***
Δημοτικό ήμουν και θυμάμαι ξετρελαινόμουν για κρύο καρπούζι ή ζεστό καλαμπόκι μετά το μπάνιο σε απόμερη παραλία με τους γονείς. Οικογενειακά, σεμνά. Παραδοσιακά. Τότε το καλοκαίρι έφερνε ξυπνήματα από το πρωί και παιδικά στην τηλεόραση μέχρι τις 10. Έπειτα τρέξιμο, παιχνίδι, μπουγέλα, κλέφτες και αστυνόμους με τα ποδήλατα. Παγωτά με χιλιάρικα στη ζούλα. Στις 2 φαγητό κι έπειτα απειλές ότι δεν θα πάμε για μπάνιο αν δεν κοιμηθούμε. Ψευτοκοιμόμασταν με κλειστές τις γρίλιες και τα μάτια γαρίδα προσπαθώντας να διαβάσουμε Πέντε φίλους, Τρεις Ντετέκτιβ και άλλα τέτοια περιπετειώδη που μας κρατούσαν ξύπνιους μες στο σκοτάδι. Έτσι αγάπησα το διάβασμα. Κατά λάθος, εν κρυπτώ. Κι ας έρθει ο Μπουρντιέ να με διαψεύσει και να μου μιλήσει περί πολιτισμικού κεφαλαίου. Είμαι σίγουρος πως αν δεν ερχόταν το γυμνάσιο, οι γλώσσες και το εντατικό διάβασμα για τα φροντιστήρια, το μεσημεριανό μας απαγορευτικό ή θα με έκανε σαν τον Γιώργο Θαλάσση να βλέπω και στο σκοτάδι ακόμα σα να 'ναι μέρα ή θα με καθιστούσε ολότελα τυφλό. Μάλλον το δεύτερο. Γύρω στις 4 κλείναμε μία ώρα σιέστας οπότε και σηκωνόμασταν νόμιμα πλέον χωρίς κίνδυνο τιμωρίας. Σηματοδοτούσαμε μάλιστα το εγερτήριο αυτό με δυνατούς θορύβους σε όλους τους κοινόχρηστους χώρους, έχοντας διττό σκοπό. Πρώτον, να πείσουμε ότι ο θόρυβος που παράγεται μετά τις 4 σημαίνει ότι πια ξυπνήσαμε, σε αντίθεση με την απουσία θορύβου πριν που σήμαινε δίχως άλλο πως κοιμόμασταν μακάριοι και υπάκουοι. Και δεύτερον και σημαντικότερο, να ξυπνήσουμε τους γονείς μας. Και δώστου τα καζανάκια και το ανοιγοκλείσιμο των συρόμενων πορτών. Πιστέψτε με, δεν είχαν άλλη επιλογή απ' το να ξυπνήσουνε. Και αφού σηκώνονταν κι εμείς πανηγυρίζαμε μυστικά για την επιτυχή έκβαση μιας ακόμα μηχανορραφίας, γύρω στις 5 με 5μιση φορτώναμε όλη την προίκα μας και ξεκινάγαμε για παραλία. Μπρατσάκια, σανίδες, βατραχοπέδιλα, μπάλες, μπαλάκια, ρακέτες, φαγητό, αλλαξιές, πετσέτες, ό,τι χωράει ο νους. Η απόκλιση στην ώρα της αναχώρησης εξαρτιόταν από το στομάχι του πατέρα μου. Κι αυτό με τη σειρά του από το πόσο έφαγε το μεσημέρι. Αν τρώγαμε ελαφριά, φεύγαμε στις 5. Αλλιώς καρτερικά περιμέναμε να πιει καφέδες και σόδες για να δρασκελίσουμε πρόσκαιρα το ιδιόρρυθμο του μεταβολισμού του.
***
Κάθε καλοκαίρι νυχτώνει αργά. Τόσα και τόσα έχουν αλλάξει, αυτό έμεινε σταθερό σημείο αναφοράς. Αυτό έλειπε, μιάμιση δεκαετία έχει περάσει μόνο. Άλλο και τούτο, πόσο περίεργο μου φαίνεται που πλέον αναφέρομαι για την ζωή μου με όρους δεκαετιών. Τέλος πάντων αυλή είχαμε, που στα μάτια βέβαια τα δικά μου (που ήμουν μια σταλιά 7 χρόνων) έμοιαζε γήπεδο καραϊσκάκης. Τουλάχιστον. Ένα τέρμα σε κάθε πλευρά, μια μπάλα και 20 μικρά να κλωτσάνε, να κλοτσιούνται, να σπάνε τα πόδια τους, να βάζουν γκολ, να φωνάζουν για κάθε λανθασμένη υπόδειξη της πλειοψηφίας, να σκίζουν τις μπλούζες τους και να βγάζουν τα παιδικά τους απωθημένα. Απωθημένο δικό μου ήταν οι φίλοι που δεν είχα. Θες επειδή μεγάλωσα σε κάπως συντηρητικό περιβάλλον, θες επειδή όσο μεγάλωνα αντέγραφα την ιδιοσυγκρασία του πατέρα μου, γνωριμίες είχα πολλές, μα φίλους μετρημένους. Δεν θυμάμαι να έχω εκμυστηρευτεί σε κάποιον, σε οποιονδήποτε τα παιδικά όνειρά μου ή έστω το πλατωνικό γούστο μου για την Μελίνα ή την Πέγκι. Μεγάλωσα και η λέξη κολλητός δεν έχει μπει ακόμα στο λεξιλόγιό μου. Όποιος την εκφέρει δε αθρόα, τον κοιτάζω ύποπτα με φθόνο. Θα μου περάσει. Όπως πέρασαν τόσα καλοκαίρια, χωρίς να καταλάβω γιατί πάντα -έστω ενδόμυχα- προτιμούσα τους χειμώνες. Με τα διαβάσματα, τους συμμαθητές (δεν λέω φίλους), τις βροχές, το κρύο, την μελαγχολία. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ρέπω προς την περιπέτεια, την νοσταλγία και το υπερβατικό. Δεν είναι τωρινό κουσούρι, εξ απαλών ονύχων το έτρεφα. Έπρεπε κάπως να ξεχαστώ.
Τα παιδιά που σύχναζαν στην αυλή μας μεγάλωσαν και λες και το γήπεδο μίκρυνε, ξέχασαν την ύπαρξή του. Άλλαξαν στέκια. Παιδική χαρά, 10ο δημοτικό, ψηλά αλώνια για τους τολμηρούς. Άφησα κι εγώ το σπίτι μου, πήρα τη μεγάλη απόφαση και μαζευόμουνα με τους άλλους. Ζούσα για την μπάλα, ξεπετούσα το πρωί και περίμενα πότε θα περάσει το σαδιστικό πια απογευματινό μπάνιο για να βάλω τα αθλητικά μου και να διεκδικήσω μια θέση στην ενδεκάδα. Μάχες επί μαχών στην αχανή αλάνα, δίπλα από τα γυμνά σίδερα και τα οικοδομικά υλικά. Και οι γείτονες αντί να ανησυχούν για την ασφάλειά μας, μας 'σκάγαν τις μπάλες επειδή λέει τους ενοχλούσαμε. Οι χρυσαβγίτες δεν γεννήθηκαν μέσα σε μια μέρα. Αντίθετα μέσα σε μια μέρα -ή έτσι μου φάνηκε- παρατήσαμε και μπάλες και αλάνες και επικεντρωθήκαμε σε νέες ασχολίες. Σε πρώιμα φλερτ στα 13 και σε μπάνια με το λεωφορείο των 3. Με κάτι σαν φίλους. Πρόοδος ήταν κι αυτή. Σε αντίθεση με την κατοχυρωμένη οπισθοδρόμηση της χριστιανικής κατασκήνωσης που μέχρι τα 15 τιμούσα με την παρουσία μου κάθε καλοκαίρι. Ώσπου ήρθε η πυρκαγιά του '07, τα έκανε όλα στάχτη και μπούλμπερη, ε και βρήκα κι εγώ εύκολο τρόπο να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου, να πω ένα απόλυτο άστο διάολο σ' όλα· και στις χριστιανικές κατασκηνώσεις· και στις χυλόπιτες από δροσερά κοριτσόπουλα που δεν ξέρουν τι θα πει αγνός ρωμαντισμός· και στις ελπίδες για φιλίες παντοτινές· και πάνω απ' όλα στα καλοκαίρια.
***
Το καλοκαίρι μετά τις πανελλαδικές, άλλοι έβγαιναν, έπιναν, ξέδιναν από την τουλάχιστον 3 χρόνων καταπίεση, άλλοι τολμούσαν τις πρώτες τους προσωπικές διακοπές ή δούλευαν για να 'χουν να πληρώσουν το ενοίκιο το χειμώνα, μα όλοι ανεξαιρέτως ξενυχτούσαν προγραμματίζοντας τη ζωή τους μετά το σχολείο. Εγώ μόνο βαριόμουν. Δεν έκανα τίποτα. Τα είχα βαρεθεί όλα. Είχα βαρεθεί την παρέα μου, είχα βαρεθεί τις κιτς βραδιές στα ελληνάδικα. Είχα βαρεθεί το μαζικό. Δεν ήταν χίπστερ επιδίωξη. Ήταν η ανάγκη να βρω τον εαυτό μου τον ανερμάτιστο. Περίμενα πώς και πώς πότε θα φύγω για την Αθήνα. Μπορεί να μην ήξερα που πατώ και που πηγαίνω, αλλά ήξερα ότι δεν θέλω να ξαναπατήσω το πόδι μου στο Αίγιο. Ασφυκτιούσα μες στην καλοκαιρινή ραστώνη και την απραξία. Από το γυμνάσιο μέχρι και το καλοκαίρι της δευτέρας λυκείου, πάντα, κάθε καλοκαίρι μου ήταν γεμάτο επειδή θα παρακολουθούσα κάποιο θερινό τμήμα. Είτε για να πηδήξω μια τάξη μιας και αργά θυμήθηκα ότι μου αρέσουν τα γερμανικά είτε για να προετοιμαστώ για τις πανελλήνιες είτε για τα αγγλικά. Το καλοκαίρι του '08 ήμουν επιτέλους λεύθερος απ' όλα. Κι όμως για τρεις μακριούς μήνες δεν έκανα τίποτα. Έμενα σπίτι και καιγόμουν στις σειρές και στις ταινίες. Καιγόμουν στους πρωτόγνωρους καύσωνες. Απ' τα μέσα Αυγούστου μέχρι και να γραφτώ στην σχολή δεν έβγαινα απ' το σπίτι. Έπεφτα για ύπνο από τη 1 και αποκοιμιόμουνα μονάχα έπειτα από δυο ώρες στις 3 κι αυτό γιατί κουραζόμουν από την εσωτερική πάλη με τον εαυτό μου. Εκεί να δείτε αδιέξοδα, όχι τώρα που η ζωή μου σφύζει από εμπειρίες, συγκινήσεις και εναλλακτικές. Στην τρυφερή ηλικία των 17 που δεν ξέρεις τι σου γίνεται και τα παίρνεις όλα προσωπικά κι όχι στα 23 όπου πια έχω μάθει να διαχειρίζομαι κρίσεις, στασιμότητες, κάμψεις και υπαρξιακές απογοητεύσεις.
***
Πρώτες διακοπές μοναχός μου και όχι με γονείς έκανα στην Πάρο το καλοκαίρι του '09, πρώτο προς δεύτερο έτος με μια παρέα στην οποία δεν άνηκα. Όχι ότι δεν πέρασα καλά, μα το τι θα πουν αληθινές διακοπές με άτομα που αγαπάς θα καταλάβαινα την επόμενη χρονιά και σε λιγότερο δημοφιλές μέρος. Στη Νεάπολη και στην Ελαφόνησο το '10. Από κει κι έπειτα του έδωσα και κατάλαβε. Νέα Μάκρη, Γαλλία-Ιταλία, Φιλλιπιάδα το '11, Νέα Μάκρη (ξανά), Νάξο, Αλβανία, Σερβία το '12 και την ακροτελεύτια την περσινή Νέα Μάκρη (για ύστατη φορά απ' ότι φαίνεται), Θεσσαλονίκη, Σαμοθράκη. Κάθε φορά με όλο λιγότερα λεφτά, κάθε φορά όλο και καλλίτερα. Ποιος είπε πως όταν μένεις σε πολυτελή ξενοδοχεία στο Μέστρε και στο Κοτινιάκ περνάς και καλλίτερα. Μια ετοιμόρροπη σκηνή, ένα ταξίδι καταδικασμένο από τη γέννεσή του να αποτύχει που όμως πέτυχε, καφέδες αυτοσχέδιοι σε μπουκάλια με αύρα, φαγητό στο ταπεράκι, ποτό απ' το φλασκί, κοκτέιλ σε μπαλκόνια για να νιώσουμε βασιλιάδες, ωτοστόπ σαν τον Σαλ απ' τον Δρόμο, διανυκτέρευση σε φωταγωγημένα και υπερφορτωμένα βαγόνια, μπουγάτσες δίπλα απ' τα αρχαία. Σεξ χωρίς προφυλακτικό κάτω απ' τα στέρια. Έστω κι αν ήταν παρόρμηση της στιγμής, δεν το μετανιώνω. Τσακωμοί που θα αποτελέσουν ορόσημο. Αν θα παντρευτώ ποτέ, θέλω μία που να τσακώνεται σαν εσένα στις βάθρες. Και να με ακολουθεί πάντα στις αποβάθρες. Εκεί γράφεται η ιστορία και τα εξτρίμ. Α και που να συμφωνεί να ονομάσουμε το παιδί μας Μισιρλού. Μαγική. Ξωτική. Ομορφιά.
***
Από αυτό το καλοκαίρι δεν ξέρω τι να περιμένω. Δεν επιλέγω εγώ άλλωστε, αυτή είναι η ιδιαιτερότητα. Ας με στείλουν όπου τους βαστάει. Έχω εμπιστοσύνη στην ειμαρμένη. Θα φροντίσει. Κι ας είσαι αλλού. Με άλλον. Με άλλους. Θα σε προσέχω επ' ώμου. Τι κάθομαι και γράφω. Τα καλοκαίρια με γεμίζουν δάκρυα, απογοητεύσεις, περιπέτειες, νοσταλγίες, έμπνευση και πλέον ανείπωτες χαρές. Ναι χαρές. Νομίζω, αρχίζουν να μου αρέσουν τα καλοκαίρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου