Όλα άρχισαν όταν οι θεοί εφθόνησαν το γούστο μου.
Τρία, δύο, ένα, κανένα, δηλαδή 2013, φιλιά, αγκαλιές, οικογενειακά, τυποποιημένα, σχεδόν βαριεστημένα, ανταλλαγή δώρων, έπειτα ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, δηλαδή στο λάπτοπ του, πώς περνάγανε άραγε οι άνθρωποι παλιότερα; χωρίς υπολογιστές; έπειτα από κανά μισάωρο, σπίτι του Βασίλη για εικοσιμία και πόκερ, ουίσκι, χάνω, πάντα χάνω στο τσακ, στο παρατσάκ, στο heads up, το ίδιο πράγμα και με τη βασιλόπιτα, πάντα διπλανό κομμάτι, όχι ότι παίζει ρόλο δηλαδή και μετά κατά τις 3, πικαντίλι κλαμπ, τις δύο φορές του χρόνου που επιτρέπω στον εαυτό μου να παραβρεθεί κι αυτό γιατί, ανήμερα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιά είναι σαν ριγιούνιον σχολικό, όλοι είναι εκεί, αφήνω τα πράγματά μου στο σκαμπό, τα αφήνω εκτεθειμένα, ποιος θα μου τα πάρει, "έλα πολυτεχνείο, βάζει τέλεια μουσική" ούτε μισή ώρα δεν είχα κάτσει και λέω φεύγω πάω να βρω τη Βασιλική, κινώ προς τα πράγματά μου, που είναι το κασκόλ μου; πουθενά, ψάχνω γύρω, ψάχνω τριγύρω, δεν βρίσκω τίποτα, ρωτάω τον μπάρμαν και μου λέγει άμα το βρεις σφύρα μου. Το ωραίο μου κασκόλ αγορασμένο από την Πολωνία, με μάκρος και πλάτος διπλοσέντονου, που αν τολμούσες να το ξετυλίξεις, δεν θα το μετάνιωνες, ανάμεσα στις δίπλες του κρύβονταν πόσες ιστορίες! και γαλαντόμο όπως ήτανε, θα στις έλεγε ξανά και ξανά δίχως βαριαστεναγμό, δίχως ακηδία.
Ένα χρόνο και μία ώρα μετά, πάλι τα ίδια. Αντίστροφη μέτρηση μέσω ισπανικής σύνδεσης που κολλάει, χάσαμε τα μισά νούμερα, όχι όμως και τα φιλιά. Φιλιά με όλους ακόμα και με κείνους που δεν είχαμε ούτε καν συστηθεί, σε φιλικό σπίτι Ελλήνων, στη Βαρκελώνη. Από τις 9 τρώγαμε και πίναμε δεν κάναμε τίποτα άλλο, είμαι άνθρωπος των μικρών απολαύσεων, οπότε πέρασα φίνα. Και έπειτα σκνίπα όπως ήμασταν, πάμε στου διαόλου το κέρατο, στην Τοράσα άκουσον-άκουσον, Ουρκιανόνα αλλάζουμε γραμμή, κόκκινη, καμία πληροφόρηση, άλλοι κατευθύνονται προς την κόκκινη, άλλοι ακολουθούν το πλήθος σαν μεθυσμένοι (σικ), μπερδεύονται, βγαίνουν από τα ακυρωτικά, κι εγώ μαζί τους, καλά εγώ χαμπάρι δεν παίρνω, οι άλλοι τουλάχιστον το κατάλαβαν στην πορεία, εγώ το κατάλαβα μετά τις κυλιόμενες, μετά τα φανάρια, πάσχιζα να στείλω ένα μήνυμα που δεν συντασσόταν, δεν στελνόταν. Όταν πια πήρα πρέφα τι παίζει, αλαφιασμένος τρέχω προς τα πίσω, κάτω, στα έγκατα, βλέπω τον μαδριλένο να μου κουνάει το χέρι, του το κουνάω κι εγώ και τότε το προσέχω, που είναι το κασκόλ μου; "τρέξε θα χάσουμε το μετρό". Κι έτσι έτρεξα, κι έτσι έχασα εκείνο το κασκόλ που είχα πάρει για να αντικαταστήσω την απώλεια του περσινού.
Φαίνεται το έχουν έθιμο οι χρόνοι να μου παίρνουν κι από ένα κασκόλ για να 'χουν καλό πηγαιμό.
Τρία, δύο, ένα, κανένα, δηλαδή 2013, φιλιά, αγκαλιές, οικογενειακά, τυποποιημένα, σχεδόν βαριεστημένα, ανταλλαγή δώρων, έπειτα ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, δηλαδή στο λάπτοπ του, πώς περνάγανε άραγε οι άνθρωποι παλιότερα; χωρίς υπολογιστές; έπειτα από κανά μισάωρο, σπίτι του Βασίλη για εικοσιμία και πόκερ, ουίσκι, χάνω, πάντα χάνω στο τσακ, στο παρατσάκ, στο heads up, το ίδιο πράγμα και με τη βασιλόπιτα, πάντα διπλανό κομμάτι, όχι ότι παίζει ρόλο δηλαδή και μετά κατά τις 3, πικαντίλι κλαμπ, τις δύο φορές του χρόνου που επιτρέπω στον εαυτό μου να παραβρεθεί κι αυτό γιατί, ανήμερα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιά είναι σαν ριγιούνιον σχολικό, όλοι είναι εκεί, αφήνω τα πράγματά μου στο σκαμπό, τα αφήνω εκτεθειμένα, ποιος θα μου τα πάρει, "έλα πολυτεχνείο, βάζει τέλεια μουσική" ούτε μισή ώρα δεν είχα κάτσει και λέω φεύγω πάω να βρω τη Βασιλική, κινώ προς τα πράγματά μου, που είναι το κασκόλ μου; πουθενά, ψάχνω γύρω, ψάχνω τριγύρω, δεν βρίσκω τίποτα, ρωτάω τον μπάρμαν και μου λέγει άμα το βρεις σφύρα μου. Το ωραίο μου κασκόλ αγορασμένο από την Πολωνία, με μάκρος και πλάτος διπλοσέντονου, που αν τολμούσες να το ξετυλίξεις, δεν θα το μετάνιωνες, ανάμεσα στις δίπλες του κρύβονταν πόσες ιστορίες! και γαλαντόμο όπως ήτανε, θα στις έλεγε ξανά και ξανά δίχως βαριαστεναγμό, δίχως ακηδία.
Ένα χρόνο και μία ώρα μετά, πάλι τα ίδια. Αντίστροφη μέτρηση μέσω ισπανικής σύνδεσης που κολλάει, χάσαμε τα μισά νούμερα, όχι όμως και τα φιλιά. Φιλιά με όλους ακόμα και με κείνους που δεν είχαμε ούτε καν συστηθεί, σε φιλικό σπίτι Ελλήνων, στη Βαρκελώνη. Από τις 9 τρώγαμε και πίναμε δεν κάναμε τίποτα άλλο, είμαι άνθρωπος των μικρών απολαύσεων, οπότε πέρασα φίνα. Και έπειτα σκνίπα όπως ήμασταν, πάμε στου διαόλου το κέρατο, στην Τοράσα άκουσον-άκουσον, Ουρκιανόνα αλλάζουμε γραμμή, κόκκινη, καμία πληροφόρηση, άλλοι κατευθύνονται προς την κόκκινη, άλλοι ακολουθούν το πλήθος σαν μεθυσμένοι (σικ), μπερδεύονται, βγαίνουν από τα ακυρωτικά, κι εγώ μαζί τους, καλά εγώ χαμπάρι δεν παίρνω, οι άλλοι τουλάχιστον το κατάλαβαν στην πορεία, εγώ το κατάλαβα μετά τις κυλιόμενες, μετά τα φανάρια, πάσχιζα να στείλω ένα μήνυμα που δεν συντασσόταν, δεν στελνόταν. Όταν πια πήρα πρέφα τι παίζει, αλαφιασμένος τρέχω προς τα πίσω, κάτω, στα έγκατα, βλέπω τον μαδριλένο να μου κουνάει το χέρι, του το κουνάω κι εγώ και τότε το προσέχω, που είναι το κασκόλ μου; "τρέξε θα χάσουμε το μετρό". Κι έτσι έτρεξα, κι έτσι έχασα εκείνο το κασκόλ που είχα πάρει για να αντικαταστήσω την απώλεια του περσινού.
Φαίνεται το έχουν έθιμο οι χρόνοι να μου παίρνουν κι από ένα κασκόλ για να 'χουν καλό πηγαιμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου