Πολύ αργότερα, σε χρόνο σύγχρονο σχεδόν, μου είχες πει ότι εκείνη την πρώτη μέρα, αρχές Οκτώβρη, είχαμε χορέψει μαζί. Και μαζί, για να ακριβολογώ. Αν σου πω ότι θυμάμαι θα είμαι ψεύτης ή τουλάχιστον όχι απόλυτα ειλικρινής. Aλλά πάλι αν γείρω το κεφάλι προς τα πίσω, κλείσω τα μάτια και αναστοχαστώ, ίσως, ίσως ναι, κάτι θολό, κάτι αρχίζει να ξεπροβάλλει. Όχι όλη ολοκληρωμένη η εικόνα, ήμασταν πολλοί τότε άλλωστε, όλοι άγνωστοι μεταξύ μας, άμαθοι και αμήχανοι, μα τώρα που το λες κάτι σα να μου 'ρχεται στο μυαλό, σιγά-σιγά ανασυνθέτω την εικόνα, σε βλέπω, δεν έχει σημασία αν αυτό που κάνω τώρα είναι δεοντολογικό ή όχι, που σε κολλάω δηλαδή με ευκρίνεια πάνω σε κάτι ξεθωριασμένο, πάνω σε κάτι αχνό· μα τώρα που με βοήθησες να ανασύρω κάτι απ' τη μνήμη μου, σιγά μην ανησυχήσω δευτερογενώς αν αυτό το κάτι που εκ των υστέρων αντικρίζω είναι η πρώτη πρωταρχική εικόνα ή αναπαράσταση παραμορφωτική, αν δηλαδή η τωρινή ανάμνησή μου ανασυνθέτει ή διαστρεβλώνει τελικά εκείνη την στιγμή, καθιστώντας το συμβάν αγνώριστο, το συμβάν που ταξιδεύοντας απ' το παρελθόν με ταχύτητα πιο γρήγορη από του φωτός αποπειράται να διαπεράσει το χωροχρόνο, να καταρρίψει τον Αϊνστάιν, να έρθει να με συναντήσει στο παρόν ώστε να σε ανασχηματίσω λατρεία μου.
Πέρασαν 5 μήνες από τότε, από κείνη την πρώτη σύναξη στο αδιαχώρητο του τάνγκο. Από τότε έφυγε καιρός πολύς, έφυγαν και πολλά άτομα απ' το μάθημα, αποχώρησαν οικειοθελώς, αραίωσε το πλήθος, ανασάναμε κι εμείς λιγάκι, μα παρά τον επιπλέον χώρο, δεν ευχαριστιόμουν το χορό όπως θα έπρεπε, μου έλειπες. Μην μπερδευτείτε δεν είχαμε γνωριστεί ακόμα, οπότε εύλογα διερωτάστε πως είναι δυνατόν να μου λείπει, άλλωστε η αίσθηση ότι σου λείπει κάποιος έπεται του γεγονότος της γνωριμίας. Ναι μπορεί να μην είχαμε γνωριστεί, αλλά τώρα που κοιτάζω πίσω, σε αυτό το διάστημα, σε αυτούς τους 5 μήνες, μούλειπες αναδρομικά, μούλειπες κι ας μην σε ήξερα, δεν βγάζει νόημα το ξέρω, αλλά προσπαθήστε να καταλάβετε...
Εκείνη την Κυριακή πάντως, βρισκόμουν και βρισκόσουν στους Αγίους Αναργύρους. Μετά από 5 μήνες υπομονή, βρισκόμαστε σε μια μιλόνγκα, είμαστε και οι 2 εκεί, και οι δυο στον ίδιο χώρο, με αναγνωρίζεις, σε αναγνωρίζω, σε ζητάω για χορό, λίγο το σκοτάδι, λίγο το κρασί, λίγο η μουσική, λίγο ο ενθουσιασμός του άγουρου χορευτή, ήταν αδύνατο να ερωτευτώ μόνο μία, τις ερωτεύτηκα όλες εκείνη τη βραδιά, σας ερωτεύτηκα όλες ντάμες μου. Το ξέρω δεν είναι και ό,τι πιο ρομαντικό. Μα ίσως τελικά γι' αυτό να μην σε προσέγγισα τότε. Όπως και να 'χει, με το που σε ευχαρίστησα για το χορό που μου χάρισες και κάθισα, με κύκλωσαν όλοι οι καβαλιέροι της παρέας και άρχισαν να με ρωτάνε για σένα. Αφού τους είπα όλα όσα γνώριζα, δηλαδή ελάχιστα, δηλαδή τίποτα, ούτε καν το όνομά σου δεν αποκάλυψα να φανταστείς, και όχι επειδή σε ήθελα αποκλειστικά δικιά μου, μα γιατί ούτε αυτό το στοιχειώδες στοιχείο δεν είχα συγκρατήσει ο αχρείος· εκείνοι ρίχνουν κλήρο για το ποιος θα πρωτοχορέψει μαζί σου. "First, you had my curiosity now you have my attention", που λένε και οι Αμερικάνοι. Ανέβηκες αμέσως στα μάτια μου.
Ένα μήνα ύστερα, έπειτα από μία κοπιαστική μέρα, ημέρα Σάββατο, κάνω την υπέρβαση (όντας απελπιστικά κουρασμένος) και συνεχίζω τη βραδιά μου μέχρι αργά εις αναπόληση όλων των ωραίων στιγμών που έζησα στο εράσμους. Και είσαι εκεί. Σε ένα παρακμιακό πάρτυ μεταξύ γνωστών και φίλων -με ωραία μουσική παρόλο αυτά- με βλέπεις πρώτη, με σκουντάς, γυρνάω ξαφνιασμένος, ανασηκώνω το φρύδι στο αντίκρυσμα σου, σε αναγνωρίζω, φυσικά σε αναγνωρίζω, σε χαιρετάω, αλλά δεν θυμάμαι το όνομά σου, μιλάμε, προσπαθώ να το θυμηθώ αλλά τίποτα, συνεχίζουμε να μιλάμε, αλλά και πάλι τζίφος, τελικά αποφασίζω να σε ρωτήσω, αποκαλύπτεται ότι εσύ θυμάσαι το δικό μου, ενώ εγώ όχι, πράγμα που κάνει τη ντροπή μου ακόμα μεγαλύτερη, σου ζητάω να μου το πεις, τίποτα, σε παρακαλάω, σε εκλιπαρώ, εσύ ανένδοτη, τελικά το εκμαιεύω απ' τη φίλη σου. Ανταλλάσσουμε κινητά, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Περνάει η Κυριακή δίχως εξάψεις και έρχεται η Δευτέρα. Σε 2 ώρες θα είμαστε μαζί. Θα χορεύουμε όλο το βράδυ μαζί.
Την επόμενη μέρα, έχω ένα τεράστιο κενό και προσπαθώ να το καλύψω κάπως. Παίρνω σβάρνα τα μουσεία μα είναι ημέρα Τρίτη, οπότε αυτά ολημερίς κλειστά. Το κινητό μου απ' την άλλη παραδόξως ανοιχτό, είχα φροντίσει να το φορτίσω. Κοντοστέκομαι. Σκέφτομαι. Το ζυγίζω στο μυαλό μου. Δεν είχα πρόθεση να σε πάρω στο λέω. Μα σε πήρα. Θες από βαρεμάρα, θες από αναζήτηση της πρόσμιξης. Δεν ήμουν σίγουρος για μας αγάπη μου. Απάντησες όμως και δώσαμε ραντεβού στις 2. Απρόοπτα μπήκαν στη μέση και μετέφεραν το ραντεβού μισή ώρα αργότερα. Και έπειτα μία ώρα αργότερα. Κι άλλη μισή. Και μία ακόμα. Περιφερόμουν στο κέντρο ταλαντευόμενος. Ξεκρέμαστος. Ούτε όρεξη να παίξω τον τουρίστα δεν είχα. Στις 4 κι ενώ το πήρα επιτέλους απόφαση και άρχισα να κατευθύνομαι προς το σπίτι, με πήρες τηλέφωνο. Έκανα μεταβολή και έτρεξα στους Αμπελόκηπους, στο μετρό. Περίμενα. Περίμενα κι άλλο λίγο. Έβγαλα την μισοτελειωμένη Ελαφρότητα του Κούντερα. Σημαδιακό. Μόλις που έφτασες. Εσύ καλοκαιρινή, λυγερή και αλλιώτικη. Εγώ βαριοντυμένος, ανήμπορος να πιστέψω ότι ο χειμώνας πέρασε. Ήρθες και έφερες την Άνοιξη καρδιά μου.
