Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

"Γερμανός" ληστεύεται από "Πακιστανό" "ανήμερα" Δεκαπενταύγουστου


Άκου να δεις ένα δράμα.

Οι γονείς του εγκατέλειψαν την Ελλάδα την χρυσή εποχή που προηγήθηκε της χρυσής αυγής της εποχής της χούντας. Χωρίς τον μπάσταρδο. Τον αδερφό του. Όμως και χωρίς αυτόν. Ήταν μόλις 2 χρόνων όταν έφυγαν για μετανάστες οι γονείς του, χωρίς χαρτιά, ομολογουμένως θα τους ήταν βάρος καί στη λαθραία μεταφορά καί στην προσαρμογή καί στην εγκατάσταση. Οι γονείς του τον άφησαν στους γονείς τους. Έστελναν τακτικά λεφτά για τη διατροφή του, δεν παρέλειψαν ούτε ένα έμβασμα. Σε βιομηχανία βρήκαν δουλειά, ευθύνονται 0,0000001% για την οικονομική αναγέννηση της Γερμανίας μετά τον πόλεμο κι ας λένε άλλα οι εκεί σκίνχεντς. Ήταν καπάτσοι μάλιστα και μέσα σε 5 χρόνια είχαν καταφέρει να βάλουν λίγα μάρκα στην άκρη. Σε 7 άνοιξαν ταβέρνα ελληνική ονόματι "Die Griechische Ecke". Η πρώτη ελληνική ταβέρνα της Νυρεμβέργης. Τις καλές ώρες, τις νυχτερινές, αφού σχολούσαν οι άντρες από τις φάμπρικες, έπαιρναν γυναικόπεδα και φίλους συναδέρφους από τα εργατικά μπλοκ, οι περισσότεροι από Τουρκία μεριά και πηγαίνανε στη γωνιά των Ελλήνων να καταπιούνε συνταγές πολίτικες και να πνίξουν τον καημό τους στο ούζο. Η πρώτη σύμβαση φιλίας ανάμεσα στα δύο έθνη, λένε, υπογράφτηκε εκεί. Χωρίς κοντύλια και πένες, άτυπα, κάτω από τους ήχους του μπουζουκιού της νυρεμβέργικης κομπανίας· την ίδια ώρα που η Κύπρος αιματοβαφότανε υπό των ήχο των εκρήξεων, των μαχών, των ξεριζομών και των ουρλιαχτών των γυναικόπαιδων που σου σκίζανε την καρδιά.

Πίσω στην Ελλάδα τώρα, παρόλο που είχε όντως αδερφό μπάσταρδο, μπάσταρδο τον φωνάζανε στη γειτονιά και κείνον. Θέλετε τον πήρε η μπάλα, θέλετε η απουσία των γονιών, το παιδί πάντως μεγάλωσε με τη ρετσινιά του μπάσταρδου. Αν βάλετε και από κοντά την απουσία μητρικής στοργής και της πατρικής προστασίας, τότε αποπειρόμαστε μία αμιγώς φροϋδική υπόθεση περί ανωριμότητας του υποκειμένου που δίχως άλλο στο μέλλον θα μας δικαιώσει. Πράγματι, τον μεγάλωσαν οι γιαγιοπαπούδες του μόνο με στοργή κι αυτός δεν τους χρωστάει την παραμικρή ευγνωμοσύνη. Μυξιάρικο και αχάριστο, όλη τη μέρα έκλαιγε. Μέχρι τα 9 του. Έλειπαν ήδη 7 χρόνια οι γονείς του, όταν αποφάσισε να αναλάβει δράση. Μια μέρα έβαλε τα καλλίτερά του ρούχα, φόρεσε το πιο γλυκό του χαμόγελο και προσφέρθηκε να κάνει τα ψώνια της εβδομάδας. Χάρηκε η γιαγιά, του 'δωσε λεφτά, χάρηκε κι αυτός, πήρε τα λεφτά που μάλιστα νόμιζε ότι αρκούσαν για το σχέδιό του και το 'σκασε τραβώντας για τον αερολιμένα. Ονειρεύτηκε ότι θα τον λυπηθούνε, θα συγκινηθούνε από την ιστορία του και θα του δώσουνε εισιτήριο πρώτης θέσης. Αντ' αυτού, του δώσανε 3 μπάτσες και τον στείλανε πίσω στους δικούς του. Στους γιαγιοπαπούδες του δηλαδή.

Από κείνο το περιστατικό κι έπειτα βρήκε την απειλή που του 'δινε συνεχώς διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Όταν κάτι δεν τον φχαριστούσε, ωρυόταν λέγοντας πως θα το σκάσει και θα πάει στη Γερμανία ή κάτι τέτοιο. Είδαν και απόειδαν οι καημένοι οι υπερήλικες κι έβαλαν το μανάβη που ήξερε όλα τα σύμφωνα να γράψει γράμμα στερνό στους γονείς του που να εξηγεί τα καθέκαστα. Εν τω μεταξύ στη Γερμανία η κατάσταση όδευε από το καλό στο καλλίτερο, καθότι η "Γωνιά" πήγαινε πρίμα και έτσι πάρθηκε η απόφαση, σ' ένα φάκελο να σταλθούν λεφτά για το εισιτήριο του παιδιού. Χωρίς επιστροφή. Όπως κι έγινε. Το παιδί θα 'ταν δεν θα 'ταν 10 όταν πάτησε το πόδι του στο νέο του σπίτι.

Στη Γερμανία μπορεί να ξεβαφτίστηκε απ' το ψευδώνυμο το ελληνικό ("μπάσταρδο" πράγματι κανείς δεν τον ξαναπεκάλεσε), αλλά άλλη ρετσινιά του κόλλησαν. Αυτή του μετανάστη. Παρέα με Γερμανούς έκανε αλλά η προφορά τον πρόδιδε πάντα. 'Έλληνα" τον ανεβάζανε, "Έλληνα" τον κατεβάζανε. Η μάνα απ' την άλλη, παραβλέποντας τελείως τα ψυχολογικά και ενταξιακά προβλήματα του γιου της, έκανε μεγάλα σχέδια για τον κανακάρη της: ήθελε να τον δει, γιατί όχι, γιατρό. Έτσι τον πίεζε ασφυκτικά να διαβάζει, να είναι επιμελής και άριστος μαθητής. Τελικά μπορεί να μην αρίστευσε αλλά ένα Λιτσίουμ το κουτσοέβγαλε. Με το που πήρε όμως το απολυτήριο, γίνηκε τεράστιος καβγάς στο σπίτι. Η μάνα του τον ξόρκιζε να συνεχίσει στο πανεπιστήμιο κι αυτός τίποτα, ανένδοτος. Προτιμούσε να μυηθεί στις χαρές της ενήλικης ζωής που μόλις ανοιγόταν μπρος του. Άλλωστε τι να το έκανε το πανεπιστήμιο; Αυτός στην υπηρεσία της "Γωνιάς" έβλεπε να μπαίνει άλλωστε αργά ή γρήγορα, οπότε οι σπουδές του φαινόντουσαν περιττές. Ο πατέρας που κρυφά συμφωνούσε με αυτή την προοπτική (ίσως μάλιστα και να την υποδαύλιζε) αλλά στα φανερά σιγοντάριζε τη μάνα, τελικά αποφάσισε και επισήμως να συστρατευτεί με το γιο του κι έτσι μήνυσε στη γυναίκα του να τον αφήσουν επιτέλους ήσυχο να διαλέξει μοναχός του. Ήξερε βέβαια ότι αυτό το "μοναχός του" συνεπάγεται τον τερματισμό της εκπαίδευσης του γιου του, πράγμα που τον συνέφερε. Ξέχωρα όμως από ίδιον συμφέρον, έβρισκε τη διέξοδο κάποιας τεχνολογικής ή πανεπιστημιακής πορείας πολυτελή και υπερτιμημένη, οπότε δεν ένιωθε τύψεις για αυτήν του την ιδεολογική μετατόπιση.

Έτσι στην αρχή ως απλός υπάλληλος και στη συνέχεια μόλις αδόκητα πέθανε ο πατέρας του ως μέγας κουμανταδόρος της "Γωνιάς", ο πρώην "μπάσταρδος" και μετέπειτα "Έλληνας" έγινε κάτι πέρα από ένα απλό ψευδώνυμο. Έγινε κάτι σαν Γερμανός, ο ίδιος βέβαια ένιωθε πως ήταν εκατό τα εκατό Γερμανός αν και εδώ που τα λέμε, κανείς δεν τον θεωρούσε ως τέτοιον. Για να καθαρίσει το παρελθόν του μάλιστα, απαρνήθηκε την καταγωγή του κι έτσι ένα χειμωνιάτικο απόγευμα όπου ο ήλιος είχε πέσει από τις 4, οι περαστικοί της οδού Bärenschanzstraße, στην γνωστή διεύθυνση είδαν μια γνώριμη ταβέρνα και μια γνώριμη ταμπέλα να λαμπυρίζει με φωτάκια νέον προσκαλώντας τους να κοπιάσουν μέσα, μα με τροποποιημένη, κατακρεουργημένη την επιγραφή: από το "Die Griechische Ecke" είχε φύγει το "Griechische" και είχε απομείνει λειψό και φτωχό το "Die Ecke". Ακόμα, η σύνθεση της πελατείας είχε αλλάξει: η "Γωνία" είχε μετετραπεί σε έθνικ εστιατόριο και οι θαμώνες του ήταν πια Τούρκοι, Άραβες, κάθε λογής Ανατολίτες, λίγοι Γερμανοί και όλο λιγότεροι Έλληνες. Μάλιστα, μόλις πιάσανε το κλίμα και καταλάβανε κι οι τελευταίοι απομείναντες έλληνες πελάτες το λόγο της μεταμόρφωσης του μαγαζιού, δεν ξαναπάτησαν ποτέ στο μαγαζί, μην θέλοντας να συνταχθούν με τη βεβήλωση του πατρικού μόχθου.

Εκείνη την εποχή όλο και αυξανόταν η εισροή νέων μεταναστών και τα τούρκικα κεμπαπτζίδικα άνοιγαν σαν τα μανιτάρια, το ίδιο και τα αραβικά, τα απωανατολίτικα, τα ινδικά και τα ελληνικά μαγαζιά. Η "Γωνία" αφού πρώτα έδιωξε όλους τους Έλληνες, είδε ύστερα να της φεύγουν μέσα απ' τα χέρια και οι υπόλοιποι πελάτες. Δράμα. Κουτσά-στραβά επιβίωσε για 2 ακόμη χρόνια μέχρι δηλαδή τα τέλη της δεκαετίας του '80 και έπειτα η επιχείριση καπούτ. Στο μεσοδιάστημα είχε πεθάνει και η μάνα του, πάλι καλά δεν πρόλαβε να δει την προδιαγεγραμμένη κατάντια του γιου της.

Φίλους δεν είχε γιατί είχε προλάβει να αποκηρύξει όσους πελάτες την έκαναν με ελαφρά πηδηματάκια. Έμεινε μόνος και έρημος λοιπόν, σε μια χώρα που τώρα την ένιωθε ξένη. Εικοσιπέντε χρόνια διατυμπάνιζε πώς ήταν Γερμανός, τώρα που 'χασε το μεροκάματο, έχασε ως δια μαγείας και την γερμανοφροσύνη του. Φταίει φυσικά και το γεγονός ότι με 2 μόλις νοίκια απλήρωτα του κάνανε έξωση και τον πετάξανε στο δρόμο με συνοπτικές διαδικασίες. Ράκος ψυχολογικά, ζητιάνεψε στα γερμανικά και μάζεψε μερικά μάρκα. Όταν πέρασε η ψυχρολουσία, τα έβαλε κάτω και κατάστρωσε σχέδιο. Έψαξε δουλειά, αλλά κανείς δεν τον έπαιρνε. Τους δυο μήνες που έκανε να ξαναδουλέψει όμως, τους χάρηκε. Είχε χτυπήσει πάτο, δεν πήγαινε πιο κάτω, οπότε την είδε αισιόδοξα. Τα πράγματα μόνο καλλίτερα θα μπορούσαν να πάνε στο εξής. Απαλλαγμένος από χρέη και υποχρεώσεις τριγυρνούσε στο δρόμο, μπεκρόπινε, έτρωγε στα κλεφτά. Κυριολεκτικά. Θυμήθηκε τις αγυρτίες της πρώιμης ενήλικης ζωής. Τελικά κάποιος από τη γειτονιά τον λυπήθηκε και τον πήρε στη δούλεψή του. Δούλεψε μισό χρόνο ως υπάλληλος στο μανάβικο ενός πρώην θαμώνα του. Τα λεφτά που έβγαζε δεν προορίζονταν ούτε για φαγητό ούτε για στέγαση ούτε για ενδυμασία. Τα έβαζε όλα στην άκρη κι ας έμενε στο δρόμο μες τον κρύο γερμανικό χειμώνα. Κι ας κινδύνεψε μια φορά να πεθάνει από κρυπαγήματα. Κι ας έκανε ότι χόρταινε με ό,τι γινομένο φρούτο ξέμενε στα ράφια του μανάβικου. Τα λεφτά αποταμιεύονταν για ιερό σκοπό, το ποσό που μαζεύτηκε στο εξάμηνο πάνω, πήγε όλο για την αγορά ενός εισιτηρίου δίχως επιστροφή, όπως τότε πριν από 25 χρόνια. Το εισιτήριο εδώ που τα λέμε ήταν το ίδιο μια επιστροφή. Μάρτιο του '90 περνούσε εναερίως τα ελληνικά σύνορα. Επέστρεφε Ελλάδα.

Πίστευε ότι στην Ελλάδα θα έπιανε την καλή. Έθαψε βαθιά μέσα στο μυαλό του την οδυνηρή εμπειρία της επαιτείας στη Γερμανία και έψαξε να βρει μια δουλειά. Το χαρτί του ήταν τα γερμανικά. Και πράγματι, βρήκε σχεδόν άμεσα δουλειά σε μία εταιρεία που έκανε εισαγωγές και εξαγωγές στη Γερμανία. Λίγο μετέφραζε, λίγο κουβάλαγε, λίγο έπαιζε τον θυρωρό και λίγο έβριζε από μέσα του. Βρήκε γυναίκα όμως και έπαψε να βρίζει. Άρχιζε να αποκτάει αυτοπεποίθηση και να κάνει όνειρα. Να ανοίξει ένα μαγαζάκι σαν αυτό της Γερμανίας. Να αγοράσει ένα σπιτάκι σε ένα νησάκι του Αιγαίου. Τέτοια σχέδια, ταπεινά όχι μεγαλεπήβολα. Το καλοκαίρι του '99 έπαιξε όλες του τις οικονομίες στο χρηματιστήριο. Τον Σεπτέμβρη τις έχασε όλες. Μαζί και τη γυκαίκα του. Μπήκε φυλακή για ανεξόφλητους λογαριασμούς και δυσθεώρητα χρέη.

Η φυλακή τον άλλαξε, τον παραμόρφωσε. Δεν κάθισε πολύ, μα από τότε που ολοκλήρωσε την θητεία του μέχρι τους Ολυμπιακούς, δηλαδή σε διάστημα 1μιση έτους μπήκε και βγήκε 3 φορές για μικροκλοπές και μικροκομπίνες. Έγινε τρωγλοδύτης. Στην αρχή συντηρούταν όπως-όπως, έπειτα όμως παραιτήθηκε τελείως από την διεκδίκηση έστω και μίας παράνομης εργασίας. Πια είναι όψιμος επαίτης. Σήμερα μετράει 8 χρόνια γεμάτης ζωής στους δρόμους και συνεχίζει να απασχολεί κατά διαστήματα το αστυνομικό τμήμα Ακρόπολης. Οι δελτάδες πλέον τον ξέρουν και τον φωνάζουν με το νέο παρατσούκλι του: "Ο Γερμανός τουρίστας". Ειρωνία· οι Γερμανοί τον φωνάζανε "Έλληνα" και οι Έλληνες "Γερμανό". Πλέον ο ίδιος έχει πάθει κρίση ταυτότητας, δεν ξέρει τι είναι, ποιος είναι μήτε και τ' όνομά του. Πάει, ακόμα κι αυτό, χάθηκε δεν τον ορίζει πια. Αυτό που τον ξεχωρίζει, το μοναδικό στοιχείο που υπαρξιακά τον νοηματοδοτεί, αυτό μόνο που τον κάνει διακριτό από τους υπολοίπους της πιάτσας είναι η φανταστική του ιστορία. Σας την παραθέτω ατόφια.

Δουλεύει καταρχάς τα βράδια. Κινείται πέριξ της Πλάκας, οργώνει όλη την περιοχή από το Σύνταγμα μέχρι το Μοναστηράκι και από την Μητροπόλεως μέχρι την Μνησικλέους. Σε πλησιάζει με τρομοκρατημένο ύφος και σου απλώνει σιγά-σιγά την ατυχία του σε άπταιστα αγγλικά με ελαφριά γερμανική προφορά όμως. Έτσι για να φανεί τουρίστας. Είναι ένας δυστυχής λοιπόν τουρίστας, άρτι αφιχθείς από τη Νυρεμβέργη και στο μετρό, πριν από 3 μόλις ώρες δηλαδή, του βουτήξανε την βαλίτσα. Ένας Πακιστανός ήτανε, εικάζει, ο οποίος απ' ότι φαίνεται τον έγδυσε κανονικά. Γιατί μέσα στη βαλίτσα, "τι απρόσεχτος που είμαι" καταριέται, είχε και το κινητό του και το πορτοφόλι του και τα λεφτά του και χαρτιά, ταυτότητες και κάθε άλλο λογής διακριτικό γνώρισμα. Κανονική τραγωδία δηλαδή. Και σα να μην έφταναν αυτά, οι αστυνομικοί στους οποίους απευθύνθηκε, λέει, ήταν αγενέστατοι και αδιάφοροι, "μόνο στα έβερεστ ξέρουν να αράζουν και να πίνουν καφέ". Κάτι τέτοιες παγιωμένες συλλογικές αντιλήψεις (Πακιστανός μικροεγκληματίας που κλέβει βαλίτσα, αστυνομικοί που την βγάζουν ολημερίς στα έβερεστ) του ξεφεύγουν ώρες-ώρες και είναι ικανές να τινάξουν το σενάριο στον αέρα. Γιατί πώς είναι δυνατόν άλλωστε ένας Γερμανός, ξένος προς την ελληνική καθημερινότητα να κάνει 2 τόσο οξυδερκείς παρατηρήσεις-υποθέσεις παρόλο τον πανικό του; Μα από την άλλη αν περάσει απαρατήρητη (σε δεύτερο επίπεδο ανάλυσης πάντα) η επιτυχής στόχευσή του, τότε όχι μόνο η έκβαση μοιάζει θετική (αφού τέτοια σχόλια εγείρουν το θυμικό του περαστικού πετυχαίνοντας συναισθηματική ταύτιση του τύπου π.χ. ναι, αυτοί οι γαμημένοι πακιστανοί όλο κλέβουν ή ναι, οι κωλόμπατσοι όλο τα ξύνουνε), μα κι η επιτυχία σίγουρη.

Κι αν πας να ξεφύγεις, γιατί ποιος άλλωστε θέλει να δίνει λεφτά σε μια υπόθεση που φαίνεται αμφιλεγόμενη (ο "Γερμανός" μπορεί να μην είναι ρακένδυτος ή να βρίθει αναληθοφάνειας αλλά απ' την άλλη ούτε αποπνέει αέρα εμπιστοσύνης) και τον συμβουλεύσεις να πάει στην γερμανική πρεσβεία ή σε κάποιο προξενείο, τότε θα σου δηλώσει ευθαρσώς ότι χελόου τι τον πέρασες, το έχει ήδη κάνει, αλλά βρήκε τις πόρτες κλειστές μιας και είναι βράδυ. Μα τι θέλεις στο κάτω-κάτω άνθρωπέ μου, μου έχεις βγάλει την Παναγία; Να πάει στο φίλο του που βρίσκεται στη Γλυφάδα, θέλει. Και ξέρεις πως να πας; Θα το βρει, λέει, απλά δείξε του το δρόμο. Μα είναι μακριά και είναι βράδυ και το τελευταίο τραμ περνάει σε 10 λεπτά. Τρέχα να το προλάβεις. Και τότε είναι που ο "Γερμανός" θριαμβολογεί: "δεν έχω λεφτά για εισιτήριο". Κι αν τολμήσεις να του απαντήσεις, ότι ποιος ελέγχει τέτοια ώρα, μπες και κανείς δεν θα σε ενοχλήσει, αυτός θα σε κολλήσει στον τοίχο, αποκρινόμενος ότι αυτός είναι Γερμανός και σαν Γερμανός δεν διανοείται να κάνει κάτι τέτοιο, να γίνε τσαμπατζής, ακόμα και κάτω από τέτοιες συνθήκες. Το ιδιοφυές στην ιστορία, είναι πως ο "Γερμανός" όντως δεν ζητάει λεφτά. Δεν τολμάει να ζητήσει λεφτά. Δεν είναι συνηθισμένος άλλωστε. Ντροπή! Αντ' αυτού λέει ότι θα πάει μέχρι τη Γλυφάδα με τα πόδια. Τέτοια αξιοπρέπεια! Εσύ αντιλαμβάνεσαι το εξωφρενικό της υπόθεσης και προσπαθείς να τον μεταπείσεις, λέγοντάς του ότι δεν είναι εφικτό αυτό. Αυτός όμως εκεί, άκαμπτος. Έτσι δειλά στην αρχή, έπειτα σκεπτικά και στη συνέχεια έμπρακτα του δίνεις το αντίτιμο του εισιτηρίου μπας και σε παρατήσει ήσυχο. Γιατί εδώ που φτάσαμε, δεν μπορείς να μην του το αναγνωρίσεις, το 'παιξε καλά ο "Γερμανός", οπότε του δίνεις τα λεφτά, παρακολουθείς λίγο την πορεία του για να τσεκάρεις αν τουλάχιστον κρατάει τα προσχήματα και κατευθύνεται προς την στάση ή αν σε κοροϊδεύει μπροστά στα μούτρα σου και τελικά τον αφήνεις απ' τα μάτια σου να πάει στην ευχή της Παναγίας, μέρα που είναι, μεγάλη η χάρη της.

6 σχόλια:

  1. Λιτσίουμ??? γερμανοειδής νεολογισμός? εννοείς το gymnasium
    διδακτικό κειμενάκι σε χαλαρό στυλ
    αυτοπαγιδεύεσαι, λες και γραφεις προπαγανδα για το ΣΥΡΙΖΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έχω που έχω να πιάσω τα γερμανικά μου 6 -αισίως- χρόνια και δεν μπορώ να καταλάβω πλέον μία, στην προκειμένη ακόμα και οι άλλοτε στοιχειώδεις γνώσεις μου με προδίδουν. Σωστά, γκυμνάζιουμ εννοούσα.
      Κουκουρούκου, ούτε κατά διάνοια, μάλλον αυτό ήθελες να διαβάζεις εσύ ανώνυμε, άκου προπαγάνδα υπέρ του σύριζα.

      Διαγραφή
    2. πιαστα λιγο πριν γραψεις το κειμενο, κριμα ειναι
      προφανης ο παραλληλισμος ελληνα μεταναστη του τοτε με πακιστανο του τωρα και με την αντιρροπη πλειονοτητα να τοποθετειται με το ΣΥΡΙΖΑ ημουν στατιστικα σωστος

      πισω στη δραχμουλα που τοτε γινοταν ο ελληνικος λαος πακιστανος της ευρωπης γυρνουσε γερμανος με συναλλαγματαρα και ημασταν ολοι ικανοποιημενοι οπως και οι πακιστανοι που γυρνανε ελληνες στο πακισταν τι παραπονιεσαι η ιστορια κανει κυκλους

      Διαγραφή
    3. ουαου με πορώνεις, νιώθω κι εγώ λίγο σαν τους μεγάλους συγγραφείς που διδασκόμασταν στο γκιμνάσιουμ (το 'πα σωστά!) και πίσω από κάθε τους κείμενο βρίσκαμε σόνι και ντε χίλια φανερά και άδηλα μηνύματα λες και ο εκάστοτε ποιητής ήθελε να πει το ένα ή το άλλο, που εμείς κάθε φορά τους βάζαμε στο στόμα.
      Όσο προφανής είναι ο παραλληλισμός για εσένα, άλλο τόσο έκπληκτο με βρίσκει εμένα η φορεμένη μου εμβρίθεια.

      Διαγραφή
  2. αν δε γράφεις για να διαβάζουν οι άλλοι αλλά γράφεις για να διαβάζεις εσύ τότε τα κείμενα θα έπρεπε να μένουν κλειστά! αλλιώς μην εκπλήσσεσαι που κάθετι που πετάει ο καθένας ερμηνεύεται με όλους τους πιθανους τροπους

    ΑπάντησηΔιαγραφή

  © Free Blogger Templates Autumn Leaves by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP  

Site Meter