"Mpampa se 1 wra feugo gia varsovia stin opoia tha ftaso to proi. Mia xara eimai, alla den eixa karta na sou steilo minima. Eis to epanidein..."
Στη 1 και 3 πρώτα λεπτά το πρωί στέλνω το παραπάνω ηλεμήνυμα στους γονείς μου που είχα να μιλήσω μαζί τους 2 μέρες. Δεν είχα κάρτα και ήμουν εξωτερικό οπότε δεν μπορούσα ούτε να κάνω ούτε να δεχτώ κλήση. Έφυγα απ' το χόστελ και πήρα το σύντομο δρόμο προς το σταθμό λεωφορείων. Χάθηκα κάπου εκεί στη μέση του shortcut, έκανα μερικές παλινδρομήσεις και τελικά ξαναβρέθηκα στην αρχή. Σε 10 λεπτά έφευγε το λεωφορείο και εγώ βρισκόμουν σε απόσταση ενός τετάρτου της ώρας. Άρχιζα να τρέχω με τα μπαγκάζια στους ώμους. Σάμπως η πρώτη ή η τελευταία φορά ήταν αυτή; Όταν έφτασα οι μηχανές είχαν ήδη ζεστανεί και ο οδηγός ήταν έτοιμος να ξεκινήσει. Του έδωσα το εισιτήριο μου, ψιθύρισα ένα σεπράσαμ και μπήκα μέσα. Ήμουν πτώμα, προσπάθησα να κοιμηθώ. Ξύπναγα συνεχώς γιατί ολοένα και έμπαινε κόσμος οπότε έπρεπε να μαζευτώ, να ξεβολευτώ. Κοιμόμουν και ξύπναγα, οι θέσεις όσο άνετες κι αν ήταν δεν σου εξασφάλιζαν μακάριο ύπνο. Ο ιδρώτας κύλαγε στο μέτωπό μου, το κεφάλι μου ήταν πιασμένο, το ίδιο και το υπόλοιπο σώμα μου, το οποίο έστεκε κάπως ανορθόδοξα. Κουτσά-στραβά μετά από 11 ώρες ήμουν Βαρσοβία. Πίσω απ' την αχνάδα που είχε σχηματιστεί στα παράθυρα του λεωφορείου, ξεπρόβαλε αυτή περήφανη και χιονισμένη. Ντύθηκα και βγήκα έξω. Κυριολεκτικά δεν έχω ξαναβιώσει τέτοιο κρύο. Είπα θα είναι από την κούραση. Τελικά δεν ήταν. Το θερμόμετρο έδειχνε -21 βαθμούς κελσίου.
Δεν ένοιωθα πολύ καλά και πήγα σπίτι να κάνω μπάνιο και να αλλάξω. Ήθελα τελευταίο βράδυ στη Βαρσοβία να δειπνήσουμε λουκούλλεια, ήθελα να φτιάξω κάτι ξεχωριστό. Με αυτά και με κείνα όμως πέρασε η ώρα και πήγε απόγευμα οπότε ήμουν εκτός προγραμματισμού. Το plan b έλεγε τυριά γαλλικά, ψωμιά διάφορα, φράουλες, παγωτό, κρασί και πούρο. Όχι και άσχημα. Πήρα τα ψώνια και τα στοίβαξα στο κάτω μέρος του ψυγείου να μη τα δει κανένας. Ξαναέφυγα και πήγα στο κέντρο για μια τελευταία φορά. Έφαγα στα kfc. Το θυμάμαι σαν τώρα. Η υπέροχη κοκκινομάλλα, το χαμόγελο της, η παραγγελία μου, η πληρωμή με χρεωστική, το αντίο, το λεωφορείο. Ηχογράφησα το ηχητικό με τις στάσεις. Έτσι για να θυμάμαι.
Κάναμε πούρο και φάγαμε. Ένοιωθα κρυάδες, δεν είχα όρεξη, δεν το φχαριστήθηκα. Χαιρέτισα μερικά παιδιά από την εστία, επιλεκτικά και μπήκα μέσα να ντυθώ. Φόρεσα πουκάμισο μπλε, γραβάτα κοκκινομπλέ με ρίγες, παντελόνι, άρβυλα, μια ζακετούλα πάνω από το πουκάμισο και το καλό παλτό μου. Και ένα κασκόλ. Ούτε καν ένα μάλλινο δεν μπήκα στον κόπο να βάλω. Ένοιωθα άτονος. Ένοιωθα και τους 21 βαθμούς που ήθελε ο υδράγυρος για να φτάσει ως το μηδέν στο πετσί μου. Έναν προς έναν. Πήγαμε στο μαγαζί με τα φαλλοειδή. Μόνοι εμείς και οι Τούρκοι, κανείς άλλος. Ένα πολύ κατώτερο κατευόδιο και από τα πιο κατώτατα που είχα φανταστεί ως εσχατολογικό ενδεχόμενο. Ούτε καν το λογάριαζα αυτό εκείνη τη στιγμή, καθώς καθόμουν στη γωνίτσα μου ήσυχος-ήσυχος με τον πυρετό να με καίει και να μου δημιουργεί παραισθήσεις με πέη παραμορφωμένα και ζωηφόρα, κατέβαιναν από τους τοίχους και κινούνταν απειλητικά κατά πάνω μου. Είπαμε θα τα ξαναπούμε με τους Τούρκους, αλλά μη νομίζετε ότι περιμένω να τους ξαναδώ ποτέ. Δεν ένοιωθα καλά και φύγαμε πριν από αυτούς. Πήραμε ταξί(!) και πήγαμε σπίτι. Δεύτερη φορά στην 5μηνη παρουσία μου στην Βαρσοβία: την πρώτη ήμουν τύφλα μεθυσμένος, τη δεύτερη άρρωστος.
Καθώς τα κατάλοιπα της παιδικής μου ηλικίας ακόμα με κατατρέχουν και χάπι-φάρμακο δεν μπορώ να καταπιώ, αναγκαστήκαμε να σπάσουμε ένα ντεπόν σε κομματάκια και να το πιω τύπου αναβράζον. Το ήπια και ο οργανισμός μου φαίνεται έχει καλά αντανακλαστικά. Μου ήρθε αυτόματα μια αναγούλα που ξόρκισε τον πυρετό και όλα τα συναφή: ξέρναγα επί 5 λεπτά, δείγμα θετικό, δείγμα ελπιδοφόρο. Έπειτα αφού καθαρίσαμε τα ακαθάριστα, έπεσα για ύπνο ξαλαφρωμένος και σε πολύ καλλίτερη κατάσταση.
Πέταγα στις 11 το πρωί, ξύπνησα στις 8, τα πράγματά μου δεν ήταν ακόμα πακεταρισμένα, το ευτυχές της υπόθεσης ήταν ότι μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου και να ετοιμαστώ μόνος μου. Μάζεψα τα πράγματά μου και μετά από μία μίνι κόντρα με την αγάμητη ρεσεψιονίστ έφυγα για πάντα από το μίζερο κείνο μέρος. Το κρύο ήταν ακόμα γερό αν και κάπως εξασθενημένο. Έφτασα στο αεροδρόμιο και έκανα τα γλυκά μάτια για να με αφήσει η υπάλληλος της αερογραμμής να περάσω απρόσκοπτα μιας και ήμουν υπέρβαρος. Τα υπόλοιπα δεν τα θυμάμαι καλά. Δεν έχει σημασία κιόλας. Προσγειώθηκα, με παρέλαβαν οι γονείς μου, ο κόσμος κρύωνε στους +8 βαθμούς, +30 δηλαδή από Πολωνία, εγώ άρχισα να τραγουδώ "δεν κάνει κρύο στην Ελλάδα", εγώ παρκάρισα το κεφάλι ομαλά πίσω στο κάθισμα και άρχισα να λυπάμαι ήδη, άρχισα να νοσταλγώ, άρχισα να νοιώθω κενά, απουσίες, ρωγμές, άρχισα να νοιώθω απροσάρμοστος και πολλά άλλα, ώσπου ένα μήνυμα έσκασε στο κινητό μου, ένα μου 'λείψες και να βρεθούμε και κάτι τέτοιο, που όμως δεν ήταν αντίδοτο στην στεναχώρια μου αν και όσο να' ναι, μετρίασε λιγάκι τον πόνο. Σήμερα σαν ένας χρόνος πριν. Μου φαίνεται ότι έφτασε η ώρα να κλείσω αυτή την πόρτα της ζωής μου, πολύ ώρα έμεινε ανοιχτή και πουντιάσαμε...
*ο τίτλος από δω.
Στη 1 και 3 πρώτα λεπτά το πρωί στέλνω το παραπάνω ηλεμήνυμα στους γονείς μου που είχα να μιλήσω μαζί τους 2 μέρες. Δεν είχα κάρτα και ήμουν εξωτερικό οπότε δεν μπορούσα ούτε να κάνω ούτε να δεχτώ κλήση. Έφυγα απ' το χόστελ και πήρα το σύντομο δρόμο προς το σταθμό λεωφορείων. Χάθηκα κάπου εκεί στη μέση του shortcut, έκανα μερικές παλινδρομήσεις και τελικά ξαναβρέθηκα στην αρχή. Σε 10 λεπτά έφευγε το λεωφορείο και εγώ βρισκόμουν σε απόσταση ενός τετάρτου της ώρας. Άρχιζα να τρέχω με τα μπαγκάζια στους ώμους. Σάμπως η πρώτη ή η τελευταία φορά ήταν αυτή; Όταν έφτασα οι μηχανές είχαν ήδη ζεστανεί και ο οδηγός ήταν έτοιμος να ξεκινήσει. Του έδωσα το εισιτήριο μου, ψιθύρισα ένα σεπράσαμ και μπήκα μέσα. Ήμουν πτώμα, προσπάθησα να κοιμηθώ. Ξύπναγα συνεχώς γιατί ολοένα και έμπαινε κόσμος οπότε έπρεπε να μαζευτώ, να ξεβολευτώ. Κοιμόμουν και ξύπναγα, οι θέσεις όσο άνετες κι αν ήταν δεν σου εξασφάλιζαν μακάριο ύπνο. Ο ιδρώτας κύλαγε στο μέτωπό μου, το κεφάλι μου ήταν πιασμένο, το ίδιο και το υπόλοιπο σώμα μου, το οποίο έστεκε κάπως ανορθόδοξα. Κουτσά-στραβά μετά από 11 ώρες ήμουν Βαρσοβία. Πίσω απ' την αχνάδα που είχε σχηματιστεί στα παράθυρα του λεωφορείου, ξεπρόβαλε αυτή περήφανη και χιονισμένη. Ντύθηκα και βγήκα έξω. Κυριολεκτικά δεν έχω ξαναβιώσει τέτοιο κρύο. Είπα θα είναι από την κούραση. Τελικά δεν ήταν. Το θερμόμετρο έδειχνε -21 βαθμούς κελσίου.
Δεν ένοιωθα πολύ καλά και πήγα σπίτι να κάνω μπάνιο και να αλλάξω. Ήθελα τελευταίο βράδυ στη Βαρσοβία να δειπνήσουμε λουκούλλεια, ήθελα να φτιάξω κάτι ξεχωριστό. Με αυτά και με κείνα όμως πέρασε η ώρα και πήγε απόγευμα οπότε ήμουν εκτός προγραμματισμού. Το plan b έλεγε τυριά γαλλικά, ψωμιά διάφορα, φράουλες, παγωτό, κρασί και πούρο. Όχι και άσχημα. Πήρα τα ψώνια και τα στοίβαξα στο κάτω μέρος του ψυγείου να μη τα δει κανένας. Ξαναέφυγα και πήγα στο κέντρο για μια τελευταία φορά. Έφαγα στα kfc. Το θυμάμαι σαν τώρα. Η υπέροχη κοκκινομάλλα, το χαμόγελο της, η παραγγελία μου, η πληρωμή με χρεωστική, το αντίο, το λεωφορείο. Ηχογράφησα το ηχητικό με τις στάσεις. Έτσι για να θυμάμαι.
Κάναμε πούρο και φάγαμε. Ένοιωθα κρυάδες, δεν είχα όρεξη, δεν το φχαριστήθηκα. Χαιρέτισα μερικά παιδιά από την εστία, επιλεκτικά και μπήκα μέσα να ντυθώ. Φόρεσα πουκάμισο μπλε, γραβάτα κοκκινομπλέ με ρίγες, παντελόνι, άρβυλα, μια ζακετούλα πάνω από το πουκάμισο και το καλό παλτό μου. Και ένα κασκόλ. Ούτε καν ένα μάλλινο δεν μπήκα στον κόπο να βάλω. Ένοιωθα άτονος. Ένοιωθα και τους 21 βαθμούς που ήθελε ο υδράγυρος για να φτάσει ως το μηδέν στο πετσί μου. Έναν προς έναν. Πήγαμε στο μαγαζί με τα φαλλοειδή. Μόνοι εμείς και οι Τούρκοι, κανείς άλλος. Ένα πολύ κατώτερο κατευόδιο και από τα πιο κατώτατα που είχα φανταστεί ως εσχατολογικό ενδεχόμενο. Ούτε καν το λογάριαζα αυτό εκείνη τη στιγμή, καθώς καθόμουν στη γωνίτσα μου ήσυχος-ήσυχος με τον πυρετό να με καίει και να μου δημιουργεί παραισθήσεις με πέη παραμορφωμένα και ζωηφόρα, κατέβαιναν από τους τοίχους και κινούνταν απειλητικά κατά πάνω μου. Είπαμε θα τα ξαναπούμε με τους Τούρκους, αλλά μη νομίζετε ότι περιμένω να τους ξαναδώ ποτέ. Δεν ένοιωθα καλά και φύγαμε πριν από αυτούς. Πήραμε ταξί(!) και πήγαμε σπίτι. Δεύτερη φορά στην 5μηνη παρουσία μου στην Βαρσοβία: την πρώτη ήμουν τύφλα μεθυσμένος, τη δεύτερη άρρωστος.
Καθώς τα κατάλοιπα της παιδικής μου ηλικίας ακόμα με κατατρέχουν και χάπι-φάρμακο δεν μπορώ να καταπιώ, αναγκαστήκαμε να σπάσουμε ένα ντεπόν σε κομματάκια και να το πιω τύπου αναβράζον. Το ήπια και ο οργανισμός μου φαίνεται έχει καλά αντανακλαστικά. Μου ήρθε αυτόματα μια αναγούλα που ξόρκισε τον πυρετό και όλα τα συναφή: ξέρναγα επί 5 λεπτά, δείγμα θετικό, δείγμα ελπιδοφόρο. Έπειτα αφού καθαρίσαμε τα ακαθάριστα, έπεσα για ύπνο ξαλαφρωμένος και σε πολύ καλλίτερη κατάσταση.
Πέταγα στις 11 το πρωί, ξύπνησα στις 8, τα πράγματά μου δεν ήταν ακόμα πακεταρισμένα, το ευτυχές της υπόθεσης ήταν ότι μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου και να ετοιμαστώ μόνος μου. Μάζεψα τα πράγματά μου και μετά από μία μίνι κόντρα με την αγάμητη ρεσεψιονίστ έφυγα για πάντα από το μίζερο κείνο μέρος. Το κρύο ήταν ακόμα γερό αν και κάπως εξασθενημένο. Έφτασα στο αεροδρόμιο και έκανα τα γλυκά μάτια για να με αφήσει η υπάλληλος της αερογραμμής να περάσω απρόσκοπτα μιας και ήμουν υπέρβαρος. Τα υπόλοιπα δεν τα θυμάμαι καλά. Δεν έχει σημασία κιόλας. Προσγειώθηκα, με παρέλαβαν οι γονείς μου, ο κόσμος κρύωνε στους +8 βαθμούς, +30 δηλαδή από Πολωνία, εγώ άρχισα να τραγουδώ "δεν κάνει κρύο στην Ελλάδα", εγώ παρκάρισα το κεφάλι ομαλά πίσω στο κάθισμα και άρχισα να λυπάμαι ήδη, άρχισα να νοσταλγώ, άρχισα να νοιώθω κενά, απουσίες, ρωγμές, άρχισα να νοιώθω απροσάρμοστος και πολλά άλλα, ώσπου ένα μήνυμα έσκασε στο κινητό μου, ένα μου 'λείψες και να βρεθούμε και κάτι τέτοιο, που όμως δεν ήταν αντίδοτο στην στεναχώρια μου αν και όσο να' ναι, μετρίασε λιγάκι τον πόνο. Σήμερα σαν ένας χρόνος πριν. Μου φαίνεται ότι έφτασε η ώρα να κλείσω αυτή την πόρτα της ζωής μου, πολύ ώρα έμεινε ανοιχτή και πουντιάσαμε...
*ο τίτλος από δω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου