Δεν ξέρει γιατί πήγε σε κείνο το μέρος. Αλλά από την άλλη γιατί να μην πάει; Θυμωμένοι οπαδοί, ένα άθλημα που πρώτη φορά θα έβλεπε έστω και μέσω τηλεοπτικής κάλυψης, αντιδράσεις, διαξιφισμοί, ένταση, διάχυτη μυρωδιά μπύρας παντού, πρόσωπα και μαλλιά πορτοκαλιά να γίνονται κόκκινα από το άγχος, από το θυμό, απ' τη χαρά, απ' την εκτόνωση. Να τουλάχιστον 3 λόγοι, όχι μονάχα ένας.
Άργησε να φτάσει, γιατί έκοψε δρόμο. Για να είμαι πιο ακριβής, άργησε γιατί στην προσπάθειά του να κόψει δρόμο, αντιπαρήλθε ενός μικρού στενού και μετά άπαξ και το πέρασε, άδικα αγαναχτούσε που δεν μπορούσε να βρει την κεντρική οδό στη συνέχεια. Η κεντρική ήταν προσβάσιμη μόνο μέσω εκείνου του πλακόστρωτου σοκακιού. Εκεί στην Καρέρ Σαντ Περέ Με Αλτ, γωνία με Αρχέντερ. Αφού περιπλανήθηκε και έκανε το γύρο γύρω στις 3 φορές, κάποια στιγμή του 'κοψε να γυρίσει πίσω και συνεπώς το βρήκε. Έφθασε, μπήκε από την πλαϊνή πόρτα, διέσχισε τον μακρύ διάδρομο και εισήλθε στον πίσω χώρο της αρένας. Μωβ φωτισμοί, κόσμος πολύς, άλλοι καθιστοί αλλά και πολλοί όρθιοι, μεγάλες οθόνες σε 4 σημεία και λίγο πιο πέρα, εκατέρωθεν από τα δύο μπαρ, ξεκινούν 2 σκάλες κυκλικές που οδηγούν στο από πάνω επίπεδο που προεξείχε και κοιτούσε αφ'υψηλού κάτω τους υπόλοιπους, τους πληβείους, σαν σάλα ένα πράγμα.
Είτε στο πάνω στρώμα είτε στο κάτω είτε στους κατάμεστους διαδρόμους και τις πιασμένες μπάρες, όλοι οι θαμώνες ήτανε προσηλωμένοι, όλοι ήταν επικεντρωμένοι στο μείζον θέμα, στο βίαιο θέαμα που μαγνήτιζε παραδόξως, γυναίκες και άντρες εξίσου: το ράγκμπι. Ένα τόσο ανοίκειο περιβάλλον είναι τελικά το πλέον πρόσφορο έδαφος για να αποκωδικοποιήσει κανείς ένα άλλο μοντέλο, ένα άλλο κοινωνικό παράδειγμα, μια κοινωνική ομάδα που εκείνη τη στιγμή δρα και εκφράζεται πηγαία. Οι Ιρλανδοί που υποστηρίζουν πιο πολύ και απ' την ίδια τους τη χώρα τον/την εκάστοτε αντίπαλο της Αγγλίας, οι Γάλλοι που τραγουδάνε την Μασσαλιώτιδα σε κάθε γκολ της ομάδας τους, τα αιχμαλωτισμένα μάτια όλων στραμμένα πειθήνια προς τις σαγηνευτικές οθόνες απέναντι, το λεκτικό, το ακουστικό, το ποιητικό σχεδόν της ατμόσφαιρας. "Όπως εντυπωσιάζεται η αριστοκρατία μπροστά στην ελαφρότητα της λαϊκούρας, έτσι κι εγώ", σκέφτηκε. Ελιτιστής και αχώνευτος.
Όπως αχώνευτες ήταν γι' αυτόν οι κατά πλειοψηφία χοντροκομμένες φάτσες μέσα εκεί. Εκτός από μία. Μία γαλλιδούλα, σίγουρα όχι αντάξια αυτών που λιγουρεύεται συνήθως η χίπστερ όρεξή του, μια γαλλιδούλα παρόλο αυτά. Μετρίου αναστήματος, χαριτωμένη, με πονηρό και πρόστυχο όταν το ήθελε χαμόγελο -μία όταν μειδίασε στον νεαρό δίπλα της που την άγγιξε τάχα μου αθώα μα απολύτως σκόπιμα στο μπούτι και μία όταν του φάνηκε ότι υπομειδίασε σ' έναν διαγώνια που την κοίταζε επίμονα- μια λεπτή μυτούλα που με νάζι την κούναγε όταν αγωνιούσε, όταν η Γαλλία νικούσε, ξανθά μαλλάκια και ένα ποτό με καλαμάκι που όσο κι αν το ρούφαγε, ανάθεμα κι αν ήπιε μια γουλιά σε όλο το παιχνίδι. Όλο κοιτούσα κι όλο γεμάτο ήταν το ποτήρι. Ακίνητη η στάθμη. Βέβαια μπορεί και να ήτανε όλα κόλπα του σπανιόλου εραστή από δίπλα που την πότιζε ολοένα αλκοόλ για να την πηδήσει.
Ο δικός μας πρώτα επιφυλακτικά και έπειτα ξεδιάντροπα, είχε ακινητοποιήσει το βλέμμα του πάνω της. Και όχι απλά κάπου πάνω της, αλλά στο κέντρο, στο δόξα πατρί, κατευθείαν στα γαλάζιά της τα μάτια. Που μέσα σε αυτό το μωβ φωτισμό έπαιρναν μία απόκοσμη χροιά. Αλλά αυτή ούτε μια ματιά. Επί 80 λεπτά, κοίταζε ευθεία πάνω και έκανε τη χάρη στους θαμώνες μόνο κατά τη διάρκεια του διαλείμματος -και άλλες δυο φορές- να σύρει τα μάτια της και να τα ζευγαρώσει ή απλά να τα φέρει στο επίπεδο των υπολοίπων. Σε αυτόν δε τίποτα, δεν κοιτούσε καν προς τη μεριά που καθόταν, λες και το έκανε επίτηδες, λες και είχε βάλει στοίχημα με κάποιον. Αν ήταν έτσι πάντως ήταν πολύ καλή και άξιζε την ανταμοιβή, καθώς ο περιορισμός να μην κοιτάξεις κάπου αναγάγει τη δοκιμασία σε μεγαλύτερη πρόκληση και καθιστά την αδυναμία πιο επιτατική.
Και νόμισε ότι 5 λεπτά πριν το τέλος του ματς που είχε πάρει κεφάλι η Αγγλία, πως την είδε τόσο συννεφιασμένη, που έτοιμος ήταν να πάει και να της συμπαρασταθεί, να της ψιθυρίσει κάτι πατρικό, κάτι απλό, κάτι πολύ αντιερωτικό, κάτι που δεν θα έκανε υπό άλλες συνθήκες, κάτι του στυλ "έλα μωρέ μην κάνεις έτσι, μην στεναχωριέσαι, συμβαίνουν αυτά στη ζωή". Τόσο απαρηγόρητη έδειχνε. Αλλά το παιχνίδι ήρθε τούμπα όταν η γαλλική ομάδα στην τελευταία κυριολεκτικά απεγνωσμένη προσπάθεια να χαρίσει την χαρά στην ξανθομαλλούσα Γαλλίδα του Τζόρτζ Πέιν, ευτύχισε να σκοράρει και μαζί με τους γεροδεμένους παίκτες της, ευτύχισαν και αλαλάζανε όλοι εκεί μέσα πλην φυσικά των Άγγλων και της αφεντιάς του που μπορεί βέβαια να μην πανηγύρισε, αλλά σίγουρα χαμογελούσε και από κείνη τη στιγμή σίγουρα μετατοπίστηκε από το μοναχικό ρόλο του μοναδικού ουδέτερου της αναμέτρησης, σε αυτόν τον εξίσου μοναχικό ρόλο του πιο συναισθηματικά ευάλωτου, του πιο φανατικά ρευστού.
Και πράγματι έλιωνε καθώς την κοιτούσε, αλλά για μια στιγμή μόνο, γιατί δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία, ήθελε να της μιλήσει στέρεος και επιπλέον δεν ήθελε να νομίζουν οι άλλοι πως αποσυντίθεται και ρευστοποιείται για να ξεγλιστρήσει πιο εύκολα και να μην πληρώσει· έτσι πριν φύγει κοντοστάθηκε και πέταξε ένα χαρτονόμισμα που έβγαλε με φούρια από την τσέπη του πάνω στο γεμάτο κανέλα τραπέζι, μπερδεύοντας την ανταλλακτική αξία των νομισμάτων πάνω στην σύγχυση της ονείρωξης και πληρώνοντας τελικά το μερτικό του παραπάνω από γενναιόδωρα, ψέλλισε στην παρέα του μισά αγγλικά-μισά γαλλικά (ο Τζέιμς που μιλάει και τις 2 γλώσσες διηγούνταν μετά ότι τον άκουσε να λέει "Have to go, je sois bossu") ότι πρέπει να φύγει και κίνησε προς το μέρος της. Και κείνη την στιγμή που ο αγώνας είχε πια τελειώσει, τα μάτια της λες και ξαφνικά γίνησαν διαθέσιμα, ωσάν και μόλις έσβησε εκείνη η οθόνη, άναψαν οι υπόλοιπες αισθήσεις της, όχι μόνο πρόλαβαν να αντιληφθούν την εναγώνια κίνησή του να την προσεγγίσει μα και εστίασαν πάνω του.
Όταν τελικά το πήρε απόφαση να ολοκληρώσει το ταξίδι του -αφού στην διαδρομή άλλαξε πορεία 3 φορές μέχρι να πειστεί ότι έχει ελπίδες χάρις ίσως το ορμέμφυτο μιας μοίρας προδιαγεγγραμμένης- και την πλεύρισε, αυτή, όχι μόνο τα χαρούμενα και λαμπερά μάτιά της έτεινε προς το μέρος του μα και με το πονηρό και άσεμνο χαμόγελό της, απροκάλυπτα τον παρόξυνε. Φορούσε ένα τιραντάκι που αν το φύσαγες αποκάλυπτε το πάνω μέρος του πιεσμένου και προτεταγμένου στήθους της. Το παντελόνι της ήταν λουλουδάτο και αεράτο και φορούσε παπούτσια μαύρα από αυτά της μόδας με το τακουνάκι που συνηθίζεται με κάπρι ανασηκωμένο μέσα στο καταχείμωνο. Κοιτούσε ευθυτενώς, δεν ντρεπότανε. Μόνο μια στιγμή γύρισε να πιει μια γουλιά κουνώντας τη μύτη αισθαντικά και έπειτα γύρισε πάλι να τον κοιτάξει. Αν ο φλώρος δίπλα της που τώρα άφαντος ήταν -καθότι οι φλώροι εγκαταλείπουν την μάχη γρήγορα όπως ξέρουμε- όντως ανανέωνε κρυφά το ποτό της λεγάμενης τόση ώρα δεν είχε παρά να τον ευχαριστήσει για το καλό που του 'κανε, καθώς ετούτη η εικοτολογούσα ενδοτικότητα που η ίδια είχε περιέλθει, δίχως άλλο απόρροια της ποταπότητας των προθέσεών του ήτανε.
Και οι δυο τους δεν είχανε, ούτε χρειάστηκε να πούνε πολλά. Είτε λόγω του αθέμιτου συνεχούς ανεφοδιασμού με μπύρα από τον ύπουλο υποψήφιο κατακτητή της είτε λόγω της επεισοδιακής και αναπάντεχης όπως εξελίχθηκε το ματς νίκης της Γαλλίας, εκείνη ήταν μεθυσμένη για τα καλά, ενώ αυτός ίσως όχι από έρωτα μα σίγουρα από επιθυμία ανεξέλεγκτη απ' ώρα παραδομένος· στέκανε και οι δύο άφωνοι, μούγκοι, ανήμποροι να εκφράσουν το παραμικρό, παρά μόνο τα άρρητα που διακηρύσσονταν υποβολιμαία από τα χαμόγελά τους τα δόλια και τα διασταυρωμένα βλέμματά τους. Και πριν η σιωπή τους γίνει εκκωφαντική, εκεί στο κατάλληλο χρονικό σημείο -σαν πιο πεπειραμένη στα χρονικά ρυθμιστικά- αυτή του προτείνει "γιατί δεν πάμε μια βόλτα έξω που θέλω να κάνω τσιγάρο" και αυτός πολύ συμφώνησε γιατί το μέσα είχε γίνει ασφυκτικό. Τσακωμοί, χυμένη μπίρα και μεθυσμένοι Ιρλανδοί. Δεν πάνε στο διάολο όλοι τους, αυτοί και το έλλειμμά μου εναρμόνισης με τέτοιες κοινωνικές ομάδες που το καμουφλάρω ως μελέτη, σκέφτηκε, και την ακολούθησε αποφασισμένος.
Σαν διέσχισαν όλο τον μακρύ διάδρομο και βρέθηκαν στον καθαρό αέρα, όρμησε και την φίλησε πριν προλάβει να βάλει το τσιγάρο στο στόμα της, πριν προλάβει το κεφάλι της να καθαρίσει και να συλλογιστεί τι τεράστιο λάθος πάει να κάνει. Είναι οξύμωρο το πως η ανασφάλεια της απόρριψης τον οδήγησε να κάνει κάτι τόσο θαρραλέο. Πρώτα κεραυνοβόλα ακούμπησε τα χείλη του πάνω στα δικά της, κι έπειτα, και τα στόματα που πριν ήταν δεμένα μάθανε να ξελύνονται και να ελίσσονται, και τα σάλια να ρέουν και τα φαντασιακά να ξεκινάνε να ζουν ήδη έναν οργασμό που θα έρθει και θα πληρωθεί στο ύστερο. Και κείνη τη στιγμή, ένας αέρας δυνατός και χειμωνιάτικος τους σήκωσε επιτακτικά τα κασκόλ, μα αυτός πια δεν νοιαζόταν μήτε για τα κασκόλ μήτε για τον φρέσκο αέρα που πριν σκιαζότανε, πλέον την είχε κατακτήσει βλέπετε, ήτανε πια σίγουρος πως και όλοι οι αγέρηδες του κόσμου δεν θα της ανασάλευαν την σύμπλευση αλλά ούτε θα την αποσπούσαν από τον αυτοσχέδιο εναγκαλισμό του και από την γεμάτη πάθος καθηλωτική χειλολαβή του.
Αυτός έμενε όρια Σαν Μαρτί και Εϊξάμπλε, εκείνη στην Γκασπ, 3 μόλις τετράγωνα προς τα πάνω. Δεν το σκεφτήκανε πολύ. Πιασμένοι από το χέρι, ο ένας με ξεχειλωμένο το παντελόνι από την πολλή καύλα, η άλλη με την κιλότα της βρεγμένη τόσο που μπορούσες με λίγο αναπτυγμένη σεξουαλική ενόραση να φανταστείς την κηλίδα του πόθου μέσα από το πλουμιστό παντελόνι, κατευθύνθηκαν προς το σπίτι της Γαλλίδας, η οποία όσο περνούσε η ώρα αποκτούσε από την διεσταλμένη επιθυμιά όλο και προστυχότερο ύφος. "Κοίτα μην μου πεις τίποτα je t'aime ή très jolie πάνω στο γαμήσι γιατί με ξενερώνουν κάτι τέτοια νερουλά" του λέει ξαφνικά. "Μπορώ να σε ρωτήσω αν voulez vous coucher avec moi ce soir όμως ε;", της αποκρίθηκε αυτός παιχνιδιάρικα. Και η άλλη μόλις που καταφέρνει να πνίξει ένα βογκητό ευχαρίστησης και του λέει με ηδυπάθεια "τελικά κι ας είναι κοινότοπα, για όλα παίζει ρόλο το πώς τα λες, σπεύδε, μπάσταρδε δεν αντέχω άλλο, θέλω να μου τον χώσεις".
Τα κλειδιά μετά βίας μπήκαν στην πόρτα, τα ρούχα μετά βιάς αποχωρίστηκαν τα σώματά τους, του έδωσε το χέρι της και της έδωσε το πουλί του, το οποίο αφού μπήκε πρώτα στο στόμα της και γνώρισε τον οισοφάγο, το λαιμό, την ελαφρώς στραβή οδοντοστοιχία της, τα μάγουλα, τα εκστατικά της χείλη και την μαλθακή, μαριόλικη γλώσσα της, γνώρισε και το υγρό της αιδοίο, τα 2 έκπαγλα στήθη της που το καλωσόρισαν με μία τεχνική που στην Ελλάδα καλούσαν κάποτε ισπανική, αλλά που τώρα του είναι αδιάφορο αν την χαραχτηρίζουν σχεδόν εφηβικά ακόμα έτσι, καθώς όταν αλλάζεις χώρα, γλωσσολογικό πλέγμα και αργκό, αλλάζει το περιγραφικό και σιγά-σιγά και διείσδυση με τη διείσδυση και το διακοσμητικό. Το διακοσμημένο με ενός μηνός συσσωρευμένο σπέρμα στήθος της, υπέρλαμπρο χάρις τα λαμπυρίζοντα από κάποιο εξωτερικό φως χύσια που κολλούν και εμμένουν πάνω στο ιδρωμένο της κορμί.
Θα πηδηχτήκανε μπορεί και 5 φορές, 6 αν πιάνεται και η πρώτη, η ηλεκτρισμένη, η πρόωρη, η εξιλεωτική. Τα χέρια του ψηλάφισαν κάθε εσοχή του σώματός της, με τη γλώσσα του έγλυψε κάθε πιθανό σημείο, το πέος του κάλυψε με σπέρμα σαν συντριβάνι όλες τις παρυφές, όλες τις εξοχές, όλες τις λακουβίτσες κι όλες τις αυλακιές που συγκεντρωνόντουσαν λόγω μορφολογίας τα καυτά υγρά που ανάβλυζαν από το στυτικό του αρρωστημένο φαντασιακό. Και αυτή ίσως να 'χυσε διπλές φορές και τα υγρά της αφού τα ρούφαγε και τα αναμείγνυε στο στόμα της με σάλια, τα έφτυνε με δύναμη πάνω στο πρόσωπό του χωρίς να τον ρωτήσει, είχε βρει τα μαζοχιστικά του κουμπιά. Και δάχτυλο στον κώλο του έβαλε και σφαλιάρες ξεγυρισμένες στο κεφάλι του άστραψε και τον ταπείνωσε σεξιστικά και χάλια του φέρθηκε και του φέρθηκε όπως ακριβώς αυτός ήθελε.
Την επόμενη ημέρα εκείνος ξύπνησε σε άγνωστο μέρος κι αυτή κουκουλωμένη δίπλα του και αφού ανασηκωθήκανε, τρίψανε τις τσίμπλες από τα μάτια τους και νιφτήκανε, βαλθήκανε να ανακαλύψουν αν το μέτρημά του για το πόσες φορές έχυσε, καθώς ειδικά για τις 2 τελευταίες, ειδικά για εκείνη την πέμπτη ήταν περήφανος καθώς την είχε φέρει εις πέρας παρόλο που η στάση ήταν δύσκολη και αυτός εξουθενωμένος, ήταν ταυτόσημο με τον αριθμό των απλωμένων διάσπαρτα στο κόκκινο χαλί χρησιμοποιημένων προφυλακτικών· αλλά και για να δουν μέχρι που έφτασε η χθεσινή τους η καύλα, η οποία είναι υπεύθυνη δίχως άλλο για τους τόσο πολλούς, διαρκείς, απανωτούς και επαναλαμβανόμενους διαδοχικά 1 προς 2 οργασμούς που όχι μόνο επισκίασαν -μεγάλη η καλοσύνη της- τη νίκη της Γαλλίας επί της μισητής αντιπάλου όπως του εκμυστηρεύτηκε εκείνη αργότερα εκείνο το πρωινό, αλλά και ανανοηματοδότησαν την έννοια του one night stand και του ράγκμπι κι έδωσαν τροφή για τη δημιουργία νέων αλλόκοτων συνειρμών στο μυαλό και των δυο τους.
Άργησε να φτάσει, γιατί έκοψε δρόμο. Για να είμαι πιο ακριβής, άργησε γιατί στην προσπάθειά του να κόψει δρόμο, αντιπαρήλθε ενός μικρού στενού και μετά άπαξ και το πέρασε, άδικα αγαναχτούσε που δεν μπορούσε να βρει την κεντρική οδό στη συνέχεια. Η κεντρική ήταν προσβάσιμη μόνο μέσω εκείνου του πλακόστρωτου σοκακιού. Εκεί στην Καρέρ Σαντ Περέ Με Αλτ, γωνία με Αρχέντερ. Αφού περιπλανήθηκε και έκανε το γύρο γύρω στις 3 φορές, κάποια στιγμή του 'κοψε να γυρίσει πίσω και συνεπώς το βρήκε. Έφθασε, μπήκε από την πλαϊνή πόρτα, διέσχισε τον μακρύ διάδρομο και εισήλθε στον πίσω χώρο της αρένας. Μωβ φωτισμοί, κόσμος πολύς, άλλοι καθιστοί αλλά και πολλοί όρθιοι, μεγάλες οθόνες σε 4 σημεία και λίγο πιο πέρα, εκατέρωθεν από τα δύο μπαρ, ξεκινούν 2 σκάλες κυκλικές που οδηγούν στο από πάνω επίπεδο που προεξείχε και κοιτούσε αφ'υψηλού κάτω τους υπόλοιπους, τους πληβείους, σαν σάλα ένα πράγμα.
Είτε στο πάνω στρώμα είτε στο κάτω είτε στους κατάμεστους διαδρόμους και τις πιασμένες μπάρες, όλοι οι θαμώνες ήτανε προσηλωμένοι, όλοι ήταν επικεντρωμένοι στο μείζον θέμα, στο βίαιο θέαμα που μαγνήτιζε παραδόξως, γυναίκες και άντρες εξίσου: το ράγκμπι. Ένα τόσο ανοίκειο περιβάλλον είναι τελικά το πλέον πρόσφορο έδαφος για να αποκωδικοποιήσει κανείς ένα άλλο μοντέλο, ένα άλλο κοινωνικό παράδειγμα, μια κοινωνική ομάδα που εκείνη τη στιγμή δρα και εκφράζεται πηγαία. Οι Ιρλανδοί που υποστηρίζουν πιο πολύ και απ' την ίδια τους τη χώρα τον/την εκάστοτε αντίπαλο της Αγγλίας, οι Γάλλοι που τραγουδάνε την Μασσαλιώτιδα σε κάθε γκολ της ομάδας τους, τα αιχμαλωτισμένα μάτια όλων στραμμένα πειθήνια προς τις σαγηνευτικές οθόνες απέναντι, το λεκτικό, το ακουστικό, το ποιητικό σχεδόν της ατμόσφαιρας. "Όπως εντυπωσιάζεται η αριστοκρατία μπροστά στην ελαφρότητα της λαϊκούρας, έτσι κι εγώ", σκέφτηκε. Ελιτιστής και αχώνευτος.
Όπως αχώνευτες ήταν γι' αυτόν οι κατά πλειοψηφία χοντροκομμένες φάτσες μέσα εκεί. Εκτός από μία. Μία γαλλιδούλα, σίγουρα όχι αντάξια αυτών που λιγουρεύεται συνήθως η χίπστερ όρεξή του, μια γαλλιδούλα παρόλο αυτά. Μετρίου αναστήματος, χαριτωμένη, με πονηρό και πρόστυχο όταν το ήθελε χαμόγελο -μία όταν μειδίασε στον νεαρό δίπλα της που την άγγιξε τάχα μου αθώα μα απολύτως σκόπιμα στο μπούτι και μία όταν του φάνηκε ότι υπομειδίασε σ' έναν διαγώνια που την κοίταζε επίμονα- μια λεπτή μυτούλα που με νάζι την κούναγε όταν αγωνιούσε, όταν η Γαλλία νικούσε, ξανθά μαλλάκια και ένα ποτό με καλαμάκι που όσο κι αν το ρούφαγε, ανάθεμα κι αν ήπιε μια γουλιά σε όλο το παιχνίδι. Όλο κοιτούσα κι όλο γεμάτο ήταν το ποτήρι. Ακίνητη η στάθμη. Βέβαια μπορεί και να ήτανε όλα κόλπα του σπανιόλου εραστή από δίπλα που την πότιζε ολοένα αλκοόλ για να την πηδήσει.
Ο δικός μας πρώτα επιφυλακτικά και έπειτα ξεδιάντροπα, είχε ακινητοποιήσει το βλέμμα του πάνω της. Και όχι απλά κάπου πάνω της, αλλά στο κέντρο, στο δόξα πατρί, κατευθείαν στα γαλάζιά της τα μάτια. Που μέσα σε αυτό το μωβ φωτισμό έπαιρναν μία απόκοσμη χροιά. Αλλά αυτή ούτε μια ματιά. Επί 80 λεπτά, κοίταζε ευθεία πάνω και έκανε τη χάρη στους θαμώνες μόνο κατά τη διάρκεια του διαλείμματος -και άλλες δυο φορές- να σύρει τα μάτια της και να τα ζευγαρώσει ή απλά να τα φέρει στο επίπεδο των υπολοίπων. Σε αυτόν δε τίποτα, δεν κοιτούσε καν προς τη μεριά που καθόταν, λες και το έκανε επίτηδες, λες και είχε βάλει στοίχημα με κάποιον. Αν ήταν έτσι πάντως ήταν πολύ καλή και άξιζε την ανταμοιβή, καθώς ο περιορισμός να μην κοιτάξεις κάπου αναγάγει τη δοκιμασία σε μεγαλύτερη πρόκληση και καθιστά την αδυναμία πιο επιτατική.
Και νόμισε ότι 5 λεπτά πριν το τέλος του ματς που είχε πάρει κεφάλι η Αγγλία, πως την είδε τόσο συννεφιασμένη, που έτοιμος ήταν να πάει και να της συμπαρασταθεί, να της ψιθυρίσει κάτι πατρικό, κάτι απλό, κάτι πολύ αντιερωτικό, κάτι που δεν θα έκανε υπό άλλες συνθήκες, κάτι του στυλ "έλα μωρέ μην κάνεις έτσι, μην στεναχωριέσαι, συμβαίνουν αυτά στη ζωή". Τόσο απαρηγόρητη έδειχνε. Αλλά το παιχνίδι ήρθε τούμπα όταν η γαλλική ομάδα στην τελευταία κυριολεκτικά απεγνωσμένη προσπάθεια να χαρίσει την χαρά στην ξανθομαλλούσα Γαλλίδα του Τζόρτζ Πέιν, ευτύχισε να σκοράρει και μαζί με τους γεροδεμένους παίκτες της, ευτύχισαν και αλαλάζανε όλοι εκεί μέσα πλην φυσικά των Άγγλων και της αφεντιάς του που μπορεί βέβαια να μην πανηγύρισε, αλλά σίγουρα χαμογελούσε και από κείνη τη στιγμή σίγουρα μετατοπίστηκε από το μοναχικό ρόλο του μοναδικού ουδέτερου της αναμέτρησης, σε αυτόν τον εξίσου μοναχικό ρόλο του πιο συναισθηματικά ευάλωτου, του πιο φανατικά ρευστού.
Και πράγματι έλιωνε καθώς την κοιτούσε, αλλά για μια στιγμή μόνο, γιατί δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία, ήθελε να της μιλήσει στέρεος και επιπλέον δεν ήθελε να νομίζουν οι άλλοι πως αποσυντίθεται και ρευστοποιείται για να ξεγλιστρήσει πιο εύκολα και να μην πληρώσει· έτσι πριν φύγει κοντοστάθηκε και πέταξε ένα χαρτονόμισμα που έβγαλε με φούρια από την τσέπη του πάνω στο γεμάτο κανέλα τραπέζι, μπερδεύοντας την ανταλλακτική αξία των νομισμάτων πάνω στην σύγχυση της ονείρωξης και πληρώνοντας τελικά το μερτικό του παραπάνω από γενναιόδωρα, ψέλλισε στην παρέα του μισά αγγλικά-μισά γαλλικά (ο Τζέιμς που μιλάει και τις 2 γλώσσες διηγούνταν μετά ότι τον άκουσε να λέει "Have to go, je sois bossu") ότι πρέπει να φύγει και κίνησε προς το μέρος της. Και κείνη την στιγμή που ο αγώνας είχε πια τελειώσει, τα μάτια της λες και ξαφνικά γίνησαν διαθέσιμα, ωσάν και μόλις έσβησε εκείνη η οθόνη, άναψαν οι υπόλοιπες αισθήσεις της, όχι μόνο πρόλαβαν να αντιληφθούν την εναγώνια κίνησή του να την προσεγγίσει μα και εστίασαν πάνω του.
Όταν τελικά το πήρε απόφαση να ολοκληρώσει το ταξίδι του -αφού στην διαδρομή άλλαξε πορεία 3 φορές μέχρι να πειστεί ότι έχει ελπίδες χάρις ίσως το ορμέμφυτο μιας μοίρας προδιαγεγγραμμένης- και την πλεύρισε, αυτή, όχι μόνο τα χαρούμενα και λαμπερά μάτιά της έτεινε προς το μέρος του μα και με το πονηρό και άσεμνο χαμόγελό της, απροκάλυπτα τον παρόξυνε. Φορούσε ένα τιραντάκι που αν το φύσαγες αποκάλυπτε το πάνω μέρος του πιεσμένου και προτεταγμένου στήθους της. Το παντελόνι της ήταν λουλουδάτο και αεράτο και φορούσε παπούτσια μαύρα από αυτά της μόδας με το τακουνάκι που συνηθίζεται με κάπρι ανασηκωμένο μέσα στο καταχείμωνο. Κοιτούσε ευθυτενώς, δεν ντρεπότανε. Μόνο μια στιγμή γύρισε να πιει μια γουλιά κουνώντας τη μύτη αισθαντικά και έπειτα γύρισε πάλι να τον κοιτάξει. Αν ο φλώρος δίπλα της που τώρα άφαντος ήταν -καθότι οι φλώροι εγκαταλείπουν την μάχη γρήγορα όπως ξέρουμε- όντως ανανέωνε κρυφά το ποτό της λεγάμενης τόση ώρα δεν είχε παρά να τον ευχαριστήσει για το καλό που του 'κανε, καθώς ετούτη η εικοτολογούσα ενδοτικότητα που η ίδια είχε περιέλθει, δίχως άλλο απόρροια της ποταπότητας των προθέσεών του ήτανε.
Και οι δυο τους δεν είχανε, ούτε χρειάστηκε να πούνε πολλά. Είτε λόγω του αθέμιτου συνεχούς ανεφοδιασμού με μπύρα από τον ύπουλο υποψήφιο κατακτητή της είτε λόγω της επεισοδιακής και αναπάντεχης όπως εξελίχθηκε το ματς νίκης της Γαλλίας, εκείνη ήταν μεθυσμένη για τα καλά, ενώ αυτός ίσως όχι από έρωτα μα σίγουρα από επιθυμία ανεξέλεγκτη απ' ώρα παραδομένος· στέκανε και οι δύο άφωνοι, μούγκοι, ανήμποροι να εκφράσουν το παραμικρό, παρά μόνο τα άρρητα που διακηρύσσονταν υποβολιμαία από τα χαμόγελά τους τα δόλια και τα διασταυρωμένα βλέμματά τους. Και πριν η σιωπή τους γίνει εκκωφαντική, εκεί στο κατάλληλο χρονικό σημείο -σαν πιο πεπειραμένη στα χρονικά ρυθμιστικά- αυτή του προτείνει "γιατί δεν πάμε μια βόλτα έξω που θέλω να κάνω τσιγάρο" και αυτός πολύ συμφώνησε γιατί το μέσα είχε γίνει ασφυκτικό. Τσακωμοί, χυμένη μπίρα και μεθυσμένοι Ιρλανδοί. Δεν πάνε στο διάολο όλοι τους, αυτοί και το έλλειμμά μου εναρμόνισης με τέτοιες κοινωνικές ομάδες που το καμουφλάρω ως μελέτη, σκέφτηκε, και την ακολούθησε αποφασισμένος.
Σαν διέσχισαν όλο τον μακρύ διάδρομο και βρέθηκαν στον καθαρό αέρα, όρμησε και την φίλησε πριν προλάβει να βάλει το τσιγάρο στο στόμα της, πριν προλάβει το κεφάλι της να καθαρίσει και να συλλογιστεί τι τεράστιο λάθος πάει να κάνει. Είναι οξύμωρο το πως η ανασφάλεια της απόρριψης τον οδήγησε να κάνει κάτι τόσο θαρραλέο. Πρώτα κεραυνοβόλα ακούμπησε τα χείλη του πάνω στα δικά της, κι έπειτα, και τα στόματα που πριν ήταν δεμένα μάθανε να ξελύνονται και να ελίσσονται, και τα σάλια να ρέουν και τα φαντασιακά να ξεκινάνε να ζουν ήδη έναν οργασμό που θα έρθει και θα πληρωθεί στο ύστερο. Και κείνη τη στιγμή, ένας αέρας δυνατός και χειμωνιάτικος τους σήκωσε επιτακτικά τα κασκόλ, μα αυτός πια δεν νοιαζόταν μήτε για τα κασκόλ μήτε για τον φρέσκο αέρα που πριν σκιαζότανε, πλέον την είχε κατακτήσει βλέπετε, ήτανε πια σίγουρος πως και όλοι οι αγέρηδες του κόσμου δεν θα της ανασάλευαν την σύμπλευση αλλά ούτε θα την αποσπούσαν από τον αυτοσχέδιο εναγκαλισμό του και από την γεμάτη πάθος καθηλωτική χειλολαβή του.
Αυτός έμενε όρια Σαν Μαρτί και Εϊξάμπλε, εκείνη στην Γκασπ, 3 μόλις τετράγωνα προς τα πάνω. Δεν το σκεφτήκανε πολύ. Πιασμένοι από το χέρι, ο ένας με ξεχειλωμένο το παντελόνι από την πολλή καύλα, η άλλη με την κιλότα της βρεγμένη τόσο που μπορούσες με λίγο αναπτυγμένη σεξουαλική ενόραση να φανταστείς την κηλίδα του πόθου μέσα από το πλουμιστό παντελόνι, κατευθύνθηκαν προς το σπίτι της Γαλλίδας, η οποία όσο περνούσε η ώρα αποκτούσε από την διεσταλμένη επιθυμιά όλο και προστυχότερο ύφος. "Κοίτα μην μου πεις τίποτα je t'aime ή très jolie πάνω στο γαμήσι γιατί με ξενερώνουν κάτι τέτοια νερουλά" του λέει ξαφνικά. "Μπορώ να σε ρωτήσω αν voulez vous coucher avec moi ce soir όμως ε;", της αποκρίθηκε αυτός παιχνιδιάρικα. Και η άλλη μόλις που καταφέρνει να πνίξει ένα βογκητό ευχαρίστησης και του λέει με ηδυπάθεια "τελικά κι ας είναι κοινότοπα, για όλα παίζει ρόλο το πώς τα λες, σπεύδε, μπάσταρδε δεν αντέχω άλλο, θέλω να μου τον χώσεις".
Τα κλειδιά μετά βίας μπήκαν στην πόρτα, τα ρούχα μετά βιάς αποχωρίστηκαν τα σώματά τους, του έδωσε το χέρι της και της έδωσε το πουλί του, το οποίο αφού μπήκε πρώτα στο στόμα της και γνώρισε τον οισοφάγο, το λαιμό, την ελαφρώς στραβή οδοντοστοιχία της, τα μάγουλα, τα εκστατικά της χείλη και την μαλθακή, μαριόλικη γλώσσα της, γνώρισε και το υγρό της αιδοίο, τα 2 έκπαγλα στήθη της που το καλωσόρισαν με μία τεχνική που στην Ελλάδα καλούσαν κάποτε ισπανική, αλλά που τώρα του είναι αδιάφορο αν την χαραχτηρίζουν σχεδόν εφηβικά ακόμα έτσι, καθώς όταν αλλάζεις χώρα, γλωσσολογικό πλέγμα και αργκό, αλλάζει το περιγραφικό και σιγά-σιγά και διείσδυση με τη διείσδυση και το διακοσμητικό. Το διακοσμημένο με ενός μηνός συσσωρευμένο σπέρμα στήθος της, υπέρλαμπρο χάρις τα λαμπυρίζοντα από κάποιο εξωτερικό φως χύσια που κολλούν και εμμένουν πάνω στο ιδρωμένο της κορμί.
Θα πηδηχτήκανε μπορεί και 5 φορές, 6 αν πιάνεται και η πρώτη, η ηλεκτρισμένη, η πρόωρη, η εξιλεωτική. Τα χέρια του ψηλάφισαν κάθε εσοχή του σώματός της, με τη γλώσσα του έγλυψε κάθε πιθανό σημείο, το πέος του κάλυψε με σπέρμα σαν συντριβάνι όλες τις παρυφές, όλες τις εξοχές, όλες τις λακουβίτσες κι όλες τις αυλακιές που συγκεντρωνόντουσαν λόγω μορφολογίας τα καυτά υγρά που ανάβλυζαν από το στυτικό του αρρωστημένο φαντασιακό. Και αυτή ίσως να 'χυσε διπλές φορές και τα υγρά της αφού τα ρούφαγε και τα αναμείγνυε στο στόμα της με σάλια, τα έφτυνε με δύναμη πάνω στο πρόσωπό του χωρίς να τον ρωτήσει, είχε βρει τα μαζοχιστικά του κουμπιά. Και δάχτυλο στον κώλο του έβαλε και σφαλιάρες ξεγυρισμένες στο κεφάλι του άστραψε και τον ταπείνωσε σεξιστικά και χάλια του φέρθηκε και του φέρθηκε όπως ακριβώς αυτός ήθελε.
Την επόμενη ημέρα εκείνος ξύπνησε σε άγνωστο μέρος κι αυτή κουκουλωμένη δίπλα του και αφού ανασηκωθήκανε, τρίψανε τις τσίμπλες από τα μάτια τους και νιφτήκανε, βαλθήκανε να ανακαλύψουν αν το μέτρημά του για το πόσες φορές έχυσε, καθώς ειδικά για τις 2 τελευταίες, ειδικά για εκείνη την πέμπτη ήταν περήφανος καθώς την είχε φέρει εις πέρας παρόλο που η στάση ήταν δύσκολη και αυτός εξουθενωμένος, ήταν ταυτόσημο με τον αριθμό των απλωμένων διάσπαρτα στο κόκκινο χαλί χρησιμοποιημένων προφυλακτικών· αλλά και για να δουν μέχρι που έφτασε η χθεσινή τους η καύλα, η οποία είναι υπεύθυνη δίχως άλλο για τους τόσο πολλούς, διαρκείς, απανωτούς και επαναλαμβανόμενους διαδοχικά 1 προς 2 οργασμούς που όχι μόνο επισκίασαν -μεγάλη η καλοσύνη της- τη νίκη της Γαλλίας επί της μισητής αντιπάλου όπως του εκμυστηρεύτηκε εκείνη αργότερα εκείνο το πρωινό, αλλά και ανανοηματοδότησαν την έννοια του one night stand και του ράγκμπι κι έδωσαν τροφή για τη δημιουργία νέων αλλόκοτων συνειρμών στο μυαλό και των δυο τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου