Η πιο βάρβαρη συνειδητοποίηση είναι ότι πρέπει να αλλάξεις σουπερμάρκετ, μανάβικο και γενικότερα αγορά όταν πρωτομετακομίζεις. Δεν είναι μόνο η συνήθεια που δύσκολα αλλάζει όσο η αναζήτηση η ίδια για καινούργια μαγαζιά όταν ακόμα δεν έχει κατακάτσει ο κουρνιαχτός της μετακόμισης. ΑΥΤΟΣ όμως δεν μετακόμισε πολύ μακρύτερα κι έτσι ο αγαπημένος Βασιλόπουλος των 10 λεπτών (πια) υπερτερούσε του Σκλαβενίτη των 5'. Τι είχαμε, τι χάσαμε. Πρώτα έπαιρνες όλο πάνω την Παπανδρέου, πέρναγες την Σπηλιωτοπούλου και να μπροστά σου, ανάμεσα στη Λουλουδιών και την Κονίτσης, ξεπρόβαλε. Τώρα το μόνο που χάνεις σε χρόνο και κερδίζεις σε απόσταση είναι μία κάθετος: η Φαραντάτων. Αν την διασχίσεις αντίθετα από τη φορά των αυτοκινήτων, χύνεται στην Παπανδρέου. Ε από κει κι έπειτα τη διαδρομή, πιστέψτε με, τη βρίσκει με κλειστά τα μάτια.
2 Ale από τις καλλίτερες και μία πίλσνερ Πίνκους (το ερώτημα για το πόσο εξεζητημένες μπύρες μπορεί να φέρει ένα ελληνικό σουπερμάρκετ το αντιπαρέρχομαι), ένα τυρί σεβγρέ, ένα καζέλ ντε σαντ αφγρίκ και ένα μπρι έτσι για να υπάρχει, για να το χαραμίσει αντί φέτας σε μία προδιαγραφόμενη κρίση βουλιμίας απ' αυτές που ξεσπούν τα ξημερώματα μετά από δυο νταμιτζάνες ούζο· ένα κρασί από τη χιλή (;) σχετικά φτηνό γύρω στα 8 ευρώ, κάτι ήπιας γεύσης, μη αλατισμένα κρακεράκια για βάση και λίγο χαβιάρι για κορυφή, τόσο λίγο, όσο του επιτρέπει η γενναιόδωρη μα όχι προκλητικά υψηλή χορηγία των γονιών του. Παρασυρμένος από τις χριστουγεννιάτικες μελωδίες τσουλάει από διάδρομο σε διάδρομο, αγοράζοντας προϊόντα ανεξαρτήτου κατηγορίας. Λίγο χαρτί τουαλέτας, ένα απορρυπαντικό, 1 πακέτο μακαρόνια, και 1 πακέτο κορν φλάουερ γιατί αύριο έχει μουσαφίρηδες και λέει να τους φτιάξει παστίτσιο, κρεμοσάπουνο για τα χέρια, 500 ml βούτυρο, 1 κιλό αλεύρι για όλες τις χρήσεις, μάρκες, διαφημίσεις του σφηνώνουν στο μυαλό. Σιγά-σιγά το καλάθι του γεμίζει, σφύζει από αγαθά, το συνειδητοποιεί, αφήνει τη μαγιονέζα, το ξανασκέφτεται, ναι αφήνει κάτω τη μαγιονέζα και πηγαίνει προς το ταμείο, όπου πριν φτάσει όμως, άξαφνα, πισωγυρίζει μηχανικά σα να ξέχασε κάτι επείγον και τραβάει προς τον διάδρομο με τις λοσιόν, τα προφυλακτικά και τα είδη υγιεινής.
Έχοντας μπροστά του άλλη μια νύχτα σκυλίσιου αλλά χωρίς συναισθήματα σεξ, δεν νιώθει ούτε στάλα, ξέρετε από κείνη τη χαρά που σε πλημμυρίζει όταν βλέπεις το προϊόν και το φαντασιώνεσαι στο πιάτο σου, για παράδειγμα, βλέπεις το τυρί φιλαδέλφειας και φαντάζεσαι το τσιζκέικ που θα φτιάξεις ή βλέπεις το προφυλακτικό και φαντάζεσαι το σεξ που θα κάνεις. Μετά από μία σωρεία συνουσίας, το σεξ τυποποιείται και στην αρχή ναι μεν είναι προκλητικά αισθησιακό το να συνευρίσκεσαι με διαφορετικούς, ξεχωριστούς ανθρώπους ολοέννα, μα αν δεν υπάρχει ούτε ψήγμα συναισθήματος, μάλλον χάνεις το ενδιαφέρον στην πορεία, απ' τη στιγμή που και η όλη κατάσταση χάνει την παρακμή που συνήθιζε να τη συνοδεύει. Μια ρουτίνα και τίποτα άλλο. "Γαμώ το γκεϊλίκι μου μέσα".
Και πάνω που σκεφτόταν γκεϊλίκι, δυο ευπροσήγοροι και ιδιαίτερα χαρούμενοι νέοι, περνάνε από μπροστά του με μια βαζελίνη στο χέρι και ερωτοτροπούν, αστειευόμενοι φωναχτά. "Αν πάρουμε την άλλη και όχι αυτή την ευτελή, σου υπόσχομαι να μην πάω δουλειά αύριο και να κάτσουμε να την απολαύσουμε". "Μην ξύνεις πληγές, σε αντίθεση με σένα, εγώ δεν έχω να πάω σε καμία δουλειά αύριο, αλλά εντάξει άντρακλά μου ότι θες, πληρώνω εγώ". Αν έξυσε μία πληγή προσωρινή στον μουσάτο σύντροφό του ο κοντός, με τσουγκράνα γαμψή από πάνω ως κάτω, άθελά του, έγδαρε το γεμάτο ανοιχτές ερωτικές πληγές κορμί του ψηλού ομοφυλόφιλου λαθροακροάτη. Και μόνο μία επιφανειακή βλέπετε, στιγμιαία σύγκριση με το ιδεατό οδηγεί τον καθένα μας στα πρόθυρα της κατάθλιψης. Παρατάει το καροτσάκι με τα ψώνια όπως είναι, γεμάτο, εγκαταλείπει κρασιά και τυριά αναφανδόν και φεύγει με βιαστικό περπάτημα προς την έξοδο του σουπερμάρκετ. Σε δέκα λεπτά είναι σπίτι. Κλείνεται στο δωμάτιό του και παρόλο το πρόωρο πέφτει για ύπνο. Δεν έχει ύπνο.
Μόλις που έχει καταφέρει να κοιμηθεί σε πείσμα της πείνας του, όταν λαμβάνει ένα μήνυμα στο ηλεταχυδρομείο. Θα 'ταν δεν θα 'ταν 4 η ώρα Ελλάδας. Θα 'ταν 3 ώρα Ισπανίας. "Μάθε ισπανικά, παράτα τα όλα κι έλα Βαρκελώνη". Μόνο αυτό το λακωνικό, τίποτε άλλο. Ανασηκώνεται, το σκέφτεται, πάει στην κουζίνα να ψήσει έναν καφέ, ελληνικό βαρύ, χωρίς καθόλου ζάχαρη, ανοίγει τον υπολογιστή και ψάχνει στο ερ τίκετς. Πτήση για Βαρκελώνη μεθαύριο στα 196 ευρώ. Μόνο το πήγαινε. Την κλείνει. Ψευτοκοιμάται για 2 ώρες μέχρι να ξημερώσει. Την επόμενη μέρα κλείνει νωρίς το πρωί ραντεβού στο κομμωτήριο, βάφει τα μαλλιά του μπλε που είναι της μόδας λόγω Αντέλ, χαιρετάει τους άναυδους (κοντινότερους) φίλους και εραστές του σε μία άνευ προηγουμένου κατευόδια γιορτή, πακετάρει τα απαραίτητα και δίχως να ενημερώσει τους γονείς και συγγενείς του, επιβιβάζεται για μια πτήση μέχρι το Εϊξάμπλε.
Γουί φάουντ λαβ ιν εν Εϊξάμπλε πλέις, γουί φάουντ ιν εν Εϊξάμπλε πλέις...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου