Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Ανάσταση της Πλάκας


Μονάχα να απαντάει σκωπτικά ήξερε η ατακαδόρισσα. Κάθε χρόνο τα ίδια. Ανήμερα της Λαμπρής, πειραχτήρι παλιάς κοπής, περίμενε πώς και πώς να της ευχηθούν οι ανυποψίαστοι. Μα τι έφταιγαν και αυτοί οι δύσμοιροι, θα μου πείτε, οι περισσότεροι άλλωστε, μόνο από συνήθεια ξεστομίζουν την καθιερωμένη ευχή, λόγω παράδοσης και όχι λόγω πεποίθησης· λιγότεροι, λίγοι έχουν μείνει πια που την πιστεύουν και την εκφέρουν συνειδητά. Αυτή όμως τους τσουβάλιαζε όλους αδιακρίτως και αναλάμβανε δράση. Μετά το "Χριστός Ανέστη" που της αποκρίνονταν οι καλοπροαίρετοι, αυτή αφού αφήσει την πρότερη νωχελική στάση της, μεθοδικά ακολουθεί την παρακάτω συστηματικοποιημένη πρακτική: χαιρέκακα χαμογελά από μέσα της, συγκρατημένα αντιδρά απέξω της, ισιώνει το κορμί της, σουφρώνει τα χείλη της με επισημότητα, με αβρότητα, τείνει το χέρι της και με χλευαστική σοβαροφάνεια απαντάει "Αληθώς-ο-Κύριος!". Έτσι, τονίζοντας κάθε λέξη με πομπώδη τρόπο, κονιορτοποιούσε κάθε ψήγμα ευσέβειας, ξεφτύλιζε όχι μόνο το έθιμο, αλλά και σένα τον ίδιο, που τόλμησες να της ευχηθείς. Πλέον η αντίδρασή της η ίδια είχε καταντήσει έθιμο, όχι όμως και η μανιέρα της, εναλασσότανε, δεν γινότανε κουραστική, είχε κι άλλες απαντήσεις στο παλμαρέ της, όπως "Αληθώς Ασβέστη" και άλλα τέτοια ασόβαρα που τώρα δεν τα πολυθυμάμαι, και δεν λέω, πλάκα έχουν να τα ακούς από δεκάχρονα ή να τα διαβάζεις σε τοίχους και προφίλ που βοάνε από πλήξη, αλλά όχι κι από μια 28χρονη ολοκληρωμένη γυναικάρα. Βέβαια δεν μπορούσες να της το αρνηθείς, γούστο είχε, παλιμπαίδιζε χαριτωμένα και προπάντων απενεχοποιημένα, όχι σαν κάτι άλλους που το παιδί που κρύβουν μέσα τους (σικ) από καιρό το έχουν ξεχάσει ή σφάξει οι ηρώδηδες, θα τους αναγνωρίσετε εύκολα· αυτοί είναι που στα δικά μου τ' αυτιά κάνουν περισσότερη φασαρία, όταν εμμονικά δυσανασχετούν με τους κρότους από τα βαρελότα που πιτσιρίκια πετούν στις παρακείμενες αυλές ή δρόμους της εκκλησίας με το άκουσμα της χαρμόσυνης αναγγελίας, παρά οι κρότοι των βαρελότων που μας κάνουν να αναπηδούμε στιγμιαία αυτοί καθαυτοί.

Αυτή από την άλλη, είχε καιρό να ακούσει και χαρμόσυνες αναγγελίες (εξαιρούνται αυτές του Σαμαρά), αλλά και δυναμιτάκια. Εκκλησία δεν είχε κοντά, χωμένη και αποκομμένη ζούσε μέσα στην φυσιολατρική -ίσως και ειδωλολατρική- αστική περιοχή πίσω από το Καλλιμάρμαρο. Πάσχα έμπαινε, Πάσχα έβγαινε, οι μνήμες της στατικές, αναλλοίωτες και απαρχαιωμένες την πήγαιναν πίσω στα καλντερίμια της Νισύρου, από όπου τραβάει την καταγωγή της. Η γιαγιά της από την πλευρά του μπαμπά της, η Νισυριώτισσα, η θρήσκα, τους έπαιρνε και τους πήγαινε εκκλησία όλους μαζί. Αυτήν, τους γονείς της, τα αδέρφια της, τους θείους της, τις ξαδέρφες και τα αχώνευτα ξαδέρφια της. Και αχώνευτα γιατί ποτέ δεν τα συμπάθησε ούτε αυτά, ούτε το σπίτι τους που αναγκαστικά πέρναγε το μεγαλύτερο μέρος των πασχαλιάτικών της διακοπών, ούτε τη Νίσυρο την ίδια, μα ούτε και την εκκλησία, τα θεία πάθη, την θρησκεία, την ορθοδοξία, τις θρησκείες γενικά. Το μόνο που συμπάθησε, το μόνο που της άρεσε ήταν τα αγόρια και δη τα ξένα, τα αλλοδαπά που τότε με την έναρξη της σεζόν, άρχιζαν να σκάνε μαζί με τους γονείς τους κατά δεκάδες δια να θαυμάσουν τα θέλγητρα των Δωδεκανήσων. Άμα το Πάσχα έπεφτε Μάιο κιόλας, τότε η καλοπέρασή της ήταν εγγυημένη. Όλο στις ακρογιαλιές την έβγαζε μαζί με την Κωνσταντίνα, την ξαδέρφη της την αγαπημένη, τάχα μου για μπάνιο. Μα η κάψα του μαγιάτικου ήλιου δεν ήταν τόσο ανυπόφορη, ώστε να καταφεύγεις πρωί βράδυ στις πρώιμες βουτιές. Η κάψα της ήταν άλλη: τα τουριστάκια που της την πέφτανε σωρηδόν. Εξασκούσε μάλιστα και τα εγγλέζικα που από τρίτη δημοτικού μάθαινε στο φροντιστήριο κι έτσι αφενός ξεφτέρι είχε γίνει στα αγγλικά, αφετέρου ξένη έμοιαζε επιδερμικά, ε δεν ήθελε πολύ να την περνάει ο κόσμος και για ξένη, ξένη ένιωθε, ξένη στον ίδιο της τον τόπο. Έχασε την παρθενιά της ετών 13, από ξένο στα ξένα, Δευτέρα του Πάσχα, στην Παχιά Άμμο, εκεί που σκάει το κύμα.

Από τότε έχουν περάσει πολλά κύματα και πολλά Πάσχατα. 15 για την ακρίβεια, αν κρατάει κανείς σκορ. Κι έχει πάει με τόσους άνδρες που ξεπερνάνε τα 4 πρώτα πολλαπλάσια του 15. Αν κανείς κρατάει σκορ πλέον. Γιατί είναι ιντριγκαδόρικο μέχρι τους πρώτους 50, ερεθιστική η προσμονή του τριψήφιου και λύτρωση η πραγμάτωσή του. Μα οι περισσότεροι είτε βαριούνται στην πορεία είτε πεθαίνουν περιμένοντάς το. Αυτή έτσι όπως πήγαινε θα το κατακτούσε γρήγορα, μάλιστα προς υπεράσπισή της, έκανε 3 σοβαρές σχέσεις που της ανέκοψαν την πρόοδο. Η πρώτη ήταν στα 19 της και ήταν δίχρονη. Η δεύτερη στα 23 της και ήταν ενός χρόνου και ίσως και εκτός χρόνου. Και η τρίτη και η σημαντικότερη, καπάκι στα 24, όπου διήρκεσε τρία χρόνια. Όχι ότι δεν πήγε και με άλλους στο ενδιάμεσο, αλλά να όσο να' ναι οι ρυθμοί πέφτουν, όταν έχεις κάποιον προσκολλημένο δίπλα σου. Από ένα σημείο και μετά μάλιστα, όταν και η τρίτη σχέση της είχε αρχίσει να ρουτινιάζει, επιδίωκε να κάνει σεξ με τον πρώτο τυχόντα, άσχετα αν ήταν ωραίος, ενδιαφέρον ή βλάκας, με την χρησιμοθηρική επιδίωξη, έπειτα να αποκαλύψει την απιστία στον δικό της, να τσακωθούν για μισή ώρα και έπειτα να επιδοθούν σε άγριο, παθιασμένο σεξ. Ήταν που ήταν drama queen, το μετασυμφιλιωτικό σεξ εκτόξευε την λίμπιντο και συνεκδοχικά την απόλαυση στο ζενίθ. Δεν μου αρέσει όμως να αφήνω υπόνοιες για τις ηρωίδες μου. Όλα κι όλα, ήταν ντόμπρο άτομο, η ειλικρίνεια την χαραχτήριζε, ακόμα και στα πλαίσια της πουριτανικής Ελλάδας, κανείς πληγωμένος γκόμενος δεν την αποκάλεσε ποτέ πουτάνα ή κάτι παρεμφερές, είχε ξεκαθαρισμένα τα σχεσιακά της ζητήματα από πριν και λελογισμένα. Ήταν αξιοθαύμαστη, εκτός από πανέμορφη.

Είχε ξανθιά μαλλιά, συνήθως πιασμένα αλογοουρά με δυο τουφίτσες που στεφανώνανε το πρόσωπό της το ωχρό, που ήταν λεπτό, με γωνίες, με μια ελίτσα πάνω από το δεξί φρύδι, χείλια σαρκώδη (τύφλα να 'χει η Χέντρικς), ήταν λεπτή, με λεπτούς εύθραυστους ώμους και σε αντιδιαστολή δυο στήθη που συνήθως φοριούνται με ντεκολτέ, δύο υπέροχα στήθη, όπου τα στίφη των νεαρών οπαδών ήτανε διατεθειμένα να προβούν σε εμπρησμούς και λεηλασίες προκειμένου να τα αποκτήσουν, ειδικά τότε, ειδικά όταν αυτά πάλλονταν, ειδικά όταν ξεκινούσε να χορεύει, να χορεύει στα μαγαζιά και στα ιδιωτικά πάρτι. Της άρεσε ο χορός, αλλά όχι τα είδη των χορών που διδάσκονται ή μπαίνουν σε λέσχες εκμάθησης, αντίθετα φόρτε της ήταν ο προσωπικός στροβιλισμός υπό τους ήχους 90's, 80's κομματιών, με έκσταση ή χωρίς, της ήταν αδιάφορο (άσχετα αν διάλεγε πάντα το πρώτο, φανταστείτε εξτραβαγκάντζα), αυτός ο εσωτερικευμένος χορός που κρύβει μέσα του αχαλίνωτο και παράφορο πάθος για όλους ανεξαιρέτως και όχι για κάποιον ξεχωριστά στο μπαρ που λαγνοκοιτάει, για το πάθος αυτό μιλάω, που επειδή δεν απευθύνεται ξεκάθαρα σε αυτούς που κανονικά θάπρεπε -θάπρεπε επειδή ώρα τώρα προσπαθούν να την κεντρίσουν, να την κερδίσουν οι επιτήδειοι- δεν το καταλαβαίνουν, το υποτιμάνε οι νοτιοανατολίτες, το παρεξηγούν και το περιγελάνε. Μα εκείνη χαμπάρι δεν παίρνει, όχι γιατί δεν της κόβει, αλλά επειδή δεν νοιάζεται για την μετριότητα που κυκολοφορεί εκεί έξω, άλλωστε συνήθως δεν κοιτάει, δεν κόβει αντιδράσεις, προτιμά να την διεκδικούν αυτοί κι αν αυτοί νομίζουν πως όποια μοιάζει λες και προέρχεται λίγο πάνω από τις Άλπεις, είναι ξενέρωτη ή στερημένη, τους αφήνει να το νομίζουν, αυτοί δεν ξέρουν, αυτοί χάνουν· αυτοί λησμονούν ότι η πιο ολοκληρωμένη γυναίκα που έχει βγάλει αυτή η χώρα τα τελευταία 100 χρόνια, είχε τα χαραχτηριστικά μιας κλασσικής βορειοευρωπαίας, ήτανε ξανθιά, ψηλή, δανόφερνε, τσαμπουκόφερνε και ας κρατούσε ελληνικότατο όνομα. Μελίνα.

Ντάξει στην Μελίνα εξωτερικά δεν πολυέφερνε, αλλά ήταν επιβλητική και είχε τσαμπουκά. Έτσι όποιος δύσμοιρος έπεφτε θύμα των κονξών της και της επιχωριάζουσας σόλοικης απάντησης που αναφέραμε πιο πάνω, συνήθως τον έβλεπες πρώτα να λουφάζει στην γωνία του και έπειτα να προσπαθεί να το προσπεράσει χαζογελώντας δια της πλαγίου. Μόνο οι φίλοι της που την είχαν μάθει πλέον, ήξεραν και πρόσεχαν. Μα μη νομίζετε, δεν είχε εμμονή με το συγκεκριμένο θέμα, ούτε με τη θρησκεία γενικότερα, απλά είχε αλλεργία σε οτιδήποτε αλλοτριωτικό, καθεστηκυίο, συντηρητικό. Μάλιστα μια φορά έμπλεξε, αφού δεν κρατήθηκε, τα είπε χύμα στο οικογενειακό τραπέζι που ήταν καλεσμένη και τσακώθηκε σοβαρά με τον πατέρα του δεύτερου αγοριού της που δεν την ενέκρινε έτσι κι αλλιώς και της τα είχε από καιρό μαζεμένα. Κι αυτός όμως ήταν ελεεινός, της απάντησε με κουβέντες πολύ βαριές για το πόσο ελαφρών ηθών και ελαφρόμυαλη είναι. Αυτή εξανέστη, σηκώθηκε και έφυγε για πάντα από κείνο το σπίτι. Ο τότε γκόμενός της έτρεξε από πίσω κι αυτή τον έδιωξε από κοντά της, αφού πρώτα τον κατακεραύνωσε που δεν την υπερασπίστηκε, αλλά στην πραγματικότητα δεν την ένοιαζε αυτό, στην πραγματικότητα εκείνη την στιγμή τον κατακεραύνωνε για την καταγωγή του, για τους γονείς του, δεν έχει σημασία που δεν έφταιγε αυτός, εκείνη εκείνη την στιγμή από αυτό ασφυκτιούσε, αυτό την ενοχλούσε παθολογικά. Μέσα σε μια βδομάδα είχανε χωρίσει, μέσα σε δυο βδομάδες τον ήθελε πάλι πίσω, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι' αυτό πλέον ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Δεν τον πήρε να τα ξαναβρούνε, παρά μόνο τα έβαλε με τον εαυτό της, έκλαψε, κλείστηκε για λίγες μέρες μες στο σπίτι φυτοζωώντας και έπειτα συνέχισε την ζωή της δίχως να μετανιώνει, δίχως τα λάθη να την βαραίνουν. Τόσο χειραφετημένη ύπαρξη. Περασμένα, ξεχασμένα.

Στις 19 Απριλίου του σωτήριου έτους που διανύουμε, απολάμβανε τις παρατεταμένες -ούσα εκπαιδευτικός δευτεροβάθμιας, δεν το είπαμε αυτό- διακοπές του Πάσχα, κλεισμένη ερμητικά μέσα στο σπίτι της. Όνειρο το είχε να φύγει έξω, και όταν λέω έξω, εννοώ στο εξωτερικό να σπουδάσει, ζήσει, να αγαπήσει, να δουλέψει, αλλά ντάξει δεν ήταν αχάριστη και στην Ελλάδα πέρναγε φίνα, άλλωστε και οι γνωριμίες και οι σχέσεις που είχε συνάψει συγκυριακά με ανθρώπους από το εξωτερικό ήταν ένα κάποιο υποκατάστατο. Έτσι την πρώτη βδομάδα είχε αποφασίσει να ξεκουραστεί και να προετοιμάσει κάποιες ασκήσεις για τα παιδιά στο σχολείο, ενώ τη δεύτερη θα την περνούσε με έναν φίλο από το Αμβούργο που ανά καιρούς βλεπόντουσαν και πηδιόντουσαν. Είχανε γνωριστεί στην Σκόπελο πριν 4 χρόνια, και με τα φέισμπουκ δεν είναι δύσκολο να κρατήσεις επαφή. Αυτός ήθελε να δει και κάτι άλλους φίλους, ε και προτίμησε φέτος που συμπέφτουν το καθολικό με το ορθόδοξο Πάσχα μαζί, να επισκεφτεί τη χώρα μας, να επισκεφτεί την φίλη μας νωρίτερα από ότι συνήθως, με αποτέλεσμα στις καλοκαιρινές του διακοπές να κάνει επιτέλους το ταξίδι μέχρι την Αίγυπτο, ταξίδι που έλεγε από πάντα, αλλά όλο αυτή η πλανεύτρα τελευταία χώρα πριν το Λιβυκό, κατ' εξακολούθηση τον εμπόδιζε να κάνει. Μ' ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια.

Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί, αυτή σηκώθηκε μεσημέρι. Δεν βιαζότανε, ούτε αγχωνότανε μήπως βρει τα μαγαζιά κλειστά, θα πέρναγε ούτως ή άλλως την Κυριακή του Πάσχα στους γονείς της. Καιρός ήτανε να δει και τα αδέρφια της που μεγάλωσαν πια, χαθήκανε και οι δύο φοιτητές, φύγαν από Αθήνα, τους βλέπει πια στη χάση και στη φέξη. Σηκώθηκε κατά τις 2, αγνόησε επιδεικτικά τις κλήσεις στο κινητό της από έναν επίμονο θαυμαστή -εραστή της μιας νύχτας- και έβαλε μπρος την εσπρεσιέρα. Ήτανε κακόκεφη, κάθε Μεγάλη Βδομάδα ήτανε, όσο πλησίαζε η δήθεν Ανάσταση μάλιστα, συγχυζότανε ακόμα περισσότερο. Μια ολόκληρη χώρα παραλυμένη σε αφελείς μύθους και γραφικές ευχές. Δεν ήθελε να εισπνεύσει το κλίμα των ημερών. Έμεινε λοιπόν αντίθετα από τις παρεκκλίσεις των φίλων της κλεισμένη ως τις 8 το βράδυ μέσα, ώσπου δεν άντεξε και έτσι όπως ήταν, φορώντας τα σταράκια της, μία φόρμα, ένα τιραντάκι αμάνικο και μία ζακέτα βγήκε ινκόγκνιτο έξω να πάρει μια τζούρα αέρα. Έπιασε με τα πόδια την Βασιλίσσης Όλγας και συνέχισε, ώσπου έφτασε τις στήλες του Ολυμπίου Διός, διέσχισε την Αμαλίας και βγήκε Πλάκα. Έκοβε βόλτες άσκοπα, προσπαθούσε να αισθανθεί τον παλμό του κόσμου, προσπαθούσε να αλληλεπιδράσει με τους λίγους περαστικούς, με τα κατεβασμένα παντού ρολά, με το ανοιξιάτικο αστικό τοπίο της Αθήνας στα καλλίτερά του. Δεν μπορούσε. Ματαιοπονούσε. Έψαχνε απαντήσεις, δεν έβρισκε απαντήσεις, ήθελε κόσμο, δεν έβρισκε κόσμο, άδεια η πόλη που πήγαν όλοι και τα συναφή. Έλεγε υπομονή, λίγες ώρες είναι μέχρι την "ανάσταση", θα περάσουν.

Έπιασε Αρεοπαγίτου. Την διέσχισε όλη μέχρι πάνω, ανεμπόδιστα, δίχως στάση. Μεταξύ Παρθενώνος και Ερεχθείου, σταμάτησε μπροστά σε μια μικρή εκκλησιά που δεν την είχε ξαναπροσέξει. Κοντοστάθηκε, μειδίασε και λέει "δεν γαμιέται". Μπήκε μέσα. Άσχετη τελείως από θεολογικά, δεν ήταν σίγουρη ποιανού δόγματος ήταν, ποιος θεός λατρευόταν εκεί μέσα. Ο καθολικός, ο ορθόδοξος, ή μήπως κανάς Ιεχωβάς, μπα όσο αδαής και να το 'παιζε, ήξερε ότι ήταν ορθόδοξη. Στην Ελλάδα είμαστε άλλωστε. Κάθισε να ξεκουραστεί σε μια καρέκλα πίσω-πίσω. Μα αντίθετα από τον Τελώνη της παραβολής αυτή μήτε έκλαψε μήτε ζήτησε συγχώρεση. Παρά μόνο κοιτούσε με ψυχαναγκαστική προσήλωση τους νεωκόρους που 1μιση ώρα πριν την έναρξη της Πασχαλιάτικης ακολουθίας ετοίμαζαν τον χώρο. Σκούπιζαν τα χαλιά, το πλακάκι που έμενε ακάλυπτο, καθάριζαν τις εικόνες, άλλαζαν λάδι στα καντήλια. Αυτηνής της άναβε το αίμα στο κεφάλι και της 'ρχόταν να τραβήξει κανά καντήλι προς τα δύσμορφα αυτά ανθρωπάκια που είχαν αναλάβει αναντίρρητα αυτό το υποτακτικό έργο. Δεν την πείραζε η δουλειά καθαυτή, άλλωστε καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή, αλλά η έλλειψη αυτοεκτίμησης που απέπνεαν οι υποχείριοι, σε συνδυασμό με τη χριστιανική καταπίεση που άθελά τους αντιπροσώπευαν, δημιουργούσε στο μυαλό της μια εικόνα ακατανόητη. Έστρεψε αλλού το βλέμμα της, βάλθηκε να κατανοήσει τουλάχιστον τις τοιχογραφίες, άρχισε να επεξεργάζεται τις εικόνες, την αρχιτεκτονική της εκκλησίας, άρχισε τελικά να εκτιμάει κάποια πράγματα εκεί μέσα, τα λιβάνια που μυροβολούσαν μια μυρωδιά ακαταμάχητη, το ημίφως, τα λουλούδια, η περασμένη ώρα, όλα μαζί εξέλυαν μια μυστικιστική ατμόσφαιρα, στην οποία πιστεύεις, δεν πιστεύεις, δεν μπορείς να αρνηθείς ότι έχει μια κάποια αξία, δύσληπτη, αλλά υπαρκτή.

Άρχισε να της αρέσει. Μοναχά να κάθεται και να κοιτάει. Οι νεοκόροι την είχανε προσέξει, μα επιφορτισμένοι με ένα καθήκον που δεν σήκωνε αναβολές, δεν σταμάτησαν τη δουλειά τους για να της μιλήσουν, παρά μόνο την άφησαν να τους παρατηρεί ή τέλος πάντων να κάθεται στη γωνιά της ήσυχη. Μα και αυτή πιο ήσυχη πια, πιο γαλήνια, τους έβλεπε με συμπάθεια και αν όχι με συμπάθεια τουλάχιστον όχι με μνησικακία. Να 'φταιγε το μέρος; Ήξερε ότι οι θρησκείες είναι κατασκευασμένες από τον άνθρωπο, αλλά η μαζική επίκληση στο θείο, στο ανώτερο, βγάζει κάτι υπερφυσικό, κάτι πνευματικό και κατανυκτικό, το οποίο ακόμα και να μην το έχεις προκαλέσει ή ζητήσει, δεν μπορείς να το παραβλέψεις. Γιατί όπου και αν είχε πάει ως ώρας, από το μουσουλμανικό τέμενος στο Ζάγκρεμπ, τον αγγλικανικό ναό στο Ίπσουιτς, μέχρι τον καθολικό της Κολωνίας και την ορθόδοξη εκκλησούλα τώρα στην Αρεοπαγίτου, ήταν κοινός τόπος ακόμα και για μια άθεα, ότι μια κάποια υπεραισθητική δύναμη ήταν έκδηλη, αντιληπτή και παρούσα κι ας ήξερε εκ των προτέρων ότι είναι επιστημονικά μη αποδείξιμη. Άραγε υπάρχει κάποιος μονοθεϊστικός Θεός ή έστω ανώτερα όντα, όπου εμείς οι ατελείς άνθρωποι προσπαθούμε να τα πιάσουμε σαν μια πλατωνική μεταφυσική ιδέα, μα αποτυγχάνουμε εξαιτίας αυτής ακριβώς της εγγενής μας ατέλειας ή επειδή είμαστε ατελείς κατασκευάζουμε χίμαιρες για να μην νιώθουμε μόνοι, για να έχουμε ένα αποκούμπι, να αφεθούμε, όταν τα πράγματα στραβώσουν επικίνδυνα μέσα στον ατελή κόσμο που έχουμε φτιάξει;

Ένα χέρι που την άγγιξε απαλά στον ώμο, διέκοψε τις σκέψεις της. Απορροφημένη στον συλλογισμό της δεν είχε ακούσει τις εκκλήσεις του νεωκόρου, ενός καλοσυνάτου γεροντάκου, ο οποίος μάλλον πολλές φορές προσπάθησε να της διαμηνύσει ότι πρέπει να περάσει έξω, γιατί η ώρα ήταν περασμένες 10 και η εκκλησία θα έκλεινε για το κοινό, για ένα μισάωρο μονάχα, πριν ξανανοίξει 11 παρά για την μεγαλοσαββαδιάτικη λειτουργία. Ξαφνιάστηκε με αυτή την άσχετη για το πνεύμα της θρησκείας παράκληση του γεροντακίου, μα όταν βγήκε έξω και κοντοστάθηκε, σκέφτηκε ότι όχι, ίσα-ίσα είναι σύμφωνη με το πνεύμα της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης, γιατί αυτή σαν μία σύγχρονη Εύα αναζητούσε την γνώση μέσα σε κείνο το μέρος και κάποιος την εμπόδισε, την εκδίωξε από τον κήπο της Εδέμ μόλις είδε ότι πάει να φάει από τον καρπό της γνώσης ως πιστή επανάληψη της κάλπικης οδηγίας πίστευε και μη ερεύνα. Νευριασμένη που επηρεασμένη από μια άνευ προηγούμενου θετική προδιάθεση έναντι της εκκλησίας, φάνηκε να δικαιολογεί στην αρχή τον διωγμό της, είπε άι σιχτίρ, επανήλθε στην πρότερη μαυρίλα της και πήρε να κατεβαίνει την Αεροπαγίτου για να βγει στο μετρό Ακρόπολης, για να βγει στο μετρό Ηλιούπολης, για να βγει στο πατρικό της. Ο καιρός ήταν αίθριος, Σάββατο βράδυ, ακόμα λιγότερος κόσμος γύρω -κυρίως τουρίστες- περπάταγε στο πεζοδροποιημένο αυτό υπέροχο βουλεβάρτο, κάτω από την σκιά της Ακρόπολης, που όπως κάθε βράδυ, έστεκε φωταγωγημένη, περήφανη, ανυπότακτη, μια αρχαία εκκλησία που κατά καιρούς φιλοξένησε διαφόρους θεούς, κατακτητές και δυναμίτες. Σαν αυτούς που θα σκάνε σήμερα κατά χιλιάδες σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.

Αν σας πω ότι εκεί που περί άλλων τύρβαζε, εκεί που σκεφτότανε για την Ακρόπολη, για τις θρησκείες, για τον ανύπαρκτο θεό, έπεσε τυχαία πάνω στη μοναδική απόδειξη ότι δεν έγιναν όλα τυχαία σε τούτο τον κόσμο, στο κάρμα, στο θέλημα του Θεού, στον έρωτα τον ίδιο αυτοπροσώπως, θα με πιστέψετε; Θα είναι πολύ μελό; Πολύ καλό για να είναι αληθινό; Απίθανο; Υπερσυντηρητικό, συντηρητικό αδιέξοδων ονείρων και ελπίδων, επιζήμιο για το δημόσιο φαντασιακό, μικροαστικό παράγωγο ενός "eat, pray, love" συστήματος, αποδραστικό από μία αναπόδραστη συνταγή; Μπορεί, και κατηγορείστε με για την έκπτωσή μου, ελεύθερα, όμως η ιστορία έτσι γράφεται, όχι όπως θα 'πρεπε, και εγώ θα προτιμούσα ίσως να μην το γράψω, να το κρύψω, να το διαγράψω από τη μνήμη μου, μα συνέβη και αν δεν συνέβη στην πραγματικότητα, συνέβη αυτούσιο μες στο μυαλό μου και μην ξεχνάτε ότι από καιρό, φαντασία και πραγματικότητα, ψέμα και αλήθεια πάνε χέρι-χέρι, το είδα, δεν έχει σημασία πού, δεν έχει σημασία αν το είδα στον ύπνο μου ή στον ξύπνιο μου, είναι μια ιστορία νικητών και οι νικητές είτε υπαρκτοί, είτε ανύπαρκτοι γράφουν την δική τους ιστορία και άντε μετά έλα -με τι σθένος;- να τους αντικρούσεις.

Ο έρωτας ο νικητής είχε και όνομα και αριθμό. Το όνομα δεν έχει σημασία (δεν είχε γίνει γνωστό ακόμα ούτως ή άλλως), έχει όμως σημασία ο αριθμός. Τέσσερα. Ο έρωτας ο τέταρτος ο παντοτινός. Έτσι δεν χαραχτηρίζεται ο μητρικός; Ένα μωρό μέσα σε κούνια, παρατημένα και τα δυο έξω από το πρώην σπίτι του Τσοχατζόπουλου. Ποιος το άφησε εκεί; Μια μητέρα άκαρδη; Χαραχτήρας δραπέτης από τους Άθλιους του Ουγκώ; Το πεπρωμένο; Ο Θεός ο ίδιος; Μα δεν είναι αυτός ένας πλεονασμός, για σταθείτε, και τι είναι το πεπρωμένο, αν όχι ένας Θεός χωρίς πρόσωπο, με άλλο πρόσωπο, το ίδιο πρόσωπο ουσιαστικά, η ίδια πλευρά του νομίσματος, ένας Θεός που λατρεύεται διαφορετικά, όχι προσωπολατρικά. Θύμωσε που το είδε. Αν υπήρχε Θεός και της το έφερε εκεί ουρανοκατέβατο, ήταν μία εξοργιστικά παραβιαστική και κατάφωρα εξουσιαστική κίνηση εκ μέρους του, τι δηλαδή να πιστέψει εξαναγκαστικά ήθελε, επίδειξη δύναμης έκανε, να φωνάξει "θάμα, θάμα" και να ενταχθεί σε μία αόριστη συνομοταξία ήθελε, αυτό ήταν το ζητούμενό του; Νόμιζε πως ο σκοπός του χριστιανισμού ήταν η ελευθερία, το τσιτάτο που επικοινωνούσανε οι ταυραμπάδες ήταν αυτό, το προσωπικά επιλεγμένο βίωμα, από το σχολείο της είχε μείνει, ότι το πιστεύω του πιστού πρέπει να εγείρεται από πνευματικά υψηλά ερεθίσματα και όχι από εντυπωσιασμούς και θαύματα μιας κάποιας καλοκουρδισμένης παραγωγικής μηχανής. Η αντιδραστικότητα στο αποκορύφωμά της: αυτή και τον Χριστό να έβλεπε να περπατάει στο νερό, θα του λεγε "πέσε και κολύμπα ρε και σταμάτα να καυχιέσαι!".

Μα για καθίστε. Αυτήν την απασχολούσανε ακόμα υπερφυσικά ανούσια ζητήματα και όχι καυτά, μεταφυσικά, ηθικά ζητήματα που θα απασχολούσανε στην θέση της οποιονδήποτε άλλο! Λες και είχε αποφασίσει να το κρατήσει, έτσι απλά, λες και είχε κολλήσει ο εγκέφαλος της σε μια μοναχά λεπτομέρεια, σε μια πολύ μικρή, πανέμορφη λεπτομέρεια, στα άκλαυτα και γαλάζια ματάκια του πανέμορφου μωρού που κούναγε και κράταγε στην μητρική αγκαλιά της. Είχε μαργώσει από ένα ρίγος, από ένα σύγκρυο ανεπανάληπτο που την έκανε να σκέφτεται παράξενα, ανορθόδοξα, ίσως και παράλογα, ο συλλογισμός της έτρεχε αλλού, ήταν αλλού, είχε πάθει σοκ, την διακατείχε ένα αίσθημα αποκαλυπτικό, λες και όχι ένα μωρό, αλλά ο ίδιος Θεός φάνηκε μπρος της, συνοδεία μιας κουρείας φτερωτών αγγέλων. Όταν όμως επανήλθε στην πραγματικότητα, στο τώρα, έβαλε της υπερφυσικές σκέψεις και παραβολές για λίγο στην άκρη και άρχιζε να ψευτορωτάει τους περαστικούς αν ξέρουν τίποτα, αν κανείς τους είχε δει κάποιον που το άφησε, αν ήταν ώρα παρατημένο, αν κάποιος απρόσεχτος γονιός έτρεχε αλαφιασμένος πιο κάτω ή πιο πάνω ψάχνοντας για το παιδί που ξέχασε.

Κανείς δεν ήξερε τίποτα. Όλοι βιαστικοί ήτανε για να προλάβουν την ανάσταση ή ξένοι που δεν μιλούσαν γρι γριέγο. Της είπανε να το πάει στην αστυνομία, να δηλώσει εξαφάνιση. Μα ούτε τα στοιχεία του μωρού ήξερε, ούτε το ίδιο ήξερε να μιλάει. Και να μιλούσε τι να 'λεγε δηλαδή; Πήρε απόφαση να το κρατήσει. Τουλάχιστον για λίγες ώρες, να μην το πάει στην αστυνομία ακόμα, να μην περάσει το μωρό ανάσταση στο τμήμα. Θα περίμενε εκεί ως το πρωί και αν δεν φαινόταν η μάνα, τότε θα το παρουσίαζε στους μπάτσους. Το μωρό στην αγκαλιά της κοιμότανε σαν μωρό, δεν είχε κλάψει ή ανησυχήσει μήτε λεπτό. Είχε βρει τη μάνα του. Και η μάνα του πότε το νανούριζε, πότε του μίλαγε. Του έλεγε την ιστορία της ζωής της, ήθελε να την γνωρίσει εις βάθος πριν αποχωριστούν, ήταν πολλά να καλύψουν τα κενά. Μα τους πρόλαβε η ανάσταση, τα δυναμιτάκια, η χαρούμενη πομπή του κόσμου που αντάλλαζε τα χαρμόσυνα νέα ενθουσιασμένο λες και η "ανάσταση" ήταν γεγονός νεοφανές, λες και δεν ήτανε μια διαδικασία που επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο, λες και δεν το περίμεναν, λες και αυτή τη χρονιά μπορεί να μην αναστηνόταν ξέρω γω, λες και κάτι μπορεί να γινόταν και οι πέτρες να μην άνοιγαν και η Μαγδαληνή να τον αντίκρυζε τον Ιησού πεθαμένο. Όσες χρονιές κι αν περάσουν, όσες μόδες κι αν παρέλθουν, όσες σέλφι κι αν θεμελιώσουν μία καινούργια φωτογραφίσιμη και αποδείξιμη πραγματικότητα, όπου το πιστευτό πρέπει να είναι και αποδείξιμο, το οξύμωρο θα παραμένει, η έλλειψη φωτογραφιών και αποδείξεων από κείνη την μέρα της σωτήριας χρονιάς 33 Κ.Χ., αντιφατικά θα αναδεικνύει ως πιο στοιχειοθετημένη -χάρις σε με μια άλογη, κυκλική, αυταπόδεικτη τεκμηρίωση- πεποίθηση, την ερειδόμενη στην εθιμοτυπική πίστη και στην τελετουργία "ανάσταση" που δεν χρειάζεται θάματα για να διαιωνιστεί· άλλωστε τα θάματα είναι για τους απίστους, κανένα άγιο φως δεν θα αποκτούσε τέτοια εμβληματικότητα αν δεν υπήρχαν ορδές άθεων, έτοιμων να το αποδομήσουν, καμιά "ανάσταση" επιστημονικώς αδύνατη δεν θα είχε αποκτήσει τέτοια μεγάλη συμβολική αξία, αν δεν υπήρχαν οι λίγοι που θα έσκιζαν τα ιμάτια τους για την αμορφωσιά του κόσμου, συνολικά του κόσμου, αφού αυτή η ελπίδα, η ιδέα της αναστάσεως που διατρέχει όλες τις θρησκείες και όλους τους ανθρώπους, την ελπίδα ότι παρόλο τα σκατά που τρώμε καθημερινά κάτι υπάρχει, κάτι μπορεί να υπάρξει, αφού αυτός το έκανε, τι σημασία έχει αν δεν ξέρουμε, αν δεν έχουμε τεκμήρια, χειροπιαστά στοιχεία προς επίρρωση της πίστης μας, "Χριστός Ανέστη Ρε Μουνιά". Κάποτε θα ειπωθεί κι αυτό, η ανάγκη να γεφυρωθούν δύο κόσμοι, ίσως οδηγήσει την κυβέρνηση σύριζα αν όχι να το σκαρφιστεί, να το υιοθετήσει πάραυτα. Τι διάολο τσάμπα τσογλάν κυβέρνηση θα έχουμε, να μην επενδύσουμε την κενή της συνθηματολογία με λίγο γούστο και λίγο αέρα αντισυμβατικό; Αλλά ξεφεύγω.

Άκουσε κι αυτή "Χριστός Ανέστη" από κάποιους διερχόμενους που φεύγαν με τις λαμπάδες ακόμα αναμμένες, πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας, τους προσεγγίζει έτσι χωρίς δεύτερη σκέψη με το μωρό στην αγκαλιά, ατημέλητη και πυτζαμοφορούσα, μία βρεφοκρατούσα, μία απαστράπτουσα γυναικάρα, μία μιλφάρα περιωπής, τους χαμογελάει και τους αντεύχεται, παρόλο που αυτοί σε αυτήν δεν είπαν τίποτα: "Αληθώς Ανέστη!". Έτσι φυσιολογικά, χωρίς επιτήδευση, χλευασμό, κοροϊδία, περιγέλασμα, εμπαιγμό, λοιδορία, καζούρα, σαρκασμό ή ειρωνεία, χωρίς ίχνος μυκτηρισμού, δουλέματος, αποδοκιμασίας, προγκασίας ή επιτίμησης, ή οποιαδήποτε άλλης λέξης και αν βγάζει συνώνυμο το λεξικό του Μπαμπινιώτη. Τους ευχήθηκε "Αληθώς Ανέστη" απ' τα βάθη της καρδιάς της, όχι γιατί πίστεψε, αλλά γιατί το παιδί που κρατούσε στην αγκαλιά της την αναπτέρωσε ψυχολογικά, την ανέστησε αληθώς, και αυτοί δεν ξαφνιάστηκαν, της χαμογέλασαν και της αντέτειναν "Χρόνια Πολλά" και η μία μάλιστα κοπέλα ξεστράτισε και ήρθε κοντά να παίξει με το μωρό. Χάρηκε η πρώιμη μάνα. Και έπειτα από αυτήν, πολλοί ακολούθησαν με τις φλεγόμενες λαμπάδες τους, γιορτινοί, χαρούμενοι, άλλοι νέοι, άλλοι γέροι και όλοι αντάλλαξαν ευχές με την αγαλλιάζουσα μάνα, η οποία σε όλους ευχότανε "Χριστός Ανέστη", ούτε έναν δεν παρέλειψε κι αν κάποιος δεν την άκουσε ή από συστολή δεν της απάντησε, αυτή απάνταγε στον εαυτό της εκ μέρους του: "Αληθώς ο Κύριος!".

Τώρα τι έγινε ύστερα, με την ηρωίδα μου και το μωρό της, με τον έρωτα που βρήκε μες στα σπάργανα στο πιο αναπάντεχο σημείο, δεν ξέρω, να σας εξομολογηθώ εδώ μάλιστα, ότι τα έχω χαμένα, άλλα πήγαινα να γράψω και αλλού κατέληξα, βλέπετε, η ανάγκη να καλύψω το κενό των Χριστουγέννων που δεν ήμουνα εδώ, με οδήγησε στο να γεννήσω αυτή την αντισυμβατική και αλλόκοτη ιστορία ανάστασης, ένα μπαστάρδεμα μωρών και λύτρωσης, Χριστουγέννων και Πάσχατος, Χριστουπάσχατος; Όβερ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  © Free Blogger Templates Autumn Leaves by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP  

Site Meter