Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Ο καλός ο λύκος και οι ανάγκες του, εξέλιξη, πολ/σμός και κορεσμός

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας κακός λύκος. Ένας κανονικός κακός λύκος απ' αυτούς που τρώνε κοκκινοσκουφίτσες και αρνάκια και άλλα ζωάκια. Οι εποχές είχανε αλλάξει όμως πια και δεν ήταν πολιτικά ορθό να υπάρχουν κακοί λύκοι στα παραμύθια και πόσο μάλλον κακοί λύκοι που τρώνε κοκκινοσκουφίτσες και αρνάκια και άλλα ζωάκια. Άλλοτε γιατί οι κοκκινοσκουφίτσες δεν ήτανε της μόδας, άλλοτε γιατί τα αρνάκια και τα γουρουνάκια ήταν τα ίδια τα κακά, ιδίως τα γουρουνάκια, που ντύνονταν με μπλε στολές και παίρναν στο κυνήγι λύκους και διαδηλωτές, άλλοτε πάλι γιατί τα αρνάκια απλά δεν περίσσευαν, και πως να περισσέψουν, αφού ό,τι σωνότανε απ' το ανθρώπινο φαγοπότι, μεριδοποιότανε σε παϊδάκια και έφευγε πακέτο για Αφρική με αντάλλαγμα παϊδάκια χωρίς διαλυτικά, κανονικά παιδάκια δηλαδή, ζωντανά και αρτιμελή· λίγο για να καλυφτεί το πρόβλημα της υπογεννητικότητας παιδιών, λίγο για να καλυφτεί το πρόβλημα της υπεργεννητικότητας παραμυθιών. Μ' αυτά και μ' αυτά, οι νέες εξελίξεις είχαν εξαφανίσει τους κακούς λύκους τελείως από τα παραμύθια. Ελάχιστοι είχαν μείνει πια, κι αυτοί μες στα δάση, στα κρυφά μην τους βρει κανάς παραμυθάς και τους αλλάξει τη φύση. Γιατί εκεί βρισκόταν το πρόβλημα: οι ιστορίες είχαν γίνει παρά φύση, έπαψαν να έχουν κανονικούς κακούς, όλα ήταν μια παρεξήγηση που λυνόταν στο τέλος, στο τέλος νικούσε πάντα το καλό, γιατί κακό δεν υπήρχε ούτε να νικήσει, ούτε να νικηθεί. Κι έτσι ζούσαν τα άσπρα παϊδάκια μέσα στις μαύρες κοιλιές και τα μαύρα παιδάκια μέσα στις άσπρες κοινωνίες και δεν έβλεπαν το κακό γύρω τους και δεν αναρωτιόντουσαν γιατί τα ΜΜΕ, για παράδειγμα, έχουν μεγάλα δόντια και οι τράπεζες μεγάλα νύχια.

Ο άνεργος λύκος μας λοιπόν πείνασε, αδυνάτισε, αποστεώθηκε. Είδε κι απόειδε, πήρε μια γενναία απόφαση. Ούτως ή άλλως η απουσία κακών λύκων είχε εξαφανίσει από τα δάση όσα αρνάκια δεν στέλνονταν στην υποσαχάρια Αφρική. Κι έπρεπε να βρει να φάει. Τα δάση ήταν μια στείρα περιοχή· κι ούτε χορτοφάγος ήθελε να γίνει, ούτε να δοκιμάσει άγνωστα είδη. Εξάλλου άπαξ και του 'φυγε η συνήθεια του κυνηγιού, έχασε και το ένστικτο της διαίσθησης. Δεν ήξερε πια τι τρώγεται και τι όχι. Μια και δυο κατέβηκε στη πόλη. Εκεί πάλι ίσχυε τ' αντίστροφο: όλα τρωγόντουσαν. Έστεκε λοιπόν έξω απ' τις βιτρίνες και λιγουρευόταν. Όμως όλοι τον διώχνανε από παντού. Προχώρησε λίγο παρακάτω και βρήκε ένα βιβλιοπωλείο. Από κει δεν βρέθηκε κανείς να τον εκδιώξει. Μάλιστα μόλις τον είδαν, τον αναγνώρισαν και τον προσκάλεσαν να μπει και μέσα. Του πρότειναν βιβλία με καλούς λύκους να διαβάσει. Όλοι ήταν ηθικοί κι ενάρετοι και μπλέκονταν σε ερωτικές περιπέτειες με αίσιο τέλος, ψυχολογικά δράματα χωρίς εξάρσεις, ποτέ πότε και σε κανά νουάρ αστυνομικό δίχως φόνους. Ζήτησε έναν στυλό και ένα κομμάτι χαρτί και άρχισε να γράφει ονόματα και διευθύνσεις. Σταμάτησε να γράφει, όταν το χαρτί δεν χώραγε άλλο και η μελάνη στέρεψε. Ξεκίνησε απ' τον πρώτο παραμυθά που έμενε και κοντά. Πήγε του χτύπησε την πόρτα και τον έφαγε με μια χαψιά. Ο παραμυθάς δεν απόρησε τόσο που υπήρχε ακόμα κακός λύκος και ήτανε και παραμυθοφάγος, αλλά που η σαρκοφάγα πράξη του, ξεπερνούσε την ανόρεχτη έμπνευση του ίδιου. Και κάπου εκεί έσπασε η φόρμα: ο κακός ο λύκος μπορεί να μην υπήρχε στα παραμύθια, αλλά τουλάχιστον πια υπήρχε στ' αλήθεια. Έτσι την επόμενη μέρα, πήγε στην επόμενη πόρτα, χτύπησε κι αφού του άνοιξε ο επόμενος ανυποψίαστος παραμυθάς, τον έφαγε κι αυτόν. Ξάπλωσε, χόρτασε και συνέχισε να ακολουθεί αυστηρά την τυχαιότητα της σειράς των ονομάτων που ήταν γραμμένα στο χαρτί, κάθε φορά που πεινούσε. Κι άρχισαν σιγά-σιγά να λιγοστεύουν οι παραμυθάδες, ώσπου τελικά δεν έμεινε κανένας, ούτε παραμυθάδες να πούνε ιστορίες για κακούς λύκους, ούτε κακοί λύκοι για να φάνε παραμυθάδες που δε λένε ιστορίες για κακούς λύκους κι αφανίστηκαν αυτοί κι εμείς καλλίτερα.

πηγή: ο βιβλιοθηκάριος

2 σχόλια:

  © Free Blogger Templates Autumn Leaves by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP  

Site Meter