Πωπω, είχα να τον δω χρόνια ολόκληρα. Τον άφησα στις τελευταίες φοιτητικές εκλογές να μοιράζει ριζοσπάστες και να προσπαθεί να αλλάξει τον κόσμο. Δεν θυμάμαι καν πως και γιατί χωριστήκαμε. Σημασία έχει πως έχω να τον δω από τότε. Κνείτης κανονικός και με τα όλα του. Απ' αυτούς που δεν τους σέβεσαι σαν ανθρώπους, αλλά τους εκτιμάς σαν αγωνιστές.
«Που 'σαι ρε Μανώλη;» του φώναξα και πήγα να τον αγκαλιάσω. Δεν ήμασταν κολλητοί, αλλά μου φάνηκε πως ο εναγκαλιασμός ήταν ταιριαστός στην περίσταση.
Δεν ανταπόδωσε. Μου χαμογέλασε ψυχρούτσικα και μου έδωσε το χέρι για χειραψία. Τότε τον πρόσεξα καλύτερα. Κουστούμι, γραβάτα, παπούτσι κροκοδιλέ και briefcase. Ο μοναδικός συνδυασμός που δεν περίμενα ποτέ να αντικρύσω απ' το συγκεκριμένο άτομο. Έκανα ένα βήμα πίσω και μιμήθηκα τη χειραψία του.
- Τι κάνεις ρε Μανώλη, του λέω. Τι γίνεσαι; Άλλαξες. Άλλαξες πολύ.
- Όντως ρε "φιλαράκι", άλλαξα. Πιο συγκεκριμένα συμβαδίζω με την αλλαγή. Οι καιροί μεταβάλλονται άρα κι εγώ. Κατά τ' άλλα μια χαρά είμαι, δεν έχω παράπονο.
- Κατάβαλα, του αποκρίθηκα. Και πράγματι είχα ήδη καταλάβει πολλά. «Και με τι ασχολείσαι τώρα;» συνέχισα.
Χωρίς να πει κουβέντα, μου δίνει ισιώνοντας τη γραβάτα του, μια γκόλντεν μπόι κάρτα.
- Ρε μαλάκα, εδώ λέει ότι είσαι Director of Human Resources της HCL!
- Σωστά λέει, είπε ο Μανώλης κοιτώντας γύρω του να δει μήπως κατάφερα να το μάθουν κι άλλοι.
- Αν θυμάμαι καλά, αυτή δεν είναι που απέλυσε κόσμο πριν λίγο καιρό;
- Σωστά θυμάσαι.
- Και πως... και δουλεύεις εσύ εκεί; Πως;
- Τα πράγματα έχουν αλλάξει ρε. Δέκα χρόνια έχουν περάσει. Εμ τι περίμενες; Να μείνω για πάντα ένας ρομαντικός βαυκαλιζόμενος έφηβος ψευτο-επαναστάτης;
Απελπίστηκα, αλλά δεν το έβαλα κάτω.
- Μα εσύ δεν χρώσταγες καμιά εικοσαριά μαθήματα, όταν εγώ πήρα πτυχίο; Εσύ δεν ήσουν που έλεγες ότι δεν σου άρεσε η σχολή και πως θα ήθελες να ασχοληθείς με κάτι άλλο;
- Εγώ όλα αυτά.
- Και τότε; Πως τα κατάφερες;
- Παράτησα τις μαρξιστικές μαλακίες και στρώθηκα στο διάβασμα, δήλωσε περήφανος.
Δεν ήξερα τι να πω. Βασικά ήξερα. Αλλά έκανα αγώνα να μην βγει από το στόμα μου. Τον κοίταζα.
- Καλά ρε Μανώλη, δεν θυμάσαι τις ατελείωτες συζητήσεις που κάναμε ανάμεσα στα διαλείμματα των διαλέξεων; Τους αμέτρητους καφέδες που είχαμε πιει, συνδιαλεγόμενοι υπέρ των κουμουνιστικών πιστεύω και ιδεολογιών; Τι έγινε; Τι άλλαξε;
Εκείνη την στιγμή συνειδοτοποίησα πως ήδη τον είχα ρωτήσει καμιά δεκαριά φορές το ίδιο πράγμα. Αυτός φάνηκε πως ήδη είχε βαρεθεί από την συνάντηση μας. Σήκωσε τα φρύδια κι αναστέναξε.
- Έμεινες πίσω, μου είπε. Όλα άλλαξαν. Έτσι πρέπει να γίνεται.
Τέλος πάντων, δεν ήθελα να το συνεχίσουμε, η μέρα είχε στραβώσει αρκετά, καλά ήταν να μην την κάναμε και κόμπο. Τον ρώτησα τα τυπικά για να ξεμπερδεύουμε.
Επιτέλους παντρευόταν την κοπέλα που είχε ερωτευτεί στο λύκειο. Όσο κι αν είχα ξενερώσει, χάρηκα. Χάρηκα πραγματικά γι' αυτό το νέο. Το θυμάμαι σαν τώρα. Ήταν ένας τρελός έρωτας. Από αυτούς που θαυμάζεις. Από αυτούς που ζηλεύεις. Του ευχήθηκα βίο ανθόσπαρτον. Ή κάτι τέτοιο.
(...) Ήταν ώρα να αποχωριστούμε. Κανείς από τους δυο μας δεν είπε τίποτα για τηλέφωνα, να ξαναβρεθούμε και τέτοια περιττά.
Μόνο, έτσι όπως παίρναμε τους δρόμους μας, επιχείρησα μια τελευταία ερώτηση: «Μανώλη, η μάνα σου είναι αυτή που ήξερα ή στα πλαίσια των αλλαγών...».
- Όχι ρε, με διέκοψε. Αυτή είναι σταθερή στο κόμμα. Πάντα κνείτισα, γερή και ισχυρογνώμων. Ακόμα στις πορείες τρέχει. Αυτή δεν αλλάζει μην ανησυχείς, είπε και έκανε να φύγει.
- Όχι δεν εννοούσα αυτό. Για τη σχέση σας ρώτησα. Ακόμη σε κρατάει για γιο; Δε βρήκε κάποιον καλύτερο να σ' αλλάξει;
Κοιταχτήκαμε λίγο.
Ξέρω τι σκεφτόταν.
- Θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια, είπα φωναχτά. Και γυρνώντας την πλάτη μου, έφυγα χαμογελώντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου