Ο γλάρος πετούσε πάνω από μια ακτή του κόλπου, όταν είδε έναν ποντικό. Κατέβηκε από τον ουρανό και τον ρώτησε:
"Που είναι τα φτερά σου;"
Το κάθε ζώο μιλά τη δική του γλώσσα, κι έτσι ο ποντικός δεν κατάλαβε τι του είπε ο γλάρος. Πρόσεξε όμως ότι δύο μεγάλα παράξενα πράγματα προεξείχαν από το σώμα του. "Θα πάσχει από κάποια αρρώστια", σκέφτηκε.
Ο γλάρος είδε ότι ο ποντικός κοιτούσε έντονα τα φτερά του. "Ο καημενούλης. Μάλλον του επιτέθηκαν τέρατα, που τον άφησαν κουφό και του έκλεψαν τα φτερά."
Γεμάτος συμπόνοια, πήρε τον ποντικό με το ράμφος του για να τον πάει μια βόλτα στους ουρανούς. "Τουλάχιστον θα σταματήσει να του λείπει τόσο", σκεφτόταν την ώρα που πετούσαν. Μετά, με μεγάλη προσοχή, τον άφησε στο έδαφος.
Για μερικούς μήνες, ο ποντικός έγινε ένα πολύ ευτυχισμένο πλάσμα: είχε γνωρίσει τον ουρανό, είχε δει έναν απέραντο, καινούριο κι όμορφο κόσμο από ψηλά.
Με το πέρασμα του χρόνου όμως, δεν μπορούσε να συνηθίσει πως ήταν ποντικός και πως ήταν αναγκασμένος να περιφέρεται ανάμεσα σε βρόμικους υπονόμους. Το θαύμα που του είχε συμβεί, εξελίχθηκε σε όνειρο και το όνερο σιγά-σιγά μετατράπηκε σε εφιάλτη.
Έτσι, μια ωραία μέρα με ήλιο, ξέφυγε από το ράμφος του γλάρου που ελαφρά τον κράταγε και έπεσε από μεγάλο ύψος στα θεόρατα μολυβένια κύματα του κόλπου που εδώ και καιρό θαύμαζε. Από ψηλά.
Έτσι, μια ωραία μέρα με ήλιο, ξέφυγε από το ράμφος του γλάρου που ελαφρά τον κράταγε και έπεσε από μεγάλο ύψος στα θεόρατα μολυβένια κύματα του κόλπου που εδώ και καιρό θαύμαζε. Από ψηλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου