Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Το κουλό με το ζωγραφισμένο δόντι στον εξωτερικό τοίχο του Δυο Ζλότι μπαρ την επόμενη μέρα


στους φίλους μου Κώστα και Στέφανο
Βαρσοβία, 06.12.2011


Κατεβήκαμε τρεκλίζοντας. Έπειτα από έντεκα ώρες διαδρομής μες σε κείνο το κωλολεωφορείο, με δυο ώρες ύπνου και τρεις κράμπες απ' το στριμωξίδι και εκατόν πενήντα περίπου τσακωμούς για κάθε θέμα λες κι ήμασταν κανά παλιοζευγάρι να πούμε, που ήμασταν δηλαδή, και μάλιστα κάτι πολύ πιο στενάχωρο και πιο δεσμευτικό απ' αυτό, συγκάτοικοι ήμασταν και μάλιστα όχι flatmates αλλά roomates, που να χέσω την ελληνική την τρισχιλιετή, που 'ναι τάχα πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου και δεν έχει άλλον τύπο πέρα από το γενικόλογο και ευφημιστικό “συγκάτοικος”.

Μόλις που ξημέρωνε. Η ομίχλη ήταν τόσο πηχτή ολόγυρα, που φαινόταν λες και κρέμεται απ' τον πύργο του Στάλιν σαν πέτσα από γιαούρτι. Προχωρήσαμε από τον δρόμο που μας άφησε το λεωφορείο, έναν παρακείμενο που καθόλου δεν τον θυμάμαι ή μάλλον όχι, που τον θυμάμαι εκ των υστέρων, δια της ατόπου απαγωγής και του συστήματος θεσιθεσίας. Ο Μαρζακόφσκα ήτανε, αλλά ίσως να 'τανε κι ο Γεροζολίμσκι ή και τελικά κανείς απ' τους δυο τους. Η ακρίβεια δεν με αφορά. Τελοσπάντων προχωρήσαμε μέσω αυτού προς τον σταθμό Τσεντράλια. Και από κει ανεβήκαμε στο 109. Αμίλητοι. Ούτε καν κοιταζόμασταν με τον Στέφανο και δεν ήταν απ' τη νύστα. Αλλά απ' τη διχόνοια. Και σε όλο δρόμο μου 'βγαινε να τον σφάξω, μα τη παναγία. 

Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Εφτά παρά ήτανε αρκετά νωρίς ακόμη και για τους Βαρσοβέζους. Γι' αυτό και πρέπει να φτάσαμε σε χρόνο ρεκόρ έξω απ' το δημαρχείο του Μπεμόβο. Από πίσω ακριβώς ήταν οι εστίες μας. Δεν ξέρω άμα ήταν ο χρόνος που ήτανε ρεκόρ ή η ατμόσφαιρα έξω η ειδυλλιακή για πρώτη φορά ύστερα από δυο μήνες, αλλά ξαφνικά ένιωσα λίγο καλλίτερα. Ο ήλιος ανάτελλε και υπέφωσκε από ένα μικρό κενό που του είχαν αφήσει τα βαριά και πυκνά σύννεφα που την ίδια ώρα μουσκεύανε τον τόπο. Τα χρώματα τριγύρω ήταν λες και τα 'χαμε φινίρει με κανά κάλπικο φίλτρο του ίνσταγκραμ. Η εικόνα ήταν περασμένη μέσα από καλειδοσκόπιο. Οι επιφάνειες λαμπύριζαν, οι λίγες λακκούβες στα πεζοδρόμια είχαν γεμίσει ιριδίζοντα νερά, ο δρόμος έμοιαζε φρεσκοβαμμένος από βερνίκι ασφάλτου, το κιόσκι φανταχτερό ξεπρόβαλλε πίσω από τη στάση, η στάση η ίδια λουλακί, οι άνθρωποι που όσο ξημέρωνε και περνούσε η ώρα, όλο και πλήθαιναν και καταλάμβαναν χώρο κάτω απ' τα στέγαστρα, έμοιαζαν χαρούμενοι, κάτι πήγαινε στραβά· κοιτούσα τους μουντούς και ξινούς Πολωνούς εκ νέου με άλλο μάτι.

Τραβήξαμε με τον Στέφανο προς το κιόσκι. Παρεμπιπτόντως τα κιόσκια στη Πολωνία δεν έχουν καμία σχέση με τα ελληνικά περίπτερα στο μέγεθος, στη ποικιλία, στο κιτς, σε όλα, κάτι γυάλινα κουτιά μονάχα είναι στο πιο περιποιημένο και ταχτικό, που πουλάνε απλώς περιοδικά, εφημερίδες, κάρτες κινητής, τσιγάρα, κανά χυμό και μέχρι εκεί. Εκείνη τη στιγμή όμως μας περίσσευαν αυτά που άλλοτε βγάζαμε λειψά. Σ' ολόκληρο ταξίδι ζήτημα να είχαμε μοιραστεί ένα μισόλιτρο μπουκάλι νερό. Δεν διψούσαμε απλώς, είχαμε κορακιάσει. Εγώ που είμαι όμως και ο πιο στριμμένος και τη βρίσκω σε μερικά πράγματα μαζοχιστικά, κρατήθηκα και δεν πήρα τίποτα, γιατί σιγά μη ξοδέψω λεφτά για νερό ή κάτι τέτοιο, ενώ σε δυο λεπτά δηλαδή θα πίνω δωρεάν κι αστείρευτα από τη βρύση. Ο Στέφανος όμως πήγε να ζητήσει έναν χυμό. 
- One Orange juice.
- Orange, orange, tak.
Και του δίνει μια κάρτα ομιλίας (σ.σ. Orange, ο γαλλικός πάροχος) η θεόστραβη!
Ξεκαρδιστήκαμε και τη δουλέψαμε κανονικά. Το 'χαμε σύστημα να το κάνουμε αυτό. Όλα κι όλα, στη συγκατοίκηση μπορεί να διαφωνούμε σύρριζα, στη καζούρα όμως και στο σκώμμα, συνεννοούμαστε ασκαρδαμυκτί. Στον άνανδρο εμπαιγμό, σας το 'πογράφω, δεν υπάρχει δεύτερο ταίρι. Και είναι περίεργο, γιατί μετά από ένα σημείο χάνεις όποιες αναστολές και σου γίνεται συνήθεια και αρχίζεις να χυδαιολογείς από ανάγκη πια μπρος στη μούρη των αλλόγλωσσων. Ακούγεται χαζό κι όμως είναι τόσο ηδονικό αβάντζο να μιλάς μια γλώσσα που κανείς εδώ δεν την εκρένει. Ίσως βέβαια και να μην είναι έτσι, απλά το δούλεμα να αποτελεί για μας αφορμή εκεχειρίας και αμοιβαία προσπάθεια σύμπλευσης. Όπως και να 'χει, το καταφχαριστηθήκαμε και έτσι συμφιλιωμένοι περπατήσαμε προς το σπίτι. Κλειδιά δεν είχαμε πάνω μας, όμως αυτό δεν ήταν καθόλου δική μας αμέλεια, αλλά απόρροια του βάρβαρου καταστατικού της εστίας. Που λέει ότι υποχρεωτικά πρέπει να αφήνουν οι ένοικοι τα κλειδιά στη ρεσεψιόν, όταν αποχωρούν απ' το κτήριο και να τα παίρνουν ξανά πίσω όταν επιστρέφουν. Φιλοξενούμενοι στο ίδιο μας το (έστω προσωρινό) σπίτι. Ας είναι. Δεν θα ξαναγκρινιάξω γι' αυτό. Ανεβήκαμε πάνω και πέσαμε για ύπνο χωρίς περισσότερα. Είχε πάει ήδη εφτά.

Όταν ξύπνησα κατά τις μιάμιση, βρήκα στο κινητό μου μήνυμα από τη γλυκιά Ουκρανή γειτόνισσα. Με προσκαλούσε για τσάι δίπλα στις τρεις. Το 'χαμε κανονισμένο από πριν φύγω και θα πήγαινα οπωσδήποτε, θα πήγαινα ακόμα κι αν με προσκαλούσε στις δέκα ξέρω 'γω και η πρόσκληση ίσχυε μόνο εμπροθέσμως. Δεν ξέρω πως, αλλά θα πήγαινα. Για χάρη της ήμουν σε θέση να γυρίσω πίσω τον χρόνο για να πάω εγκαίρως και να μη χάσω λεπτό απ' τον χρόνο που μου διέθετε. Ακούγονται λίγο γραφικά όλα αυτά στους ανήξερους, αλλά για να καταλάβετε, η ομορφιά της ήταν τόσο ανυπέρβλητη, που κάποιες φορές με 'πιαναν τα κλάματα όταν το σκεφτόμουν. Ξέρω, ξέρω, τι φλώρος που 'μαι και τέτοια, αυτά θα λέτε τώρα, αλλά δε με νοιάζει. Δε με νοιάζει καθόλου. Μερικές γυναίκες αξίζουν να πυροδοτούν κλαυθμούς και άλλες τέτοιες γελοίες, γυναικουλίστικες αντιδράσεις. Είχε μια ομορφιά κάπως αρχέγονη. Αθώα και διαχρονική. Προσιδίαζε σε ηρωίδα του Ντοστογιέφσκι και άμα μεγάλωνε λίγο ακόμα, καθώς εκείνες τις ημέρες έκλεινε μόλις τα δεκαεννιά, και γύρναγε και δυο αιώνες πίσω, θα την έβρισκες σίγουρα απαθανατισμένη στις σελίδες του Ηλιθίου ή των Αδερφών Καραμαζόφ ή άμα κόλλαγε η χρονομηχανή της στη μέση του πισωταξιδιού και έβγαινε στο κατώφλι του εικοστού αιώνα, τότε μπορεί να την εκθείαζε ο Ιβάν Φράνκο μεσ' από τις συλλογές του. Κι αυτό το λέω για τον Φράνκο, όχι τυχαία, αλλά γιατί ερχόταν η Ίρα από μια πόλη κοντά στα ουκρανοπωλονικά σύνορα, με τ' όνομά του, “Ιβάν Φράνκο”.

Σηκώθηκα και μπήκα στο μπάνιο. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη κι άρχισα να στρώνω λίγο τα μαλλιά μου που είχαν αρχίσει να φουντώνουν δυσανάλογα. Εκείνη τη περίοδο είχα βαλθεί να τα μακρύνω και ήτανε τότε που άρχιζαν να μοιάζουν παράταιρα κι αστεία και θα 'λεγα και ευτράπελα, αλλά ευτράπελα έμοιαζαν και ήτανε περισσότερο αργότερα, οπότε ας μην είμαι τόσο αυστηρός αναδρομικά. Βέβαια δεν μου κάνει εντύπωση, εννοώ η εκ των υστέρων αυστηρότητα. Την καταλαβαίνω. Δηλαδή μπορεί να είναι απόλυτα συμπλεγματική και τα λοιπά, αλλά τη βρίσκω δικαιολογημένη. Η διαστροφή καμιά φορά είναι ανάγκη και η πρόκριση του “κάθε φέτος και καλλίτερα” είναι μονόδρομος. Συνεπώς η κριτική προς έναν παλιότερο εαυτό είναι υπεροπτική και αφ' υψηλού, συνεπώς πάντα αυστηρή και άδικη, συνεπώς όχι μόνο συνηθισμένη και μπανάλ, αλλά ίσως και εγγενής. Πάντα το γήρας θα τα βάζει με τη νιότη. Ακόμα και η μελαγχολία που πολλοί την ψέγουν, γιατί ξέρω 'γω ωραιοποιεί ή εθελοτυφλεί, δεν αποτελεί εξαίρεση. Εξάλλου τις περισσότερες φορές αναπολούμε τη συνθήκη κι όχι το παλιό είδωλο. Όχι αυτό που κοιτάω τώρα στον καθρέφτη και προσπαθώ να το σιάξω. Γιατί ο χρόνος πέφτει βαρύς σαν χειμωνιάτικο πάπλωμα που δεν φεύγει με την άνοιξη. Μένει εκεί και δημιουργεί στρώματα κριτικής ή λήθης. Και κάθε νέο χειμώνα που φυλλορροεί ο εαυτός και η πραγματικότητα μαργώνει, επιβάλλονται νέοι εαυτοί και νέες πραγματικότητες και τότε όλοι μαζί αναφωνούν χαρούμενοι σαν λωτοφάγοι: “πέθανε ο βασιλιάς, ζήτω ο νέος βασιλιάς!”.

Με την ομφαλοσκόπηση όμως και τα ρέστα η ώρα είχε πάει ήδη δύο παρά. Ο Στέφανος κοίταζε το ρολόι και το λάπτοπ του, έστελνε και απαντούσε σε μηνύματα, βρισκότανε σε αναβρασμό. “Καλά ρε”, του έλεγα, “την γκόμενα έχεις να δεις, πώς κάνεις έτσι;”. Τελοσπάντων κάποια στιγμή γύρω στις δύο, μουρμούρησε ένα “πρέπει να φύγω”, με ρώτησε τι θα κάνω εγώ αργότερα κι αν θα βγω καθόλου, κι αφού τον ικανοποίησε το “δεν σκοπεύω να πάω μακριά, παρά μέχρι την απέναντι πόρτα, στην Ουκρανή”, έφυγε και μ' άφησε στην ησυχία μου. Εγώ κανονικά έπρεπε να πάρω κανά πρωινό, για να ετοιμαστώ έπειτα και σιγά-σιγά να φύγω, να πάω απέναντι, αλλά δεν το κούνησα ρούπι. Έκατσα εκεί απαθής και νιρβάνας για ν' απολαύσω την ηρεμία της απουσίας του. Όχι ότι ήταν φασαριόζος και ομιλητικός, αλλά όσο να 'ναι, ακόμη και τον Τσάντλερ να 'χα συγκάτοικο κι όχι τον Στέφανο, κάποιες στιγμές βρε αδερφέ, θες και δυο λεπτά ξεμάκρεμα για να μονολογήσεις.

Δυο λεπτά όμως δεν ήταν. Γιατί άπαξ κι έβαλα μουσική στ' ακουστικά κι απορροφήθηκα απ' το ίντερνετ, πότε πήγε περασμένες τρεις, ένας διάολος ξέρει. Όχι, που μου ήθελα και πομφόλυγες πριν! Την είχα στήσει ήδη. Και ήμουν και δίπλα. Και το στήσιμο όσο πέρναγε η ώρα και πλησίαζε τρεισήμισι, έπαιρνε διαστάσεις φτυσίματος, ροχάλας κανονικής σας λέω, καθώς ούτε καν είχα μπει στον κόπο να της απαντήσω στα διαδοχικά μηνύματα· στο πρώτο, “are you coming or not?”· και στο δεύτερο, “if you are coming eventually, please know that after five, I will not be available”. Ε δεν πήγαινε άλλο. Και η καφρίλα έχει τα όρια της. Σουλουπώθηκα πρόχειρα, τράβηξα τη μούρη μου απ' την οθόνη, φόρεσα κάτι της προκοπής, άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος, διέσχισα τα πέντε ολόκληρα μέτρα που χώριζαν το δικό μας διαμέρισμα με το απέναντι πανομοιότυπο της Ουκρανίδας, και ετοιμάστηκα να χτυπήσω τη πόρτα.

Αλλά δεν χτύπησα. Όχι γιατί το μετάνιωσα, πώς άλλωστε γίνεται αυτό, να το μετανιώσω, η ανακολουθία δεν θα βρει σε μένα το άκρον άωτόν της. Αλλά γιατί προς στιγμή νόμιζα ότι άκουσα από κάπου κοντά, αδύναμες ελληνικές ομιλίες! Κοντοστάθηκα λίγο για ν' αφουγκραστώ. Και ήταν πολύ αστείο τώρα αυτό, εγώ να στέκομαι μπροστά στη ξένη πόρτα ακίνητος, με το ένα χέρι σηκωμένο στο ύψος των ματιών έτοιμο να χτυπήσει μια πόρτα που τελικά ποτέ δεν χτύπησα, και με το κεφάλι ριγμένο στα πλάγια, στραμμένο λίγο λοξά, και το αυτί τεντωμένο να προσπαθώ να καταλάβω αν όντως ήταν ελληνικές ομιλίες, συμπίληση ή ατόφια φαντασιοκοπία του εδώ και καιρό σαλεμένου μου νου. Όχι, δεν μπορεί να ήμουν τόσο τρελός, θα ορκιζόμουν ότι ήταν ελληνικές ομιλίες, ήδη μάλιστα ακουγόντουσαν πιο καθαρές και σίγουρα προερχόντουσαν όχι από τα μύχια της επιθυμίας μου, αλλά απ' το βάθος του διαδρόμου. Ένα, δύο, τρία. Στρέφω το κεφάλι μου προς τη κατεύθυνση των ελληνικών που έστριβαν πια γωνία και κεφαλαιοποιούσανε την ύπαρξη τους. Κι αφού παρασύρθηκα και μιλάω με κεφαλικούς όρους, επιτρέψτε μου κι έναν ακόμη υπαινιγμό πριν την αποκάλυψη, ότι τη μία κεφαλή, την έχω φάει στη μάπα τρεις μήνες τώρα, όπως και τη φωνή της, ενώ την άλλη, αν και εξίσου γνώριμη, είχα να τη δω δυόμιση μήνες, από τέλη Σεπτέμβρη. Απ' τη μάζωξη του αποχαιρετισμού.

Ο μπάσταρδος. Και οι δυο τους βασικά. Το είχανε στήσει. Δεν μου είχανε πει τίποτα για τον ερχομό του Κώστα. Οι υπόλοιποι της παρέας είχανε κλείσει εδώ και καιρό να 'ρθουνε στις 6 του Δεκέμβρη. Γι' αυτό και η πρεμούρα μας να γυρίσουμε απ' το Βίλνιους ξημερώματα της 5ης. Για να ανακτήσουμε δυνάμεις, να τους προετοιμάσουμε το έδαφος. Ο Κώστας όμως είχε βγει στην αναφορά από τον Οκτώβρη κιόλας και είχε δηλώσει κώλυμα. Και το χειρότερο ήτανε πως δεν μπορούσαμε να του χρεώσουμε το οτιδήποτε, ήταν και προβλεπέ και δέλτα άλφα. Πέρα για πέρα δικαιολογημένος. Ήτανε ή να δει εμάς στη Βαρσοβία ή να πάει Νέα Υόρκη τον Μάρτη, για να δει την αδερφή του. Έπρεπε να επιλέξει. Και επέλεξε Νέα Υόρκη. Και μεταξύ μας, σιγά το δίλημμα, κι εγώ αυτό θα επέλεγα άνετα. Και ντάξει, να πας Νέα Υόρκη δέκα μέρες, θέλει λεφτά, αλλά πάει στο διάολο. Τα μαζεύεις. Αλλά να πας και Νέα Υόρκη και για ένα πενθήμερο Βαρσοβία πιο πριν, ε αυτό παραπάει. Είναι σχεδόν ασυμβίβαστο. Δεν χέζουνε όλοι λεφτά και κάθε μέρα. Οπότε τον καταλάβαμε και είπαμε τα λέμε στις διακοπές των Χριστουγέννων στην Αθήνα. Κι εκεί που είχα συμβιβαστεί με το ασυμβίβαστο, αυτός ήρθε και με τη παρουσία του το κατήργησε και το έκανε μη ασυμβίβαστο, και με την έκπληξή του το έκανε μη συμβεβηκός και το έκανε ορόσημο, και το έκανε ένα απ' τα πιο αλλοπρόσαλα ξαφνιάσματα της προβλέψιμης και μίζερης ζωή μου.

Και αγκαλιαστήκαμε δίχως ντροπή και δίχως κόρο και τον βάλαμε μέσα και τον καθίσαμε κάτω και τον τρατάραμε ό,τι είχαμε, ό,τι υπήρχε πιο συγκεκριμένα· το φαγητό του Κινέζου. Κοιτάχτε, δεν φταίμε εμείς, αλλά εκείνος που το άφηνε συνέχεια ανυπεράσπιστο και διαφιλονικούμενο στον κοινό χώρο. Για το παρασκηνιακό τσιμπολόγημα του φαγητού του, ευθύνονται ξεκάθαρα τα θολά ηθικά όρια της κοινοκτημοσύνης. Ή το αόρατο χέρι της λαιμαργίας που αυτορρύθμιζε την οικιακή μας οικονομία. Εξαρτάται από ποια πλευρά θα το δεις. Αλλά ίσως αυτή τη φορά να μην ήταν τίποτα από τα δύο, απλά και μόνο ένα είδος μύησης του Κώστα στην αποκλίνουσα καθημερινότητά μας. Και αφού τον μυήσαμε τελοσπάντων και τον ταΐσαμε κιόλας συγχρόνως κι αφού ανταλλάξαμε και δυο κουβέντες της επιφάνειας και της προσμονής, αφού τι να πρωτοπεί κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις, θυμήθηκα ξαφνικά την περασμένη ώρα, το ανολοκλήρωτο διάβημά μου προς τ' απέναντι και τη ρητή υπόσχεσή μου για ένα τσάι που πια δεν μου άξιζε να το πιω παρά με κώνειο. Έφυγα κλεφτός και δεσμεύτηκα ότι αν δεν με ξεπετάξει εκείνη λόγω εκνευρισμού, θα το κάνω εγώ λόγω ανωτέρας βίας. 

Πήγα απέναντι κι αυτή τη φορά χτύπησα τη πόρτα, πριν κοντοσταθώ, πριν προλάβω να φανταστώ ή ν' ακούσω τίποτα. Δεν θα άντεχα άλλη καθυστέρηση. Μου ανοίξανε, ζήτησα συγγνώμη και μπήκα μέσα. Είχε πολλή πλάκα: η Ίρα έκανε δήθεν την κινέζα κι ότι δεν την ένοιαζε, αλλά φαινόταν ότι την είχε πειράξει. Κι ήτανε σα να με ανέχεται για τους τύπους, σα να λέει ένα τσάι που είναι να βγει, ας βγει ή κάτι τέτοιο, αλλά καρφάκι δεν έδινα εκείνη τη στιγμή. Και μάλιστα για να της το αποδείξω, της ξεκαθάρισα εξαρχής ότι δεν είχα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου, γιατί είχε έρθει ο φίλος μου ανέλπιστα απ' την Ελλάδα και άλλα τέτοια κι αυτή συμμετείχε στη χαρά μου και τι καλά και τέτοια, αλλά φαινότανε πόσο κάλπικα το έκανε και πόσο την πείραξε παραπάνω το γεγονός ότι θα έφευγα αμέσως και καθίσαμε εκεί να πιούμε το τσάι μας και συζητάγαμε αηδίες και χαζόλογα και τίποτα δε λέγαμε γαμώ, γαμώ την ατολμία μου και την ανωριμότητά της γαμώ, που σαν φιλενάδες κάναμε και πίναμε τσάγια και τα λέγαμε και χασκογελούσαμε, λες και δεν είχε εφευρεθεί ο εικοστός αιώνας, λες και ήμασταν πράγματι στις σελίδες του Ντοστογιέφσκι και του Τολστόι που έλεγα πριν, λες και πρωταγωνιστούσαμε πουριτανοί και αθώοι σε μια λογοτεχνία στην οποία δεν είχε εφευρεθεί το σεξ, στην οποία δεν είχε εφευρεθεί καν το φάσωμα, αλλά έτσι· αν αγάπαγες πολύ την άλλη, τα παιδιά ερχόντουσαν άνευ σωματικών υγρών και πόνων, έτοιμα και φασκιωμένα με τον πελαργό. Μόλις δε, ξεμύτισε η κατά τ' άλλα αξιαγάπητη Καζάκα συγκάτοικός της, ε είπα άι στο διάολο, δεν θα γαμήσουμε που δεν θα γαμήσουμε, δεν θα χάσω κι άλλο χρόνο εδώ, ενώ δίπλα είναι ο Κώστας, κι έτσι της το πέταξα διαρρήδην ότι πρέπει να φύγω, κι αυτή τι να 'κανε, να 'πεφτε στα πόδια μου, ε όχι, κι έτσι αποχώρησα δίχως αντιρρήσεις, δίχως καν να έχω τελειώσει το μπρος μου σερβιρισμένο, κίτρινο ερλ γκρέι τσάι.

Τα παιδιά δεν με περίμεναν τόσο νωρίς, παρόλο που τους είχα προϊδεάσει για το πόσο σβέλτος τσαγοπότης θα 'μουν. Αφού δεν είχα πάρει καν κλειδιά κι όταν χτύπησα για να μου ανοίξουν, ανταποκρίθηκε μόνο ο έτερος συγκάτοικος, ο Λευκορώσος· οι δικοί μου καθόντουσαν μέσα ατάραχοι, θεωρώντας ότι το χτύπημα δεν τους αφορά. Όταν μπήκα, καθίσαμε και πήραμε να σχεδιάζουμε το βράδυ μας και τι θα πρωτοκάνουμε και τέτοια. Αλλά μέχρι εκεί. Δεν κάναμε τίποτ' άλλο ύστερα. Απλά αράξαμε λίγο, τα είπαμε λίγο, μαλακιστήκαμε λίγο, κάτσαμε και μαγειρέψαμε, φάγαμε, πήγαμε και μια βόλτα μέχρι τα τέσκο για να πάρουμε μπίρες, ώστε μόλις έφτανε η ώρα, γύρω στις δέκα, δέκα και μισή, το χρονικό όριο δηλαδή παραμονής ενός φιλοξενούμενου μες στις ψωροεστίες, να την κάναμε για κέντρο. Ήταν αρχές Δεκέμβρη και η θερμοκρασία μετά τις πέντε, έπεφτε μόνιμα πολύ κάτω του μηδέν. Περιμέναμε όσο τίποτα να χιονίσει και κοιτάγαμε κάθε μέρα το θερμόμετρο, αλλά τίποτα. Μας είχε ενσκήψει ο χειρότερος συνδυασμός: και κρύο και μη χιόνι. Οι υποσχέσεις των Πολωνών με το που πατήσαμε το πόδι μας εκεί, ότι δηλαδή θα φχαριστηθούμε χιόνι, είχαν κλονιστεί ήδη από τέλη Οκτωβρίου. Και διαψεύστηκαν για τα καλά μες στον Νοέμβρη. Αλλά σ' ό,τι αφορούσε αυτή και μόνο τη βραδιά, πραγματικά χεστήκαμε. Αυτή τη βραδιά, ούτε η έλλειψη χιονιού δεν θα μας πείραζε, ούτε το ανυπόφορο και ξηρό κρύο. Όταν έχεις αλκοόλ άλλωστε, όταν έχεις τέτοια παρέα, τι να σου κάνουν οι μείον πέντε βαθμοί, οι μείον διακόσοι εβδομήντα πέντε βαθμοί; Και παρέα είχαμε και μάλιστα πρώτη, αλλά απ' αλκοόλ ήμασταν κάπως ρέστοι. Ε κι αυτό θα πηγαίναμε να κάνουμε τώρα· ν' αναζητήσουμε αλκοόλ.

Το αντικρουόμενο της υπόθεσης και αυτό που δεν καταφέραμε ποτέ να συνηθίσουμε είναι η διαφορά μεταξύ έξω και μέσα. Αξιοπερίεργο ή όχι, είναι άλλο να παίζεις μ' έναν μεσογειακό χειμώνα μεταξύ είκοσι βαθμών εντός σπιτιού και δέκα εκτός κι άλλο να διαχειρίζεσαι τριάντα και σαράντα βαθμούς διαφορά κάθε φορά που αλλάζεις χώρο. Τέρμα τα καζάνια και τα καλοριφέρ εντός εστίας, κανένα ανάχωμα εκτός στην ύπαιθρο. Κι είχε λίγο πλάκα η διαδικασία του ντύνειν. Να κάθεσαι τώρα εκεί και να βάζεις το ένα στρώμα ρούχων πάνω στο άλλο, ενώ την προηγούμενη στιγμή τα αφτιά σου ήταν κόκκινα απ' το θάλπος και κυκλοφορούσες παντού με το αμάνικο. Είχαμε να λέμε κι αυτά στον Κώστα ενώ ντυνόμασταν. Ενώ πίναμε και μια μπίρα (ελλείψει ουισκιού ή βότκας), όχι τόσο για πρι-ντρίκιν, όσο για να αντέξουμε το έξω. Τελοσπάντων κάποτε τελειώσαμε τις ετοιμασίες, γιατί όσον αφορά τις κουβέντες, ε αυτές δεν τελειώνουν ποτέ, κλείσαμε τη πόρτα πίσω μας και κατεβήκαμε στον προθάλαμο. Αφήσαμε τα κλειδιά στη ξινομούνα κοκκινομάλλα της εισόδου (ή της εξόδου;) και τραβήξαμε για τη στάση. 171 μέχρι Ρατούς Άρσεναλ. Κι έπειτα μετρό μέχρι το Τσέντρουμ. Το κρύο σε περόνιαζε, αλλά δεν θα κάναμε και πολλά μέτρα. Ίσα μέχρι το Δυο Ζλότι μπαρ για ένα σφηνάκι. Η μοναδική προϋπόθεση της βόλτας: η βότκα. Με τη βότκα μέσα μας, ας κάνουμε όσες βόλτες θέλει ο Κώστας, όχι όμως πιο πριν. Γιατί στη πρώτη του νύχτα στη Βαρσοβία, δικαιούταν να μας γυροβολήσει όσο του 'κανε κέφι, να μας τραβολογήσει από δω κι από κει, να δει ό,τι εμείς είχαμε τόσο καιρό μπουχτίσει, όχι όμως πριν τη βότκα. Αλλά τελικά, ούτε μετά έμελλε.

Κατεβήκαμε προς τα κάτω μέσω της Τσμιέλνα. Από δω είναι ο πύργος του Στάλιν που οι Πολωνοί ευφημιστικά τον αποκαλούνε Παλάτι των Επιστημών και των Τεχνών και γελάει ο κόσμος, από κει το Μάριοτ, τώρα πάμε προς τη Νόβε Σβιάτ, προς τα κει είναι η παλιά πόλη, απ' την άλλη το γήπεδο, ο Βιστούλας, η αντίπερα πλευρά, το μουσείο του Κοπέρνικου. Αξιοθέατα και αναξιοθέατα μπουρδούκλωναν σκέψεις και εντυπώσεις, ανέμους και ύδατα σ' ένα αδευτέρωτο παραλήρημα ξενιτιάς. Η φωνή μου και αυτή του Στέφανου πέταγε η μία πάνω απ' την άλλη εναλλάξ ή και ταυτόχρονα κάποιες φορές συναντιόμενες κάπου στη μέση, επιχειρώντας παρανοϊκά άλματα και τολμώντας το ρίσκο. Χωρίς φιγούρες. Λιτά και αστόλιστα, βγάζαμε από μέσα μας το απωθημένο, χωρίς να νοιαζόμαστε αν ο Κώστας παρακολουθεί, αν είναι σε θέση να πιάνει τον ειρμό μας, να συγκολλεί κάθε φορά τις διακεκομμένες σκέψεις μας. Προχωρούσαμε εκεί πέρα και του μιλάγαμε και του μιλάγαμε, τον πυροβολούσαμε ακαταπαύστως. Πυρ και κίνηση. Μέχρι που είτε κουραστήκαμε, είτε μας τελείωσε το σάλιο κι οπότε κόψαμε δρόμο για τον ανεφοδιασμό. “Πηγαίνουμε να πιούμε;”, ρωτάει ο Κώστας. Αμ τι ρε κωλώνουμε. “Πηγαίνουμε να πιούμε”. Ναι.

Όπως κατεβαίνει κανείς την Τσμιέλνα κάτω-κάτω χωρίς να στρίψει πουθενά, δεν γίνεται σε κάποιο σημείο να μην συναντήσει κάθετη σε αυτήν, την οδό Νόβε Σβιάτ (ή Νο Βυζιά για τους χάχες), που όχι μόνο την τεμαχίζει, αλλά και την σταματά. Ο “Νέος Κόσμος” των Πολωνών είναι μία από τις πιο κοσμοσύχναστες και τερπνές οδούς της Βαρσοβίας. Γεμάτη παλιά κτήρια εκατέρωθεν, αποτελεί την τέλεια αντίστιξη με το νεόδμητο και λαμπυρίζον κέντρο και παράλληλα απ' τα λίγα εδάφη της πόλης που έμειναν σχεδόν αλώβητα απ' τους καταστροφικούς βομβαρδισμούς των ναζήδων. Από ένα σημείο μάλιστα κι έπειτα γίνεται πλακόστρωτη και το γεγονός αυτό, μαζί με τα τεράστια πεζοδρόμια της, την κάνουν φουλ περπατήσιμη. Για όλους μας εδώ αποτελεί καθιερωμένη βόλτα τον Σεπτέμβρη ή τον Δεκέμβρη, με δέκα ή μείον τριάντα βαθμούς. Τα έχει όλα. Πολιτιστικούς χώρους, ψυχαγωγικούς πόλους, υπόγεια μπαράκια, κυβερνητικά, πανεπιστημιακά και κάθε λογής νεομπαρόκ και νεοκλασικά κτήρια, ακριβά πανάκριβα ρίαλ εστέιτ, εναλλακτικά σινεμαδάκια αντίβαρα στα αηδιαστικά μούλτιπλεξ, φαρμακεία, εκκλησίες, κιόσκια, βιβλιοπωλεία, ρουχάδικα, κοσμηματοπωλεία, εστιατόρια, καφετέριες, ξενοδοχεία και φυσικά τράπεζες. Όλα συγκεντρωμένα και τακτοποιημένα, εκεί, πάνω στη Νόβε Σβιάτ.

Μπήκαμε στο Δυο Ζλότι μπαρ, το οποίο δευτεριάτικα, ήταν αναμενόμενα άδειο. Είχαμε εξηγήσει το κόντεξτ στον Κώστα. Δυο Ζλότι μπαρ, γιατί το σφηνάκι κοστίζει δύο ζλότι. Μπαίνουμε και πίνουμε μια γύρα. Στο όρθιο. Κι έπειτα την κοπανάμε γι' αλλού. Το δυο ζλότι σφηνάκι ήταν για μας μονάχα η προθέρμανση, το λιπαντικό. Ήταν το πρι-ντρίνκιν της βραδιάς, παρόλο που δεν γινόταν πριν. Όλη η Βαρσοβία εκεί σύχναζε. Το ποτό ήταν τόσο φτηνό, που δεν άξιζε να πιεις προκαταρκτικά απ' το σπίτι. Κάποιες φορές μάλιστα σταματάγαμε εκεί παραπάνω από μία φορά τη βραδιά. Το κλαμπ απέναντι απείχε μερικά μέτρα, όσο και το δρομολόγιό μας, όταν μας σέρνανε οι άλλες ως εκεί. Μπαίναμε τσάμπα, δεν παραγγέλναμε τίποτα κι έπειτα προφασιζόμασταν ότι καπνίζουμε και βγαίναμε έξω να τ' ανάψουμε. Μόνο που δεν το ανάβαμε. Στρίβαμε δια του Δυο Ζλότι μπαρ. Κι έπειτα ξανά πίσω. Και τι, θα μας λέγανε τίποτα; Σιγά που θα μας λέγανε. Ότι τι, ότι ξενοπίνουμε; Ας λέγανε. Δεν έχουμε ταμπού εμείς και δεν φοβόμαστε τη νυχτερινή κατακραυγή. Αυτές οι κηλίδες είναι του οινοπνεύματος και εξατμίζονται αυθωρεί. Εξάλλου για το μόνο που μπορούσε κανείς να μας προσαγάγει ήταν για κάποια σφιχτοχεριά, αλλά ούτε αυτό ήτανε απόλυτα ακριβές. Με αυτή μας τη μόνιμη εξαπάτηση, τόσο καιρό γλυτώσαμε ελάχιστα. Ακόμη και στο κλαμπ μέσα, το σφηνάκι έκανε τρία ή τέσσερα ζλότι αντί για δύο που 'χε έξω, δηλαδή, εικοσιπέντε με πενήντα λεφτά παραπάνω. Σιγά το ποσό. Αλλά δεν είχε σημασία. Σημασία είχε, αν είχε κάτι σημασία, η γλυκιά αίσθηση του ξεγλιστρήματος, το αίσθημα του καλοπροαίρετου πλανέματος, το αναγέλασμα.

Εμείς λοιπόν οι μαθημένοι δεν βγάλαμε καν παλτά. Ένα σφηνάκι και απ' έξω απ' τη πόρτα. Κι έτσι δηλαδή κάπως πήγαινε και η πόρτα του μπαρ έμενε σε μόνιμη βάση, ανοιχτή. Ξέφραγο αμπέλι. Άλλοτε γιατί ο κόσμος δεν χώραγε, άλλοτε απ' τη συνεχή ροή, πάντως εγώ το μαράζι μου θα σας το πω για το προσωπικό που πούντιαζε όλη την ώρα. Βέβαια μπορεί και να είχε συνηθίσει και να παρέμενε ανερυθρίαστο απ' το κρύο και να μην το ένοιαζε. Μπορεί να 'ναι κι έτσι. Όπως και να 'ναι όμως, ούτε ευχάριστο είναι, ούτε παίξε-γέλασε όλο το χειμώνα να δουλεύεις στο μείον. Αλληλεγγύη στους απανταχού εργαζόμενους του επισιτισμού και της οινοχοΐας. Ακόμα και σ' αυτούς που μας σερβίρουν κακοκομμένο καφέ και μας παίρνουν τα κορίτσια.

Τούτη τη φορά τουλάχιστον το μαγαζί ήτανε πιο ήσυχο. Γιατί σε τέτοια περιβάλλοντα, προσιτά, αλκοολικά και μεταμεσονύχτια, ενδημεί κάθε καρυδιάς καρύδι. Αλλά όχι απόψε. Μέχρι και θέση βρήκαμε, φανταστείτε. Μέχρι και ζέστη έκανε, δείγμα πως η πόρτα δεν είχε ανοιγοκλείσει πολύ. Καθίσαμε και χουχουλιάσαμε λίγο μες στα παλτά μας γιατί είχαμε ξεπαγιάσει, ενώ ο Στέφανος πήγε να πάρει τρία σφηνάκια. Δεν του δώσαμε λεφτά, τι να του δίναμε, δυο ζλότι; Κι όσο εμείς συνηθίζαμε σιγά-σιγά και παίρναμε τα πάνω μας όσον αφορά τη θερμοκρασία, ο Στέφανος τα είχε πάρει όλα και γύριζε πίσω, μ' ένα δίσκο των τριών στίχων από πέντε σφηνάκια βότκας.
Ε αυτό ήτανε. Γίναμε. Αφού επευφημήσαμε την φαεινή του ιδέα, πήραμε να τσουγκρίζουμε, να κάνουμε προπόσεις σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και φυσικά να πίνουμε. Με όλα τα συναγελάσματα, είχαμε καταφέρει να μάθουμε το “γεια μας”, σε έντεκα διαφορετικές εκδοχές: αγγλική, γερμανική, ισπανική, ιταλική, πολωνική, γαλλική, ουκρανική, τούρκικη, ρουμάνικη, σουηδική και ρώσικη. Μαζί και η ελληνική, δώδεκα. Δεν ήταν και σπουδαίο κατόρθωμα, αλλά ντάξει, εκείνη τη στιγμή μας φαινόταν και πολύ πρώτο. Τα πέντε σφηνάκια τα ήπιαμε γρήγορα, γιατί απ' τη μία εμείς οι δυο είχαμε εντρυφήσει στη βότκα, μόνο βότκα πίναμε πια, και απ' την άλλη ο Κώστας ήτανε φύσει νεροχύτης. Ποτέ δεν βούλωνε. Από το πρώτο έτος, εκεί που οι άλλοι κάνανε νερά, κολλούσανε και τα γυρνούσανε πίσω (μέσω ξερνοβολήματος ως επί το πλείστον) αυτός τα κατέβαζε όλα με το τουμποφλό. Δεν καταλάβαινε. Ακόμα και με την έξτρα εξάσκησή μας τώρα τρεις μήνες, νομίζω πως ακόμα είχε προβάδισμα αυτός. Αλλά έμενε απόψε να το ανακαλύψουμε.

Ήταν η σειρά μου να πάρω τον δίσκο. Παράγγειλα άλλα δεκαπέντε. Αυτά έφυγαν πιο αργά. Κι έπειτα η σειρά του Κώστα παρόλο που ήταν φιλοξενούμενος, που επέμενε λες και παίζαμε καμιά διεστραμμένη σκυταλοδρομία, να κεράσει. Ψευτοτσακωθήκαμε, αλλά τον αφήσαμε. Τι νόημα είχε; Κάθε γύρα άξιζε εφτά ευρώ. Ή τριάντα ζλότι. Πολλή πλάκα είχε να κάνεις τέτοιους λογαριασμούς και να παίζεις με το συνάλλαγμα. Μου 'φερνε θύμησες απ' τη μετάβαση στο ευρώ, τότε το 2001. Που σε κάθε συναλλαγή, κοιτάζαμε τη τροποποίηση. Και τα εδώ μας κλέψανε μία υποδιαστολή του λεπτού, δίναν και παίρνανε ή τα κοίτα ρε τους κλέφτες, στρογγυλοποιήσανε ξέρω 'γω τις τσίχλες δύο λεπτά πάνω. Πού να ξέραμε! Ότι όλες οι τιμές θα υπερδιπλασιαστούνε, η αισχροκέρδεια θα πιάσει ταβάνι, ότι θα έρθει κρίση και πως οι τσίχλες που πια κοστίζουνε δέκα λεπτά, δεν θα μας νοιάζουνε διόλου. 

Το κεφάλι μας πια γύριζε, έπειτα από δεκαπέντε σφηνάκια αμόλυντης βότκας ο καθένας. Είχαμε γνωρίσει, μιλήσει, αστειευτεί και φωτογραφηθεί -με τον παραδοσιακό τρόπο, η μόδα των σέλφις τότε δεν είχε ακόμη προκύψει- με κάθε θαμώνα ή τυχαίο περαστικό. Πάν' οι αλληλεγγύες και οι μεγαληγορίες. Πλέον εμείς ήμασταν που ανοιγοκλείναμε την πόρτα του μαγαζιού, έχοντας χάσει την αίσθηση του κρύου. Τα καλά του μεθυσιού. Έπειτα όμως και σιγά-σιγά, αρχίσαμε και να το χάνουμε. Εγώ πρώτος, ένιωσα τις αναγούλες. Ο Κώστας απ' την άλλη, τους μιλούσε. Γιατί ένα μέτρο παραπέρα, κοντά στην μπάρα, είχε πιάσει να μιλάει με δυο τύπισσες που ήταν εκτός από πολύ εκκεντρικές εμφανησιακά, και κακάσχημες. Η μία μάλιστα είχε τα μαλλιά της κουρεμένα καρέ και ήταν τόσο ομοιόμορφα, αλλά και το κεφάλι της τόσο στρογγυλό, αλλά και όλα της, ακόμα και τα χαραχτηριστικά της συνηγορούσαν, στη τόσο διασκεδαστική συνειδητοποίηση, πως έμοιαζε με πλεϊμομπίλ. Γελάσαμε πολύ με αυτό. Ο Στέφανος όμως όχι και τόσο που δίπλα μου καθότανε και ήτανε μία μες στη τρελή χαρά, μία ανησυχητικά ήρεμος, όπως κι εγώ όμως, που δεν ήμουν του λόγου μου καλλίτερος, που εκεί ξαφνικά στα καλά του καθουμένου μου την έδωσε να βγω έξω να πάρω μια τύπισσα εκεί που γούσταρα, τη συνονόματη την Πάολα, να έρθει να μας βρει, ξεχνώντας πως ήταν καθημερινή και πως μένει μακριά και πως αυτή πολλή ώρα πριν σίγουρα θα την είχε πέσει και πάλι καλά που το κινητό της έμοιαζε κατειλημμένο ή απενεργοποιημένο, ποτέ δεν κατάλαβα τι απ' τα δυο. Κι έτσι όπως είχα κάτσει σ' ένα πεζουλάκι χαμέ, μέσα σε μια πάροδο, όπου αέρας δεν τη φύσαγε και το κρύο δεν με συνέφερνε (και πώς άλλωστε, αφού δεν το 'νιωθα καν), βάλθηκα να καλώ κι άλλους από εκεί ή απ' την Ελλάδα, και τι αστείο, γιατί δεν μπορούσα να πληκτρολογήσω τα νούμερα, δεν μπορούσα να βρω καν το κινητό με την ελληνική κάρτα και μπερδευόμουνα και ανακατευόμουνα μ' όλη αυτή τη πνευματική άσκηση που τελικά κατέληξε σε αντίδραση. Γιατί εκεί που ήμουν σε κείνη τη κλειστή πάροδο, ανάμεσα σε κάτι πεζούλια και κάτι φυτά -και εδώ που τα λέμε, πιο ιδανικό και απομονωμένο μέρος δεν υπήρχε- άρχισα να ξερνάω ακατάπαυστα.

Όταν τελείωσα και συνήλθα, μπήκα μέσα παραπατώντας. Ήμουν οιονεί νηφάλιος, με κάτι υπόνοιες από λεκέδες εμετού πάνω στα κίτρινα λακόστ μου κι ένα εμφανές αίσθημα ξενερώματος ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου. Το πράγμα μίλαγε από μόνο του και φυσικά οι δικοί μου την ψυλλιάστηκαν, αλλά πια δεν μπορούσαν να πάρουν πίσω τον ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι μας, με δεκαπέντε ακόμα σφηνάκια κερασμένα από το μαγαζί, δίσκο. Ο φόβος! Δεν ήθελα να πιω άλλο. Σιγά τι πείραζε, άμα δεν έπινα; Θα μου έκανε μούτρα ο ανερυθρίαστος γαλαντόμος; Πού ακούστηκε αυτό; Όχι, δεν πάει έτσι. Μουτρώνουν στα άλογα όταν ξεράσουν; Δεν πάει καθόλου έτσι. Παρόλο αυτά, μετά τις ορμήνιες του Κώστα ήπια ακόμα ένα με το ζόρι. Μου ήρθε αίφνης να ξαναξεράσω, αλλά το 'βαλα πείσμα· οι άλλοι είχαν εξαφανίσει ήδη μια τετράδα. Δεν θα 'μουνα εγώ ο φλώρος τώρα. Εντούτοις κανείς μας δεν ήπιε άλλο. Τα εναπομείναντα, τα ανακεράσαμε με τη σειρά μας. Στο πλεϊμομπίλ, σε όσους είχανε μείνει εκεί μέσα, στον τυπά που μας κέρασε εξαρχής. Τυπάς κερνάει, τυπάς πίνει ήταν η φάση. Έπρεπε να του πω ότι έχουμε τέτοια παροιμία στην Ελλάδα. Το δε πλεϊμομπίλ μόλις έλαβε το αντίδωρο, ξέρω 'γω το 'χασε τελείως, έκανε λες και της προσφέραμε κάτι ανεκτίμητο, έβγαλε μια τσιρίδα πνιχτή και είπε δέκα φορές ευχαριστώ. Δεν πρέπει να πήγαινε καλά στα σίγουρα και το καταλάβαμε ακόμα κι εμείς, φαντάσου, που ήμασταν πίτα κι αυτό είναι πολύ επιβαρυντικό για αυτήν.

Εμένα το γύρισμα μου είχε φύγει πια απ' το στομάχι, αλλά μου 'χε μείνει αφενός το ανακάτεμα στο μυαλό κι αφετέρου ένα ξύσιμο στον οισοφάγο απ' τον έμετο. Κι αυτή η γεύση δεν ξεπλενόταν με κανένα σφηνάκι του “Νέου Κόσμου”, όσο κι αν τα νοστίμευε με διάφορα φρούτα ο δύσμοιρος ο μπάρμαν. Κι ήταν κι αυτή η αίσθηση του ξεφτιλικιού αποπάνω. Δεν ήθελα να μείνω δευτερόλεπτο ακόμη εκεί μέσα. Γιατί ήταν και το άλλο, ότι δεν ήξερα καν τι μου γινόταν, παρόλο που είχα ανακτήσει πια κάπως τις αισθήσεις μου, δεν ήξερα τι είχε παιχτεί στο μεταξύ, όλα μου ήταν άγνωστα. Ανάμεσα στην προηγούμενη εύφορη κατάσταση και την μεταξεράτια νηφάλια θέση, είχε μεσολαβήσει σα διονυσιακός δάκτυλος, η έμεση. Που άπαξ και ξέσπασε, την ένιωθα ως απόρροια του παραπιώματος, την ένιωθα ως αηδιαστική τιμωρία της ύβρης που διέπραξα, την ένιωθα, ναι, δεν ήταν έμεση, αλλά νέμεση. Και τη νέμεση και κατ' επέκταση την ύβρη, δεν τις αποφεύγεις με προσευχές ή θυσία. Αλλά με οινοποσία. Με συστηματική κατάποση αλκοόλ, ίσως και κάποτε να γλυτώσεις την πτώση, την εκδίκηση των θεών, το εύκολο ξερνοβόλημα. Αλλά απέχω απ' αυτή την κατάσταση εγώ ο υπότροπος. Όσον αφορά το τώρα, οποιοδήποτε συναίσθημα, οποιοδήποτε υπόλειμμα οικειότητας, οποιοδήποτε κατακάθι συνεκδήλωσης είχε ξεβραστεί μαζί με τον εμετό. Ήμουνα άδειος και κουρασμένος. Ήθελα να πάω σπίτι.

Το ίδιο και οι άλλοι. Ο μεν Στέφανος ήτανε κομμάτια και δεν ήξερε που πατούσε, ο δε Κώστας ήταν εμφανώς επηρεασμένος, αγνώριστος και πρωτόγνωρα μεθυσμένος. Ήταν όμως πιο συζητήσιμος συγκριτικά με τον Στέφανο. Συμφωνήσαμε να φύγουμε. Χαιρετίσαμε όσους είχαν μείνει περασμένες τρεις ακόμα εκεί μέσα και την κάναμε επιτέλους. Ο Στέφανος παράπαιε, εγώ ξανάρχισα να νιώθω περίεργα, ο Κώστας δεν έβλεπε που πήγαινε. Τέλεια. Βγήκαμε έξω. Ο Στέφανος σωριάστηκε κάτω. Ο Κώστας έσκυψε να τον σηκώσει. Πουτάνα όλα. Όχι τίποτα άλλο, αλλά έτσι πούτσα που 'μασταν, δεν θα βρίσκαμε και ταξί να γυρίσουμε πίσω. Ποιος θα μας έπαιρνε; Έπρεπε να συμμορφωθούμε. Τους μάζεψα λίγο και τους το 'πα. Μείναμε έτσι λίγο σε κύκλο με τα χέρια γύρω από τις πλάτες μας σαν να ήμασταν σε τάιμ άουτ. Συμφωνήσαμε να το παίξουμε εντάξει για μισό λεπτό. Κι ας πηγαίναμε να ξεράσουμε με την ησυχία μας μετά στο σπίτι. Ένα, δύο, τρία, ζντο. Λεύθεροι. Αλλά άλλο να το λες και άλλο να το κάνεις. Γιατί τι κι αν διέσχισα το δρόμο κύριος, τι κι αν καθάρισα το λαιμό μου για να ακουστώ νηφάλιος, ο Στέφανος δεν τήρησε το σύστημα. 

Ακούστε. Πάω εγώ καρφί και ευπροσήγορος στον πρώτο ταξιτζή που ήταν αραγμένος απέξω και του λέω:
- “Μπεμόβο Ράτους” παρακαλώ.
- Όχι, όχι.
- Μα γιατί;
- Είστε χάλια.
- Μα όχι δεν είμαστε, να κοιτάχτε...
Και θα τον έπειθα, αν ο Στέφανος δεν με πρόδιδε, γιατί ακούστε τι καρναβαλίστικο που 'ταν το σκηνικό, εγώ λέω στον ταρίφα κοιτάχτε, και ταυτόχρονα στρίβω ελαφρώς για να δείξω τους φίλους μου, την καθωσπρέπει κατάσταση των φίλων μου, κι από όλες τις στιγμές, εκείνη ο Στέφανος βρίσκει την κατάλληλη για να περάσει τον δρόμο, να μην λογαριάσει τη μικρή υψομετρική διαφορά του πεζουλιού και να πέφτει φαρδύς πλατύς μες στη μέση του δρόμου! Πάλι καλά που δεν το 'κανε αυτό ενώ ξέρναγε ξέρω 'γω, να μέναμε εκεί για πάντα.

Τι να του πω του ταρίφα τότε, ό,τι και να του 'λεγα θα 'χε δίκιο. Τον κοιτάω ξεγραμμένος και μου δείχνει με τον αντίχειρα τον πίσω συνάδερφο. Τι να 'κανα, να τον παρακαλούσα, να τον ικέτευα; Τον παράτησα και πήγα πίσω προετοιμασμένος να φάω ξανά άκυρο, να πάω πιο πίσω έπειτα και να εισπράξω κι εκεί άρνηση, να μείνουμε εκεί, να τριγυρνάμε σ' όλες τις πιάτσες της Νόβε Σβιάτ ζητώντας τις πληρωμένες υπηρεσίες όλων των αυτοκινητιστών της Βαρσοβίας που ποτέ δεν θα λάβουμε, αν δεν ξεσουρώσουμε πρώτα ή δεν γεμίσουμε όλα τα αυλάκια εκεί γύρω με ξερατά ή τη τύχη μας τη μαύρη. Παραδόξως, ο πίσω ταξιτζής έγνεψε τακ. Επιτέλους, γυρνάμε σπίτι.

Κάτσαμε όλοι στο πίσω κάθισμα. Ο Στέφανος είχε κλείσει τα μάτια του, ο Κώστας πάλευε να μείνει ξύπνιος, ενώ εγώ προσπαθούσα δύο, εκείνη τη στιγμή, ακατόρθωτα πράγματα: πρώτον να μη ξεράσω ξανά κι αυτή τη φορά μέσα στο ταξί, ξερνοβόλημα που θα το πλήρωνα όσο ένας καθαρισμός ταπετσαρίας, και δεύτερον να μείνω ξύπνιος για να βλέπω τον δρόμο. Ο Στέφανος κοιμόταν κι ο Κώστας δεν ήξερε φυσικά την επιστροφή. Προσπάθησα να τα συνδυάσω, μα δυσκολευόμουνα. Η παραζάλη ήταν βαριά και μες στο ταξί έκανε ζέστη. Έκλεισα τα μάτια μου για να μου περάσει, μα δεν είχαμε περάσει ούτε το Ζλότι Ταράσε όταν τα ξανάνοιξα αμέσως, γιατί ανακατευόμουνα διαβολεμένα. Έκανα υπεράνθρωπες προσπάθειες και τελικά δεν ξέρασα, αλλά με τους απεγνωσμένους ήχους του λάρυγγα και του στόματος και όλου μου του είναι, κατατρόμαξε ο ταξιτζής που άρχισε να λέει ο δυστυχής “νο, νο” και τα λοιπά. Τι να πει κανείς: εγώ παραλίγο να ξεράσω, αυτός χεζόταν πάνω του. Για να τον καθησυχάσω, άνοιξα λίγο το παράθυρο, μία μύτη, και κόλλησα το πρόσωπό μου στη σχισμή. Ντάξει, θα παραπήγαινε να το κάνω εκεί μέσα, στο ταξί, πάνω μου, πάνω στους άλλους. Κρατήθηκα λίγο, με πήρε ξανά ο ύπνος, το ξεπέρασα. Έπειτα από πέντε λεπτά, είχαμε φτάσει στις εστίες. Είπαμε πενήντα τζίνκουεγιε στον άνθρωπο και του πετάξαμε κάτι λεφτά εκεί, που ούτε που θυμάμαι, πόσο να 'τανε;, πέντε ευρώ σύνολο, σιγά. Ήτανε η πρώτη φορά που παίρναμε ταξί στη Πολωνία.

Μόλις κατεβήκαμε, ο Στέφανος ξέρασε μέσα σε μια ζαρντινιέρα. Εμένα με χτύπησε κρύος αέρας και συνήλθα νομίζω για τα καλά. Καλά εννοείται πως το λεκτικό το 'χαμε παρατήσει εδώ και ώρα, δεν μπορούσαμε να αρθρώσουμε πέντε συλλαβές, να συνεννοηθούμε καλά-καλά μεταξύ μας. Περπατήσαμε μέχρι τις εστίες στα μουγκά και στ' ασυνάρτητα. Φτάσαμε και πατήσαμε το κουδούνι. Περιμέναμε να μας ανοίξουν και μετά το βούισμα μπήκαμε μέσα. Και τότε ξεκίνησε η μπαλαφάρα. Γιατί ατυχήσαμε. Το 'χα ξεχάσει· πίσω απ' τη ρεσεψιόν καθόταν όπως κι όταν φεύγαμε, ξινή και ευερέθιστη, η πιο αντιπαθητική ρεσεψιονίστ της σειράς, η πιο αχώνευτη γυναίκα που συνάντησα σε όλη μου τη παραμονή στη Πολωνία. Ένα κακέκτυπο εκατόν πενηνταπέντε εκατοστών, άλικη και ανοργασμικιά, πέρα ως πέρα αγάμητη και κομπλεξικιά και κακιασμένη και εθελόκακη και μοχθηρή και αχαμογέλαστη, όχι μόνο σε μας, που στο κάτω-κάτω ήμασταν πηγή ενόχλησης και ασυνεννοησίας, καθώς δεν μιλάγαμε γρι πολωνικά και ας πούμε είχε μια δικαιολογία που μας απαξιούσε, αλλά και σ' ότι αφορά τους άλλους, τους συναδέρφους της για παράδειγμα, ας μην το κουράζουμε· ήταν κακή, ψυχρή κι ανάποδη. Κοιτούσε σα να φθονεί, μιλούσε σα να γαυγίζει, ανάσαινε σα να ψοφολογεί, μας έκανε τη ζωή δύσκολη και σε τίποτα σκόντο. Ε και δεν υπήρχε περίπτωση να μας κάνει ούτε απόψε. Αλλά εμάς ούτε που μας ένοιαζε αυτό, δεν υπήρχε κάπου να σκοντάψουμε, δεν υπήρχε κάτι που να χρειαζόμαστε απ' αυτήν. Ή έτσι νομίζαμε. Πως αυτό που πάμε να ζητήσουμε -με το μη ζητώντας το μιας κι ήταν τόσο αυτονόητο- ήταν καθόλα σύννομο. Πως το δικαιούμαστε. Πως δεν έχει κανένα λόγο, καμία εξουσία πάνω μας. Πως δεν θα έχουμε άλλα να τραβήξουμε απόψε.

Πως είχε η κατάσταση. Μετά τις δέκα και μισή, για να πάρει κανείς κλειδί, έπρεπε να προσκομίσει πάσο. Αλλιώς έμπα δεν είχε. Όμως κάθε εστιαζόμενος είχε το δικαίωμα να φιλοξενήσει τον κόσμο του. Επί πληρωμή φυσικά. Έναν κάθε μήνα, για τρεις διανυκτερεύσεις το πολύ. Κι εμείς ως ώρας σε διάστημα τριών μηνών είχαμε δεχτεί μόνο έναν. Και οι δυο μαζί. Όχι μόνο μπορούσαμε δηλαδή να μπάσουμε τον Κώστα απόψε μέσα, αλλά μας χρωστάγανε κιόλας. Άλλους τέσσερις φιλοξενούμενους. Και ντάξει παραπάει και δεν εννοώ καθόλου αυτό, ξέρω 'γω να μας βρούνε οι ίδιοι και να μας φέρουνε άλλους τέσσερις τυχαίους απ' το δρόμο απόψε και να σκίσουνε έπειτα το χρεωστικό. Όσον αφορά το απόψε, μας αρκούσε να έμπαινε ο Κώστας. Και ματρόνες δεν θέλαμε, απ' αύριο ξέραμε να αναζητήσουμε και μόνοι μας τους καλλίτερους. Απ' αύριο όμως. 

Ζητήσαμε τα κλειδιά μας και αυτή σε καταστρατήγηση του κανόνα μας έδωσε μόνο δύο. Ενώ εμείς μετρηθήκαμε και βγήκαμε τρεις. Ο Κώστας κατηγορηματικά δεν μπορούσε να περάσει. Κι ήτανε οριστική και αμετάκλητη η ανακατώστρα σ' ότι κι αν μας έλεγε στη βρομογλώσσα της. Μα έχουμε το δικαίωμα, εμείς. Όχι, εκείνη. Μα μπορούμε να φιλοξενήσουμε ως τρία βράδια, κάποιον και τα ρέστα. Ανένδοτη αυτή. Ωρυόμασταν και προσπαθούσαμε να της εξηγήσουμε στα αγγλικά, στα ελληνικά, στη νοηματική, στη χρηματική. Ξεπεσμός. Η διαμονή για τους φιλοξενούμενους ήταν το κεφάλι τριάντα ζλότι το βράδυ, κι εγώ έτσι εξαντλημένος και αποθαρρημένος που ήμουν κι έτσι που δεν ήξερα καθόλου τι να κάνω, το 'παιξα Ελληνάρας. Αυτοσχεδίασα εξωνιστικά. Τελευταία σανίδα, είδα τη δωροδοκία. Αυτά που χλεύαζα δηλαδή, αυτά που κορόιδευα. Με σιγουριά που πηγάζει από τη συνήθεια και τη προμελέτη, αλλά πώς γίνεται αυτό, αφού ποτέ ξανά δεν το 'χω κάνει, μου 'ρθε να βγάλω πενήντα ζλότι από το πορτοφόλι μου σαν να μην έτρεχε τίποτα και να της τα κουνήσω μπρος στη μούρη, με ένα σάλεμα τόσο εξοργιστικό που νόημα δεν είχε. Δηλαδή τι, θα συγκινιόταν η σταλινικιά από μια κίνηση που βρομούσε πάρτα μωρή άρρωστη. Αρνήθηκε αναφανδόν. Κι εγώ αντί να το πιάσω και να κάνω κάτι άλλο, μου 'χε πια κολλήσει η βελόνα και της έβγαζα τώρα εκατόζλοτο, που αυτό τώρα ήταν δυο φορές πιο προσβλητικό και πιο επιλήψιμο και ακόμα πιο δίχως νόημα και αναποτελεσματικό, ήτανε σα να έλεγα αυτή τη φορά πάρτα μωρή απ' τον καρκίνο άρρωστη, απ' τις πολλές κατάρες καρκινιάρα, ήτανε λες και έπαιζα μαζί της μια παραλλαγή εκείνου του παιχνιδιού που παίζαμε μικροί, το συναχωμένος – άρρωστος – βαριά άρρωστος – καρκινιασμένος, αλλά με λεφτά κι όχι με μπάλα. 

Κι αν μετανιώνω γι' αυτό; Σίγουρα. Αλλά απ' την άλλη, ούτε άπραγος μπορούσα να μείνω. Ξέρω 'γω, να είμαι Κάφκας και να υποταχθώ δίχως μάχη στη γραφειοκρατία. Τέσσερα χρόνια μετά κι ακόμα το σκέφτομαι. Αλλά σκέφτομαι και τ' άλλο, ότι ενώ εγώ το εξωτερίκευσα τότε υβριστικά και λεκτικά και τώρα γραπτά, αυτή πώς το κάνει, πώς τα καταφέρνει να εσωτερικεύει και να κρύβει τόσο μένος και να αρνείται όχι να διευκολύνει, αλλά να τηρήσει τα προβλεπόμενα γαμώτο, επειδή είναι ξέρω 'γω περασμένη ώρα και βαριέται, εντάξει, ο καρκίνος είναι βαριά κατάρα που 'πα πριν, το ξέρω και το παίρνω πίσω, ωραία, αλλά ρε παιδί μου κάνε μας τη χάρη, μην του επιτρέπεις του Κώστα να μείνει, ποτέ μην του επιτρέψεις, τουλάχιστον όμως κάτσε να μας ακούσεις, να βρούμε μια άκρη ή να μην βρούμε καμία ξέρω 'γω, αλλά προσπάθησε έστω και υποκριτικά να εξηγήσεις κι ας κάνεις πως εξηγείς, πως εξηγείς το λόγο που δεν μπορούμε να βάλουμε μέσα τον άνθρωπό μας κι εμείς στο υπόσχομαι θα κάνουμε ότι καταλαβαίνουμε, θα κάνουμε ότι συμφωνούμε και θα φύγουμε αγκαλιασμένοι μες στο ψύχος.

Και τελικά μας βοήθησε. Όχι τότε, αλλά ύστερα. Μπορεί τότε να μη κάθισε να μας ακούσει και να έβαλε και τον σεκιουριτά να μας πετάξει έξω, αλλά μεταγενέστερα με αυτή της τη παρουσία και την εν γένει συμπεριφορά της, μας έκανε να ψυχανεμιστούμε το που λανθάνει ο αγνός ολοκληρωτισμός του σήμερα.

Πάμε πίσω στο τότε όμως, που για μια στιγμή μόνο έγινε επεισοδιακό. Γιατί αφού συνειδητοποιήσαμε ότι το χάσαμε το παιχνίδι, ε είπαμε γιατί να το κρατήσουμε σε διπλωματικό επίπεδο. Ο Κώστας άρχιζε να βρίζει στα ελληνικά και να την διαπομπεύει και ο Στέφανος τον σιγοντάριζε. Ο σεκιουριτάς τότε έλαβε δράση και τους οδήγησε προς τα έξω, όπου και πήρε τέλος αυτή η αδόκητη οχλαγωγία. Τα παιδιά αποχώρησαν. Το τελευταίο που θυμάμαι απ' αυτούς να λένε φεύγοντας είναι ότι “στ' αρχίδια μας, πάμε στο ξενοδοχείο”. Εκεί τους άφησα. Μόλις ειπώθηκε αυτή η καταληκτική κουβέντα, ίσως από την απογοήτευση, έσβησα. Ζήτησα το κλειδί μου, το πήρα ντε γιούρε, ανέβηκα πάνω και έπεσα ξερός. Έτσι με τα ρούχα και τα παπούτσια και τις γραβάτες. Μη με ρωτήσετε γιατί. Δεν ήταν από δειλία ή φυγοπονία. Δεν θα το 'κανα ούτε για το πιο ανάλαφρο στρώμα του κόσμου. Απλά, ποιος μπορεί να εξηγήσει τους ταραγμένους τρόπους που λειτουργεί ένας βουτηγμένος στη βότκα εγκέφαλος, τι δρόμους διαλέγει για να ορθοποδήσει. Με το που άκουσα τους άλλους ότι πάνε πέντε βήματα από 'δω, στο δίπλα ξενοδοχείο, λέω ντάξει, μπορεί όχι με τον πιο ιδανικό τρόπο, αλλά τακτοποιήθηκαν όλα. Τους ζυγούς λύσατε, και πέσε για ύπνο.

Κι όταν συνειδητοποίησα το μέγα σφάλμα μου, την έσχατή μου προδοσία, ήταν πολύ αργά, ή μάλλον πολύ νωρίς, ήτανε γύρω στις εφτά το πρωί ή κάτι τέτοιο. Και λέω εφτά το πρωί, γιατί τότε άλλαζε η βάρδια των νυχτερινών ρεσεψιονίστ και ξεκινούσε και το επισκεπτήριο. Οπότε ο Κώστας αυτόματα μπορούσε να μπει σαν κύριος και σαν επισκέπτης. Κι αυτό έγινε. Κι όπως μπαίνανε και οι δυο τους με θόρυβο μέσα θριαμβευτικά και όπως ο Στέφανος αφιέρωνε στη κοκκινομαλλούσα πρωταγωνίστρια της έξωσης και του οβελισμού το αμίμητο “σε γαμάω και σε χύνω στη μούρη” επί δέκα, επί εκατό, επί χίλιες εκατό φορές στη σειρά -που από τότε με στοιχειώνει και το ακούω να παίζει μες στο κεφάλι μου σε λούπα, όταν κάποιος χαράματα με ξυπνάει- όπως λογικά ξύπνησε τότε και όλους τους συγκατοίκους και ολόκληρο τον όροφο, όπως ξύπνησε κι εμένα μέσα στον μεθυσμένο μου λήθαργο, και που όπως ανασηκωνόμουν και τους έβλεπα να πέφτουν κομμάτια στο ίδιο μονό κρεβάτι για ύπνο, σκεφτόμουνα τι είχε μόλις συμβεί, τι μόλις είχα χάσει, κι ότι μόλις άθελά μου τους είχα πουλήσει. Δε νοιάστηκα πολύ τότε. Ξαναέπεσα για ύπνο και άφησα το σαράκι της αυτομόλησης να με τρώει τέσσερα χρόνια τώρα.

Κατά τις δώδεκα βέβαια όταν ξυπνήσαμε ταυτόχρονα, αντιληφθήκαμε σε όλο το μεγαλείο της την προηγούμενη νύχτα. Θα τα πω περιληπτικά, ε γιατί νισάφι πια τώρα εικοσιδυό σελίδες, κουράστηκα. Δεν τους δεχτήκανε στο ξενοδοχείο που βρισκότανε δίπλα, αλλ' ούτε και σ' ένα άλλο που χτυπήσανε· βγάλανε τη μισή βραδιά στα νυχτερινά λεωφορεία να περιφέρονται σαν τους άστεγους, Τσέντρουμ-Μπεμόβο Ράτους, Μπεμόβο Ράτους-Τσέντρουμ, ενώ στο ενδιάμεσο, καθώς περιμένανε το επόμενο δρομολόγιο να αναχωρήσει απ' την αφετηρία, ξερνάγανε και οι δυο τους εναλλάξ· και την άλλη μισή την περάσανε στο Τέσκο προσπαθώντας να ξεκλέψουν δυο λεπτά ύπνου πάνω στον καναπέ του διαδρόμου, αλλά φευ καθώς κάθε φορά ο σεκιουριτάς τους έπιανε και τους έδιωχνε, γιατί παντού υπήρχαν σεκιουριτάδες εκείνη τη νύχτα· εγώ ήμουνα προδότης, αλλά δεν το παραδεχόντουσαν· και το σημαντικότερο και το πιο έξαλλο, και αυτό που τόσο καιρό μετά μας καθιστά σταθερά αφερέγγυους και φτιαχτούς και δυσκολοχώνευτους είναι το γεγονός ότι ο Κώστας το επόμενο πρωί που ξύπνησε στην αγκαλιά του Στέφανου, συνειδητοποίησε πως είχε χάσει το μισό μπροστινό του δόντι και το πιο κραυγαλέο, πως δεν θυμάται καν που.

Ούτε τώρα ξέρουμε. Κι όσον αφορά εμένα πάει κι έρχεται που δεν θυμάμαι, αφού εδώ καλά καλά δεν ξέρω τι έγινε τις ώρες που κοιμόμουν. Και άμα σας έξηψε τόσο πολύ το ενδιαφέρον η ιστορία και θέλετε και να μάθετε περιγραφές και λεπτομέρειες για τα γεγονότα που υπέστησαν θάμβωση, γνώμη μου είναι να απευθυνθείτε στον Κώστα και στον Στέφανο. Που σιγά μη θυμούνται δηλαδή παραπάνω, αλλά και να θυμούνται, κάτι δεν αλλάζει. Πολλή εργολαβία έχει πέσει, σιγά μην κάτσω τώρα να γράψω και την εκδοχή τους. Δημοσιογράφος δεν είμαι να τους ρωτήσω, γράφω από μνήμης. Και γράφω και ο μόνος λόγος που αποτύπωσα και στο κάτω-κάτω αυτή την περιπέτεια είναι, γιατί τελευταία έχω αρχίσει να ξεχνώ. Και κάτι τέτοιες ιστορίες -να μην αυταπατώμαστε- δεν έχουν άλλο λόγο ύπαρξης πέρα απ' το να τις διηγούνται. Κι είναι κρίμα γαμώτο, γιατί μόλις μπεις στη διαδικασία να τις διηγηθείς, αρχίζουν όλα και όλοι να σου λείπουν. Ακόμα και η κοκκινομάλλα στη ρεσεψιόν της εστίας μας στο Μπεμόβο Ράτους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  © Free Blogger Templates Autumn Leaves by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP  

Site Meter