Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

O άνθρωπος που τα χαρτιά κόλλαγαν πάνω του όταν o αγέρας φύσαγε στον σταθμό του Ταύρου


Είμαι κατσούφης. Κι όμως οι άνθρωποι βρίσκουν το άτομό μου συμπαθητικό. Τα μαλλιά μου είναι μαύρα και κάνω μια βαρετή δουλειά. Είμαι 28 χρόνων και ποτέ δεν αγάπησα πραγματικά στη ζωή μου.

Το πρωινό της 3ης του Φλεβάρη περίμενα τον ηλεκτρικό στις 6μιση η ώρα. Ναι τέτοιες ώρα ξυπνάω. Όταν όλοι εσείς κοιμόσαστε. Σταθμός Ταύρου, κόσμος ελάχιστος. Είμαι ένας από τους λίγους επιβάτες που περίμεναν το τρένο για να πάνε στη δουλειά τους. Οι υπόλοιποι μισοξενύχτηδες, μισοκοιμισμένοι, μερικοί τραγουδάνε καθιστοί, μερικοί κουτουλάνε στο όρθιο. Αυτοί οι τελευταίοι είναι θέαμα σχετικά διασκεδαστικό: στέκονται όρθιοι με την πλάτη σε κάποιο στήριγμα, με χέρια σταυρωμένα και μάτια να τρεμοπαίζουν. Σιγά-σιγά τα μάτια (νομοτελειακά) κλείνουν και το κεφάλι τείνει προς το πλάι. Με τα μάτια κλειστά και γυρτά τα κεφάλια ακολουθούν 5 με 10 δευτερόλεπτα νάρκωσης, ώσπου ξαφνικά οι κοιμήσιδες ανακτούνε την επίγνωση της πραγματικότητας και με ένα αστείο τίναγμα της κεφαλής τους πετάγονται πάνω και ανοίγουνε τα μάτια τους κρυφοκοιτώντας ντροπιασμένα αν τους πήρε κανείς χαμπάρι που κουτουλάνε απ' τη νύστα. Όλοι κάνουμε πως δεν είδαμε. Όλοι έχουμε δει.

Με αυτά διασκεδάζει κανείς στις 7 παρά 20 το πρωί. Εγώ καθόμουν γραβατωμένος και κύριος με τον χαρτοφύλακα ανά χείρας πίσω από την κίτρινη γραμμή του δαπέδου. Το τρένο αργούσε να περάσει και ο ήλιος μόλις που άρχισε να βγαίνει. Ο αέρας σιγανός, κάποια στιγμή δυνάμωσε λίγο. Δεν έκανε κρύο. Ο ήχος του τρένου ακούστηκε από μακριά να φθάνει. Αιφνίδια ο αέρας δυνάμωσε ακόμα περισσότερο και ένα χαρτί πέταξε και κόλλησε πάνω στο μπράτσο μου. Το μάζεψα και το περιεργάστηκα γιατί δε φαινόταν για διαφημιστικό ή για κάποιο σκουπίδι. Πριν προλάβω να αποφανθώ, γυρνάω να κοιτάξω μια κοπελίτσα λαχανιασμένη που καταφθάνει τρεχάμενη προς το μέρος μου. Μικροκαμωμένη, με μαύρα μαλλιά και ένα απίστευτο κόκκινο κραγιόν, ντυμένη με γούστο, γύρω στα 25. Μάλλον σε αυτήν άνηκε το χαρτί, δεν χρειάστηκε να μου πει τίποτα, κατάλαβα και της το 'δωσα. Μου χαμογέλασε τόσο γλυκά αλλά δεν προλάβαμε να ανταλλάξουμε κουβέντα, γιατί ο δικός της συρμός για Πειραιά είχε φτάσει οπότε έτρεξε αλαφιασμένη να προλάβει. Την παρακολούθησα με τσαχπινιά να πηδάει μέσα στο βαγόνι και οι αυτόματες πόρτες να κλείνουν πίσω της. Γύρισε και με κοίταξε, μου χαμογέλασε ξανά και τα βλέμματά μας ενώθηκαν έως που το βαγόνι της χάθηκε από τα μάτια μου.

Ο δικός μου συρμός έφτασε 30 δευτερόλεπτα μετά. Κι όμως δεν μπήκα μέσα, δεν είχα όρεξη κι ας ήξερα τι συνεπάγεται αυτή μου η πράξη. Έκανα πίσω και κάθισα στο παγκάκι της αποβάθρας, κοιτώντας με χαζεμένο ύφος τους ανθρώπους που έβριζαν καθώς για λίγα μόλις δευτερόλεπτα έχασαν τον ηλεκτρικό. Σκεφτόμουν το συμβάν, εκείνη, το χαρτί και το χαμόγελό της. Είχα να νιώσω έτσι χρόνια, δεν θυμάμαι από πότε, ίσως από ποτέ. Χαμένος στις σκέψεις μου άφησα και το επόμενο να περάσει δίχως να κουνηθώ. Και το επόμενο. Και  το επόμενο. Και η ώρα πήγε 8. Και αποφάσισα να μην πάω στη δουλειά, αλλά να κατέβω στα Πετράλωνα και να περπατήσω μέχρι το Θησείο. Ή το Μοναστηράκι και το Σύνταγμα. Να μην πάω στη δουλειά, αλλά να μη γυρίσω και στο σπίτι. Μωρολογίες. Μόλις χτύπησε το τηλέφωνο του προϊστάμενου και τα σιχτίρια έπεσαν βροχή, έφυγα από τις αποβάθρες και πήρα ταξί. Μόλις έφθασα, πήγα γραμμή στο γραφείο του αφεντικού. Δικαιολογήθηκα ότι δεν ήμουν καλά, ότι ήμουν άρρωστος. Δεν έλεγα ψέμματα. Άρρωστο με έκανε η δουλειά, αυτή η αποστειρωμένη θέση εργασίας. Αρχειοθέτηση και τακτοποίηση φακέλων. Στην εποχή των υπολογιστών. Είναι να τρελαίνεσαι. Ή να αρρωσταίνεις.

Σήμερα όμως είχα και πυρετό. Έκαιγα ολόκληρος από μία ζέστη πρωτόγνωρη. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Στους φακέλους έβλεπα το πρόσωπο της, στα θλιβερά λουλούδια στα πρεβάζια πάλι αυτήν, στα βρόμικα τζάμια αντανακλόταν η ομορφιά της. Δεν ήμουν καλά, παραπάταγα σαν μεθυσμένος. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, δεν μπορούσα να δουλέψω. Τουλάχιστον είχα το ελαφρυντικό του άρρωστου. Το αφεντικό δεν με αποπήρε άλλο, η μέρα πέρασε χωρίς παρατράγουδα. Ούτως ή άλλως δε με ένοιαζε τίποτα. Κυκλοφορούσα στους ζοφερούς διαδρόμους της δουλειάς κυριευόμενος από μία παραζάλη, στη δίνη της οποίας τραγουδούσα ασυνάρτητα κομμάτια και χαμογελούσα αλλόκοτα. "Τον καημένο", λέγανε οι συνάδερφοι, με νομίζανε για άρρωστο. Και πράγματι ήμουν.

Πέρασαν από τότε 30 και 1 ημέρες. Η ζωή μου έχει γυρίσει στο κανονικό. Τίποτα δε μου φέρνει πια στη θύμηση τα γεγονότα της 3ης του Φλεβάρη. Συνεπής όπως πάντα, 6μιση ώρα το πρωί βρίσκομαι στημένος στην αποβάθρα του σταθμού του Ταύρου. Το αεράκι γερό, και το κρύο αυτή τη φορά τσουχτερό παρόλο που έχουμε πιάσει άνοιξη. Το τρένο αχνοφαίνεται στο βάθος της γραμμής. Ο αέρας δυναμώνει και ένα χαρτί περνάει με φόρα ξυστά από μπρος μου και αφού διστάζει για μια στιγμή θα 'λεγε κανείς, με μια ξαφνική αλλαγή κατεύθυνσης έρχεται και κολλάει πάνω στο αριστερό μου μπράτσο. Τινάζω τον ώμο μου μα αυτό δε φεύγει. Τεντώνω το δεξί μου χέρι, το πιάνω ενοχλημένος και είμαι έτοιμος να το πετάξω στον πλησιέστερο κάδο. Εκείνη τη στιγμή ακούω μια λαχανιασμένη ανάσα να πλησιάζει τρέχοντας προς το μέρος μου. Την ίδια λαχανιασμένη ανάσα. Πριν ακόμα κοιτάξω την πηγή του τόσο γνώριμου αγκομαχητού, πριν ακόμη γυρίσω να σιγουρευτώ, πριν ακόμη επιβεβαιωθώ γι' αυτή την παρορμητική υπόθεσή μου, ήξερα ότι αυτή είναι και ήξερα ότι αυτή τη φορά δεν θα αφήσω την ευκαιρία να πάει χαμένη, θα την γνώριζα την μικροκαμωμένη χαρτορίχτρα μου, η μοίρα μας είναι κοινή, και αν ακόμα δεν είναι, θα την κάνω τέτοια, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υποδυθώ ξανά τον άρρωστο στη δουλειά, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι θα είμαι άρρωστος για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Ε ερωτευμένος ήθελα να πω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  © Free Blogger Templates Autumn Leaves by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP  

Site Meter