Ξαφνικά τα διεθνή φώτα έπεσαν πάνω στον δύσμοιρο ελληνικό κινηματογράφο. Από κει που ο μέσος Έλληνας αυνανιζόταν με τα νέα χολιγουντιανά μπλοκμπάστερ και τις κραυγαλέα αχαραχτήριστες ελληνικές τηλεοπτικές ταινίες, ξαφνικά αποκτήσαμε νέο κύμα ελληνικού σινεμά, ένα νέο αξίομαχο «κινηματογραφικό ρεύμα». Και αναρωτώμαι: Από κι ως που;
Φαίνεται πως η λαχτάρα να βγει ο ελληνικός κινηματογράφος από τη ναφθαλίνη και να λάβει ετεροχρονισμένα και αναδρομικά κάποια από τη διεθνή αναγνώριση που στερήθηκε στο παρελθόν οδηγεί σε μία συστράτευση, στο σχηματισμό ενός ενιαίου μετώπου στήριξης και προώθησης που δεν εξυπηρετεί κανένα μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Διάθεση, στήριξη, εκτίμηση και πλάνο είναι τα αναγκαία συστατικά, μακριά από κάθε είδους διθυραμβικό δεκανίκι.
Ό,τι θα δείτε στο Attenberg το έχετε ξαναδεί και τρόπον τινά πολύ καλύτερα. Η Στρέλλα ήταν ζωντανό παράδειγμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης που διανύει ο ελληνικός κινηματογράφος, αλλά εδώ τίποτα δε μοιάζει αποτέλεσμα παρθενογένεσης, ούτε κατά φαντασία. Ό,τι καλό και να ήθελε να χτίσει η Τσαγγάρη καταλήγει στο κενό, ενώ η όλη διαδικασία κινηματογραφικής επίστρωσης ξύνεται από την πρώτη σκηνή κιόλας. Και για να σας φύγει η ιδέα της a priori κατάληξης σε συμπεράσματα, να προσθέσω πως η ανάλυση δεν πάσχει από εμπάθεια. Σκηνές σεξουαλικές, αηδιαστικές, προκλητικές κατακλύζουν την οθόνη με μοναδικό αυτοσκοπό να προκαλέσουν τον θεατή και να τον πετάξουν μέσα στο πηγάδι του ηθικού αμοραλισμού, εφευρίσκοντας από την αρχή την ανισορροπία μεταξύ ταμπού και απελευθέρωσης.
Η ταινία δε νοσεί μόνο στο ηθικό κομμάτι. Από καθαρά κινηματογραφικής οπτικής, η φέρελπις σκηνοθέτιδα μοιάζει να προσπαθεί αποτυχημένα να ενώσει αόριστες πλην ανούσιες σκηνές, φωτογραφίες μιας αδιάφορης καθημερινότητας. Ο φιλμικός πυρήνας του Attenberg έγκειται σε μία εντονότατη κινηματογραφική δυσλειτουργία που αγγίζει τα όρια ενός, κατ’ επέκταση, δημιουργικού αυτισμού, σε συνδυασμό με συνεχείς λεκτικές - νοητικές παρανοήσεις, ενδεικτικές μίας πλήρους σύγχυσης, της σκηνοθέτιδας.
Η Τσαγγάρη επιλέγει ένα βιομηχανοποιημένο, άχρωμο και αποστειρωμένο σκηνικό και πέφτει διάνα! Η ταινία της είναι ακριβώς το ίδιο. Ένα σκοτεινό κέλυφος συναισθηματικά, κοινωνικά και κινηματογραφικά αδιάφορο χωρίς διαστάσεις και συντεταγμένες, ξέχωρο από το χρόνο και τους ανθρώπους. Προβληματικό, ασύνδετο και ανέμπνευστο, σα να πασχίζει να διαλαλήσει την ύπαρξή του, παραδεχόμενο εμμέσως το καταχρηστικό της ύπαρξής του. Το φάντασμα του Κυνόδοντα διαχέεται σε κάθε καρέ του φιλμ. Οι ομοιότητες στην θεματολογία, το αισθητικό μέρος, αλλά και την τεχνοτροπία είναι κάτι παραπάνω από αισθητή. Εκλεκτικές συγγένειες με την ταινία του Λάνθιμου δεν θα βρει κανείς όμως, όσο κι αν ψάξει ακόμα και εν καλή τη πίστει. Η ταινία βρίθει καιροσκοπικών και ξώφαλτσων μιμητισμών.
Τέλος, σε επίπεδο ερμηνειών η κεντρική ηρωίδα μοιάζει με καχέκτυπο της μεγάλης αδερφής του Κυνόδοντα. Τη συνολική πελαγοδρόμηση προσπαθεί να εξισορροπήσει ο Βαγγέλης Μουρίκης, του οποίου η επιβλητική παρουσία καταβροχθίζει, ως είθισται, την οθόνη αλλά καταλήγει να δείχνει παντελώς αμήχανη και ορφανή, ασύμβατη με το συνολικό πλαίσιο, με αποκορύφωμα τους επιθανάτιους στοχασμούς που ηχούν περισσότερο ως αταίριαστη απαγγελία παρά ως βαθυστόχαστο απόσταγμα.
Συμπέρασμα; Απλά προσπεράστε.
Βαθμολογία: ** (2/10)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου