"Με 'κλεψε! Με 'κλεψε η πουτάνα!".
Περιμένεις ποτέ ότι η επαφή, η οποιαδήποτε επαφή με μια τόσο ελκυστική γυναίκα μπορεί να εξελιχθεί οδυνηρά; Το περιμένεις, αλλά τουλάχιστον σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα, όχι στα 3 πρώτα δευτερόλεπτα της σχέσης σας. Κάπου τόσα χρειάστηκαν από τη στιγμή που εκείνη προχωρώντας φαινομενικά αδιάφορη, αλλά στην πραγματικότητα προσηλωμένη από ώρα πάνω στο υποψήφιο θύμα της, προσποιήθηκε ότι τρεκλίζει λόγω μιας απότομης στροφής στο τούνελ, πρώτα ότι τρεκλίζει και έπειτα ότι πέφτει. Πέφτει αβοήθητη κάτω, αυτή η ανάγνωση είναι δικαιολογημένη μόνο για τους ακατατόπιστους συνεπιβάτες, όχι για τον παντογνώστη αφηγητή, γι' αυτόν, η θύτης πέφτει υπολογισμένα πάνω στο θύμα της. Και πως αλλιώς να γίνει, τα χέρια του την έπιασαν, την γράπωσαν, αυτή κρατήθηκε πάνω του, τον γράπωσε, σα να ήταν η τελευταία σανίδα σωτηρίας, σαν ανέλπιστο, σωτήριο σωσίβιο και κάπου εκεί, κάπου στο ενδιάμεσο μεταξύ εναγώνιου πιασίματος και ατελείωτων αποδόσεων ευγνωμοσύνης και ατέρμονων ευχαριστιών, του υπεξαίρεσε λατρευτικά το πορτοφόλι. Κι έπειτα άνοιξαν οι πόρτες κι έφυγε μην παραλείποντας να τον ξαναματαευχαριστήσει. Χαμογέλασε αυτός, σίγουρα θα την σκεφτόταν για την υπόλοιπη ημέρα κι αν όχι, τουλάχιστον η επόμενη σκέψη του σίγουρα θα ήταν αυτή. Επόμενη στάση το Μοναστηράκι, επόμενη ανακοίνωση το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας, επόμενη υπενθύμιση αυτή για προσοχή των προσωπικών αντικειμένων, επόμενο είναι νοερά να ψαχτεί και αφού νιώσει την τσέπη του κάπως πιο άδεια, επόμενο είναι να το διαπιστώσει και στα πιο ψαχουλευτά. Πάνε τα λεφτά.
Μετά την πρώτη αντίδραση, μετά το "με 'κλεψε! Με 'κλεψε η πουτάνα, με 'κλεψε!" ακολουθούν σκέψεις, καταστρώνεται ένα σχέδιο, το μόνο σχέδιο δηλαδή. Να κατέβει στην επόμενη στάση, και να γυρίσει όλο τον κόσμο να την βρει. Καλά τόσος πανικός για ένα πορτοφόλι; Και δεν ήταν καν ότι είχε πολλά λεφτά μέσα. Δύο εικοσάευρα, 1 δεκάευρο, 1 πεντάευρο και κάτι ψιλά. Μία πιστωτική, 3 χρεωστικές, ταυτότητες, χαρτιά, αποδείξεις, εισιτήρια από μερικά πρώτα ραντεβού, αναμνήσεις. Είναι -δε λέω- αρκετά, αλλά όχι τόσα που να δικαιολογούν την έκρυθμη κατάστασή του. Σχετικό βέβαια αυτό, όλα σχετικά είναι. Βγήκε σαν αλαφιασμένος από τον συρμό, ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλάκια και το πήρε τρέχοντας μέχρι το Σύνταγμα μέσω της Ερμού. Τίποτα. Θα 'κανε τον ρόμβο Μοναστηράκι-Ψυρρή-Σύνταγμα-Πλάκα ίσαμε 10 φορές, όλες τρέχοντας, εξαντλώντας όλες τις εναλλακτικές, εξερευνώντας σπιθαμή προς σπιθαμή όλες τις οδούς, όλες τις παρόδους, όλα τα στενά, όλες τις αυλές, πυλωτές, όλα τα καφενεία, γυράδικα και μικρομάγαζα, μέχρι να πέσει ο ήλιος. Γύρισε σπίτι κατάκοπος και στο εξής μέχρι που το πήρε απόφαση και πήγε να δηλώσει απώλεια στην αστυνομία, 3 μέρες μετά δηλαδή, θα παραφύλαγε κάθε μέρα στο μοναστηράκι, θα έπαιρνε τον ηλεκτρικό και θα έψαχνε παντού γι' αυτήν, γι' αυτήν που του έκλεψε όχι μόνο το πορτοφόλι μα και το μυαλό του το ίδιο. Καλά το πρόλαβα πριν, σιγά που νοιάστηκε για το πορτοφόλι, την ίδια έψαχνε, εμμονή του είχε γίνει η ίδια, το πρόσωπό της, το άγγιγμα της, η μυρωδιά της, όλα πάνω της ήταν τόσο συγκεκριμένα αποτυπωμένα στο μυαλό του, που φαντάζομαι πως στο ΑΤ της Λεωχάρους δεν δήλωσε το πορτοφόλι του, αλλά αυτήν. Καστανόξανθη, λεπτά χείλη, 1.68, βάρος κανονικό, σμιλεμένα χαραχτηριστικά, νοτιοευρωπαϊκά, φορούσε καφέ μποτάκια, τζιν παντελόνι, πλεχτό πουλόβερ, πλουμιστό κασκόλ, είχε τα μαλλιά της λυτά και έφερε μαζί της καφέ τσάντα: εξαφανίστηκε και αναζητείται.
21 Νοεμβρίου. 1 μήνας ακριβώς πριν από το τώρα και 1 μήνας περίπου μετά το συμβάν. Οι μεγάλες μπόρες στην Αθήνα. Οι βροχές και οι καταιγίδες έχουν μετατρέψει τους δρόμους σε διάδρομους κολύμβησης, οι λασποχείμαρροι έχουν συμπαρασύρει στο διάβα τους αυτοκίνητα, κάδους, κάθε λογής σκουπίδια, αντικείμενα, κορμούς δέντρων, κλαδιά και πάρα μα πάρα πολλά καλάμια. Ποιος να το φανταστεί; Ποιος και πού χρησιμοποιεί τόσα καλάμια μες στο κέντρο της Αθήνας; Λες να τα 'φερε ο Κηφισσός; Μπορεί. Τσιμεντοποιημένος, παρεξηγημένος, όλο το χρόνο απών, δηλώνει και αυτός την παρουσία του όταν βρέχει. Μπορείς να τον κατηγορήσεις; Μπορείς. Αφού όμως πρώτα τελειώσεις με τις κατηγορίες που αναλογούν στους φρεατοκαθαριστές. Αυτοί είναι η πιο σοβαρή, ανοιχτή πληγή της χώρας. Όχι το δημοτικό συμβούλιο, όχι ο δήμαρχος, όχι ο περιφερειάρχης, όχι ξέρω γω το κεφάλι μας το στραβό.
Αφού του κλέψανε το πορτοφόλι και έχασε μεταξύ άλλων και την ετήσια κάρτα του μετρό, βάλθηκε να κάνει απόσβεση χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερο το μετρό χωρίς εισιτήριο. Λαθραία. Εκείνη την ημέρα όμως δεν το ρίσκαρε. Όχι ότι φοβότανε τους ελεγχτές, απλά τον έπιασε μια φοβία, μήπως και με τέτοια καταιγίδα το νερό μπει στον υπόγειο σωλήνα με αποτέλεσμα να πνιγούν όλοι τους σαν τα ποντίκια. Και μετά αν παράλληλα με τον ιατροδικαστή, έρθει και δικαστής σκέτο να τον εξετάσει; Θα τον βρουν πνιγμένο και χωρίς εισιτήριο. Να πάει πνιγμένος και ατιμασμένος, ε αυτό πάει πολύ, τι θα γραφτεί στην επιτύμβια στήλη του; Έτσι λοιπόν ξεκίνησε δίχως να ξέρει γιατί, να προχωράει προς το κέντρο. Έμεινε εμβρόντητος από αυτό που αντίκρισε. Η Συγγρού δεν είχε πια δύο ρεύματα κυκλοφορίας, παρά μόνο ένα, η Συγγρού ένα ατέλειωτο ρεύμα. Το νερό είχε φτάσει ως τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, όσων αυτοκινήτων είχαν την κακή τύχη να βρίσκονται εκεί παρκαρισμένα, όσων αυτοκινήτων είχαν τη χειρότερη τύχη να βρίσκονται εκεί παρασυρμένα και όσων αυτοκινήτων, οι χάρντκορ οδηγοί τους πίστεψαν ότι μπορούν να διασχίσουν εκείνο το απύθμενο χάος, εκείνο το σκηνικό της αποκάλυψης.
Το βλέμμα του πλανιόταν στο κενό και θα έμενε εκεί χαζεύοντας για ώρα πολλή, την εμφιλοχώρηση του υγρού στοιχείου μέσα στο ξηρό, άγονο πολεοδομικό αστικό σύστημα, αν το αυτί του δεν έπιανε στα 20 μέτρα μακριά, μια κραυγή που υπερέβαινε το οστικό κύμα της πλημμύρας και έφθανε δυνατά στα αυτιά του. Προσανατολίστηκε και κίνησε γρήγορα μα προσεκτικά κατά κει. Μια γυναίκα σε πείσμα του καιρού, είχε γραπώσει με όλη της τη δύναμη την ανοιχτή πόρτα ενός πεζό, μία γυναίκα ποτισμένη από τα απόνερα της πόλης μέχρι και το τελευταίο χιλιοστό του σώματός της, μία γυναίκα που πάλευε με τα στοιχειά της φύσης, που ήξερε ότι αν δεν την βοηθούσε κάποιος άμεσα, δεν θα μπορούσε να αντέξει τη δίνη που την παρέσερνε ολοένα και περισσότερο προς την σκοτεινή ρουφήχτρα κάποιας σίγουρα μασονικής στοάς που χρησιμοποιούσε τις σκοτεινές δυνάμεις του κακού για να κυριαρχήσει επί της φύσης και μέσω αυτής και επί του ανθρώπου· παρόλο αυτά έδινε τη μάχη της με αξιοπρέπεια. Αυτός δεν την έβλεπε καλά και μολονότι το μεγαλύτερο μέρος του σώματός της ήτανε κρυμμένο πίσω από το σώμα του αυτοκινήτου, ένοιωθε ότι έστω και υπό αυτή τη γωνία, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, αυτό το απελπισμένο υγρό σώμα, το έχει ξαναδεί κάπου-κάποτε σε μια παρόμοια απελπισμένη θέση αλλά σε πιο στεγνή κατάσταση. Και τότε αφού σιγουρεύτηκε και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει, όχι από το κρύο του νερού ούτε από τη σκέψη ότι μπορεί το διάβημά του αυτό να αποβεί μοιραίο και να τον παρασύρει κι αυτόν το ρεύμα, μα από κείνη τη βεβαιότητα που σου φουσκώνει την καρδιά με συγκίνηση και ρίγη ανεξέλεγχτα, βούτηξε στα παγωμένα χωματόνερα της Συγγρού.
Η εικόνα έχει ως εξής. Αυτός πάνω στο καπό έχει ήδη αρπάξει με όλη του τη δύναμη το απλωμένο της χέρι, αυτή στέκεται ακόμη μέχρι τη μέση στο νερό, αυτός την κοιτάζει στα μάτια, την κρατάει, την έχει δικιά του, αυτή τον κρατάει σθεναρά, τον κοιτάζει στα μάτια, με τέτοια γλύκα, με τέτοια ευγνωμοσύνη, ε τι διάολο θα ήταν ασυγχώρητα αχάριστη, δεύτερη φορά είναι που τη σώζει. Κοιταζόντουσαν μόνο και κρατιόντουσαν σφιχτά, δεν τους ένοιαζε μήτε το νερό, μήτε οι δυσμενείς συνθήκες, μήτε οι μασονικές ρουφήχτρες που ενέτειναν τις δυνάμεις τους για να τους πάρουν και τους δύο μαζί στα σκοτεινά και αδηφάγα στομάχια τους, μήτε το παρελθόν, μήτε το μέλλον, παρά μόνο το εκεί, το τώρα, το βλέμμα και η προσκόλληση.
Δέι αρ κλίιιιιινγκιν ιν δε ρέιν.
Περιμένεις ποτέ ότι η επαφή, η οποιαδήποτε επαφή με μια τόσο ελκυστική γυναίκα μπορεί να εξελιχθεί οδυνηρά; Το περιμένεις, αλλά τουλάχιστον σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα, όχι στα 3 πρώτα δευτερόλεπτα της σχέσης σας. Κάπου τόσα χρειάστηκαν από τη στιγμή που εκείνη προχωρώντας φαινομενικά αδιάφορη, αλλά στην πραγματικότητα προσηλωμένη από ώρα πάνω στο υποψήφιο θύμα της, προσποιήθηκε ότι τρεκλίζει λόγω μιας απότομης στροφής στο τούνελ, πρώτα ότι τρεκλίζει και έπειτα ότι πέφτει. Πέφτει αβοήθητη κάτω, αυτή η ανάγνωση είναι δικαιολογημένη μόνο για τους ακατατόπιστους συνεπιβάτες, όχι για τον παντογνώστη αφηγητή, γι' αυτόν, η θύτης πέφτει υπολογισμένα πάνω στο θύμα της. Και πως αλλιώς να γίνει, τα χέρια του την έπιασαν, την γράπωσαν, αυτή κρατήθηκε πάνω του, τον γράπωσε, σα να ήταν η τελευταία σανίδα σωτηρίας, σαν ανέλπιστο, σωτήριο σωσίβιο και κάπου εκεί, κάπου στο ενδιάμεσο μεταξύ εναγώνιου πιασίματος και ατελείωτων αποδόσεων ευγνωμοσύνης και ατέρμονων ευχαριστιών, του υπεξαίρεσε λατρευτικά το πορτοφόλι. Κι έπειτα άνοιξαν οι πόρτες κι έφυγε μην παραλείποντας να τον ξαναματαευχαριστήσει. Χαμογέλασε αυτός, σίγουρα θα την σκεφτόταν για την υπόλοιπη ημέρα κι αν όχι, τουλάχιστον η επόμενη σκέψη του σίγουρα θα ήταν αυτή. Επόμενη στάση το Μοναστηράκι, επόμενη ανακοίνωση το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας, επόμενη υπενθύμιση αυτή για προσοχή των προσωπικών αντικειμένων, επόμενο είναι νοερά να ψαχτεί και αφού νιώσει την τσέπη του κάπως πιο άδεια, επόμενο είναι να το διαπιστώσει και στα πιο ψαχουλευτά. Πάνε τα λεφτά.
Μετά την πρώτη αντίδραση, μετά το "με 'κλεψε! Με 'κλεψε η πουτάνα, με 'κλεψε!" ακολουθούν σκέψεις, καταστρώνεται ένα σχέδιο, το μόνο σχέδιο δηλαδή. Να κατέβει στην επόμενη στάση, και να γυρίσει όλο τον κόσμο να την βρει. Καλά τόσος πανικός για ένα πορτοφόλι; Και δεν ήταν καν ότι είχε πολλά λεφτά μέσα. Δύο εικοσάευρα, 1 δεκάευρο, 1 πεντάευρο και κάτι ψιλά. Μία πιστωτική, 3 χρεωστικές, ταυτότητες, χαρτιά, αποδείξεις, εισιτήρια από μερικά πρώτα ραντεβού, αναμνήσεις. Είναι -δε λέω- αρκετά, αλλά όχι τόσα που να δικαιολογούν την έκρυθμη κατάστασή του. Σχετικό βέβαια αυτό, όλα σχετικά είναι. Βγήκε σαν αλαφιασμένος από τον συρμό, ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλάκια και το πήρε τρέχοντας μέχρι το Σύνταγμα μέσω της Ερμού. Τίποτα. Θα 'κανε τον ρόμβο Μοναστηράκι-Ψυρρή-Σύνταγμα-Πλάκα ίσαμε 10 φορές, όλες τρέχοντας, εξαντλώντας όλες τις εναλλακτικές, εξερευνώντας σπιθαμή προς σπιθαμή όλες τις οδούς, όλες τις παρόδους, όλα τα στενά, όλες τις αυλές, πυλωτές, όλα τα καφενεία, γυράδικα και μικρομάγαζα, μέχρι να πέσει ο ήλιος. Γύρισε σπίτι κατάκοπος και στο εξής μέχρι που το πήρε απόφαση και πήγε να δηλώσει απώλεια στην αστυνομία, 3 μέρες μετά δηλαδή, θα παραφύλαγε κάθε μέρα στο μοναστηράκι, θα έπαιρνε τον ηλεκτρικό και θα έψαχνε παντού γι' αυτήν, γι' αυτήν που του έκλεψε όχι μόνο το πορτοφόλι μα και το μυαλό του το ίδιο. Καλά το πρόλαβα πριν, σιγά που νοιάστηκε για το πορτοφόλι, την ίδια έψαχνε, εμμονή του είχε γίνει η ίδια, το πρόσωπό της, το άγγιγμα της, η μυρωδιά της, όλα πάνω της ήταν τόσο συγκεκριμένα αποτυπωμένα στο μυαλό του, που φαντάζομαι πως στο ΑΤ της Λεωχάρους δεν δήλωσε το πορτοφόλι του, αλλά αυτήν. Καστανόξανθη, λεπτά χείλη, 1.68, βάρος κανονικό, σμιλεμένα χαραχτηριστικά, νοτιοευρωπαϊκά, φορούσε καφέ μποτάκια, τζιν παντελόνι, πλεχτό πουλόβερ, πλουμιστό κασκόλ, είχε τα μαλλιά της λυτά και έφερε μαζί της καφέ τσάντα: εξαφανίστηκε και αναζητείται.
21 Νοεμβρίου. 1 μήνας ακριβώς πριν από το τώρα και 1 μήνας περίπου μετά το συμβάν. Οι μεγάλες μπόρες στην Αθήνα. Οι βροχές και οι καταιγίδες έχουν μετατρέψει τους δρόμους σε διάδρομους κολύμβησης, οι λασποχείμαρροι έχουν συμπαρασύρει στο διάβα τους αυτοκίνητα, κάδους, κάθε λογής σκουπίδια, αντικείμενα, κορμούς δέντρων, κλαδιά και πάρα μα πάρα πολλά καλάμια. Ποιος να το φανταστεί; Ποιος και πού χρησιμοποιεί τόσα καλάμια μες στο κέντρο της Αθήνας; Λες να τα 'φερε ο Κηφισσός; Μπορεί. Τσιμεντοποιημένος, παρεξηγημένος, όλο το χρόνο απών, δηλώνει και αυτός την παρουσία του όταν βρέχει. Μπορείς να τον κατηγορήσεις; Μπορείς. Αφού όμως πρώτα τελειώσεις με τις κατηγορίες που αναλογούν στους φρεατοκαθαριστές. Αυτοί είναι η πιο σοβαρή, ανοιχτή πληγή της χώρας. Όχι το δημοτικό συμβούλιο, όχι ο δήμαρχος, όχι ο περιφερειάρχης, όχι ξέρω γω το κεφάλι μας το στραβό.
Αφού του κλέψανε το πορτοφόλι και έχασε μεταξύ άλλων και την ετήσια κάρτα του μετρό, βάλθηκε να κάνει απόσβεση χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερο το μετρό χωρίς εισιτήριο. Λαθραία. Εκείνη την ημέρα όμως δεν το ρίσκαρε. Όχι ότι φοβότανε τους ελεγχτές, απλά τον έπιασε μια φοβία, μήπως και με τέτοια καταιγίδα το νερό μπει στον υπόγειο σωλήνα με αποτέλεσμα να πνιγούν όλοι τους σαν τα ποντίκια. Και μετά αν παράλληλα με τον ιατροδικαστή, έρθει και δικαστής σκέτο να τον εξετάσει; Θα τον βρουν πνιγμένο και χωρίς εισιτήριο. Να πάει πνιγμένος και ατιμασμένος, ε αυτό πάει πολύ, τι θα γραφτεί στην επιτύμβια στήλη του; Έτσι λοιπόν ξεκίνησε δίχως να ξέρει γιατί, να προχωράει προς το κέντρο. Έμεινε εμβρόντητος από αυτό που αντίκρισε. Η Συγγρού δεν είχε πια δύο ρεύματα κυκλοφορίας, παρά μόνο ένα, η Συγγρού ένα ατέλειωτο ρεύμα. Το νερό είχε φτάσει ως τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, όσων αυτοκινήτων είχαν την κακή τύχη να βρίσκονται εκεί παρκαρισμένα, όσων αυτοκινήτων είχαν τη χειρότερη τύχη να βρίσκονται εκεί παρασυρμένα και όσων αυτοκινήτων, οι χάρντκορ οδηγοί τους πίστεψαν ότι μπορούν να διασχίσουν εκείνο το απύθμενο χάος, εκείνο το σκηνικό της αποκάλυψης.
Το βλέμμα του πλανιόταν στο κενό και θα έμενε εκεί χαζεύοντας για ώρα πολλή, την εμφιλοχώρηση του υγρού στοιχείου μέσα στο ξηρό, άγονο πολεοδομικό αστικό σύστημα, αν το αυτί του δεν έπιανε στα 20 μέτρα μακριά, μια κραυγή που υπερέβαινε το οστικό κύμα της πλημμύρας και έφθανε δυνατά στα αυτιά του. Προσανατολίστηκε και κίνησε γρήγορα μα προσεκτικά κατά κει. Μια γυναίκα σε πείσμα του καιρού, είχε γραπώσει με όλη της τη δύναμη την ανοιχτή πόρτα ενός πεζό, μία γυναίκα ποτισμένη από τα απόνερα της πόλης μέχρι και το τελευταίο χιλιοστό του σώματός της, μία γυναίκα που πάλευε με τα στοιχειά της φύσης, που ήξερε ότι αν δεν την βοηθούσε κάποιος άμεσα, δεν θα μπορούσε να αντέξει τη δίνη που την παρέσερνε ολοένα και περισσότερο προς την σκοτεινή ρουφήχτρα κάποιας σίγουρα μασονικής στοάς που χρησιμοποιούσε τις σκοτεινές δυνάμεις του κακού για να κυριαρχήσει επί της φύσης και μέσω αυτής και επί του ανθρώπου· παρόλο αυτά έδινε τη μάχη της με αξιοπρέπεια. Αυτός δεν την έβλεπε καλά και μολονότι το μεγαλύτερο μέρος του σώματός της ήτανε κρυμμένο πίσω από το σώμα του αυτοκινήτου, ένοιωθε ότι έστω και υπό αυτή τη γωνία, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, αυτό το απελπισμένο υγρό σώμα, το έχει ξαναδεί κάπου-κάποτε σε μια παρόμοια απελπισμένη θέση αλλά σε πιο στεγνή κατάσταση. Και τότε αφού σιγουρεύτηκε και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει, όχι από το κρύο του νερού ούτε από τη σκέψη ότι μπορεί το διάβημά του αυτό να αποβεί μοιραίο και να τον παρασύρει κι αυτόν το ρεύμα, μα από κείνη τη βεβαιότητα που σου φουσκώνει την καρδιά με συγκίνηση και ρίγη ανεξέλεγχτα, βούτηξε στα παγωμένα χωματόνερα της Συγγρού.
Η εικόνα έχει ως εξής. Αυτός πάνω στο καπό έχει ήδη αρπάξει με όλη του τη δύναμη το απλωμένο της χέρι, αυτή στέκεται ακόμη μέχρι τη μέση στο νερό, αυτός την κοιτάζει στα μάτια, την κρατάει, την έχει δικιά του, αυτή τον κρατάει σθεναρά, τον κοιτάζει στα μάτια, με τέτοια γλύκα, με τέτοια ευγνωμοσύνη, ε τι διάολο θα ήταν ασυγχώρητα αχάριστη, δεύτερη φορά είναι που τη σώζει. Κοιταζόντουσαν μόνο και κρατιόντουσαν σφιχτά, δεν τους ένοιαζε μήτε το νερό, μήτε οι δυσμενείς συνθήκες, μήτε οι μασονικές ρουφήχτρες που ενέτειναν τις δυνάμεις τους για να τους πάρουν και τους δύο μαζί στα σκοτεινά και αδηφάγα στομάχια τους, μήτε το παρελθόν, μήτε το μέλλον, παρά μόνο το εκεί, το τώρα, το βλέμμα και η προσκόλληση.
Δέι αρ κλίιιιιινγκιν ιν δε ρέιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου