Και
πού δεν πήγα για να σ' αναζητήσω
μια
τανγκοδευτέρα απ' τον σταθμό του
Μοναστηρακιού ξεκίνησα
κι
από τότε πάνε δύο συννεφιασμένοι μήνες
που σε ψάχνω γυρνώντας παντού
στο
Θησείο, στο Μεταξουργείο, στο Ψυρή, στο
Μετς, στο Κουκάκι
στο
πέτρινο παγκάκι, της Ισπανικής πρεσβείας
ανακούρκουδα θρήνησα
την
απουσία σου απ' όλα τα χύδην παλιατζίδικα,
απ' όλα τα σεβντατζίδικα χαμαιτυπεία,
απ' όλα τα αχείμαντα κάθετα στενά της
Αρεοπαγίτου, απ' όλα τα έθνικ μπακάλικα
κατά μήκος της Αθηνάς
απ'
όπου τέλος πάντων συχνάζαμε
λόγω
μιας παρόρμησης ξαφνικής ή μήπως λόγω
της ειμαρμένης μοίρας;
ξαναβρέθηκα
στην πλατεία μπας κι έπειτα από δυο
ούζα,
το
απωθητικό για σένα αυτό απόσταγμα τη
βασκανία ξορκίσει και λειτουργήσει
αμφιμονοσήμαντα
μ'
οδηγήσει σε σένα | σ' οδηγήσει σε μένα
μάταια
καλά
το πήγαινα όμως σκέψη παράλογη δεν ήταν
στην
Βαρκελώνη άλλωστε
έτσι
-κάπως- λειτουργούσε·
τις
ημέρες που ήμουνα μια ανοιχτή πληγή,
έκλαιγα με αναφιλητά για πάρτη σου
κι
ύστερα
έβγαινακιέπινακιέβρισκα,
έτσι ασκαρδαμυκτί
μπορεί
όχι εσένα,
αλλά
μην το κατηγορείς, η αυτοδιάθεση του
σώματος είναι της μεταρσίωσης μέρος
Δεν
άφησα μέρος για μέρος που να μην πάω
τους
δρόμους αλφαβητικά πήρα λες και η
τυπικότητα θαμέσωζε, δεν ξέρω
ένα
ξέρω, λύτρωση δενθάβρισκα αν σταματούσα
το
μπιτ ούρλιαζε μέσα μου, ώσπου τ' αποφάσισα
είπα να το ταΐσω
μπας και σωπάσει
τα
σωθικά μου υπέφεραν, δεν πείναγαν,
λυμοκτονούσαν
μα
δέχθηκα να υποκριθώ μπας και μ' αυτόν
τον σόλοικο συμφυρμό τα ξεγελάσω
μπας
και κυρίως ξεγελάσω εμένα τον ίδιο
το
ίδιο βράδυ έφαγα δύο ολόκληρα σουβλάκια
κορεσμένα στο τζατζίκι
δείγμα
ηττοπάθειας, δηλή καταδίκη
ήμουνα
πεπεισμένος βλέπεις ότι δέθα-σέβρι-σκα
τουλάχιστον
όχι απόψε
κι
αν διέγραφες μονοκοντυλιά τον σκεπτικισμό
μου με την αυτοαναιρετική θωριά σου;
κι
αν σαν φάντης μπαστούνι εμφανιζόσουν
και τα ανέτρεπες όλα;
ε
δεν είσαι τόσο ανάλγητη, θα μου συγχωρούσες
την δύσοσμη αναπνοή
μόνο
αυτήν κατά τ' άλλα βρίσε με.
για
τα κότσια που δεν είχα όταν έπρεπε, για
τα γραφτά που ήρθαν εκ των υστέρων
ένας
νεφελοβάμων αυταπατώμενος, ένας απατεώνας
είμαι
ένας
δειλός
φαντασιώνομαι
ότι θα σε δω και απαγγέλω στιχομυθίες,
προβάρω υποκλίσεις
δηλαδή
ωραία, ξεμυτίζεις τούτη την ώρα από τούτη
τη γωνιά, τι θα σου πω;
τα
σκαρφισμένα στιχάκια ή το γιατί να
σαγαπήσω δεν μπόρεσα;
ψάχνω
τις κατάλληλες λέξεις όταν τις βρω θα
σε βρω
ποντάρω
δυστυχώς ακόμα σ' έξεις σ' αυτήν την αυτοκαταστροφική
παραίσθηση της λεξιθηρίας
Ο
χρόνος στο μεταξύ προσπέρασε την
αναίμακτη σταυροφορία
κι
αυτή κατάντησε παρωχημένη μόνο η
μακροθυμιά δεν φτάνει
οι
άπιστοι είναι εξελιγμένοι
μα
τι φταίνε κι αυτοί οι φουκαράδες επειδή
εσύ εθελουσίως προσηλυτίστηκες
τάχα
σε σαγήνευσαν οι μάζες οι ελιτίστικες.
πού
να μου πάει ο νους, φτωχός είμαι, σε λαϊκά
στέκια σε χάλευσα, σε λημέρια παστρικά
σε
αφεγγάριαστα δρομάκια στου Ζωγράφου
(από τότε που ξέχασες δε σεληνιάζει)
σε
άδειες φωταγωγημένες χορευτικές σάλες
(που το μοιχό σου πάθος ακόμα απηχεί)
σε
όλα τα σκαλάκια των Αναφιώτικων (το
έντεχνο παιάνισμά σου αντηχεί)
σε
όλα τα έβερεστ σε όλη την κόκκινη γραμμή:
Ακρόπολη, Ανθούπολη, Σύνταγμα, Ομόνοια
τζίφος
ξέρναγα
για 3 μέρες αναντικατάστατες απώλειες
και δικαιώματα στη λήθη, είναι γρίφος
γιατί
δεν το 'βαλα κάτω γιατί; Γιατί δεν το έβαλα.
έχοντας
την Πανόρμου ορμητήριο, κίνησα ξανάμανά
να εκμαιεύσω απομεινάρια των ιχνών σου
στη Σίνας και στην Ομήρου, σ' όλα τα μέρη
που περπατήσαμε μαζί
θαρρώ
πως αμυδρά μπορούσα ακόμα να μυρίσω το
άρωμά σου
και
το εξατμισμένο σαμπανιζέ μπρούσκο που
χύθηκε έναντι εικοσάρικου
στη
Σόλωνος, στη Ζαλόγγου, στης Καλλιδρομίου
τη λαϊκή
κάτι
κουνουπίδια συρρικνωμένα ακόμα κι αυτά
μου θύμισαν εσένα
ό,τι
πιο πεζό και τετριμμένο
Όλα
Εσύ.
Δεν
με τρομάζω πλέον
την
ιμεροπαθή εμμονικότητά μου την έχω πια
συνηθίσει
εδώ
στην αβυσσαλέα Βαρκελώνη έβλεπα το
πρόσωπό σου στον ύπνο μου, στον ξύπνιο
μου, παντού
στην
Αθήνα όπου γεμάτη από αναμνήσεις είναι,
σιγά μηδέβρισκα προβολές σου
μου
θυμίζεις καρυωτακικές ανθισμένες
μυγδαλιές
μου
θυμίζεις την άνοιξη
μου
θυμίζεις τη δραμαμίνη που έπαιρνε ο
καπετάνιος Τζέκινς για να αντέξει την
ναυτία
της
ιστορίας το παράδοξο·
κοτζάμ
κάπταιν και να του φέρνει αναγούλα το
νερό!
(σ' αυτό το σημείο θέλω να παραδεχτώ ότι το κλείσιμο που ακολουθεί είναι ό,τι πιο ταιριαστό και ανιαρό συνάμα, η ανεκλάλητη προβλεψιμότητά
μου βλέπεις)
άκου
να δεις λοιπόν τι θα κάνουμε
εσύ θα φανερωθείς απ' την κρυψώνα σου κι εγώ θα σου εξομολογηθώ το πεισματικά ανομολόγητο
εσύ θα φανερωθείς απ' την κρυψώνα σου κι εγώ θα σου εξομολογηθώ το πεισματικά ανομολόγητο
ότι
δηλαδή πιστεύω πως πάλι θα ανταμωθούμε
κι αυτή τη φορά θα είναι με όρους
παλινόρθωσης
Μα
κι αν δεν γίνει αυτό -κι εδώ δώσε βάση-
Μα
κι αν δεν σε βρω κι αν δεν ξανάδω ποτέ
το πρόσωπό σου
κι
αν δεν ακούσω ποτέ τη φωνή σου κι αν δεν
ψαύσω ποτέ ξανά το κορμί σου
Κι
αν -λέω τώρα- στην ζωή μου πορευτώ χωρίς ψήγμα απ'
το ενσαρκωμένο σου είναι,
να
ξέρεις
να
είσαι σίγουρη δηλαδή,
ότι
όλα στο μυαλό είναι
και
σαν τον Τζέκινς, έτσι κι εγώ, χαπακωμένος
θάμαι με δραμαμίνη,
καπετάνιος
της ερωτικής υποδούλωσης, ασθενής της
γάργαρης ναυτίας, παντοτινό υποχείριο
της θαλάσσινης γοητείας, ευτυχισμένος
σκλάβος σου.
σκλάβος σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου