Βρίσκομαι πάλι Κουκάκι, τρία στενά απ' το μουσείο, ξανά πίσω, ξανασυμβαίνει η ίδια μαρμότα, κάθε φορά που ξεπροβοδίζω κάποιον στο εξωτερικό να χαιρετίζω άθελά μου και σένα, δύο χρόνια πριν, στο Kουκάκι, περπατούμε μουγκοί, αφού δεν έχουμε και τίποτα να πούμε ο ένας στον άλλο, αφού δεν τολμάμε, αφού δεν το πολυπιστεύουμε, αφού δεν υπάρχει περίπτωση να αντέξουμε την τόση απόσταση, το ξέρω, το ξέρω διάολε, αλλά δεν λέω τίποτα, ας πεις εσύ, αλλά εσύ το παίζεις όμορφη, βουβή και μοιραία, σε κοιτάζω και δεν λες τίποτα, γιατί δεν λες τίποτα, όχι πέντε μήνες, ούτε δέκα μέρες δεν θα αντέξουμε χώρια, είναι ολοφάνερο, είναι κοινός τόπος, το Κουκάκι εξίμισι το πρωί είναι έρημος τόπος, μόνο τα ροδάκια της βαλίτσας μου ακούγονται, πού πάω, γιατί φεύγω, παίρνω το βλέμμα μου από πάνω σου και κοιτάω ψηλά, στρέφω το βλέμμα στα μπαλκόνια, άραγε έχουνε μπαλκόνια στη Βαρκελώνη, όχι το ρωτάω γιατί στη Βαρσοβία δεν είχανε, δε με ενδιαφέρει ειλικρινά τι κάνουνε στη Καταλονία, το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να ανεξαρτοποιηθούν τελικά οι κερατάδες, να αποσχιστούν, να φύγουν απ' την Ισπανία, να μετακινηθούν προς τα ανατολικά και να προσαρτηστούν στην Ελλάδα, ας αράξουν Αθήνα άμα τους κάνει κέφι, ας χάσουμε και τη θάλασσα, χαλάλι τους, ας έχουνε μόνο αυτοί, κι εκεί που τελειώνει το Μικρολίμανο, να ξεκινάει ξέρω 'γω το Τιμπιντάμπο και να 'μαστε κοντά, να ' μαστε γείτονες, δε θέλω να φύγω, γιατί δε λες κουβέντα, πού έμαθες να παίζεις τόσο τέλεια την αμίλητη, είναι αξιέπαινο, θέλω να σε μιμηθώ, θέλω να σε αρπάξω και να σε ανακρίνω για να μου πεις τα μυστικά, αλλά τι λέω, πώς θα μου πεις πού έμαθες να παίζεις τόσο τέλεια την αμίλητη, άμα μιλήσεις, δε θα 'σαι πια ούτε τέλεια αμίλητη, ούτε σκέτο αμίλητη, γιατί μ' αφήνεις στο μετρό, γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου στο αεροδρόμιο, είμαι πολύ περήφανος να στο ζητήσω, δεν στο λέω, δεν έχει και νόημα άλλωστε, δουλεύεις, σιγά τη δουλειά, παραιτήσου γαμώ τη κωλοδουλειά σου και έλα να με συνοδεύσεις ως το τέρμιναλ έστω δεν σου 'πα κιόλας να περιμένεις να απογειωθώ, έστω ως τη Δουκίσσης Πλακεντίας, το Χαλάνδρι, το Μέγαρο Μουσικής, το Σύνταγμα, δυο κωλοστάσεις είναι ρε το Σύνταγμα, ούτε αυτές, ούτε αυτές, δεν φεύγω, δεν πάω πουθενά αν δεν έρθεις έστω μέχρι το Σύνταγμα, αυτό θες ε, να σε εκλιπαρήσω, ε όχι, φτου σου, δεν σου ξαναμιλάω ρε κι ούτε θα σε ξανακοιτάξω, από 'δω και πέρα παραμόνο θα κοιτάζω ψηλά τα μπαλκόνια που αξίζουν νομίζω κάποιος να τα κοιτάζει για τελευταία φορά. Πενθώ. Πενθώ και χαίρομαι, γιατί είναι τόσο μίζερη η φάση, που χωρίς να το εκφράζω σε κείνη, το εσωτερικεύω και το εσωτερικεύω και δεν πειράζει καθόλου, ας είναι μόνο απ' την πλευρά μου το πένθος, αλλά ας νιώσει κάποιος κάτι γαμώτο, όχι, το μετάνιωσα αμέσως, ένιωσα πως δεν θ' άντεχα άμα δεν στο 'θιγα τώρα, αλλά απ' την άλλη όχι, θα 'ταν άτιμο να παίξω αυτό το χαρτί στο ενενήντα, σκέφτομαι και ξεσκέφτομαι, λέω και ξελέω και τελικά τίποτα δεν κάνω μ' όλες αυτές τις περίλυπες παλινδρομήσεις, κοιτάζω πάλι τα μπαλκόνια μπας και μου δώσουν έμπνευση, ξεχασμένα φώτα, πανάθλιες γρίλιες, γερασμένες πολυκατοικίες, φίκοι που αργοπεθαίνουν, σακούλες μ' απορρίμματα και ταλαιπωρημένες καλαμιές, γρήγορα έπρεπε να σκεφτώ κάτι, ας μην το άφηνα έτσι, κατεβαίναμε ήδη τα σκαλιά του μετρού, δεν έμενε πια χρόνος, ο μετροπόντικας μας κατάπινε, το άφησα έτσι, μέσα μου κόντευα να σκάσω, δίπλα σου να διαλυθώ, αλλά πλέον η πένθιμη ματιά μου δεν ήταν ματιά δυστυχίας, το αντίθετο, πενθούσα ευτυχισμένος που επιτέλους πόναγα τον αποχαιρετισμό μου, την απώλεια μου, δεν ήμουνα επερχόμενη απώλεια, μια απουσία που κοντεύει να συντελεστεί, ένα σε λίγο εκεί, είχα ήδη φύγει, ήμουν ήδη εκεί, και πονούσα για τον θάνατό μου και ταυτόχρονα πονώντας για τον θάνατο, πονούσα επιτέλους και για την ύπαρξή μου, κι αυτό ήταν το σημαντικότερο, πονούσα για τα πάντα, γι' αυτήν που δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ ξανά έτσι, για το Κουκάκι που δεν θα το ξαναδώ ποτέ έτσι, όπως το βλέπω δηλαδή τη στιγμή αυτή, είναι μοναδικό, δεν ήταν ποτέ άλλοτε έτσι στο παρελθόν και δεν θα ξαναείναι ποτέ έτσι στο μέλλον και έτσι θα 'πρεπε να είναι και η ζωή μάλλον, φευγαλέα, εφήμερη, διαρκώς σε κίνηση, ανεπανάληπτη, φθαρτή, θνητή. Το Κουκάκι έκρυβε ένα θαύμα μέσα του, το θαύμα της αφύπνισης του βλέμματος του άρτι αποχωρισθέντος.
Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου