Όταν άρχισα να κάνω έρωτα σε χρόνο παρατατικό, όχι σε αόριστο, δε μιλάω για την πρώτη φορά, δεν είχα ιδέα για ξύλο. Πολύ αργότερα, όταν πια η συνουσία έγινε δεύτερη φύση και σε κάποιες μανιοκαταθλιπτικές περιόδους, ακόμα και πρώτη, το ξύλο απέκτησε την αμφοτεροβαρή πρωτοκαθεδρία. Μου άρεσε και το να το υφίσταμαι και να το παράγω. Τα εν οίκω όμως μη εν δήμω. Το ξύλο, η αγριάδα και ο σαδομαζοχισμός έβρισκαν χώρο μόνο γύρω απ' το κρεβάτι μου. Το ξύλο ως απωθημένο κατοικοέδρευε σε καραντίνα εντός δωματίου. Μακριά απ' τη κλίνη, η ερωτικά αποκλίνουσα συμπεριφορά δεν έβρισκε το ταίρι της. Αντίθετα με τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, στο δημόσιό μου βίο, ούτε ελευθεριακός ήμουν, ούτε αντισυμβατικός ούτε καν προκλητικός. Ο ηδονισμός βασισμένος σε βίτσια και κακομεταχείριση περιοριζόταν μόνο σε προσυμφωνημένα τετ-α-τετ και όχι σε ανοιχτές και απρόβλεπτες διενέξεις άνευ μνημονίου.
Βέβαια το ξύλο, η διαστροφή, η επίκληση και η πρόκληση του πόνου, όλα αυτά είναι ορέξεις που έρχονται και παρέρχονται. Άλλοτε είναι το αρχέγονο, φροϋδικό ένστικτο που σε κουράζει κι άλλοτε το ζωώδες, ορμέμφυτο που σ' ολοκληρώνει. Μα αυτή η κυκλοθυμία δεν είναι κάποια νοσηρότητα, αλλά φυσιολογική λειτουργία. Αυτό έλειπε να 'μαστε κτήνη ή ραφινέ όλη την ώρα. Όπως δεν σου βγάζουν όλοι οι σύντροφοι τα ίδια ένστικτα, έτσι και πολλές φορές ο πολιτισμός και οι υποχρεώσεις σε καταδικάζουν στην αναβολή. Και γι' αυτό μερικοί κάνουν το σφάλμα να κοινοποιούν αυτό, που του πρέπει μόνο ιδιώτευση. Μα άμα η βαρβαρότητα πάρει τη δημόσια οδό, οι συρράξεις κοινωνικοποιούνται. Εξαιτίας ενός ξύλινου λόγου. Που αυτή τη φορά δεν βγαίνει απ' τα πολιτικά τζάκια, αλλά απ' τα σβηστά ερωτικά παραγώνια. Όχι ότι δεν μπορούμε δηλαδή να εξετάσουμε τις ερωτογενείς στάχτες των πολεμάρχων για να βγάλουμε συμπέρασμα για τις φάμπρικες του αλυτρωτισμού. Αλλά ντάξει, είναι κάπως απλοϊκό. Το ξύλο συνήθως είναι ταξικό κι όχι εμπλουτισμένο με ουράνιο.
Ας αφήσουμε όμως αυτό το ξύλο παράμερα. Κι ας πιάσουμε το κυριολεκτικό ξύλο. Το φυσικό κι όχι το παρά φύσιν. Αυτό που μου αρέσει, όχι να το υφίσταμαι και να το παράγω, αλλά να το επεξεργάζομαι και να το μορφοποιώ. Όχι το θρησκευτικό ξύλο, το επί ξύλου κρεμάμενος. Όχι αυτό που οπλίζει χέρια και αναπαράγει εξουσιαστικές αντιλήψεις. Αλλά το παροπλισμένο και αδικημένο, το καθημερινό και ταπεινό ξύλο που δε γεννά παιδικά τραύματα και ενδοοικογενειακά σκάνδαλα στις ειδήσεις, αλλά σιφονιέρες και ντουλάπια, ντιβάνια, κασέλες και μπαούλα, καρέκλες, κιθάρες, τραπέζια, κοτζάμ καΐκια, κάδρα, κομοδίνα, ροτόντες, ρολόγια τοίχου, ράφια κι ολάκερα σπίτια, βάσεις για οτιδήποτε, παραθυρόφυλλα, ερμάρια, γρίλιες, καναπέδες, πολυθρόνες, ξύλινα πλέγματα, καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις και ποιητικές παρεμβάσεις, πάγκους, έπιπλα διπλής, τριπλής και κάθε χρήσης.
Κι αυτή ακριβώς η χαμηλότονη εμβάθυνση ήταν που μ' έκανε να εντρυφήσω και στο άλλο ξύλο. Όχι τα μαστιγώματα, οι στημένες υποταγές, οι δήθεν βιασμοί, οι κολονοσκοπήσεις. Οι δραματοποιημένες περιπτύξεις. Αλλά οι προστριβές, το τρίψιμο, η στίλβωση. Η συνουσία ενός γυαλόχαρτου με ένα κομμάτι ξύλο. Η ψαύση της παλάμης με την επιφάνεια. Η προσωποποίηση λαμβάνει χώρα κάθε φορά. Σε κάθε χαρακιά ή στραβοξέση που δαγκώνομαι αντί γι' αυτό. Σε κάθε νέα χειρωναξία που ενθουσιάζομαι με τις καμπύλες και τις χάρες του. Σε κάθε νέα επιφάνεια που έμαθα να κοιτάζω τον ωραϊσμό κι όχι το σουλούπωμα, την αρπακόλλα ή το ξεμπέρδεμα. Σε κάθε νέο σώμα που έμαθα να το αναγνωρίζω, όπως αναγνωρίζει κανείς τα ασκημάδια ή τα όμορφα διακριτικά ενός γυναικείου σώματος, ένας ρόζος εδώ, μία απροσεξιά του πρωτομάστορα που τώρα πρέπει να καλυφτεί, μία λάθος εκτίμηση και ένα ανεπαίσθητο κακοφέρσιμο εξαιτίας υπέρμετρης ζέσης, τα νερά του ξύλου που είναι πιο έντονα εδώ, το χρώμα του λούστρου που είναι πιο ξεθωριασμένο εκεί, διαφορές και ιδιομορφίες, ανομοιομορφίες, κατώτερης και ανώτερης ποιότητας ξύλων, τριανταφυλλιές, καστανιές, οξιές, σκαλίσματα κι ευκολίες. Άμα οι γυναικείες σάρκες είναι πολυπληθείς, τότε οι τόνοι των ξύλων μεταλλαγμένοι σε κάθε λογής κατασκευές είναι αρίφνητοι.
Ένα αίσθημα που σίγουρα ανέπτυξα μέσω της ξυλουργικής ήταν η αφή. Κι ας μου τρίφτηκαν δείκτες, μεσαίοι και αντίχειρες. Άξιζε. Και καμία ενυδατική δεν το επουλώνει αυτό. Και δεν θα 'πρεπε εξάλλου. Λουζ-λουζ. Άμα κάθε σεβάντα χάνει ένα κιλό πριονίδι και δυο χρώματα εξαιτίας μου, τότε μου αξίζει κι εμένα να χάσω μερικές έξω-έξω μεμβράνες. Γιατί σε αντάλλαγμα έχω ανακαλύψει την υπομονή. Βλέπετε κοντά στη βάσανο έρχεται και η καρτερία. Και κοντά στη διαιώνιση η ηδονή. Η αφή είναι σπουδαίο πράγμα. Η όραση και η ακοή είναι αισθήσεις λαίμαργες, απατηλές. Βιώνονται κατά παραγγελία και ικανοποιούνται εύκολα. Με λίγο γυμνό ή μια αθυροστομία. Με προσταγές ρητές ή άρρητες. Γδύσε με με τα μάτια σου, παίξε μου τη κλειτορίδα. Τέτοιες ποθοκραυγές. Αφήστε που εδώ και καιρό είχα κωφεύσει, ηθελημένα δεν τις λάμβανα. Και έπαιρνα πρωτοβουλίες, έκανα του κεφαλιού μου. Ψηλάφιζα λαιμό αντί μοιρό. Χάιδευα τρυφερά κι όχι φιλήδονα το σκέλος της επιθυμίας μου. Άλειφα την πλάτη της μόνο προφυλακτικά, ηλιοπροστατευτικά, χούφτωνα το ιδρωμένο χέρι της σε κοινό μας σεργιάνι, βαστιόμουν απ' τον ώμο της, αχ αυτός ο ώμος της, έμπλεκα τα δάχτυλά μου μέσα στα μαλλιά της, ένιωθα τις χρυσόξανθες ίνες της, μετρούσα με τις παλάμες μου τα πόδια της, φυσούσα τα χνούδια από τον αφαλό της. Όχι εδώ η μαραγκοσύνη παραείναι εφοδιασμένη με τα πινέλα, τους φυσητήρες και τα φουρφούρια της. Ενώ ο έρωτας είναι μύλος από μόνος του με ή δίχως ξύλο.
Αλλά αν οι φθαρμένες μεμβράνες είναι παροδικές απώλειες που αναπληρώνονται αυθημερόν, άρα είναι μη απώλειες, οι κατασκευές, οι ανακατασκευές και οι αναπαλαιώσεις είναι προσθήκες και ωφέλειες με αξία τρανταχτή και διαχρονική. Δεν είναι μόνο η κεφαλαιοποίηση του ξύλου, λόγου χάρη σε καθιστικό κεφάλαιο, αλλά και η μετουσίωση της τελικής καρέκλας σε έπιπλο ερωτικής χρήσης. Όχι τόσο ως μέσο συνεύρεσης, αλλά ως υλικό εξοικείωσης. Γιατί μαθαίνοντας το ξύλο, κάνεις τη πρακτική σου στην αφή, στην έκπτυξη και στην απόλαυση. Στο ανθρώπινο σώμα. Το δικό σου ή το έτερο. Ή το όμοιο. Βέβαια το κρίμα είναι πως τα διαπιστευτήρια δεν φέρνουν αυτόματα και το ζευγάρωμα. Καμιά φορά κατέχεις το ξύλο, αλλά δεν έχεις το ταίρι. Ή άλλες φορές πάλι, υπάρχει σαν δεδομένο η κλινοπάλη αλλά όχι και το ξύλο, η τριβή, η εμπειρία. Ποιος ξέρει, ίσως όταν τελειώσω ολοκληρωτικά και με τα τρέχοντα ξύλινα πρότζεκτ μου και επεκτείνω εις το άρτιο την προίκα μου, τότε και γυναίκα θα βρεθεί και σαρκίο πάνω μου να τρίψω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου