Εκεί τέρμα Αυγούστου. Μου μιλούσες με τόσο πάθος για το τάνγκο. Θα 'ταν δεν θα 'ταν 10 η ώρα το πρωί. Στην στοά Πραξιτέλους, Κυριακή νομίζω. Πολύ πριν ξυπνήσουν τα χιπστέρια και βγουν σαν ζόμπι να αναζητήσουν λίγο καφέ αντί για αίμα.
Τάνγκο ήθελα πάντα να μάθω μάλλον κι ας μην το είχα διεκδικήσει ποτέ έντονα. Έκατσε κιόλας. Θα μπορούσε και να μην είχε κάτσει. Μα τότε ίσως να μην είχα εκπληρώσει ποτέ τον τελολογικό μου προορισμό, πάντα να είχα μείνει ένας ανολοκλήρωτος χορευτής.
Σε παίρνω άλλη μία φορά και δεν απαντάς. Σου στέλνω και μήνυμα τώρα που μαθαίνω κι εγώ τάνγκο, συνόδεψέ με σε μία μιλόνγκα άμα και όποτε το θελήσεις. Μου φαίνεται ότι αυτό το άμα έφταιξε και ποτέ δεν απάντησες.
Έπειτα στην Βασιλίσσης Σοφίας κοντά στο Μέγαρο Μουσικής γύρω στις 12 το βράδυ, έξω από μια ωραία πολυκατοικία, αρχοντική, μεγαλοαστική, με υπέροχη αρχιτεκτονική, με ρίαλ εστέιτ, δικηγορικά αλλά και κανονικά διαμερίσματα, με παρτέρια και δέντρα στον περίβολο, κάθομαι και περιμένω για το ραντεβού που έχει αργήσει, μα άθελά μου παίζω ρόλους, άκου να δεις τι κάνω, κάθομαι ο μαλάκας και υποκρίνομαι ότι σε περιμένω να κατέβεις από πάνω και όσο δεν κατεβαίνεις παραληρώ, φαντάζομαι ότι ζούμε δυο αιώνες πίσω και ο πατέρας σου να με δεις δεν σε αφήνει, δεν με εγκρίνει, λατρεία μου, ντάμα μου, πότε θα κατέβεις;
Το περίεργο είναι ότι χωρίς να έχω και κανέναν άσβεστο πόθο για σένα, σε τοποθετώ σε μία θέση τόση υψηλή που αν κοιτάξεις κάτω θα σε πιάσει σίγουρα ίλιγγος.
Όσο τα αυτοκίνητα διασχίζουν με αστραπιαία ταχύτητα τη λεωφόρο, πίνω μια γουλιά απ' το φλασκί, ο Astor Piazolla παίζει ακορντεόν στο μυαλό μου και ανεβοκατεβαίνω ρυθμικά τα λίγα τετραγωνικά μέτρα γύρω απ' την "εξώπορτα σου", γλιστρώντας πάνω στα γλιστερά πλακάκια. Δεν περνάει κόσμος, αλλά και να πέρναγε θα αναγνώριζε άραγε την τεχνική μου ή θα το 'ριχνε στην πλάκα;
Ίσως αν είχες έρθει, να το φχαριστιόμουνα περισσότερο, δες τι έχεις κάνει, με έχεις αφήσει να χορεύω με όλες τις ναρκισσίστριες που κάνουν ό,τι θέλουν και πηγαίνουν όπως τους καβλώσει. Και με ενοχλεί αφάνταστα δεν ξέρεις πόσο. Μα εσένα θα σ' άφηνα να με ευνουχίσεις, να με στειρώσεις, να με καθοδηγήσεις ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι θα αλλάξουμε ρόλους, ακόμα και αν αυτό μοιάζει στους έξω αφύσικο και έκφυλο. Χορός μας είναι ό,τι γουστάρουμε κάνουμε.
Σε πέτυχα πριν λίγο καιρό τυχαία στο δρόμο και μιλήσαμε με τυπικότητες. Ούτε για τάνγκο ούτε για άλλα που με καίνε. Ούτε εσύ με τη σειρά σου τα ανέφερες. Ίσως να περίμενες εμένα να το κάνω. Μα εγώ μόλις θυμήθηκα το άμα που έχεις αφήσει ακόμα αναπάντητο πέταξα κοφτά πως πρέπει να φύγω γιατί με περιμένουνε. Κανείς δεν με περίμενε, σπίτι πήγαινα.
Και μια μέρα που είχα μεθύσει εις διπλούν και από το ποτό και από το τάνγκο, έκοψα στη μέση έναν από τους καλλίτερους χορούς που έχω χορέψει, παράτησα σύξυλη την ωραιότερη ντάμα που έχει υπομείνει τον άνισο συγκερασμό πάθους και απειρίας που αποπνέω και έτρεξα να βρω το κινητό στο σακάκι μου.
Άμα και όποτε μπορέσεις έλα στο σπίτι μου. Θα είναι και ο Piazolla για να μας παίξει. Θα κάνουμε πέντε-έξι απλά βήματα λες και έχουμε ξεχάσει πώς χορεύεται το τάνγκο, δίχως φιγούρες ή γάντζους, έλα να το εφεύρουμε απ' την αρχή, διαισθητικά, με κλειστή αγκαλιά και ανοιχτά μάτια.
Τι ηλίθιος είμαι Θεέ μου! Μα γιατί πάλι άμα;

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου