10T00:25:13.951+03:00<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgvdSGeIFLZ92wTUp0RTDBR8CpjKqxpgbLaVWAIlSpn9q0EX9fqcF6Uyrc0hIdka1QZLXcFH5e5yo8sEVQGQCt-wRr3A51Kk8dJD-HHvgoduNp6PXF-utbYgD9WTSBWRmvbfX5grL4p-W_g/s1600/download.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgvdSGeIFLZ92wTUp0RTDBR8CpjKqxpgbLaVWAIlSpn9q0EX9fqcF6Uyrc0hIdka1QZLXcFH5e5yo8sEVQGQCt-wRr3A51Kk8dJD-HHvgoduNp6PXF-utbYgD9WTSBWRmvbfX5grL4p-W_g/s400/download.jpg" /></a></div>
<span style="font-family: "courier new" , monospace;"><span style="font-size: 10pt;"><br /></span></span>
<span style="font-family: "courier new" , monospace;"><span style="font-size: 10pt;">Μετά
που είχε έρθει ο Πέιν στο Αίγιο, θα
ανέβαινα Αθήνα. Μάλιστα θα ανέβαινα από
πιο πριν, αλλά κάθισα μόνο και μόνο γι' αυτό· γι' αυτόν. Για να τον δω από κοντά, για </span></span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 13.3333px; line-height: 13.3333px;">να παραβρεθώ στην ειδική προβολή της τελευταίας του ταινίας, για </span><span style="font-family: "courier new" , monospace; line-height: 100%;"><span style="font-size: 10pt;">να εκμαιεύσω μια ιδιαίτερη συνάντηση, για να καμπανίσω μία διατύπωση </span></span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 13.3333px; line-height: 100%;">θαυμασμού </span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 10pt; line-height: 100%;">και τελικά για τίποτα απ' όλα αυτά. Παραμόνο ίσως τελικά για να παρασυρθώ άθελά μου στην ενοχική απόλαυση του βλαχομπαρόκ πανηγυριού που η δημοτική αρχή είχε στήσει προς τιμή του Αλεξάντερ Πέιν, του επονομαζόμενου πια και ως "Χρυσού Αλεξάνδρου", που για όνομα του θεού, με πιάνει σύγκρυο και μόνο που θυμάμαι αυτό το πάρωρο μαλαματένιο προσωνύμι του. </span><br />
<span style="font-family: "courier new" , monospace;"><span style="font-size: 10pt;"><br /></span></span>
<span style="font-family: "courier new" , monospace;"><span style="font-size: 10pt;">Τελοσπάντων. Αφού κάθισα και βυθίστηκα στη παρακμάζουσα επαρχιώτικη αισθητική, είπα να μη σταματήσω εκεί τη φθίνουσα πορεία μου. Μετά τα ρετάλια των κόκκινων χαλιών του δημοτικού κινηματογράφου, τα ξύγκια των μπριζολάδικων της κεντρικής πλατείας ήτανε μονόδρομος. Και κοινός τόπος. Γιατί εκεί συνάντησα τυχαία τον Νικόλα ο οποίος θα ανέβαινε συμπτωματικά Αθήνα την ίδια μέρα με μένα, την επόμενη, ε και το δέσαμε να
ανεβούμε μαζί. Δώσαμε και ραντεβού στα κτελ
στις δεκάμιση του Σαββάτου το πρωί.</span></span><br />
<span style="font-family: "courier new" , monospace;"><span style="font-size: 10pt;"><br /></span></span>
<span style="font-family: "courier new" , monospace;"><span style="font-size: 10pt;">Τ</span></span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 13.3333px; line-height: 100%;">ο αθηναϊκό λεωφορείο όταν έχει αφετηρία την Πάτρα, πάντα αργεί να μπει στο Αίγιο. Οπότε κι ε</span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 10pt; line-height: 100%;">γώ συχνός επιβάτης της συγκεκριμένης διαδρομής και γνώστης αυτής της ιδιοτροπίας, φάνηκα αργοπορημένα, σύμφωνα βέβαια με την ώρα πάνω στο εισιτήριο αργοπορημένα, συνωμοτικά μη αργοπορημένα, </span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 13.3333px; line-height: 13.3333px;">αφού είναι διαβόητο, είναι πασίγνωστο, το ξέρουν όλοι, όποιος έχει ταξιδέψει πάνω από μια φορά δηλαδή, έχει υπόψη το οξύμωρο, ότι </span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 10pt; line-height: 100%;">το αθηναϊκο λεωφορείο έρχεται κάθε φορά αργοπορημένα, άρα τελικά στην ώρα του. Δεν θα φύγει και μισή, αλλά πάντα παρά τέταρτο. </span><br />
<span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 10pt; line-height: 100%;"><br /></span>
<span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 10pt; line-height: 100%;">Αλλά όχι εκεί, οι ταμίες να τυπώνουν στο διηνεκές "και μισή", μη και τους χαλάσει η στρογγυλότητα, μη και δεν υμνήσουν και σήμερα την προσέγγιση, την προχειρότητα, τη λαθεμένη εργοστασιακή πρόγνωση. Εκτός αν το κάνανε επίτηδες πια, προληπτικά για να πηγαίνουμε νωρίτερα οι χασομέρηδες και να προλαβαίνουμε πάντα σε περίπτωση που ποντάρουμε την επιβίβασή μας στην ύστατη στιγμή. Εκείνη τη στιγμή εν τω μεταξύ είχα πλησιάσει καταφορτωμένος
με όλα τα μπαγκάζια και το καπέλο
στο χέρι και παρόλο που δεν είχα περπατήσει
ούτε τρακόσια μέτρα, είχα ήδη ιδρώσει. Πολλή ζέστη για Μάη μήνα. Ο Νικόλας με περίμενε δίπλα στην είσοδο, τον καλημέρισα, παράτησα το μπάκπακ
δίπλα του, την είδα και πήγα να βγάλω
εισιτήριο.</span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<span style="font-family: "courier new" , monospace;"><span style="font-size: 10pt;">Μισό
λεφτό. Για ποια μιλάμε; Την είδα λέει! Καμία δεν είδα. Καμία τέτοια δηλαδή, καμία οικεία ή αυτονόητη που το προσπέρασα έτσι λες και κάτι τρέχει στα γύφτικα. Όχι, ήταν ανόητο και κομματάκι στημένο αυτό εκ μέρους μου. Που το 'πα λες και μίλαγα για
καμιά επιχωριάζουσα παρουσία, που ούτε καν την ήξερα, ούτε καν την είχα
ξαναδεί. Τέτοια ομορφιά! Ήτανε καθιστή, μιλούσε στο κινητό και χαμογελούσε
συνέχεια. Με την καλή έννοια, όχι ότι
ήταν καμιά καθυστερημένη. Φαινότανε ψηλή, φορούσε ένα
άσπρο μπλουζάκι κολλητό και λίγο κοντό που μετά βίας
κάλυπτε τον αφαλό, μια μακριά μαύρη
φούστα με ένα σκίσιμο ως πάνω και κάτι
ορειβατικά παπούτσια, απ' αυτά τα καφέ
τα μποτάκια που τώρα τελευταία ευδοκιμούν.
Δεν μ' άρεσαν πολύ τα τελευταία. Τα μποτάκια. Όχι αυτή. Αλλά
σιγά μην κάθεται ο άλλος να ντύνεται
και να διαλέγει με βάση τις δικές μου ακήρυχτες προτιμήσεις. Τέλος, παραμάσχαλα και περασμένη στη τσάντα της είχε και μια πανέμορφη πλεχτή
ζακέτα που έμοιαζε ινδιάνικη. Ή χίπικη. Πάντως είχε κάτι ψυχεδελικούς συνδυασμούς χρωμάτων και κεντημένων σχεδίων παντού, πολύ γουστόζικους.</span></span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<span style="font-family: "courier new" , monospace;"><span style="font-size: 10pt;">Προσπάθησα
να μην την κοιτάω, αλλά αυτό ήταν δυσβάσταχτο. Είχε ένα απ' αυτά τα αμερικάνικα ιικά, γεμάτα, χαμόγελα, όπου οι φορείς τους δεν γίνεται να τα κρατήσουν ιδιωτικά, κι όπου έτσι και τα απελευθερώσουν σε δημόσιο χώρο, το χαμόγελο σαν τον καπνό απ' το τσιγάρο διαχέεται παντού και μολύνει τους πάντες γύρω, όλους εμάς, που γινόμαστε άθελά μας παθητικοί χαμογελαστές. Δεν ήθελα όμως να την πατήσω κι αυτή τη φορά, πήρα προφυλάξεις. Έστρεψα το βλέμμα μου όχι πάνω της μη κολλήσω, αλλά προς τα κει που
θα 'ρχοταν το λωφορείο, τάχα μου αδιάφορα.
Κι είχα πάρει και ύφος μπλαζέ τρομάρα μου και μιλάγαμε
και λέγαμε με τον Νικόλα ένα σωρό
πράγματα, και προσπαθούσα να τα λέω έτσι
δυνατά και με στόμφο, διαλέγοντας κάθε φορά τις
κατάλληλες λέξεις. Και φυσικά πρόσεχα
να μην καταγίνομαι με ανούσια θέματα, μην με περάσει και για κανέναν επιδερμικό.
Την είχα πίσω μου, στα τρία βήματα. Και κάθε
τόσο ενώ μίλαγα, έκανα και μια βόλτα και
έριχνα και κανέναν ελιγμό, έτσι και καλά
τυχαία, μπας και με τη κίνηση, αν όχι με τη στεντόρεια ομιλία, την κάνω να προσέξει. Δεν ξέρω αν
με πρόσεξε κι ούτε άλλωστε ήμουν και σε θέση να ξέρω, αφού τεχνηέντως δεν
της έδινα καμιά σημασία. Κάποια στιγμή όμως, κι ενώ η αποπλάνηση πήγαινε ρολόι, την πρόσεξε κι ο Νικόλας και μου κάνει "ρε τι 'ναι αυτό το μωρό
πίσω σου!". Αμάν, όλα θα καταρρεύσουν. "Σσσς", του λέω, "μην
της δίνεις σημασία· την ανεβάζεις έτσι!". Τέτοιος κάλπης είμαι.</span></span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<span style="font-family: "courier new" , monospace;"><span style="font-size: 10pt;">Άμα
ήρθε επιτέλους το λεωφορείο, ανεβήκαμε με το Νικόλα να αναζητήσουμε
τις θέσεις μας. Η συνθήκη ήτανε ιδανική:
η θέση της λεγάμενης ήτανε πίσω απ' τις
δικές μας που τις είχαμε κλείσει μαζί και ήταν δίπλα δίπλα. Μα στο παράθυρο στη θέση
που προοριζόταν για μένα, καθότανε τώρα βολεμένη μια
κοπέλα δίχως αριθμημένο εισιτήριο.
Κι έτσι ελεύθερα καθίσματα τώρα υπήρχαν
όχι δίπλα δίπλα, αλλά μπρος πίσω και
μάλιστα τα εξωτερικά</span></span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 13.3333px;">·</span><span style="font-family: "courier new" , monospace; line-height: 100%;"><span style="font-size: 10pt;"> τα παράθυρα ήταν
κατειλημμένα. Δεν με πείραξε καθόλου όμως αυτός ο εξοβελισμός, </span></span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 13.3333px; line-height: 100%;">ίσα ίσα μάλιστα που αυτό το </span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 10pt; line-height: 100%;">ενδεχόμενο ήτανε ακόμα πιο ιδανικό. Απ' την άλλη, η κοπέλα που καθότανε παράτυπα, κατάλαβε το μπλέξιμο χωρίς να την ενημερώσω και προθυμοποιήθηκε να σηκωθεί για να αποκατασταθεί
η τάξη, αλλά της πρόλαβα "σιγά το πράγμα, κάτσε εκεί
που κάθεσαι". Σιγά μην έχανα την
ευκαιρία να κάτσω πίσω, δίπλα σ' εκείνη.
Το σχέδιο πήγαινε πρίμα. Ο Νικόλας θα
καθότανε δίπλα στην εξίσου όμορφη καταληψία που πήρε τη θέση μου, ενώ εγώ θα καθόμουν δίπλα σε αυτήν, που αποκλίνον στοιχείο
δεν φαινόταν, αλλά μ' είχε μύχια παρεκτρέψει. Γουίν-γουίν.</span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<span style="font-family: "courier new" , monospace;"><span style="font-size: 10pt;">Είχα μία όρεξη αδευτέρωτη εκείνη την ημέρα.
Και μια αυτοπεποίθηση που με 'πνιγε.
Της έπιασα απευθείας τη κουβέντα χωρίς περιστροφές και δικαιολογίες. Χωρίς λαβή ή αφορμή. <i>Φυσιολογικά κι αυθαίρετα</i>. Την έκανα συνεχίστρια της κουβέντας που είχαμε αφήσει πριν
με τον Νικόλα μισοτελειωμένη. Και
αρχίσαμε να μιλάμε. Ή καλλίτερα αρχίσαμε να συνεχίζουμε να μιλάμε, γιατί αυτή φαινόταν έτοιμη, φαινόταν λες και γνωριζόμασταν, λες και
συναντιόμασταν τώρα για να πιάσουμε κάτι
που είχαμε αφήσει κάποτε στη μέση. Και μου
μίλαγε όλη την ώρα κι εγώ την διέκοπτα
για να τη ρωτήσω κάτι ή να πω το δικό μου
ή να της την σπάσω κι αυτή το φχαριστιότανε
όλο αυτό το εγκεφαλικό άθυρμα και
σιγόνταρε. Κι ήταν τόσο διαχυτική και
μ' ακούμπαγε. Όχι με τη χυδαία μορφή της
έρπης, αλλά με την άνεση που απορρέεται απ' την οικειότητα. Αλλά και αδερφικά να μ'
ακούμπαγε και απερίφραστα μη ερωτικά, και
πάλι είναι τόσο ηδονικό όταν κάποια που
θέλεις σε ακουμπάει για πρώτη φορά, έτσι μάλιστα στ' άξαφνα.</span></span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<span style="font-family: "courier new" , monospace;"><span style="font-size: 10pt;">Κάπου
μετά το Δερβένι συνειδητοποιήσαμε ότι μ' όλο αυτό το παραγνώρισμα και την αντιστροφή, ταΐζαμε την ανωνυμία, το καμουφλάρισμα, την απόκρυψη. Ως τότε ο</span></span><span style="font-family: "courier new" , monospace; line-height: 100%;"><span style="font-size: 10pt;">ύτε πως λεγόμασταν ξέραμε, ούτε από που
καταγόμαστε, ούτε ποια είναι η κύριά μας
ασχολία. Στοιχειώδη πράγματα δηλαδή. Αυτή μου 'πε ότι ήτανε θεατρίνα, πολιτικός
μηχανικός και πολιτικά συνειδητοποιημένη.
Επιπλέον δήλωνε ευθαρσώς Αγρινιώτισσα.
Αυτό το τελευταίο το βρήκα υπερβολικά
προχωρημένο. Ίσως να 'μαι κι εγώ όχι τόσο
απελευθερωμένος, αλλά και πάλι, τέτοια
ρίζα αν δεν την αρνείσαι, τουλάχιστον
την κουκουλώνεις. Αυτή την έκανε πασαρέλα. Σε αντίθεση όμως και σε πλήρη αναντιστοιχία με την άξεστη καταγωγή της, αυτή ασκούσε με κάθε της έκφραση μια ντελικάτη και ακατάλυτη γοητεία. Που συσσωρευμένη ίσως να την κάνει και </span></span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 13.3333px; line-height: 100%;">λίγο κάλπισσα, αλλά σάμπως εγώ δεν ήμουν; </span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 13.3333px; line-height: 13.3333px;">Κι ήτανε και δυο χρόνια μικρότερή μου, στην ηλικία της εγώ ήμουν πολύ χειρότερος.</span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<span style="font-family: "courier new" , monospace;"><span style="font-size: 10pt;">Είχε
μια ηλίθια κελαρυστή εφαρμογή στο κινητό
της που κάθε λίγο έρεε και έκανε θόρυβο
για να της θυμίζει λέει, να πίνει νερό.
Πολύ φαντασμένο αυτό. Της το 'πα.
Αντί γι' απάντηση, γέλασε και μου έδειξε
το βιβλίο που είχε στην τσάντα της. Ήτανε ο Σωσίας
του Ντοστογιέφσκι. Ωραία, αυτό ήταν απ'
τ' άγραφα! Διάβαζα κι εγώ το ίδιο βιβλίο εκείνη τη περίοδο και μάλιστα το 'χα μαζί μου.
Και πέρα απ' αυτό είχαμε κι ένα σωρό
κοινά άλλα, για παράδειγμα, έμενε
Ζωγράφου, όπως κι εγώ παλιά, είχαμε παρόμοια χόμπι, αλλά έπειτα
την άφησα αυτή να υπερθεματίζει κι εγώ
μόνο την άκουγα ασυμμέτοχος, αφού μου 'φυγε ο ενθουσιασμός<span style="font-size: 13.3333px;">·</span> γιατί
έχω καιρό εμπεδώσει ότι μ' όποιον άνθρωπο κι αν πιάσεις την κουβέντα,
άμα θέλεις, βρίσκεις ένα σωρό κοινά. Κι αυτό δεν είναι κακό, αρκεί να μη σε αποπροσανατολίζει. Γιατί τις πιο πολλές φορές, δε πα' να σε χωρίζει στη πραγματικότητα με τον άλλον μια άβυσσος; Εσύ θα παραβλέπεις την άβυσσο, θα αφήνεσαι, θα ενθουσιάζεσαι και στο τέλος θα πέφτεις μέσα. Είναι γνωστό τοις πάσι αυτό, δεν το βγάζω απ' το μυαλό μου. Η
επιθυμία είναι μυωπική· ενισχύει τα κοινά σημεία και θαμπίζει την απόσταση.</span></span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<span style="font-family: "courier new" , monospace;"><span style="font-size: 10pt;"><span style="font-size: 13.3333px; line-height: 100%;">Λεγότανε Σπυριδούλα. "Η κολλητή μου με φωνάζει Άιρις βέβαια", μου 'πε τάχα αδιάφορα. Που μόνο τυχαία και αδιάφορη όμως δεν ήταν αυτή η μνεία, αλλά ξεκάθαρα εσκεμμένη και συνειδητή και σκόπιμη και με σκοπό να την αποκαλώ κι εγώ έτσι. Ε όχι. Δεν θα ξαναβουτήξεις σήμερα στην κολυμπήθρα. Και λίγο τα 'χασα να πω την αλήθεια με το άκουσμα και παραλίγο να μου 'ρθει κόλπος. Της λέω "κάνω πως δεν το άκουσα το Άιρις, Σπυριδούλα σε λένε, αλλιώς αλλάζω θέση". Άκου Άιρις. </span>Στις απέναντι θέσεις καθόταν ένα τσιγγανάκι με τη μάνα του, που θα 'τανε δεν θα 'τανε τέσσερα και ήταν σκέτο διαολάκι: δεν καθόταν σε μια μεριά, όλο μίλαγε και μόλις άκουσε κόσμο όψιμα να συστήνεται, ήθελε να μπει κι αυτή στη κουβέντα, στη παρουσίαση, να γνωριστεί, να περιπλεχτεί και να παίξει. </span></span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 13.3333px; line-height: 100%;">Το ένα όνομά της το εύκολο, ήτανε Μαρία, αλλά το κανονικό της που ήταν ένα εξωτικό και σπάνιο, δεν το θυμάμαι καθόλου.</span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 13.3333px; line-height: 100%;"> </span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 13.3333px; line-height: 13.3333px;">Ήταν αστέρι η μικρή.</span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 13.3333px; line-height: 13.3333px;"> Είχε και τη χαραχτηριστική άνεση της υπαίθρου, όποτε ά</span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 13.3333px; line-height: 100%;">ρχισε αμέσως να μας μιλάει και να γελάει ακατάπαυστα και να κάνει τσαχπινιές και νούμερα και τ</span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 10pt; line-height: 100%;">ο σκηνικό που δημιουργούσε ήταν σκέτη μπαλαφάρα, βγαλμένο από ταινία του
Κουστουρίτσα. Θορυβώδης, πανέξυπνη κι αεικίνητη, ήταν καλλίτερη από κάθε εσωστρεφής ασχολία που εκείνη τη στιγμή θα μπορούσαμε να έχουμε.</span><br />
<span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 10pt; line-height: 100%;"><br /></span>
<span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 10pt; line-height: 100%;">Είχε το πιο ωραίο γέλιο του κόσμου. Καλλίτερο ίσως κι απ' της Σπυριδούλας, αλλά δεν είναι δίκαια σύγκριση αυτή, άλλα τα
παιδικά χαμόγελα, άλλα αυτά των ενηλίκων. Όταν βέβαια έπειτα μας είπε η "μάνα" και όλη την ιστορία, ότι δηλαδή ήταν υιοθετημένη, γιατί η βιολογική της μητέρα την είχε παρατήσει, εκεί μας κόπηκαν τα γέλια.</span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 10pt; line-height: 100%;"> Βέβαια έπρεπε να το 'χαμε καταλάβει. Είναι απροσδιόριστες οι ηλικίες των Ρομά, αλλά αυτή παραήταν μεγάλη για να 'ναι μάνα της. Η Σπυριδούλα έπειτα της μίλαγε όλη την ώρα και μ' είχε βάλει κι εμένα μέσα σ' αυτό, και παρόλο που ανταπεξερχόμουν, αυτή το 'χε παραπάνω και της πήγαινε και είχε πολλή πλάκα να την βλέπει κανείς. Για να της μιλήσει και για να παίξει μαζί της πήγαινε και στηριζόταν πάνω μου κι εγώ ο κατώτερος όλων είχα ερεθιστεί, όχι τόσο απ' το
άγγιγμα, αλλά απ' τη μητρική χαριτωμενιά
της και την ήθελα, και η πεθυμιά μου όσο πέρναγε η ώρα έβραζε αντί να εξατμιστεί, αλλά αυτή όλο και
δεν παράταγε το πιτσιρίκι. Και
όλη της αυτή η ενασχόληση είχε αρχίσει
να μου τη δίνει και επιπλέον να μου μυρίζει και λίγο προσποίηση.</span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<span style="font-family: "courier new" , monospace;"><span style="font-size: 10pt;">Η μικρή κάποια στιγμή έπεσε για ύπνο κι εγώ τότε είχα όλη τη προσοχή της. Τι εγωπαθής κι ανώριμος που ήμουν! Μετά τα Μέγαρα συνειδητοποίησα πως πλησιάζουμε επικίνδυνα κι όλο αυτό θα τελείωνε σε κανά μισάωρο το πολύ, άκαρπα. Είπα να της πω να ανταλλάξουμε
τηλέφωνα. Μα δεν μου πήγαινε. Ε και έδρασα όπως δρω τις περισσότερες φορές. Ενστικτωδώς δηλαδή, ρομαντικά και προβλέψιμα. Αναποτελεσματικά. Έβγαλα
το σημειωματάριό μου, της έγραψα το
όνομά μου και το τηλέφωνό μου σε μια
γωνία, έκοψα το γραμμένο χαρτί και της
το 'δωσα. Τα 'χασε αυτή τότε και μου λέει "πρώτη
φορά μου το 'κανουν αυτό". Πάλι καλά. Η γελοιότητα ή όχι του πράγματος εξαρτιόταν απ' αυτό. Αλλιώς ήμουν ένας ακόμη φλώρος. Μ' αυτά και μ' αυτά είχαμε μπει ήδη Αθήνα και φτάναμε Κηφισό. Αποβιβαστήκαμε, πήραμε το 051 και
κατεβήκαμε στην Ομόνοια. Εκεί χωρίζαμε. Ασπαστήκαμε και αποχαιρετιστήκαμε με την υπόσχεση ότι θα τα ξαναπούμε. Και μ</span></span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 10pt; line-height: 100%;">όνο όταν είχα μπει στον ηλεκτρικό, αναλογίστηκα πόσο ψηλή ήτανε. Πρέπει να με ξεπερνούσε.</span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<span style="font-family: "courier new" , monospace;"><span style="font-size: 10pt;">Από
τότε πάει καιρός. Σπυριδούλα, στείλε
μου έστω τώρα, αν όχι για να τα ξαναπούμε</span></span><span style="font-family: "courier new" , monospace; font-size: 10pt; line-height: 100%;">, τουλάχιστον για να σταθούμε πλάι πλάι και να μετρηθούμε.</span></div>
</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-3309910725395286792015-12-14T00:28:00.001+02:002017-12-26T16:50:38.394+02:00Στο τεϊοποτείο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: left;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh6GNXpLtMd6mFkMRht6c2MZBxD9N2SRxuo6-P4jPLxHqAtJ71gJY5KPVkWYyHlkfRxebhErnbReymPq-_e1fM0f1c7H5oBvDFO0184eN9YEKZqwGgZlMlTOZTtuzMcLXb1_oycS7Ovo3PZ/s1600/tram.JPG" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh6GNXpLtMd6mFkMRht6c2MZBxD9N2SRxuo6-P4jPLxHqAtJ71gJY5KPVkWYyHlkfRxebhErnbReymPq-_e1fM0f1c7H5oBvDFO0184eN9YEKZqwGgZlMlTOZTtuzMcLXb1_oycS7Ovo3PZ/s1600/tram.JPG" /></a><br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
Τον μήνα πριν αυτοκτονήσει η Βαλένα, θυμάμαι, ήμουν πολύ χαρούμενος. Αλλά κι αυτή έτσι έδειχνε. Τη γνώρισα ένα δεκεμβριανό μεσημέρι σε μια γαλλική αποβάθρα του 2046. Στην απέναντι κατεύθυνση ένα ζευγάρι Καταλανών τσακωνόταν άσχημα κι όλοι είχαν γυρίσει τα μάτια τους κατά κει, κι εγώ μαζί τους, με απόλυτη προσήλωση μάλιστα, κι έτσι χέστηκα πάνω μου όταν κάποιος μου χύμηξε ξαφνικά από πίσω. Με είχε περάσει για γνωστό και μου την είχε πέσει για να με ξαφνιάσει. Όταν κατάλαβε την γκάφα της βέβαια, κατάπιε την ισπανική της την γλώσσα κι όταν την ξέρασε μισό λεπτό αργότερα, όσο διήρκεσε δηλαδή η χαριτωμένη αμηχανία της, μου ζητούσε για μιά ώρα περδόνες. </div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Κι όσο αυτή ζητούσε άφεση αμαρτιών και όστια, εγώ χαμογελούσα συγκαταβατικά με αυτήν την εμμονή της, που δεν ήταν αποτέλεσμα ενοχής, αλλά συνενοχής, αφού απ' τη μία εγώ πίστευα πως είχε πέσει πάνω μου επίτηδες για να με σαγηνεύσει, και απ' την άλλη εκείνη το 'πιανε αυτό, δηλαδή ότι δεν την πίστευα παρόλο που έλεγα ότι την πίστευα, ε και συνέχιζε τις μετάνοιες, οπότε δωσ' του επανάληψη και τύψεις. Και συγνώμη στη συγνώμη συνειδητοποιούσα όλο και πιο έντονα ότι συγνώμη θα έπρεπε να ζητάω εγώ κανονικά, για τη φιλαρέσκεια και για την εγωπάθειά μου. Ε και φαίνεται πως η συνομωσιολογία επιπολάζει στα πιο ανήλιαγα και καταχθόνια μέρη, διότι μόλις βγήκαμε έξω και ο ωχρός ήλιος με χτύπησε κατακέφαλα, συνήλθα αμέσως και αντίκρυσα την αλήθεια. Αντίκρυσα δηλαδή τα πιο ειλικρινή μάτια του κόσμου<span class="st"> και ομολογώ πως ντράπηκα για λογαριασμό μου και για όλη αυτή την αλαζονεία που μ' είχε πιάσει. Που η Βαλένα μ' είχε πιάσει εξαπίνης, κι εγώ αντί να ευχαριστώ τη τύχη μου γι' αυτό το ευτύχημα, το 'παιζα δύσκολος κι ωραίος. Μα δεν ήμουν και τόσο</span>.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Μα όχι, είσαι. Αυτό μου αντιγύρισε. Και ότι χαιρότανε που έγινε η παρεξήγηση γιατί ούτως ή άλλως θα ήθελε να μου χυμήξει. Σίγουρα με βαυκάλιζε. Ναι καλά. Σιγά μην το πίστευα. Και ορίστε, να που πάλι ήμουν δύσπιστος, κι αν πριν δεν την πίστευα επειδή δεν με σύμφερε, τι αδιανόητη λόξα είναι πάλι αυτή που δεν την πιστεύω ακόμη κι όταν με συμφέρει, ακόμη κι όταν με συμφέρει και με παρασυμφέρει; Είναι πόλωση, είναι ταύτιση των δυο άκρων με συμφέρει-δε με συμφέρει, είναι συμφορά, είναι στην ουσία, μη αυτογνωσία.<br />
<br />
Δεν της απάντησα τίποτα. Απορία ψάλτου βιξ. Ή μάλλον απάντησα κάτι, κάτι άλλο, ξεκίνησα να απαντάω σε μιαν άλλη ερώτηση, ποιανού;, πάντως όχι δική της, ξεκίνησα να λέω κάτι για να αλλάξω θέμα, ή τουλάχιστον να λέω κάτι άλλο πάνω στο ίδιο θέμα, με σκοπό σταδιακά να αλλάξω θέμα, και κατέληξα στο τέλος να μιλάω και να λέω κάτι τελείως πομπώδες, κάτι σαν τι καλά θα ήταν να συμπεριφερόμασταν έτσι και τι εσωστρεφής που έχει γίνει ο κόσμος και τα λοιπά, κι αυτή φάνηκε καταδεκτική και τη λάτρεψα, που με δεχότανε έτσι που ήμουνα και ρούφαγε ό,τι έλεγα και δεν με φίλτραρε και που ίσα ίσα με φλέρταρε, κανονικά, χωρίς υπεκφυγές πια και ψύλλου πηδήματα πάνω μου, γιατί ήταν πια χωρίς ρίσκο το αλισβερίσι, γιατί ο δρόμος της αυτοέκθεσης φαίνεται πια ίσιος όταν έχει προηγηθεί η ανηφόρα της χλεύης, και μη σας πω κατήφορος, όταν είναι ορατή η προοπτική της κλινοπάλης. </div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Εκτός όμως από κάτι αμυχές της πάλης, εκείνο το πρώτο πρώτο τρακάρισμα στις αποβάθρες του 2046 δεν μας άφησε ούτε μετατρακαριστικό τρακ, ούτε κάποιο άλλο ψυχολογικό κουσούρι, κι έτσι σώοι και αβλαβείς, απεγκλωβισμένοι απ' το όχημα του ξαφνιάσματος με λυμένες τις ζώνες, αγχολυμένες τις ζώνες, συνεχίσαμε για νέες διαδρομές και συγκρούσεις. Συγκρουστήκαμε πολλές φορές έκτοτε, όχι αμέτρητες, άλλωστε πού να προλάβουνε να γίνουνε αμέτρητες μέσα σε έναν μήνα, αλλά κατά κάποιον τρόπο ήτανε αμέτρητες απ' τη στιγμή που δεν τις μέτρησα, που σιγά μην τις μέτραγα, τέτοια μετρήματα ποτέ μου δεν έμαθα να κρατάω. Άριστος στα μαθηματικά σου λέει μετά. Βιάστηκα να διεκπεραιώσω και να προβιβαστώ και να αποφοιτήσω και έμαθα και μιγαδικούς και ολοκληρώματα, αλλά να ολοκληρωθώ μαθηματικά εφτά χρόνια μετά δεν κατάφερα. Τι ειρωνεία! Κάναμε εντατικά στα δύσληπτα και στα προχωρημένα και ξεχάσαμε τα στοιχειώδη· τις ερωτικές προπαίδειες, τις εξισώσεις πρώτου βαθμού, το αναμέτρημα. Και δεν έφτανε που θα αποτύγχανα, θα στοιβαζόμουν έπειτα και στο πολυάριθμο τμήμα των ερωτικών της μετεξεταστέων. Αυτό ήταν που φοβόμουν στη περίπτωση της Βαλένας.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Και καθόμουν εκεί στα σκοτεινά, στα καλά του καθουμένου όρθιος λες και ήμουν τιμωρία και προσπαθούσα να τα φρεσκάρω. Λοιπόν, έχουμε και λέμε. Τέσσεροι επί τριάντα ίσον διακόσοι σαράντα, ίσως ίσον και πεντακόσοι. Ίσως και πολλοί περισσότεροι. Δεν βγαίνει έτσι. Μου 'λειπε η ερωτική επαλήθευση. Ε και το πήρα απόφαση ότι έτσι θα πήγαινε από 'δω και πέρα. Στα ανεπιβεβαίωτα, στα τυφλά. Ο ερωτικός θετικισμός βλέπετε δεν γνωρίζει από αντιπαραβολές. Τη μία είναι έτσι κι είναι σωστό, την άλλη είναι πάλι έτσι, αλλά λάθος. Αλλά με τέρμα το πάθος. Γιατί μαζί της τα 'ζησα όλα μέσα σ' ένα μήνα. </div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Πιο πολύ όμως μου 'χει μείνει χαραγμένο εκείνο το πρώτο πρωινό που την έγδυνα με τα μάτια, όσο εκείνη ντυνόταν για να πάει στη δουλειά. Μπροστά της ώρες ώρες έμοιαζα σκέτο παιδί. Αυτή εργαζόμενη γυναίκα, γκόμενα της λανιοβιοπάλης, αγόραζε-πούλα, παρτ τάιμ δούλα, αλλά με μια ομορφιά απελεύθερη, χειραφετημένη, ανεπηρέαστη απ' την μισθωτή δουλεία, ενώ εγώ ακόμα φοιτητής, ανεισοδηματίας, δέσμιος όχι της δουλειάς, αλλά της αμισθίας. Αμισθίωτος εγώ, αψιμυθίωτη εκείνη, τι μου 'βρισκε δεν ξέρω, τι του βρίσκει δεν 'ξέραν, οι άλλοι, αλλά η άλλη δεκάρα δεν δίνει, δεν έδινε συγγνώμη, πριν αυτοκτονήσει όλα αυτά, δεκάρα δε έδινε στους άλλους, κι όμως σε μένα έδινε, μπορεί όχι κυριολεκτικά δεκάρα, αλλά δώρα, φαλάφελ και τάπας, και ξεγυμνώματα ακόμα όπως εκείνο το πρωί, ένα στριπτίζ δίχως ερωτική πρόθεση, δίχως επιτήδευση, δίχως δεκάρα, διαδικαστικό που αποκάλυπτε όμως μια απροκάλυπτη ομορφιά κάτω από το αδέκαστο χλωμό φως του πρωινού που έπεφτε πάνω της με ντου από τις γρύλλιες, ταμπού που έχουνε πολλές και προσπαθούν να τ' αποφύγουν σαν δαιμονισμένες το λιβάνι, στο ντιβάνι σκεπασμένες το πρωί να μην τις δει τη γυμνά σάρκα το φως το αδιήθιστο, το ασυνήθιστο, το ό,τι μακριά απ' το σέπια του ημιερέβους.<br />
<br />
Μα αυτή δεν είχε το χρόνο να καλλιεργήσει τέτοιες αδυναμίες ευτυχώς. Ίσα ίσα που εκείνη η ώρα που υπόφωσκε της άρεσε και το χαιρότανε με τη καρδιά της να κάνει πασαρέλα και σάχλες. Κι εγώ γέλαγα και της έλεγα βιάσου κι εκείνη τότε το θυμότανε και προσπαθούσε να τα κάνει όλα μαζί, να ντυθεί, να φτιάξει πρωινό, να μαγειρέψει κάτι στα γρήγορα, να φάει, να χαζέψει κάτι στο ίντερνετ, να κερδίσει τον χρόνο που της είχα πάρει εγώ το προηγούμενο βράδυ καίγοντας Μπλέικ και φουμάροντας πανούκλα, κάνοντας τη Βαλένα να μην μπορεί να κοιμηθεί και να ξυπνάει κάθε λίγο τρομαγμένη, περνώντας την αιθάλη για εφιάλτες, η αλαφροΐσκιωτη. Η επέλαση των πνευμάτων στις 4, ο ξορκισμός της νύστας στις 6 και μισή, το 'χε πιο εύκολο να ξυπνήσει απ' το να αποκοιμηθεί, και ακόμη πιο εύκολο να με αποκοιμήσει. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά είχα πέσει πάλι.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Αλλά εκείνο το πρωινό ήταν τέτοια η βιασύνη της να καλυφθεί μες στα μυριόχρωμα πανιά της και να βιράρει τις άγκυρες για το Πόμπλε Νου και τη δουλειά της, που σε μια απρόσεχτη κίνησή της προς την τουαλέτα, χτύπησε άσχημα το γόνατό της στην άκρη του κρεβατιού. Μα γερό σκαρί, βόγκηξε λίγο, μούδιασε λίγο, έσφιξε τα δόντια της και συνέχισε. Δε νοιάστηκε. Με φίλησε, μου ζήτησε συγνώμη που δεν είχε χρόνο να με αποκοιμήσει, με χαιρέτισε επιτροχάδην και με άφησε μες στο σπίτι της να σκέφτομαι με τι περίεργη ιμερόεσσα έμπλεξα και το σημαντικότερο, πως είχα αρχίσει κι εγώ να νοιάζομαι, να την νοιάζομαι, κι αυτό ήταν πολύ χειρότερο από το να 'μαι μαζί της τσιμπημένος. Γιατί το τσίμπημα έρχεται και παρέρχεται, μα το νοιάξιμο είναι πιο στάσιμο. Και έτσι αντί τσίμπημα, ερωτοχτύπημα, εγώ νοιαζόμουνα για το δικό της το χτύπημα, και μάλιστα πιο πολύ απ' ότι νοιαζότανε αυτή που φαινόταν ότι καρφάκι δε της καιγόταν, σιγά, μία ακόμα μελανιά στο ψεγαδιασμένο της κορμί, που με τόσα ψεγάδια έμοιαζε πια αριστουργηματικά χτυπημένο, εσκεμμένα χτυπημένο, σαν κείνα τα έργα τέχνης που αποκτούν αξία όσο περισσότερο τα αλλοιώνει ο χρόνος και ο πόνος. Ήταν η χαρά του συλλέκτη, του μωλωποσυλλέκτη. Και της το είχα πει και της είχε αρέσει πολύ ο όρος που είχα πλάσει. Και εκείνο το βράδυ, για επιβράβευση, με άφησε για ώρες ολόκληρες να ψηλαφίσω το σώμα της και να ψαύσω τις πληγές της. </div>
<div style="text-align: left;">
<i><br /></i></div>
<div style="text-align: left;">
Την επόμενη μέρα την βρήκανε οι γείτονες δίχως σφιγμό. <i>Ουρλιαχτά.</i> Καλέσανε και την αστυνομία μάλιστα γιατί βρήκανε μώλωπες παντού στο κορμί της, τους οποίους μώλωπες κατάφερε το δίχως άλλο, όπως ισχυρίστηκαν στη κατάθεσή τους, ένας μυστήριος μεσόγειος νεαρός που σύχναζε τελευταία στο διαμέρισμά της. <i>Ουρλιαχτά.</i> Όταν πηδιόμασταν, έβγαινε από μέσα μας η πιο ζωώδης περσόνα που είχαμε και μετά άντε να την τιθασεύσεις και μετά άντε να απωθήσεις τις εις βάρους σου κατηγορίες στο δικαστήριο. Οι τοίχοι πάλλονταν, οι σούστες σείονταν, τα σώματά μας κατέρρεαν και εκείνα εκεί τα μαθηματικά αξιώματα τα αδιάσειστα που λέγαμε πριν, ε, κλονιζόντουσαν. Έτσι, θέλω να πιστεύω πως από μαθηματικό κλονισμό κι όχι απ' ερωτικό, αυτοκτόνησε η Βαλένα. Μακάρι να εξηγούσε τη θέση της, μα αυτοκτονεί έτσι ο κόσμος; Δεν έχυσα παραδόξως ούτε ένα δάκρυ. Κι αυτό με κάνει να πιστεύω πως τελικά δεν αυτοκτόνησε πραγματικά. Γιατί την επομένη μέρα θυμάμαι ήταν Σεπτέμβρης και γυρνά άραγε ο χρόνος πίσω; Και μάλιστα βρισκόμουνα στο πατρικό μου στο Αίγιο, άλλο κουλό κι αυτό, και έγραφα κάτι στιχάκια για εντυπωσιοθηρία πίνοντας χύμα κρασί μέσα σε χαμηλό ποτήρι που απ' το πολύ πλύσιμο μύριζε απορρυπαντικό λεμόνι. Αποκλείεται να την ξεπέρασα τη Βαλένα τόσο γρήγορα, τέτοια λαϊκιά γκόμενα ποτέ δεν είχα. Απέξω μόλις που χιόνιζε και το καντράν του ραδιοφώνου έπαιζε Βίσση μιξαρισμένη με Φλίτγουντ Μακ. Αν είναι δυνατόν. Μήπως ονειρεύομαι; Το σπίτι κουνάει. Φθάσαμε Κάλυμνο μου λέει η ιπποκόμος. Βγαίνω έξω να δω. Μάλλον έχασα τις ενδιάμεσες στάσεις, γιατί το καράβι είχε δέσει για τα καλά πια Αίγιο. Κάνω παράπονα στη ρεσεψιόν, διότι δεν με ενημέρωσαν πως το δρομολόγιο είν' εξπρές. Το μόνο που ήθελα ήταν να θαυμάσω τη διαδρομή στην κουπαστή βλέποντας ένα ένα τα λιμάνια και τον κόσμο που ξεμπάρκαρε. Και που παραπονέθηκα όμως, δεν βρήκα κανά δίκιο. Γύρισα μέσα. Το τζάκι έκαιγε βιβλία που δεν είχα γράψει. Η ζέστη είναι αποπνικτική, η θερμοκρασία έχει φτάσει τους 80 βαθμούς κελσίου τουλάχιστον. Δεν είχα φάει τίποτα όλη μέρα κι όμως, κι όμως η κοιλιά μου ήταν φουσκωμένη και εγώ έφτυνα ασβόλη πάνω στο χαλί. Πάλι καλά που δεν βρισκόταν κανείς γύρω να δει το χάλι μου και να το επιτιμήσει.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Βγάζω έξω το κεφάλι μου για να συνέλθω και βλέπω το χιόνι να έχει φθάσει τα δυο μέτρα. Μυρίζει Αμερική, δεν ξέρω γιατί, Χόλιγουντ στολισμένο, η κυρά Αριστέα απέναντι είναι στο μπαλκόνι με τα ρολά και τα τσιμπιδάκια στο κεφάλι και τη μούρη πασαλειμμένη με κρέμες η ηλίθια, που μπέρδεψε την ορθογραφία και αντί για αντιγηραντικές πήρε αντιγυραντικές, που φυσικά κι έπειτα από λίγο λειτούργησαν και της έφεραν αναφυλαξία και την έκαναν να, να γυρίζει γύρω-γύρω απο ναυτία. Πράγμα περίεργο γιατί που μου θύμισε την Τίπι Χέντεν, αλήθεια τι να έγιναν τα λιοντάριά της; Ήταν λες και μετακόμισα ξαφνικά στην δυσμική λεωφόρο. Κι έπειτα τράβηξα το κεφάλι μου πάλι μέσα και μεταφέρομαι το ίδιο δευτερόλεπτο σε μια σάλα, όπου με την Αλίσια την Αργεντίνα στήνομαι για να χορέψω μια μιλόνγκα που μύριζε νοσταλγία από χιλιόμετρα, και τίποτα από αυτά δεν μου φαίνεται παράξενο, βέβαια εδώ δεν μου φάνηκε παράξενο το πως έκατσε η φάση με την Αλίσια. Ακούστε να δείτε.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Αυτή η τύπισσα με το τόσο ελληνικό όνομα που άντεξε κοντά μου πάνω-κάτω μισό μήνα, και νομίζω απ' όλα όσα βρήκε μπροστά της άπαξ και επιχείρησε το υπεραντλαντικό ταξίδι και πέταξε από την Αργεντινή για να μετοικήσει μόνιμα στην Ισπανία, ή τελοσπάντων στη Καταλονία, ήμουν το χειρότερο δεινό, που ανερμάτιστος και ρευστός και ασυνεπής και συναισθηματικά τρύπιος, καθόμουν και την διαφέντευα ανάλογα με τη διάθεσή μου, κι αυτή υπέμενε, κι όταν νευρίαζε, πόσο γλυκά νευρίαζε!, με τις χοντροκομμένες πλάκες μου, που στ' αγγλικά φαίνεται ήσαντε ακόμα πιο αποτυχημένες, της έλεγα για παράδειγμα "¿Alicia?" μα εννοούσα άλλο, το 'λεγα με θήτα εμπαικτικά "αλήθεια;" εννοούσα, και της το 'χα μάθει αυτό το διφορούμενο μεταφραστικό και κείνη οργιζόταν με αυτό το περιγέλασμα κι έπεφτε πάνω μου και με πέθαινε στις τσιμπιές και στις ψευτομπουνιές και μου 'λεγε "¡te odio!" ή κάτι τέτοιο, βλέπεις, δεν έσωσα να μάθω ούτε καν να αποστηθίσω δυο φράσεις στα ισπανικά, έστω στ' αργεντίνικα, λολ, και η Αλίσια που λες, μανιασμένη αποχωρούσε και με χώριζε κάθε τρεις και λίγο, κι έπειτα γύρναγε πάλι πίσω μόνη της, πριν περάσουν καν πέντε λεπτά κι εγώ είχα μάθει την αντίδρασή της αυτή, μία, δύο, στην αρχή την έπαιρνα από πίσω, έπειτα όμως πιο σοφός της έδινα χρόνο να ξεθυμάνει, όπως τώρα, που περίμενα ψύχραιμα στη θέση μου προσπαθώντας να σώσω την αξιοπρέπειά μου, καταπίνοντας τάχα αδιάφορος τ' αλκοόλ γουλιά γουλιά μαζί με την ντροπή μου.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Και το πιο γουστόζικο ήταν που λες, ο λόγος που είχε κολλήσει η τύπισσα μαζί μου, επειδή, χεσούς κρίστους δηλαδή, όταν είχαμε πρωτοχορέψει, της είχα κάνει μια φιγούρα που δεν κατάλαβε, και αντί για σακάδες εμείς παραλίγο να γίνουμε σακάτες, αφού βρεθήκαμε να κουτουλάμε τα κεφάλια μας, αλλά μετά της έκανα γάντζο, ε και γανζώθηκε πάνω μου. Κι όταν της έφυγε η τρομάρα, στην αρχή χαμογέλασε και μετά γέλαγε με γέλιο νευρικό για καμιά ώρα, και ντάξει δεν λέω πλάκα είχε, μα μέχρι ενός σημείου, ε και κάποια στιγμή γύρισαν όλοι και μας κοίταζαν, και της λέω "well, what's so funny?" και δεν ήταν ότι είχα προσβληθεί μα μα την Αλισια, ήταν αλήθεια κομματάκι ντροπιαστικό, να χορεύεις με μία κι αντί για πάθος να της βγάζεις γέλιο, μα γέλασε καλλίτερα όποιος γέλασε τελευταίος. Γιατί άπαξ και τα κεφάλια μας καταλάθως μα κυριολεκτικά κουτουλήσαμε πάνω στον χορό, μα την παναγία, το κουτούλημα αυτό της επέφερε και διάσειση μεταφορική, και ήρθε ο έρωτας και τη χτύπησε κατακέφαλα, και καλά εγώ, φτηνά την γλύτωσα γιατί ήμουν ανίκανος να ερωτευτώ, να αποερωτευτώ και να ξαναερωτευτώ, αφού ήμουν μονοσήμαντα ερωτευμένος με τη Νεφέλη, μα αυτή, έφαγε η κακομοίρα κεραμίδα καλή.</div>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: left;">
Και μπαίνουμε τώρα εμείς μες στη σάλα που ανέφερα πιο πριν, που μόνο βασιλική την λες, που ό,τι να 'ναι την λες, που ένα τσίρκουλο σουρεάλ ήταν, που άλλοι χορεύανε βαλς κι άλλοι χιπ-χοπ, που άλλοι ήταν ντυμένοι σαν δούκες κι άλλοι σαν σε καρναβάλι, με κάτι μάσκες διονυσιακές, άλλοι με κιλτ κι άλλοι με στολές αλά κρίσνα και τα σκαλπ τους ξυρισμένα, άντρες γυναίκες παιδιά. Κι είμαστε τώρα εμείς, κι είμαι τώρα εγώ κι ενώ έχω όλη την ώρα την Αλίσια στο πλάι μου καρατσεκαρισμένα, πάω να τη ζητήσω για χορό, για τα τυπικά ξέρεις, να είμαστε σύννομοι μην μας δείχνουν με το δάχτυλο προς θεού, και δώσε βάση εδώ, πάω να της ψιθυρίσω πρώτα κάτι αδιάφορο, κάτι το τόσο αδιάφορο που ούτε καν θυμάμαι τι, στ' αυτί κι αυτή μου απαντάει με φωνή αλλιώτικη, αλλά γνωστή. Και την αναγνωρίζω και γυρνάω αποσβολωμένος και την κοιτάω καλλίτερα, και βλέπω αντί της Αλίσιας, εσένα! </div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Κι εσύ πιο παθιασμένη από ποτέ, πιο διψασμένη για μένα από ποτέ, με παίρνεις και με συμπαρασέρνεις σ' έναν χορό που όμοιό του δεν έχω ξαναδεί, που με οδηγείς εσύ και που εγώ φαντάσου σε χάνω, που ξεφεύγω νοερά απ' τον εναγκαλισμό σου για μια στιγμή, που σε κοιτώ με βλέμμα καθαρό λες και δεν σ' εχω σ' απόσταση αναπνοής αλλά σε δύο τουλάχιστον μέτρα, και μου φαίνεται ότι ξεχωρίζω τις ρώγες σου από κει μακριά που σε παρατηρώ με την μεθυσμένη περιέργεια ενός μοναχικού θαμώνα, κάτω από το σχεδόν σιθρού μαύρο σου φόρεμα, σε παρατηρώ και σε λιμπίζομαι, και πιάνω το βλέμμα σου να προκαλεί εμένα -εμένα τον χορευτή όμως, το ολόγραμμα που είναι γραπωμένο πάνω σου, την σκιά που μαζί της χορεύεις, κι όχι τον παρατηρητή, τον πραγματικό Παύλο- άγρια να τις τσιμπήσω. Το βλέμμα σου που μια με προκαλεί και μια μ' επαναφέρει, το βλέμμα και τα χείλη σου που πάνω τους ανθίζει σιγά σιγά ένα ελεγχόμενο μειδίαμα και φωτίζει σαν ντούρος ήλιος τα καταιγιδοφόρα νέφη. Και αυτή η τάντα κι αυτός ο στροβιλισμός κι αυτή η διαδοχή πρόκλησης και ρομαντισμού, πάθους σωματικού και χορευτικού, φιληδονής και πνευματικής ικανοποίησης, συνεχίζεται για ώρα δεν ξέρω πόση, η κουρτίνα δεν λέει να 'ρθει κι όταν έρχεται με πιάνει απροετοίμαστο κι όμως κάνω παραδόξως το καλλίτερο χωρίς να το 'χω υπολογίζει, σαν χορευτικό αυτόματο σχολαστικά -απ' άλλους- προγραμματισμένος, γέρνω πλάγια και κάνω το πιο άρτιο κορτέ που έχει γίνει ποτέ. Εσύ απ' την άλλη φαίνεται πως είχες συνεννοηθεί με τον ντιτζέι ή με τον βιολιτζή τον ίδιο, γιατί ξέρεις που θα τελειώσει, αν είναι δυνατόν δηλαδή, πως είναι δυνατόν να ξέρεις, πού ήξερες που θα σταματήσει να παίζει ο βιολιτζής;, αλλά τι σημασία έχει, υπέρ μου ήταν η παράτυπη γνώση σου, που μου 'δωσες το πιο τέλειο φινάλε, που έσφιξες τον γοφό σου και τον αστράγαλό σου κι όλο σου το είναι γύρω απ' τη λεκάνη μου σφίγγοντάς με, όχι μόνο λάγνα μα μ' εμπιστοσύνη και αγάπη δίχως προηγούμενο. Κι αν μου 'λεγαν εκείνη την στιγμή να κρεμάσω τα τανγκοπάπουτσα των είκοσι ευρώ χωρίς απόδειξη που πήρα από κείνο το παλιομάγαζο της Αιόλου και να μην ξαναχορέψω ποτέ ή αν μου 'λεγαν για παράδειγμα, σου κόβουμε τα πόδια σύρριζα και δεν ξαναπερπατάς ποτέ, ε θα το δεχόμουν αναντίρρητα και δεν θα 'χα πρόβλημα. Καθώς όποια άλλη ικανοποίηση και να ένιωθαν εφεξής αυτά, τα πόδια μου, δεν υπήρχε περίπτωση να υπερέβαινε ποτέ των ποτών εκείνη που μόλις ονειρικά προηγήθηκε.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Και πάνω σε αυτή τη συνειδητοποίηση, σε παίρνω και σε φιλάω ποντάροντας και φυσικά ρισκάροντας τα πάντα -μαζί πάνε αυτά- ακόμα και την πιθανότητα να μην μου ξαναμιλήσεις ποτέ, ακόμα και την πιθανότητα να εξαφανιστείς ως δια μαγείας (ακόμη και τα όνειρα έχουν περιθώρια θράσους), μα εσύ απαντάς καταφατικά και ενώνεις τα χείλη σου με τα δικά μου. Έπειτα όμως παρασύρομαι απ' το ψυχόρμητο ποτάμι της αδημονίας τουλάχιστον εκατό αιώνων αποχής και σε δαγκώνω καθοδηγούμενος από πρωτόγονα ένστικτα, κι εσύ φυσικά θυμώνεις και φεύγεις, κι εγώ σε κυνηγώ, και σε παίρνω από πίσω και σ' αναζητώ παντού, μα δεν σε βρίσκω. Αλλά συνεχίσω να σ' αναζητώ, κατεβαίνω γι' αρχή κουτρουβαλιστά τις σκάλες εκείνου του μεγάρου που θυμίζει Πράγα, που θυμίζει τσάρικη χλιδή και προϊστορία, κι αφού κατεβαίνω όλα τα σκαλάκια, χάνομαι και παίρνω τους δρόμους έναν έναν, αλφαβητικά, και ρωτάω όλους τους περαστικούς αν σε είδαν και χάνω την ισορροπία μου απ' την εξάντληση ημερών και πέφτω σε μια απύθμενη άβυσσο.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Και προσγειώνομαι σε μια ουρά ισπανική και σε βρίσκω, αν το πιστεύεις εκεί, αλλά μιλάς ελληνικά με φωνή πειραγμένη και φοράς φάτσα ξένη, και συνειδητοποιώ πως είσαι η Ηρώ κι είναι το πως γνωριστήκαμε. Άλλωστε εσύ δεν έχεις αδερφή. Περνά όμως η ώρα, αλλά ευτυχώς καταφέρνω να μπω τελικά μέσα, αφού παρακάμπτω την ουρά, χάρις την κοντομάλλα ραπουνζέλ, το κονέ της εισόδου, κι αντί να ακούσω την γύφτικη κομπανία εκεί μέσα, χάνω και την μουσική και εσένα και την τεκιλοπαρμένη θερβέσα, γιατί η θηριώδης πόρτα δεν οδηγεί τελικά στο Λα Βίρχεν, αλλά σ' ένα ιρλανδικό αγρόκτημα, όπου ο κακόμοιρος ο Τζίμι θέλει να το κάνει κομμουνιστικό μπάλρουμ. Μα χίμαιρες κυνηγεί ο άδολος και σα να μην έφτανε αυτό, τον κυνηγούν και όλοι μαζί εν χορώ, οι χωροφύλακες, οι υποτακτικοί της βασίλισσας και η εκκλησία μαζί, όλοι οι αγάμητοι και οι άθλιοι μαζί, οι περίφημες ορδές των τιποτένιων και των ελεεινών, τι να κάνει όμως κι αυτός να τα παρατήσει; Όχι. Είμαστε όλοι εκεί και τον στηρίζουμε, είμαστε μια παράνομη συμμορία και μιλάμε, το συζητάμε, το κλωθογυρίζουμε, αλλά λύση δεν βρίσκουμε. </div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Κι έρχεται η σειρά μου να μιλήσω, κι εγώ σηκώνομαι και αγορεύω στα ελληνικά και οι άλλοι κουνούν το κεφάλι συγκαταβατικά λες και καταλαβαίνουν, μα πώς καταλαβαίνουν όταν γρι ελληνικά δεν γνωρίζουν; Και απορημένος ακόμα απ' αυτό το μυστήριο, κοιτάζω δίπλα μου και χάνω τα λόγια μου, τα ελληνικά μου και ίσως και τα λογικά μου, γιατί αρχίζω να βγάζω κραυγές και να λέω κάτι άναρθρες ασυναρτησίες. Γιατί βλέπω εσένα. Όπου τόση ώρα με προσοχή απ' τη θέση σου με παρακολουθείς και συγκαταβατείς, μα μόλις καταλαβαίνεις ότι (σε) καταλαβαίνω, σηκώνεσαι και αποχωρείς με σταθερά βήματα λες και πια διαφωνείς. Κι εγώ που σ' αναζήτησα σε τσέχικες σάλες και ισπανικές ουρές πάλι σε χάνω και το χειρότερο είναι ότι ξαφνικά παραλύω, ότι ξαφνικά δεν μπορώ να κουνηθώ, να σε θηρεύσω κι έπειτα κάποιος άλλος, αφού κατάπια φυσικά και τη μιλιά μου, παίρνει με συνοπτικές διαδικασίες τον λόγο και με εκτοπίζει κι εγώ δεν αντιδρώ όχι μόνο εναντίον του, αλλά και γενικά. Ενώ ξέρω το τέλος, δεν κάνω τίποτα να αποσοβήσω το δυστύχημα, τον αποτροπιασμό, την καταστροφή, ενώ ξέρω λες και το 'χω δει σε κανά κατ' επανάληψη όνειρο, σαν ένα όνειρο μέσα σε όνειρο, σαν ντεζαβού ονειρικό, ότι χωρίς λόγο ένας απ' την ομήγυρη θα εμφανίσει ένα τσεκούρι απ' το πουθενά και θα το παίξει ξέρω 'γω φάργκο κι όμως δεν λέω τίποτα. Κι όντως παίρνει ο άλλος το τσεκούρι εκεί πέρα και δίνει μία χραπ, πάει το κεφάλι του συντρόφου που μίλαγε. Και πετάγεται αίμα παντού και πιτσιλάει την στρογγυλή τραπέζη και την ταπετσαρία και τα πρόσωπά μας και όλα, και ο λαιμός του αποκεφαλισθέντα μοιάζει με κορμό δέντρου κομμένου (ξέρεις που μετράς τους κύκλους για να υπολογίσεις την ηλικία του), τόσο αψεγάδιαστα κομμένου κι είναι το σκηνικό σαν θρίλερ τρόμου, μα και μαύρης κωμωδίας μείγμα, γιατί άκου, το ασυνήθιστο είναι ότι κανείς δεν σοκάρεται. Απλά συνεχίζουν να μιλάνε ενώ το κεφάλι του συντρόφου ξαναφυτρώνει και το τζιχάντι από δίπλα του το κόβει ξανά και ξανά κι εγώ βλέπω τη σκηνή να επαναλαμβάνεται, αλλά και πάλι δεν κάνω τίποτα, απλά περιμένω σαν αιμοδιψής θεατής να αντικρύσω την μακάβρια κατάληξη εκ νέου. Δεν μπορώ να φύγω με τίποτα. Είμαι μαρμαρωμένος, όχι από καμιά φρικιάση, αλλά από μια ακατάβλητη ακινησία άνευ συμπτωμάτων κι όσο να χτυπιέμαι, δεν μπορώ να κουνηθώ, να σε κυνηγήσω, να σε πιάσω, να κάνω τίποτα...</div>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: left;">
Κι έπειτα ακούω μια φωνή "Σημάτη έλα ρε, σήκω έχεις νούμερο είναι παρά είκοσι" και σηκώνομαι κι είν' η συνειδητοποίηση του ενύπνιου που βρισκόμουν τόσο απογοητευτική που μου 'ρχεται να βάλω τα κλάμματα, μα δεν τα βάζω και βάζω την εξάρτηση αμίλητος. Κοιτάω την ώρα κι ειν' 2 παρά 20 και βλαστημάω "το γερμανικό μου μέσα", γιατί δεν προλαβαίνω ούτε να νιφτώ ούτε να κατουρήσω τέτοια ώρα, τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, αν το κάνω θα στήσω τους άλλους στη σκοπιά. Κι είμαι έτοιμος να τα βάλω με τον θαλαμοφύλακα με οποιαδήποτε αφορμή, χωρίς αφορμή, μα θάναι άδικο. Δεν φταίει αυτός κι ας είναι γιωτάς. Παίρνω τζάκετ και κράνος μηχανικά, φορτώνω τ' όπλο επ' ώμου, κατεβαίνω τις σκάλες και περπατώ με τον άλλον προς τα πυρομαχικά και γαμώ την ατυχία μου, συνειδητοποιώ εκείνη τη στιγμή πως έχω τον πιο ακατάλληλο συσκοπευτή για υπηρεσία, τον ένα και μοναδικό Αντωναρόπουλο. Με το όλο σόκιν ανεκδοτολογικό του οπλοστάστιο, με τη βαθιά θρησκοληψία και τη ψεύτικη υπερμετρωπία του, ο εκκολαπτόμενος παπάς που απ' το πολύ μινάρισμα έχει χαζέψει και θέλει να γίνει μοναχός, γιατί είναι και πάντα ήταν και αν δεν αλλάξει κάτι μονάχος του πάντα θάναι, που όλο εφευρίσκει ιστορίες για να υπερτιμήσει τα αναξιομνημόνευτα περασμένα λες και δεν ξέρουμε ότι ψέματα λέει, ότι τα σκαρώνει, ότι δεν ισχύει τίποτα από αυτά που λέει και λέει και λέει...</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: left;">
Αρκετά. Δεν την πάλευα άλλο. Σηκώνω το βλέμμα μου, τον διακόπτω και του λέω με την πιο πένθιμη έκφραση που θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να 'χει πάρει, "άσε με σε παρακαλώ 2 λεπτά, μόνο 2 λεπτά, να θαυμάσω για λίγο το φεγγάρι". Ήταν το πιο ειλικρινές πράγμα που ποτέ έχω πει στη κάλπικη ζωή μου, παρόλο που στη πραγματικότητα εκείνη την ώρα ζητούσα πολύ παραπάνω από 2 λεπτά, ζητούσα μια δεύτερη ευκαιρία. Κι ύστερα ύψωσα το βλέμμα μου προς τα πάνω, κοίταξα το φεγγάρι καλά, και ευχήθηκα με όλη μου τη ψυχή αυτό να πέσει πάνω στο κεφάλι μου και να το λιώσει Νεφέλη, <i>κι από δω και στο εξής άμα θες μη διαβάζεις, σε προειδοποίησα, κι άμα τα διαβάσεις, διάβασέ τα μόνο απνευστί, όπως ακριβώς τα έγραψα παραβγαίνοντας το ρολόι, μιας κι έπρεπε να γυρίσω απ' την έξοδο εγκαίρως,</i> που σε βλέπω κάθε τόσο στ' όνειρά μου και αν στην Ισπανία εφιαλτοβατούσες και πρωταγωνιστούσες σε αυτά, και δεν μ' άφηνες ήσυχο, και ήταν φυσικό κι επόμενο γιατί δεν σ' είχα ξεπεράσει, τώρα γιατί;, γιατί επιμένεις να διατριβείς σ' αυτά, τώρα που σ' έχω ξεπεράσει, που έτσι νομίζω δηλαδή, γιατί απ' ότι φαίνεται δεν σ' έχω, άπαξ και σε κείνην τη μιλόνγκα σε είδα και με ξαναέκανες να σε θέλω. Γιατί έκλαψες, γιατί μου είπες "μου λείπεις", κι εγώ δεν ήθελα να το παραδεχτώ γιατί όπως κι εσύ, προσπαθούσα να κρατήσω την περηφάνια μου, που 'χει γίνει βέβαια πια σκόνη, σκορπισμένη παντού πάνω απ' τη γέφυρα του Ρίου. Μα αν είσαι τόσο ανώριμη που όταν κάποιος σου εκφράζει τα αισθήματά του έστω κι έπειτα από ενάμιση μήνα έστω και κάτω απ' το σπίτι σου ως ο τελευταίος γλοιώδης και δουλοπρεπής έστω και κεκαλυμμένα έστω και με λάθος τρόπο, εσύ τότε ξενερώνεις και φέρεσαι κατ' αυτόν τον τρόπο και περιμένεις ο άλλος να το παίξει δύσκολος και να σε φτύσει τότε στ' αρχίδια μου, εγώ θα το στείλω αυτό το γράμμα όπως και να 'χει, ακόμα και κατ' αυτόν τον τρόπο, ναι μαλάκα μου μέσω ι-μέιλ, μιας και όταν έπρεπε να σου πω αυτά που αισθανόμουν, αντί να κάτσω και ν' ακούσω την Βίβιαν και την λογική μου μαζί, και το θυμικό μου, εγώ σηκώθηκα κι έφυγα ο δειλός, νόμιζα ότι είχα ξεθαρρέψει, αλλά τελικά δειλός παρέμεινα ή τουλάχιστον δεινός υποχωρητής της αναγκαιότητας. Σε μια βδομάδα, βασικά μέσα στην ερχόμενη βδομάδα, λίγο πριν τα Χριστούγεννα και λίγο πριν μπουχτίσω με τον Γουέιτς, λέω να ανέβω Αθήνα. Στείλε μου. Ας βρεθούμε γαμώτο, γιατί όχι;, μια φορά ας τα πούμε πραγματικά. Ασφαλιστικά μέτρα δεν επιθυμώ να μου βάλεις και το σπίτι σου δεν ξαναπροσεγγίζω. Γι' αυτό σου στέλνω μέιλ, δεν ξέρω πως αλλιώς να σε βρω. Το κινητό σου ξέρεις ότι το 'χω χάσει, γράμμα χειρόγραφο μου φαίνεται κάπως παρωχημένο αν και ρομαντικό, αλλά τι ρομαντικό; Εσύ ούτε τότε που σου 'χα υποσχεθεί ρητά να σ' αναζητήσω κι είχες συναινέσει, και τελικά σ' αναζήτησα, ε ούτε αυτό δεν είχες αναγνωρίσει ως ρομαντική πράξη, τουναντίον, είσαι ασυνεπής το ξέρεις;, τι είναι ρομαντισμός ξέρεις; Ούτε κι εγώ. Αλλά αυτό που ξέρω και σ' αυτό που επιμένω είναι, ότι είσαι ναι, όσο κι αν σε πληγώνει, μη ερωτεύσιμη.</div>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: left;">
Μα, μη μασάς. Γιατί είσαι ονειρεύσιμη. Και κάτι είναι κι αυτό.</div>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: left;">
Και τώρα που το ξανασκέφτομαι αυτό το κάτι, αυτό το ονειρεύσιμη σε κάνει τουλάχιστον μη αντιερωτεύσιμη. Άρα κι από κοντά ερωτεύσιμη, ναι, αντισυμβατικά ερωτεύσιμη, σε κάνει εκατό τα εκατό, παράφορα και αντιφατικά ερωτεύσιμη και δεν μ' ενδιαφέρει αν δεν θες να τ' ακούσεις, εγώ θα το πω, κι ας μην έχω μετά μούτρα να σ' αντικρύσω καθώς ας το δεχτούμε, θα σε ξαναντικρύσω αφού σε συναντώ -είναι μάλλον η μοίρα τέτοια- τόσο συχνά, είτε αυτό το συχνά είναι εκφρασμένο σε όνειρα είτε σε πραγματικότητες, καθώς η ζωή λεχώνα ολοένα συναπαντήματα γεννά, απ' τη μία σε μιλόγνκες όχι τόσο τυχαίες, απ' την άλλη όμως σε ρεμπέτικες βραδιές και επετειακές συναυλίες ολοφάνερα και πέρα για πέρα τυχαίες, να σου πω, πώς να το πω;, ας το πάρει το παλιάμπελο,</div>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: left;">
ότι είμαι ερωτευμένος μαζί σου, ότι σε σκέφτομαι κι ότι θα 'θελα να ξανασμίξουμε.</div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
</div>
<div>
<div>
<div style="text-align: left;">
<br /></div>
<div style="text-align: right;">
<i><br /></i></div>
</div>
<div>
<div style="text-align: right;">
<i>γραμμένο τόσο ντροπιαστικά και αποσταλμένο στις 14/12/2014, έναν χρόνο δηλαδή πίσω.</i></div>
</div>
</div>
</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-57884899169030530862015-12-11T06:24:00.002+02:002015-12-12T04:14:38.469+02:00Ευρέως<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh6-jnXojMpWUljgKHWg4AS8ypzPB9SKBJm6poZAYgFvSDVZ9jGu50GngrLk2JiYwZUBoGkgdj-K8dMteIoJOQAXxsLVNsttuHMm6OwAp33EFnUZfNkgIpXR7rWC7mEBHuYRP_J7DTAsNbE/s1600/star-yel2.gif" imageanchor="1"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh6-jnXojMpWUljgKHWg4AS8ypzPB9SKBJm6poZAYgFvSDVZ9jGu50GngrLk2JiYwZUBoGkgdj-K8dMteIoJOQAXxsLVNsttuHMm6OwAp33EFnUZfNkgIpXR7rWC7mEBHuYRP_J7DTAsNbE/s400/star-yel2.gif" /></a></div>
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα που δεν την ξέρετε, καθόταν ένας τύπος πολύ ωραίος ονόματι Ευρέως. Παρότι ωραίος, ζούσε κάπως γκετοποιημένος. Το γκέτο όμως αυτό ήταν αμιγώς γλωσσικό κι ο Ευρέως μας δεν πέρναγε όσο άσχημα ίσως νομίζετε. Γιατί εκτός από τις ώρες που δούλευε, είχε το λεύτερο να κάνει ό,τι θέλει, να τριγυρνάει οπουδήποτε. Φορούσε μόνο έναν αστερίσκο πριν βγει, για να ξέρει ο κόσμος ότι είναι εξαίρεση. Και πήγαινε και περπατούσε παντού: στην αγορά, στο κέντρο, σε όλα τα μαγαζιά που πουλούσαν καπέλα (τρελαινόταν για καπέλα), σε χώρους αναψυχής όπως τα βουβά σινεμά φερειπείν (του άρεσε πολύ ο γερμανικός εξπρεσιονισμός), στις χειμωνιάτικες και άδειες πλατείες, στο εθνικό πάρκο, μιας και ήταν φιλανθής. Καμιά φορά τον έβλεπες στις δημόσιες υπηρεσίες να στέκεται υπομονετικά στην ουρά ή στις ουρές των φαλαφελτζίδικων, όταν βαριόταν να μαγειρέψει σπίτι. Σε όλα αυτά πήγαινε με τη θέλησή του ή τέλος πάντων τις περισσότερες φορές με τη θέλησή του και κάποιες λιγότερες, έπειτα από έντιμο συμβιβασμό. Γιατί για παράδειγμα, να πηγαίνει κάθε τόσο στο λεξιατρείο το μισούσε. Ο λεξίατρος του έκανε όλο αρκτικά λογοπαίγνια και τον έφερνε καμιά φορά σε δύσκολη θέση. Αλλά πήγαινε ανελλιπώς, γιατί ήταν υποχρεωτικό από τον γλωσσονόμο το λεξικό τσεκ-απ, και επιπλέον ήτανε για το καλό του.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Όμως δυστυχώς πήγαινε και αλλού χωρίς να το θέλει και χωρίς να είναι για το καλό του. Στη δουλειά του. Η οποία ήταν καταναγκαστική, εξοντωτική και κάθε μέρα μπορεί να τραβούσε ως αργά. Η υποχρέωσή του ήταν απλή: έπρεπε να πηγαίνει σε όλες τις συζητήσεις. Ή τουλάχιστον στις περισσότερες. Σε όσες περισσότερες προλάβαινε. Πληρωνόταν με ποσοστά. Και σε κείνη τη δύσμοιρη χώρα τα ποσοστά τον υπερέβαιναν, ό,τι κι αν γινότανε, όποιο θέμα κι αν συζητούσε κανείς, από θέματα απλά και τετριμμένα μέχρι πολύπλοκα θέματα, πολιτικά, για την επίλυση τους, ανακαλούσαν τον Ευρέω. Κι ο καημένος, λες και δεν είχε άλλη δουλειά, πήγαινε. Μερικοί ανέφεραν το όνομά του με μέτρο, άλλοι όμως, πιο συνωμοσιολόγοι το μεταχειρίζονταν ολημερίς, επί ματαίω. Και το πιο παράξενο ήταν, ότι όσο πιο πολύ κάποιος το 'παιζε αντιευρεϊκός, τόσο πιο πολύ χρησιμοποιούσε τον Ευρέω σε κάθε κουβέντας του την απόληξη. Και πήγαινε εκεί ο Ευρέως, σε καφενεία, σε αντιευρεϊκά γραφεία, σε ταξιά, σε σαλόνια σπιτιών και καθόταν και ξεροστάλιαζε και περίμενε πότε κάποιος θα τον χρειαστεί για να φανεί φάντης μπαστούνι. Αλλιώς έστεκε εκεί μες στη μέση αόρατος και μουγκός. Κι αν πέρναγε λίγη ώρα αδούλευτος έφευγε. Αυτή ήταν η συμφωνία.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Τελευταία, είχε βαρεθεί ο Ευρέως με όλη αυτή την ιστορία. Παλιά δεν μπορούσε να αντέξει την αναδουλειά, παρόλο που του άρεσε πολύ να περπατάει στη πόλη. Ένιωθε άχρηστος, εκνευριζόταν, του την έσπαγε που οι άνθρωποι έκαναν πως δεν βλέπουν τον Ευρέω στη μέση του δωματίου. Τώρα πια όμως, το κακό είχε παραγίνει. Η δουλειά του έπαιρνε όλη τη μέρα. Κάποιες φορές και τη νύχτα. Είχε κουραστεί από τα συνεχόμενα ξενύχτια, είχε σχηματίσει σακούλες κάτω απ' τα μάτια, δεν έτρωγε καλά πια. Είχε μείνει μισός. Ευρέ σκέτος. Και οι άνθρωποι τον αναμασούσανε έτσι. Ήταν σε ψυχολογικό αδιέξοδο, δεν ήξερε τι να κάνει. Πάνω στην απόγνωσή του, σκέφτηκε να φορολογήσει το όνομά του. Λόγω γενικότερης λεξιπενίας, ο κόσμος θα μείωνε τη χρήση του. Κι αυτός επιτέλους θα έβρισκε την υγειά του. Δεν θα έτρεχε παντού, δεν θα πήγαινε όπου τον ήθελαν, δεν θα τον χρησιμοποιούσανε από δω κι από κει ασυλλόγιστα ωσάν αποδιοπομπαίο τράγο. Αλλά την απέρριψε αμέσως αυτή τη σκέψη. Θα έφερνε παραπάνω κακό. Ήδη του 'χει βγει η φήμη του φιλάργυρου, αν το 'κανε αυτό, θα του κόλλαγε για πάντα η στάμπα. Η λέξη πια δεν θα 'χε ποτέ ελπίδα να πετάξει από πάνω της το κακέμφατο. Αυτήν την φορολεξική τακτική θα την αντιστρατεύονταν ακόμα κι αυτοί που τώρα ήτανε μαζί του. Όχι, κάτι άλλο έπρεπε να σκεφτεί.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Σκέφτηκε έπειτα να πάει στο λεξιαρχείο. Να αντιμετωπίσει το πρόβλημα απ' τη ρίζα του. Κι ας έβγαινε στην ανεργία. Καλλίτερα άνεργος παρά αποσταμένος και ανυπόληπτος. Να αλλάξει το όνομά του! Δεν τον ενδιέφερε τίποτ' άλλο. Ούτε πως θα το άλλαζε, ούτε με τι θα το άλλαζε, αρκεί να το άλλαζε. Δεν γινόταν όμως. Το όνομά του ήταν αναντικατάστατο, ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Και επιπλέον δεν του άνηκε. Όχι, δεν γινόταν να αλλάξει. Το όνομά του χρησιμοποιείται απ' όλους ευρέως κι άμα άλλαζε, θα επικρατούσε τέτοια σύγχυση, τέτοια υστερία που οι άνθρωποι θα οδηγούνταν μαζικά σε αυτοκτονίες. Τέτοια του είπε ο λεξιάρχης και τον έπεισε για το ανέφικτο του πράγματος. "Άμα δεν γίνεται αυτό, θα οδηγηθώ εγώ στην αυτοκτονία!", είπε τότε ο Ευρέως πάνω στην απελπισία του. Ο λεξιάρχης ψύχραιμος τον συνέστησε να έρθει στα συγκαλά του. Ούτε αυτό γίνεται, να πράξει ο Ευρέως το απονενοημένο. Πεθαίνουν οι λέξεις; Και ιδίως οι λέξεις μιας γλώσσας τρισχιλιετής; "Μόνο αν πεθάνουν όλοι οι φυσικοί ομιλητές της, τότε ναι," του λέει ο λεξιάρχης, "τότε έχεις το δικαίωμα να αυτοκτονήσεις". "Άρα δεν υπάρχει καμία λύση", συνειδητοποιεί ο Ευρέως συντετριμμένος. "Κι όμως υπάρχει", του απαντάει. "Μπορώ να σου αλλάξω την ορθογραφία του ονόματός σου και από Ευρέως να το κάνουμε Εβραίος. Αυτή η πλασίμπο αλλαγή σίγουρα θα σου μεταβάλλει τη διάθεση". </div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Ο Ευρέως έφυγε δύσπιστος και καταστεναχωρημένος. Τίποτα δεν θα άλλαζε. Και πράγματι, ότι πια δεν γραφόταν με ευ ('ɛv'), έψιλον και ωμέγα, δεν ήταν ουσιαστική αλλαγή. Και πάλι στα ίδια σαλόνια και στα ίδια δωμάτια σύχναζε, τους ίδιους ομιλητές αντιμετώπιζε, τον ίδιο φόρτο εργασίας κουβαλούσε. Ο Ευρέως έγινε Εβραίος, αλλά η κατάχρηση του ονόματός του δεν εξορθολογήθηκε στο ελάχιστο. Ε και μια μέρα είπε δεν πάει άλλο, αν μείνω άλλη μια μέρα εδώ σε αυτό το γκέτο, φορώντας αυτόν τον αστερίσκο και κάνοντας αυτή την εκμεταλλευτική εργασία, θα πάω από σχιζολεξία. Κι έτσι σκηνοθέτησε τον θάνατό του, οι άνθρωποι στην αρχή έκλαψαν που έχασαν τέτοιο υπογλώσσιο, αλλά γρήγορα βρήκαν άλλο λεξιλαστήριο θύμα, κι ο Ευρέως ή Εβραίος πια, έφυγε μακριά. Περπάτησε αυτή τη φορά, όχι ανάμεσα σε πάρκα και πλατείες, αλλά μέσα σε ερήμους και άγνωστους, αφιλόξενους τόπους και τον βρήκαν ένα σωρό κακουχίες, ώσπου μια μέρα τον βλόγησε ο Γιαχβέ, να φτάσει σε ένα μέρος, όπου οι άνθρωποί του, δεν τον αντιμετώπισαν ως γλωσσική απειλή, αλλά ως χρήσιμο δάνειο. Απ' αυτά τα δάνεια που σε αντίθεση με τα χρηματικά, σε πλουτίζουν. Τον είδαν σαν πηγή πλουτισμού. Τον ανακήρυξαν γλωσσολογικό Μεσσία. Βρήκαν μάλιστα και προφητεία όπου τάχα τον σκιαγραφούσε, για να πειστούν και οι δύσπιστοι. Τον πίστεψαν. Τον ονόμασαν δάσκαλο και τον παρακάλεσαν να τους μάθει και άλλες λέξεις. Βαφτίστηκαν Ευρέοι. Ή Εβραίοι, δεν έχει σημασία.<br />
<br />
Α, και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλλίτερα.</div>
</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-81606653135542738912015-12-08T03:34:00.003+02:002015-12-08T16:29:00.655+02:00Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: justify;">
Ένα μεσημέρι, θα 'τανε πριν κανά εξάρι, εφτά -σίγουρα- χρόνια, είχαμε κατέβει μετά τη σχολή, Βικτώρια για καφέ, με τον Χάρη και έναν άλλο που μας πλεύριζε κάθε τόσο, γιατί νόμιζε ότι εμείς που 'μασταν πρωτοετείς θα 'χαμε πάρε-δώσε με γκομενάκια, μα έλα που δεν, γιατί ακόμα κι αυτές που συνδιαλεγόντουσαν μαζί μας, ήταν ό,τι περίσσεψε, το υπόλοιπο της διαλογής, η τζούρα του έτους μας, αλλά κι εμείς πάλι δεν ήμασταν τίποτα ανφάν γκατέ, άγουρα φοιτητούδια ήμασταν του πρώτου εξαμήνου, φανταστείτε, ούτε καφέ δεν είχαμε συνηθίσει να πίνουμε. Τελοσπάντων, εκεί που καθόμαστε, σκάει παραδίπλα μας ο Μαργαρίτης, αθόρυβος, απλός, με το κομποσκοίνι του, τα καθωσπρέπει ρουχαλάκια του, παραγγέλνει διακριτικά καφέ. Ο Χάρης τον κοιτάει, κοιτάζει και μένα, με σκουντάει και μου λέει, πάμε ρε να του μιλήσουμε, να βγάλουμε μια φωτογραφία;, έλα πάμε. Και σηκώνεται. Τι λες ρε του πετάω εγώ, τι φωτογραφίες και κουραφέξαλα, δεν είμαι εγώ γι' αυτά. Και πράγματι δεν ήμουν. Ούτε τη μουσική του άκουγα, ούτε αναγνωρίσιμος πολύ μου ήταν, ώστε να ενθουσιαστώ και να τραβηχτώ ως πέρα για να φωτογραφηθώ μαζί του, και φυσικά και κατά κύριο λόγο, ούτε το συνήθιζα αυτό, ούτε κέφι μου έκανε, να πάω και να ενοχλώ τον κάθε άνθρωπο που μόλις έκατσε να πούμε, για να βγούμε φωτογραφία όλοι μαζί, για ποιο λόγο; Ήρθε ο άλλος τώρα να ευχαριστηθεί το λιόφωτο, να πάρει λίγο αέρα, να ξεσκάσει και εμείς του το χαλάμε. Αλλά που να πάρει η ευχή, ο Χάρης είχε πάει ήδη, είχε συστηθεί κιόλας, κι ο Μαργαρίτης ευτυχώς τελικά, δεν φάνηκε να 'χε αντίρρηση, ίσα-ίσα, όταν του 'παμε ότι ήμαστε φοιτητές στην ασοεέ εδώ δίπλα, μας ευχήθηκε και καλές σπουδές και δεν μας (του, βασικά) αρνήθηκε μια φωτογραφία, ε και πήγαμε και στηθήκαμε σαν τους απροσάρμοστους εκεί δίπλα του, και ποζάραμε και χαμογελούσαμε, και απαθανατιστήκαμε σε μια φωτογραφία που θα είχαμε να θυμόμαστε και καλά.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<iframe allowfullscreen="" frameborder="0" height="310" src="https://www.youtube.com/embed/AnM6YsednF0" width="570"></iframe>
<br />
<div>
<div style="text-align: justify;">
<br />
Εγώ αυτή τη φωτογραφία ποτέ δεν τη ζήτησα. Επίσης, με τον Μαργαρίτη και γενικότερα με το ελαφρολαϊκό ποτέ δεν (ξανά)συναντηθήκαμε. Κι όσον αφορά την ελληνική φολκ, είχα αγκυροβολήσει προ πολλού στα ρεμπέτικα. Με τους μεγάλους ρεμπέτες συναγελαστήκαμε και συνομιλήσαμε βράδια και βράδια μέσα απ' το γιουτιούμπ ή το ραδιόφωνο. Με λυγμό ή κέφι, συνοδεύομαι ως τώρα ακόμα. Το λαϊκό του Μαργαρίτη, του Βοσκόπουλου, ακόμα και του Καζαντζίδη ή του Ζαγοραίου είναι άλλου ύφους και πόνου παρακλάδι και νομίζω πως δεν μου ταιριάζει. Μα από τον μερακλή, αλλά υστερόβουλο Βαμβακάρη, σήμερα προτιμώ τον Μαργαρίτη. Απ' τη στιγμή που είδα το παραπάνω βίντεο και έπειτα από εφτά χρόνια, θέλω να δηλώσω τυχερός που στάθηκα δίπλα του και τον χαιρέτισα, ακόμα κι ύστερα από σκούντημα, ακόμα κι ύστερα από προτροπή του Χάρη, ακόμα κι αν δεν ήταν του γούστου μου τα τραγούδια του, ακόμα κι αν ακόμα δεν είναι, αλλά τι σημασία έχει; Γιατί ο Μαργαρίτης που είναι απλά ένας λαϊκός τραγουδιστής, καθόλου εξοικειωμένος κανονικά με τη κουλτούρα του διαφορετικού, καθόλου προοδευτικός κανονικά, δεν υποκλίνεται στον μισανθρωπισμό και με την αφοπλιστική ευθύτητα και την ειλικρίνεια της λαϊκότητας, μπροστά στις προβοκατόρικες ερωτήσεις της λαμέ ρεπόρτερ, άθελά του σκιαγραφεί το πρότυπο του ανθρώπου με ανοιχτό μυαλό: δεν καταλαβαίνει τι τις θέλουν τις παντρειές οι γκέι, αλλά εφόσον τις θέλουν πρέπει να έχουν το δικαίωμα, του φαίνεται παράλογο να εμποδίζεται η τεκνοθεσία από γκέι, όταν υπάρχουν τόσα παιδιά χωρίς γονείς και του φαίνεται ακόμα πιο ωραίο να τεκνοποιούν οι γκέι με παρένθετες μητέρες.<br />
<br />
Τον Μαργαρίτη τον πετύχαμε πριν εφτά χρόνια κοντά στην ασοεέ. Πτυχίο έχουμε πάρει από τότε και βγήκαμε και εξωτερικό. Άμα μορφωθήκαμε δεν ξέρω. Πάντως αυτός σίγουρα δεν έχει πτυχίο και το εξωτερικό μάλλον θα το 'χει από φόβο. Στην ηλικία του βλέπετε. Επιπλέον, τραγουδάει ένα είδος μουσικής που δεν μου αρέσει καθόλου. Ορίστε το 'πα. Πριν το 'παιζα διπλωματικός και 'λεγα λόγου χάρη, ότι δεν συναντηθήκαμε ποτέ και τέτοια κάλπικα. Και χίλια επιβαρυντικά να του βρίσκατε ακόμη, δεν αλλάζει η κρίση μου, στο διάολο η κρίση μου, δεν αλλάζει αυτό που είναι: απροσποίητα λαϊκός και κοινωνικά μορφωμένος. Συνδυασμός ανάριος. Χάρη, άμα την έχεις ακόμη, στείλε μου ρε αν μπορείς εκείνη τη φωτογραφία.</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-1767595591214191467.post-89829730166241291472015-12-06T03:50:00.000+02:002015-12-08T16:56:22.402+02:00Μαθήματα αριθμητικής και κτητικότητας: οι δύο πρώτες σκηνές*<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi1W7lbwyde1C_c71b3DsPTY8cpSwHllmW22f1wyzqXh3rx52aJ7j2eZWGO9jZlkNQ6WfTaEbhY0PK7neUCSWjtLVD4sD-ZI4pqtIcykUs-pAE3jGyOwYh-2Hk2b2gHYH9SNMlJ9BRLrKIQ/s1600/tom-hanks.jpg" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi1W7lbwyde1C_c71b3DsPTY8cpSwHllmW22f1wyzqXh3rx52aJ7j2eZWGO9jZlkNQ6WfTaEbhY0PK7neUCSWjtLVD4sD-ZI4pqtIcykUs-pAE3jGyOwYh-2Hk2b2gHYH9SNMlJ9BRLrKIQ/s1600/tom-hanks.jpg" /></a></div>
<br />
*γράφοντας για τη <a href="http://www.imdb.com/title/tt3682448/">Γέφυρα των Κατασκόπων</a> του <a href="http://www.imdb.com/name/nm0000229/?ref_=tt_ov_dr">Στίβεν Σπίλμπεργκ</a>.<br />
<br />
<div style="text-align: center;">
*</div>
<br />
<blockquote class="tr_bq">
<div style="text-align: justify;">
Μπέιτς: (...) ο πελάτη σας, δεν αρνήθηκε ότι αυτά τα πράγματα συνέβησαν.</div>
<div style="text-align: justify;">
Ντόνοβαν: "Αυτά τα πράγματα";</div>
<div style="text-align: justify;">
Μπέιτς: Ναι, αυτά τα πέντε πράγματα.</div>
<div style="text-align: justify;">
Ντόνοβαν: Περίμενε. Μισό, μισό, μισό. Όχι πέντε πράγματα, ένα πράγμα.</div>
<div style="text-align: justify;">
Μπέιτς: Ξεκάθαρα, είναι πέντε πράγματα.</div>
<div style="text-align: justify;">
Ντόνοβαν: Λοιπόν, συγγνώμη, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο σε μένα. Πέντε πράγματα; Εξήγησέ το μου.</div>
<div style="text-align: justify;">
Μπέιτς: Είναι αυταπόδεικτο.</div>
<div style="text-align: justify;">
Ντόνοβαν: Εντάξει, τότε πες μου τι συνέβη, πες μου την ιστορία με τρόπο που να δικαιολογεί. Τα πέντε πράγματα.</div>
<div style="text-align: justify;">
(...)</div>
<div style="text-align: justify;">
Μπέιτς: Ο πελάτης σας οδηγεί στον αυτοκινητόδρομο 19 όταν χάνει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και χτυπάει τους πέντε ανθρώπους μου. Τους πέντε ανθρώπους που με προσέλαβαν να τους εκπροσωπήσω, επειδή δεν ικανοποιείτε την αξίωσή τους.</div>
<div style="text-align: justify;">
Ντόνοβαν: Κάθε άλλο, ικανοποιούμε την αξίωσή τους. Το κάνουμε κύριε Μπέιτς, αλλά όσον αφορά το έγκυρο μέρος της αξίωσης. Μέχρι το όριο της ασφάλισης δηλαδή, το οποίο είναι 100.000 δολάρια το ατύχημα σην περίπτωση αυτού του συμβολαίου που μιλάμε. Το συμβόλαιο πληρώνει μία αξίωση κι όχι πέντε ανθρώπους. Ο πελάτης μας είχε ένα ατύχημα, ένα ένα ένα, όταν έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και έπεσε πάνω σε πέντε μοτοσυκλετιστές.</div>
<div style="text-align: justify;">
Μπέιτς: Απ' την πλευρά τους, πέντε πράγματα συνέβησαν.</div>
<div style="text-align: justify;">
Ντόνοβαν: Κοίτα Μπομπ, μπορώ να σε λέω Μπομπ; (δείχνει τον εαυτό του) Τζιμ. Άμα πάω για μπόουλινγκ και πετύχω στράικ, ένα πράγμα συνέβη. Δέκα πράγματα δεν συνέβησαν.</div>
<div style="text-align: justify;">
Μπέιτς: Τζιμ, οι πελάτες μου δεν είναι κορίνες. Όσο κι αν ο άνθρωπός σου τους μεταχειρίστηκε ως τέτοιες...</div>
<div style="text-align: justify;">
Ντόνοβαν: Άσε με να τελειώσω. Αν το σπίτι σου είναι ασφαλισμένο για 100.000 δολάρια και ένας τυφώνας το πάρει και το σηκώσει, πήρε και σήκωσε ένα σπίτι. Δεν πήρε και σήκωσε κάθε έπιπλο σα να ήταν ξεχωριστό συμβάν. Κι αν είναι αυτό που ισχυρίζεσαι εδώ, λοιπόν, τότε δεν υπάρχει ποτέ όριο αποζημίωσης και αυτό θα είναι το τέλος του ασφαλιστικού τομέα. Και τότε, Μπομπ, κανείς δεν θα είναι ασφαλής.</div>
</blockquote>
<div>
<span style="text-align: justify;"><br /></span></div>
<div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Αυτή είναι η πρώτη σκηνή του Ντόνοβαν στη ταινία. Άμα οι συντελεστές σκόπευαν στη παρουσίαση μόνο του χαραχτήρα του Χανκς, τότε το καλημέρα τους το βρήκα ξεπερασμένο και το στήσιμο της σκηνής φλύαρα αβανταδόρικο. Μα επειδή εκτός του Τσάρμαν στο σενάριο δούλεψαν και οι Κοέν, αυτήν τους την ανάμειξη την προσυπολόγισα και η πρώτη σκηνή του Ντόνοβαν με 'βαλε σε δεύτερες σκέψεις. Γιατί δεν είναι πρωτάρηδες, θα μπορούσαν και αλλιώς να δείξουν πόσο ικανός δικηγόρος είναι ο Ντόνοβαν, και πράγματι το κάνουν στη συνέχεια (η ταινία εκθειάζει την Αμερική ούτως ή άλλως, και άρα και τον Ντόνοβαν που 'ναι αυθαίρετα ο εκφραστής της), επομένως γιατί να μας το κάνουν και εδώ με τόσο εμφατικό τρόπο, γιατί να μας τρίψουν στη μούρη μια άσχετη με την εξέλιξη σκηνή, όπου ο Ντόνοβαν κατανικάει τον δικηγόρο της απέναντι πλευράς και του τρίβει την αξίωση στη μούρη;</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
<b>Μαντεύοντας τις προθέσεις των Κοέν.</b> Όσο μη τυχαίος ήταν ο ψυχρός πόλεμος για τις μεγάλες δυνάμεις, άλλο τόσο μη τυχαίος είναι και ο τρόπος που παραγάγεται μία ταινία με θέμα αυτόν. Έτσι λοιπόν για να συμπεριληφθεί αυτή η πρώτη σκηνή όπως συμπεριλήφθηκε και να κριθεί ότι τίποτε δεν περισσεύει, μια ατάκα, μια χειρονομία, μία παύση, κάτι, πάει να πει ότι όλα εδώ είναι ηθελημένα. Και εκτός του να μας συστήνουν τον πρωταγωνιστή τους, οι Κοέν, πρώτον, μας μυούνε στις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουνε, στο τι θα δούμε από δω και πέρα δηλαδή, καθώς ακόμα κι όταν η ταινία βαίνει στο περιπετειώδες τελευταίο μέρος της, προτιμάται να απεικονιστούν οι διαβουλεύσεις, υποβαθμίζοντας τη κατασκοπική ίντριγκα· και δεύτερον, μας τσαμπουνάνε ένα φαινομενικά άσχετο ασφαλιστικό τσιτάτο, το οποίο όμως το χρησιμοποιούν και αργότερα. Γιατί ο Ντόνοβαν είναι και βολονταριστής. Πιστεύει στο ασφαλιστικό λειτούργημα. Κόπτεται για τη τύχη του <i>("...και αυτό θα είναι το τέλος του ασφαλιστικού τομέα. Και τότε, Μπομπ, κανείς δεν θα είναι ασφαλής")</i> κι αυτό είναι και το σταυροδρόμι της υπόθεσης. Ορμώμενος απ' το ασφαλιστικό πιστεύω του, πείθει τον δικαστή να μη στείλει τον Έιμπελ στην ηλεκτρική καρέκλα, γιατί μπορεί να τους φανεί χρήσιμος σε μια πιθανή ανταλλαγή. Κάτι που φυσικά συμβαίνει. Και ω τελικά, δεν είναι μόνο ιδεολογικά, αλλά και ωφελιμιστικά καλλίτερη λύση αυτή. </div>
<div style="text-align: justify;">
<br />
Ο τρίτος και πιο ενδιαφέρον λόγος που καθιστά τη πρώτη σκηνή μεστή και την ενασχόλησή μου σε όλο αυτό αναπόφυγη, είναι η ασύνειδητη (ναι αυτό το παραδέχομαι, ίσως να το βγάζω κι απ' τη γκλάβα μου) αριθμολογία. Ένα χτύπημα ίσον πέντε χτυπήματα και αργότερα ένας αιχμάλωτος ίσον με δύο αιχμάλωτος. Και θα μου πείτε, ωραία, δεν είναι αυτό μία διάθλαση των άλλων δύο λόγων, της διαπραγματευτικής και της ασφαλιστικής δηλαδή, όπου ο Ντόνοβαν χρησιμοποιεί ανάλογα με τη θέλησή του όπως του αρέσει τους αριθμούς και τις ισότητες και αυξομειώνει τις απαιτήσεις του ανάλογα με το συμφέρον του· άλλοτε μειώνει (υποβαθμίζει) τα πέντε χτυπήματα των άλλων και τα εξισώνει με το ένα δικό του (του πελάτη του) για να πληρώσει λιγότερα (η εταιρεία που εκπροσωπεί, όχι ο ίδιος), άλλοτε ανυψώνει (αυξάνει) τη χρησιμότητα και τη σημαντικότητα των άλλων, του ενός Ρώσου (κρατούμενου) πελάτη του δηλαδή, έναντι των έτερων υποκειμένων ανταλλαγής (των δυο Αμερικάνων αιχμαλώτων). Η σημειωτική εναργώς παίζει ρόλο εδώ. Η αυθαίρετη ανισωτική ισότητα που χρησιμοποιεί ο Ντόνοβαν είναι κάτι παραπάνω από διαπραγματευτική μέθοδος, είναι μια ιδεολογική εξομολόγηση της σχετικότητας των αριθμών. Ένα δεν κάνει πάντα ένα. Όποιος διαπραγματευτής θέλει να βρει καταφύγιο στο δόγμα των αριθμών, ας βγει καλλίτερα απ' το παζάρι, γιατί θα του πάρουν και τα σώβρακα.</div>
<span style="text-align: justify;"><br /></span>
<br />
<div style="text-align: center;">
<span style="text-align: justify;">*</span></div>
<span style="text-align: justify;"><br /></span>
<br />
<div style="text-align: justify;">
<blockquote class="tr_bq">
<div style="text-align: justify;">
Ντόνοβαν: Μην λες, "ο άνθρωπος μου". Δεν είναι "άνθρωπος μου".</div>
<div style="text-align: justify;">
Μπέιτς: Ναι είναι ο άνθρωπός σου. Για ποιον μιλάμε τότε;</div>
<div style="text-align: justify;">
Ντόνοβαν: Μιλάμε για τον άνθρωπο που είναι ασφαλισμένος απ' τον πελάτη μου. Οπότε μην τον κάνεις "άνθρωπό μου".</div>
<div style="text-align: justify;">
(...)</div>
<div style="text-align: justify;">
Μπέιτς: Ωραία. Απόλυτα. Ο άνθρωπός σου...</div>
<div style="text-align: justify;">
Ντόνοβαν: Όχι ο άνθρωπός μου. Ο άνθρωπος που είναι ασφαλισμένος απ' τον πελάτη μου.</div>
<div style="text-align: justify;">
(...)</div>
<div style="text-align: justify;">
Ντόνοβαν: Εννοείς, πως ο πελάτης μου δεν ικανοποιεί την αξίωση. Η ασφαλιστική.</div>
<div style="text-align: justify;">
Μπέιτς: Κύριε Ντόνοβαν, νομίζω είμαστε ξεκάθαροι ποιος είναι ποιος εδώ.</div>
</blockquote>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<br />
<div style="text-align: justify;">
<b>Το μη κτητικό:</b> στην αρχή του άρθρου με την περίφημη σκηνή της ισότητας, δεν παράθεσα ολόκληρη τη στιχομυθία. Παράλειψα τα διαμειφθέντα που πλαισιώνονται ακριβώς αποπάνω. Ο Ντόνοβαν μονίμως τονίζει ότι δεν είναι πελάτης του ο εναγόμενος, αυτός εκπροσωπεί την ασφαλιστική. Και μετά, πάνω στη ρύμη του λόγου του Μπέιτς που του ξεφεύγει "ο πελάτης σας", πάλι τα ίδια. Δεν αφήνει κανέναν "πελάτη" να πάει κάτω. Όκει, ας πούμε ότι αυτό είναι διαπραγματευτική τακτική και ότι ο Χανκς θέλει να πει, ότι κοίταξε να δεις, δεν έχω κανέναν συναισθηματικό ενδοιασμό εδώ, δεν τον ξέρω τον άνθρωπο, δεν είναι πελάτης μου, ας τα πούμε δικηγορικά. Κι απ' ό,τι φαίνεται (ο Σπίλμπεργκ δεν μας δείχνει) πετυχαίνει το στόχο του (φυσικά, αφού παραείναι ικανός για να μη κερδίζει τέτοιες υποθέσεις, σιγά μην ασχολιόταν ο Σπίλμπεργκ εξάλλου να κινηματογραφίσει έναν χασοδίκη) με το να μη διαλέγει συναισθηματική πλευρά -σε αντίθεση με αυτό που πολλοί ασυνείδητα κάνουνε και βυθίζονται και υποχωρούνε ή δεν είναι όσο μαχητικοί θα 'πρεπε- με το να είναι κυνικός, πραγματιστής, ακτήμονας.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
<b>Το κτητικό:</b> από κει και πέρα όμως ο Χανκς μιλάει με όρους κτητικότητας. Ο άνθρωπός μου (πρώτα για τον Έιμπελ) κι έπειτα οι άνθρωποί μου (για τον Έιμπελ και τον φοιτητή), το σύνταγμά μας, η πατρίδα μας, η υποχρέωσή μας, η οικογένειά μου κλπ. Πριν, η μη κτητικότητα του έδωσε το πάνω χέρι που έκρινε υπέρ του την υπόθεση του αυτοκινητιστικού ατυχήματος, στη συνέχεια, η συνεχώς επικαλούμενη (έως και ενοχλητική) κτητικότητα, πατρότητα, πατριώτητα κλπ, του εμφυσεί τη δύναμη να ενεργήσει, να κάνει το καλό, να φέρει πίσω τους αιχμαλώτους, να υπηρετήσει τη πατρίδα του και το σύνταγμα και να πετύχει ένα αποτέλεσμα, το οποίο σίγουρα είναι γουίν (αυτό έλειπε) για τους Αμερικάνους, αλλά δεν είναι και τόσο λουζ για τους Ρώσους. Πάντως όπως και να 'χει, είτε κτητικός είτε μη κτητικός, ο οπορτουνιστής Ντόνοβαν είναι ένας θριαμβευτής, ένας φύσει γουίνερ που η αμερικάνικη αφήγηση τον υποχρεώνει να κερδίζει όπως κι αν δράσει (με συναίσθημα ή χωρίς), ό,τι κι αν πρεσβεύει (το αμερικάνικο σύνταγμα ή την ασφαλιστική στην αρχή της ταινίας), γιατί έτσι είναι η Αμερική, παράγει μόνο νικητές και αμφίσημες υποθέσεις που καταλήγουν στις μεγάλες οθόνες διαστρεβλωμένα νικηφόρες απ' τον Άφλεκ (περισσότερο) και απ' τον Σπίλμπεργκ (λιγότερο). <b>Και ίσως και γι' αυτό οι Κοέν δέχτηκαν να συνεργαστούν με τον Σπίλμπεργκ, με έναν άνθρωπο που χρόνια στο Χόλιγουντ νικάει, διαπρέπει, να δουλέψουν με ένα νικηφόρο σενάριο, γιατί αμάν, μπουχτίσαν κι αυτοί με τους δικούς τους αποτυχημένους αντιήρωες που καταδικασμένοι είναι να χάνονται στις ερήμους και σε περασμένες και άνυδρες εποχές.</b></div>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<br />
<div style="text-align: center;">
*</div>
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
<b>Ο Σπίλμπεργκ αδυνατεί να κάνει κακή ταινία.</b> Μακριά απ' τα ρίσκα και πολύ κοντά στην ακαδημαϊκή προσέγγιση ενός πολιτικοϊστορικού δράματος, ο Σπίλμπεργκ χρωστά στους αδερφούς Κοέν, εικάζω, τις πιο φιλοσοφικές σκηνές της ταινίας. Χάριν σ' αυτή τη καθαρά διεκπαιρεωτική συνεργασία, μας χαρίζεται μία απ' τις καλλίτερες, μη διαλογικές σκηνές που έχουμε δει φέτος. Ο υπέροχος Έιμπελ (και σαν χαραχτήρας και σαν ηθοποιός -συντριπτικός ο Μαρκ Ράιλανς) στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας, την προηγούμενη απ' αυτήν που πρωτοεμφανίζεται ο Ντόνοβαν του Χανκς, σε μια ακραιφνούς κοενικού ύφους σύλληψη, <b>(ο Έιμπελ) κοιτάει πλάγια τον καθρέφτη, ενώ παράλληλα φτιάχνει την αυτοπροσωπογραφία του. Έτσι εμφανίζονται στην οθόνη μας τρεις τουλάχιστον αντανακλάσεις Έιμπελ και υποννοούνται άλλες τόσες, αλλά ποια είναι άραγε η πιστή;, το είδωλό του στον καθρέφτη;, το μοντέλο-ζωγράφος;, το ζωγραφισμένο του αποτύπωμα;, τίποτα αυτά;, κάτι άλλο;, ο συνταγματάρχης Έιμπελ;, ο κατάσκοπος;, ο υπομονετικός;, ποιος τελοσπάντων;</b> Ξανά η αριθμητική εκφύεται. Ένας ίσον εννέα, ίσον ένα εκατομμύριο εννέα προσωπεία. Και ίσως είναι γι' αυτές τις δυο πρώτες σκηνές, και επίσης εξαιτίας της κάποιας διπλωματικής διαχείρισης του ιστορικού υλικού (καμία σχέση με τον ντροπιαστικό υπερπατριωτισμό του Άργκο, παρόλο που δεν του ξεφεύγουν του Σπίλμπεργκ οι διάφορες απλουστεύσεις και υποκειμενικές ωραιοποιήσεις) για τα οποία <b>η ταινία, αν και τίγκα στον ακαδημαϊσμό, όχι μόνο βλέπεται, αλλά τελικά θεωρώ πως είναι και πολύ καλή, είτε αποσπασματικά, αν κρίνουμε μονάχα τις δυο πρώτες σκηνές, είτε συνολικά, αν την αξιολογήσουμε σαν ένα σώμα, μία καρδιά. Και έχει πολλή ακαδημαϊκή καρδιά. </b></div>
</div>
</div>
Παύλος Σ.http://www.blogger.com/profile/15557732488478380153noreply@blogger.com0