Τις επόμενες 4 ώρες τις βγάλαμε σε ένα ωραίο καφενεδάκι κοντά στο Ιπποκράτειο. Μιλήσαμε για τα πάντα, για τα ταξίδια μας, για τα ενδιαφέροντά μας, ανταλλάξαμε ζωές και χαράξαμε κοινά σημεία πάνω στο τραπέζι εκείνο. Γύρω από αυτά τα σημεία σχεδιάσαμε ομόκεντρους κύκλους και μέσα σε αυτούς περιστρεφόμασταν για ώρες. Τι κι αν οι συζητήσεις μας ήταν κυκλικές; Τι κι αν ήταν συνηθισμένες; Τι σημασία έχει απ' τη στιγμή που κοιταζόμασταν αναφανδόν στα μάτια; Κάποια στιγμή φύγαμε και πήγαμε για ταινία στην Ίριδα. Κάτσαμε δίπλα, τα σώματά μας όλο και πλησίαζαν, τυχαία αγγίγματα, φανερές ματιές, κρυφά υπονοούμενα. Μετά το φινάλε της τσέχικης ταινίας, περπατήσαμε ως τη γωνία που συναντιούνται η Πανεπιστήμιου και η Τρικούπη. Εσύ πήγαινες Ομόνοια και εγώ να πάρω το λεωφορείο από την Ζωοδόχου Πηγής. Πριν αποχαιρετιστούμε, μια ξαφνική παρόρμηση με έπιασε και σε ρώτησα για το επώνυμό σου. Ένιωσα χρέος να αποστηθίσω τουλάχιστον αυτό με την πρώτη, στο όνομά σου τα είχα θαλασσώσει ήδη δυο φορές. Υποσχέθηκα ότι θα το θυμάμαι. Και πριν φύγω, ξαφνικά, έγειρα και σε φίλησα. Κι έπειτα σα να μη συνέβη τίποτα, έκανα περιστροφή και έφυγα. Σε έπιασα εξαπίνης, παραδέξου το. Μετά από λίγο και αφού είχα ήδη απομακρυνθεί γύρω στα 5 μέτρα, άκουσα να μου φωνάζεις "ναι σιγά μην το θυμάσαι, εδώ δεν θυμόσουν το όνομά μου".
Και όντως μέχρι να φτάσω στη στάση το είχα ξεχάσει! Δεν είχα όμως ξεχάσει πόσο εκκεντρικός ήμουν εγώ ως τότε (ξεχνιούνται αυτά άλλωστε;) και για του λόγου το αληθές, μόλις έφτασα σπίτι, σε πήρα τηλέφωνο να ρωτήσω αν έφτασες σώα και αβλαβής αλλά και να σου ξεκαθαρίσω ότι εγώ δεν είμαι απ' αυτούς που (κανονικά) αναλώνονται σε τέτοιου είδους κοινοτοπίες. Τέτοια ήξερα, τέτοια έλεγα. Έλεγα να βρεθούμε την επόμενη, αλλά τελικά κανείς από τους δύο δεν μπορούσε. Την παραεπόμενη ήταν Τσικνοπέμπτη και είχα βγει με φίλους. Σε κάλεσα να έρθεις μαζί και δέχτηκες. Στην επιστροφή μόνο που δεν πηδηχτήκαμε μέσα στο λεωφορείο. Είχα όμως διάβασμα για την επόμενη, οπότε δεν έμεινες σπίτι. Δεν πειράζει έμεινες την επόμενη. Και την επόμενη. Και τις επόμενες γενικότερα.
Γενικά οι μήνες πέρασαν, η συνήθεια ήρθε και έπεσε πάνω μας, πολλά έγιναν, άλλα καλά, αλλά κακά, ήρθαν τα γενέθλιά σου, στο βιβλίο που σου έκανα δώρο, είχα αφιέρωση πάνω θυμάσαι; Έγραφε "εξουσίασέ με". Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Τα κατάφερες. Σε ερωτεύτηκα. Άλλοι αργοπεθαίνουν λόγω απεργίας πείνας, άλλοι αλληλομαχαιρόνονται εφαρμόζοντας διδαχές του Σουν Τζου (εκμεταλλευόμαστε την υπεραριθμία μας και βαράμε άνανδρα), εγώ στην κοσμάρα μου. Στην κοσμάρα μου, στην καρακοσμάρα μου, πια δεν υπάρχει τίποτε άλλο, παρά μόνο εσύ. Κυκλοφορώ στους δρόμους σα μεθυσμένος και δεν έχω πιει τίποτα, σα λαχανιασμένος και δεν έχω τρέξει. Και τα δυο, ευφορία και καρδιοχτυπήματα μου τα έφερες εσύ. Ξαφνικά. Διαβάζω μυθιστορήματα, συγγράμματα, θολές γραμμές, λέξεις κομμένες, φράσεις ασυνάρτητες, τα μάτια μου δεν μπορούν να προσπελάσουν τα γραπτά, το μυαλό μου πετάει αλλού, μπροστά στα μάτια μου περιφέρονται μονάχα δυο λέξεις, που αυτές ναι, τις βλέπω ξεκάθαρα και με ενάργεια: σε θέλω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου