(ένα σεντονάκι αφιερωμένο στον Ιγκνάσι και στη Πάου Κλαρίς)
Ανεβοκατέβαινα που λες Ιγκνάσι την Πάου Κλαρίς και μπαινόβγαινα πότε στην Αραγκό και πότε στην Τζιρόνα, χωρίς κανένα μπούσουλα που εδώ που τα λέμε δεν είναι και πολύ σώφρoν άμα δεν ξέρεις που πατάς να το παίρνεις στο περπατητό δίχως οδηγίες, δίχως χάρτη, δίχως τίποτα, κι έστριβα εδώ, έστριβα εκεί και πάντα στη Πάου Κλαρίς βρισκόμουν, κάνοντας ασυναίσθητα κύκλους, κάνοντας δηλαδή τα οκτάγωνα τετράγωνα και τα τετράγωνα κύκλους, και τολμώ να προβλέψω πως παρόλο που δυο ώρες ροβολούσα εκεί χάμω στην 14η κάθετο δυτικά της Πλάτσα Ντε Λες Γκλόριες Καταλάνες, ζήτημα να είχα εξερευνήσει πάνω από δυο χιλιόμετρα, τέτοια η κατάντια μου, τόσο για γέλια ήμουν, ε και αφού με το ζόρι απομακρυνόμουν δυο πόδια από κει, λέω δε γαμιέται, ας κάτσω κάπου εδώ πάνω, καραπάνω στη Πάου Κλαρίς, δεν την πάλευα πολύ Ιγνκάσι, το βάρος που σήκωνα δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητο, κουβαλούσα βλέπεις δύο τσάντες, όχι μία, δεν μου 'φτανε η γαμημένη η μία, δε μου 'φτανε η ταχυδρομική με τις μαλακίες μου μέσα, έπρεπε να πάρω και την τσάντα του λάπτοπ κοντά και όχι καμία σχέση, πολύ λιγότερο ήταν για να έχω το λάπτοπ πάνω μου κι όχι πίσω στο βρομοχόστελ, πολύ περισσότερο και κυρίως ήτανε μπας και βρω κάπου ίντερνετ, μπας και ψάξω έστω και τώρα εκ των υστέρων να βρω πληροφορίες, ξέρεις, πού να πρωτοπάω, τι να δω, τι να φάω, ποιους να αποφύγω, ποια μαγαζιά έχουν μιλόνγκες, ποια σινεμά παίζουν αντουμπλάριστα, μερικές μέρες πριν δεν μπήκα στον κόπο, σιγά μην έμπαινα, όλα τώρα, για ό,τι προλάβω, για να στείλω σε σπιτονοικοκύρηδες, για να εκφράσω ενδιαφέρον για σπίτια που ποτέ δεν θα 'βλεπα και για να γράψω, ψάχνω ρε ίντερνετ για να της γράψω, να της πω τι κάνω, να τα διαστρεβλώσω όλα φυσικά, όχι, τι να της έγραφα;, ότι είμαι πτώμα;, ότι πονάνε οι καρποί μου;, ότι έχουν κοπεί απ' το πολύ κουβάλημα;, ότι οι ώμοι, η πλάτη, τα πάντα, η ωμοπλάτη μου όλα, όλα πονάνε και δηλαδή δεν έφτανε η μοναξιά μου, αυτή η απάλευτη μοναξιά, είχα κι όλα τα σωματικά τώρα βάρη που αύριο σίγουρα θα είχαν περάσει ανεπιστρεπτί, αλλά δεν έχει να λέει, η ενόχληση είναι ενόχληση και η παραδοχή με υπερβαίνει, παραείναι γενναία, σιγά, ποιος κάθεται τώρα, ποιος παραδέχεται μου λες, ότι εντάξει δεν ήρθε η συντέλεια των κόσμων δε λέω αυτό, ναι θα περάσουν κι από Δευτέρα, ναι, ναι, ξέρω, δεν είμαι τόσο πρωτάρης, θα είναι μια ανάμνηση από Δευτέρα, μα παρόλο αυτά, γιατί όχι έχει νόημα, να της το πω, ας της το 'λεγα, γιατί δεν της το 'πα, ότι όλα εδώ την όγδοη του Νοέμβρη του δεκατρία είναι μαύρα και χάλια.
Αλλά δεν της το 'πα. Γιατί ήξερα την απάντηση Ιγκνάσι, μάλιστα την είχα ήδη δώσει ο ίδιος στον εαυτό μου για να με καθησυχάσω, για να μου διασκεδάσω τις ανησυχίες, για να βγάλω τη μέρα δίχως κλονισμούς, πισωγυρίσματα και άλλα δειλιάσματα και σα να μην τρέχει τίποτα να συνεχίσω σύμφωνα με το πρόγραμμα, ποιο πρόγραμμα;, έλα μου ντε όμως που δεν ήθελα εγώ να ακούσω σόνι και ντε αυτό τότε, ότι όλοι τα περνάνε αυτά και κάνε υπομονή και ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός και άλλα τέτοια μπανάλ, δεν ήθελα τη συμπάθεια και τη συμπόνοια εκείνη τη στιγμή, δεν ήθελα να επενδύσει κάποιος εκείνη τη στιγμή στο μέλλον μου, να μου πει, ρε εσένα δεν σε φοβάμαι θα τα καταφέρεις γιατί είσαι και ο πρώτος, θεέ μου τι κάλπικα, ξερνάω και μόνο που τα σκέφτομαι, ούτε κατά διάνοια δεν ήθελα ούτε συχαρίκια ούτε χτύπημα στην πλάτη και μάλιστα εξ αποστάσεως, ήθελα το αντίθετο, να μην της πω κουβέντα και μάλιστα νέτα και σκέτα να κόψω κάθε επαφή με το πίσω, αυτό, που στη σκέψη και μόνο ότι πρέπει να δίνω έστω και τη παραμικρή τυπική αναφορά, τυπική γιατί αν ήθελα, μια χαρά μπορούσα την παραποίηση, τον αναγελασμό, την επίδειξη γαματοσύνης, τη φιγούρα και τη δείξη, τέτοιες ψευδοανταποκρίσεις όμως καθόλου δεν τις μπορώ, πόσο μάλλον τώρα, που όχι μόνο δεν ίσχυαν, αλλά ήταν και γελοίο να το σκέφτεται κανείς, μα καλά ποιος σκέφτεται έτσι, ότι και καλά όταν πας έξω όλα είναι καλά και εντάξει και στρωμένα με ροδοπέταλα κι εσύ πας και όχι μόνο καλά δεν τα βρίσκεις, αλλά βγαίνεις και περπατάς για λίγο, έτσι διερευνητικά και αντί για ροδοπέταλα εσύ τσαλαπατάς μες στα σκατά και αντί να γνωρίζεις ανθρώπους, αυτοί αλλάζουν πεζοδρόμιο γιατί τα σκατά δεν είναι του δρόμου, ούτε του βόθρου από κάτω, αλλά δικά σου, πηγάζουν από μέσα σου, από την ανασφάλεια και τον φόβο πως τίποτα δεν θα πάει καλά, πως ούτε πρόκειται να εγκλιματιστείς ποτέ, ούτε να βρεις σπίτι, ούτε να ανταλλάξεις κουβέντα με άνθρωπο αφού γρι δε μιλάς ισπανικά, ούτε να τα πας καλά στη δουλειά και πως να τα πας φυσικά, εφόσον θα είσαι ένα απροσάρμοστο, μουγκό και άστεγο σκατό. Ναι σύμφωνοι, δεν θα συμβαίναν όλα αυτά και αυτό προσπαθώ να ισχυριστώ Ιγκνάσι με το να ισχυρίζομαι το αντίθετο, πως τελικά είναι ανούσια η παραμυθία για πράγματα που ούτως ή άλλως θα περάσουν με το χρόνο.
Κρύο πολύ δεν έκανε, αλλά όλα αυτά τα ατελεύτητα μουρμουρητά και όλες αυτές οι ψυχομόλες τρώσεις μου 'φερναν σύγκρυο και τέτοιο ρίγος δε καταπολεμάται με επιπλέον ρούχα, με παραπάνω στρώσεις, παραμόνο με ανάνηψη και ευθυμία. Και έτσι προσπαθούσα να ευθυμήσω, να κάτσω στα καλά του καθουμένου, στα ξεκάρφωτα, και να σκέφτω θετικά, να γελάσω, έστω, να χαμογελάσω, να αισθανθώ καλλίτερα, μα δεν μπορούσα να αισθανθώ καλλίτερα εκεί πέρα χαμένος, μετέωρος μεταξύ γαμωκλαρίς 110 και γαμωκλαρίς 112, όρθιος και κατάκοπος, ηλίθιος και χαζοχαρούμενος αποπάνω, περπατώντας πεντακόσες ώρες πάνω-κάτω σαν Σίσυφος τιμωρημένος για πάντα απ' τους θεούς της Πάου Κλαρίς να μην μπορώ να βρω ένα αξιοπρεπές μαγαζί να κάτσω, καθώς όσο περισσότερο περπατούσα, τόσο αυξάνονταν οι απαιτήσεις μου και τόσο κουβάλαγα τις τσάντες μου σαν βράχο στο λόφο της Κλαρίς ανήμπορος να ξεφύγω, να διαλέξω, να κάτσω και επιτέλους να ξεκουραστώ. Όλα τα καφέ μου φαινόντουσαν είτε αδιάφορα είτε ακατάλληλα, αλλά το πήρα απόφαση διάολε να μπω στο πρώτο που θα 'βρισκα στο επόμενο τετράγωνο και έτσι έκανα, και μια και δυο μπήκα και ρώτησα στ' αγγλικά αν είχανε γουάι-φάι και με άκουσαν όλοι εκεί γύρω, όχι μόνο η καμαριέρα και γύρισαν και με κοιτούσαν όχι με έχθρα, όχι με αποστροφή, αλλά με ένα παραγνώρισμα που πότε πέρασαν δηλαδή από την αδιαφορία και την ανοικειότητα στην υπερβάλλουσα οικειότητα, που ήταν ό,τι χειρότερο, καλλίτερα ας αδιαφορούσαν ή ας με μισούσαν τουλάχιστον, καλλίτερα ας με σιχαίνονταν και ας με περνάγανε για Καταλανό του περιθωρίου παρά για κοινό ενοχλητικό τουρίστα, με τα αγγλικά του και τις ντροπές του και τα έτσι του, και τις μπρίζες του, μα πως γίνεται ολόκληρο κονάκι να μην έχει πουθενά μπρίζα, οπότε την κοπάνησα και πήγα στο αμέσως επόμενο καφέ. Και εκεί βρήκα, Ιγκνάσι. Και ίντερνετ και μπρίζα και την πιο αλησμόνητη κοπέλα ολάκερης της πεντάμηνης παραμονής μου στη Βαρκελώνη.
Στο καφέ εκείνο όλοι κι όλοι δέκα νοματαίοι ήμασταν. Δυο κοπέλες στο σέρβις, τρεις τύποι μπροστά από την μπάρα, ένας γέρος σε ένα τραπεζάκι δίπλα μου και ένα ζευγάρι Κινέζων που μπήκε ένα δευτερόλεπτο μετά από μένα. Τι τύποι κι αυτοί οι Ασιάτες! Μερικές φορές λες πως τα αξίζουν αυτά που παθαίνουν, εννοώ τη λοιδορία και το ξάφρισμα. Αν είναι δυνατόν δηλαδή, πώς κάνανε έτσι. Μέχρι τους δέκα όμως θέλουμε άλλους δύο. Δεν τους ξέχασα και πώς άλλωστε, έξω στα τραπεζοκαθίσματα της κατάληξης του οκταγώνου και ίσως ο λόγος που μπήκα σε αυτό το μαγαζί, καθόταν ένα ζευγάρι, δηλαδή τι ζευγάρι, απλά δύο άνθρωποι, δηλαδή μία, αυτή, γιατί ο άλλος τίποτα δεν ήτανε, ούτε που υπήρχε, ανθυποϋπήρχε, μόνο αριθμητικά υπήρχε, αν υπήρχε έστω κι έτσι δηλαδή, όπως και τα άλλα όλα, μπροστά της, οι θαμώνες, το ίδιο το καφέ, ολάκερο το οκτάγωνο, η Βαρκελώνη, η δουλειά μου στη Βαρκελώνη, η ψύχρα που γινόταν ολοένα και πιο οξεία, η Πάου Κλαρίς, η κούραση, το ατελείωτο βάδην, τα ατελεύτητα μουρμουρητά και οι ψυχομόλες τρώσεις, όλα έμοιαζαν με μια και μοναδική αφορμή να πέσω πάνω της και να την αντικρίσω. Αυτήν που όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν θα τη ξεχάσω. Που χωρίς σειρά και ταξινόμηση, χωρίς μέθοδο και με αρρυθμία, έχω την ανταπόκριση της ομορφιάς της, περιγράφοντας την χίμαιρα που κανείς δεν μπορεί να περιγράψει με λόγια δειλά, στα σκυφτά, κρυφοκοιτώντας πίσω από το τραπέζι. Ήταν σχετικά ψηλή Ιγκνάσι και φορούσε καφέ μποτάκια. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και χαμογελαστά και οι παρειές της κατακόκκινες. Τα μαλλιά της καστανά και λίγο κυματιστά. Φορούσε ένα ξεβαμμένο κολλητό μπλουτζίν και από πάνω νομίζω μια μπλούζα χειμωνιάτικη σε χρώμα χρυσοκίτρινο σαν αυτό της σίκαλης που δεν πολυφαινόταν και κανείς δεν θα το παρατηρούσε και πολύ πιθανό να μην το πολυπρόσεξε και η ίδια τι φορούσε, εννοώ μπορεί να βιαζόταν και να πήρε κάτι στην τύχη ή να μίλαγε με τη μάνα της και να της είπε, ζακέτα να πάρεις κι έτσι να κατέληξε με αυτή τη σχετικά χοντροκομμένη καφετιά ζακέτα που κάλυπτε το σικαλένιο της κολεγιακό, ναι, αλλά για μένα εκείνη η τυχαία επιλογή ήταν η πιο σημαντική ενδυματολογική λεπτομέρεια της ζωής μου, η πιο σημαντική γενικά λεπτομέρεια της ζωής μου. Η πιο σημαντική λεπτομέρεια της ζωής μου που αγκάλιαζε τους ώμους της, τύλιγε την πλάτη της, κουλούριαζε τα πλευρά της και κατέληγε στα πόδια της.
Το τραπέζι μου είχε άμεση οπτική επαφή με το δικό της παρόλο που αυτή βρισκόταν εκτός μαγαζιού, ενώ εγώ εντός. Σιγά μην διάλεγα άλλο τραπέζι, σιγά μην το άφηνα στην τύχη τέτοιο πράγμα, σιγά ρε Ιγκνάσι, σιγά μην μου πεις τώρα ότι ήταν και τυχαίο ξέρω 'γω που είχα μαργώσει, για Νοέμβρη δεν έκανε κρύο, εξαιτίας της συνέβαινε που είχα μαργώσει, που δεν κουνιόμουν, αφού είχα βρει την τέλεια γωνία για να κάθομαι και να κοιτάω, να κοιτάω και να μην κάνω τίποτα, τίποτα, ούτε να κουνιέμαι, ούτε να αναπνέω, δεν κουνούσα καν τα χέρια μου σου λέω, να πληκτρολογήσω, να γράψω, να σερφάρω, να δω τα νέα, ποια νέα, ούτε μία μέρα δεν έλειπα, να στείλω στη Νεφέλη τελοσπάντων, να της πω ότι είμαι καλά, που μεγαλύτερο ψέμα δεν έχει γεννήσει ποτέ άνθρωπος, γιατί άμα ήμουνα πριν μία φορά μη καλά, το αντίθετο του καλά, τώρα, έπειτα από το τελευταίο αντίκρισμα, ήμουνα χίλιες φορές μη καλά, ήμουνα στο πάτωμα, ήμουνα μπαίγνιο και στόχος εύκολης πρόγκας, άμα κανείς με πρόσεχε, που σιγά κανείς μην το 'κανε, λέμε τώρα, ένας τουρίστας ήμουνα εξάλλου και το 'γραφε το κούτελό μου, το φώναζε το βλέμμα μου και το 'βλεπες στη στάση μου, πως ήμουνα παράταιρος, προσωρινός και αναλώσιμος, όπως και να 'χει όμως πιο πολύ φωναχτό και διαλαλητό ήτανε εκείνη την ώρα το άλλο, το ερωτικό μου κουρελίκι και το αισθηματικό λιβάκωμα παρόλο το κρύο ή τουλάχιστον το τηρουμένων των αναλογιών κρύο και όλο αυτό τώρα ένιωθα πως με εξύψωνε και μου 'δινε προαγωγή, από τουρίστα και ξεφτίλα και μετανάστη, σε ερωτικό μετανάστη, ανυπόληπτος σε κάθε περίπτωση, αλλά από το να είμαι γενικά και αόριστα αόρατος, προτιμούσα να ήμουνα αόρατος από αυτήν. Κι ας μη με κοίταζε ποτέ, δε μ' ένοιαζε. Έφτανε που την κοιτούσα εγώ, που δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω της, από τη ζακέτα, τους ώμους της, από τα μαλλιά και το χαμόγελό της. Το χαμόγελο που το χάριζε σπάταλα στον άλλο δίπλα της που ήταν ο πιο επονείδιστος, απαχθής, παράνομος, μη νόμιμος και μη βιώσιμος μαλάκας της ιστορίας της ανθρωπότητας, που καθόταν πλάτη κι ευτυχώς εκτός ορατού μου πεδίου, αν και μπορούσα να τον φανταστώ, να βρίσκεται εκεί πέρα ένα χαμόγελο κοντά της, ατάραχος και ασυγκίνητος από τις εκδηλώσεις της, το χαμόγελο και τις χειρονομίες της και αγαναχτούσα τόσο πολύ με αυτή την εικόνα και με την τύχη του που ήλπιζα με όλη μου την καρδιά να είναι γκόμενός της κι όχι αδερφός, ξάδερφος, συμφοιτητής, φίλος ή οτιδήποτε άλλο, να είναι γκόμενος ο μαλάκας ήλπιζα, να 'ναι πέρα για πέρα γκόμενος, πράγμα που μου 'δινε ξεκάθαρα το δικαίωμα και τη νομιμοποίηση και όλα να πάω εκεί έξω και να την διεκδικήσω, να του πετάξω το γάντι, να τον προκαλέσω σε μονομαχία, να του ξεριζώσω την καρδιά και να την πετάξω μέσα στη μέση του δρόμου της χειρότερης οδού της Καταλονίας. Όλο και κάποιο αυτοκίνητο θα την πάταγε, δεν μπορεί.
Και πάνω που συλλογιζόμουνα στραπατσαρισμένες καρδιές, αιματοβαμμένους δρόμους και απίθανες μονομαχίες, συνειδητοποιώ το απίθανο, όχι, δεν μπορεί, την πιάνω αυτήν την ιέρεια του ίμερου να κοιτάζει κατά δω σα να ψάχνει κάτι απεγνωσμένα, λες να κοιτάζει εμένα απεγνωσμένα, λες και είμαι εγώ αυτό που ψάχνει απεγνωσμένα και το συνειδητοποιώ και το παίζω κουλ, κοιτάζω με προσήλωση την οθόνη μπροστά μου λες και με νοιάζει, αφήνω δυο δευτερόλεπτα να περάσουν κι έπειτα με τρόπο κοιτάζω πάλι να δω τι κάνει, κοιτάω με το ένα μάτι, κάνω πως κοιτάω κάτι άλλο, κάνω πως σκέφτομαι και λοξοκοιτώ, πού πήγε, δεν την βλέπω πια, άνοιξε την πόρτα και πλησιάζει, λες να έρχεται σε μένα, όχι, δεν είμαι προετοιμασμένος, δεν είμαι γλωσσικά καταρτισμένος, δίνω όλη μου την υποτροφία για πέντε κουβέντες στα ισπανικά, πέντε μόνο κουβέντες και ένα χαμόγελο, άραγε πως χαμογελάνε στα ισπανικά;, αλλά δυστυχώς δεν έρχεται σε μένα και παίζει ποτέ να μην κοίταζε εμένα, τη σερβιτόρα έψαχνε και αφού δεν την έβρισκε μπήκε μέσα να παραγγείλει δυο μπίρες μονάχη και τις παρήγγειλε στα αγγλικά που άλλο και τούτο, που αυτό σήμαινε πως δεν είναι ούτε Ισπανίδα, ούτε και φυσικά Καταλανή και άραγε τι διάολο είναι και το επόμενο δευτερόλεπτο ξεδιαλύθηκε όχι μόνο η απορία μου, αλλά και το μυστήριο του νοήματος της ζωής, που δεν είναι μυστήριο, αλλά ένα αστείο βροντερό, μια σκέτη μπαλαφάρα, γιατί μπήκε κι ο άλλος μέσα και τράβηξε για την τουαλέτα και περνώντας δίπλα της, της είπε δυνατά και αυτάρεσκα στη μητρική του γλώσσα, αφού ποιος άλλος θα τον καταλάβαινε εκεί μέσα, μια σιχαμερή μαλακία που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τη θέση του και επιβεβαίωνε την ίδια στιγμή τη δικιά μου, μια σιχαμερή μαλακία στα ελληνικά και όχι μόνο αυτό, αλλά και εκείνη φάνηκε από όλες του κόσμου, άκου σύμπτωση, να γνωρίζει επίσης την ίδια γλώσσα, αυτήν εδώ δηλαδή, και να του απαντάει, και να γνωρίζουμε δηλαδή, να έχουμε κοινή τόσην ώρα την ίδια γλώσσα, την ελληνική. Που αν είναι δυνατόν, τι πιο τρανταχτή νύξη ότι αυτή η κοπέλα, όχι μόνο θα ήταν εφεξής δικιά μου, αλλά και δίχως κίνηση, αφού δεν χρειαζόταν να κάνω τίποτα, καμία προσπάθεια να την προσεγγίσω, να την γνωρίσω, να την κερδίσω, η φευγαλέα της πρωτοπαρουσία μες στη πεντάμηνη παραμονή μου στη Βαρκελώνη, έφτανε να μπουκώσει όχι μόνο τη παραμονή, αλλά και τη ζωή, αλλά και την αιωνιότητα, αφού ήταν μαζί, όλα σ' ένα, η απόδειξη του έρωτα, η τυχαιότητα της συνειδητότητας και το άπιαστο της ευτυχίας.
Έκανα τον Κινέζο κι αν όχι τον Κινέζο, τουλάχιστον τον μη Έλληνα, πλήρωσα τη ζωή μου με τη μη γνωριμία της και έφυγα γνωρίζοντας ότι μπορεί να είμαι ο πιο δειλός ερωτευμένος του κόσμου, αλλά ταυτόχρονα και ο πιο ευλογημένος γραφιάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου