*με αφορμή το The Best Offer του Giuseppe Tornatore.
Ο Βέρτζιλ Όλντμαν (Τζέφρι Ρας) είναι ένας εκκεντρικός αν και πετυχημένος εκτιμητής, δημοπράτης και συλλέκτης έργων τέχνης που δεν αφήνει περιθώριο σε κανέναν να τον προσεγγίσει συναισθηματικά και ειδικά στο αντίθετο φύλο. Μέχρι που μια μυστηριώδης και εύθραυστη κληρονόμος που πάσχει από αγοραφοβία, η Κλερ (Σίλβια Χούκς), θα τον «πλησιάσει» ζητώντας τη βοήθειά του...
Από τα πρώτα κιόλας στιλιζαρισμένα πλάνα της ταινίας, ο Τζουζέπε Τορνατόρε μας συστήνει τον τόσο εξεζητημένο, μα και ξεχωριστό ήρωά του. Κάτω από τα μεταξωτά και κασμιρένια κοστούμια του, την τεράστια συλλογή γαντιών του, τα επιμελώς βαμμένα του μαλλιά, κάτω από το ραφιναρισμένο γούστο του, την υποχονδριακή του ιδιοσυγκρασία, το εξαιρετικά εκλεπτυσμένο του σπίτι και τις ακριβείς (και ακριβές) συνήθειες του, ο κ. Όλντμαν είναι φανερά μόνος. Τα νιοστά γενέθλια του τα περνάει δίχως φίλους, σε ένα τραπέζι ακριβού εστιατορίου. Η σκηνή είναι χαραχτηριστική: η διεύθυνση εκλαμβάνοντας την προτίμηση του επίτιμου πελάτη τους να περάσει τη συγκεκριμένη μέρα στο εστιατόριό τους ως μέγιστη τιμή, επιφορτίζει το σεφ να ανασυνθέσει μία σπάνια αναγεννησιακή συνταγή τούρτας και του την προσφέρουν. Κι αυτός αντί για ευχαριστώ, αποχωρεί με σημασία δηλώνοντας αφ' υψηλού πως επειδή η αλλαγή της μέρας δεν έχει γίνει ακόμα και επομένως τα γενέθλια του δεν μπορούν να γιορταστούν παρά μόνο τότε, δεν μπορεί να δεχτεί το γκουρμέ δώρο τους. Σηκώνεται και φεύγει. Προληπτικός, μονομανής, αντισηπτικός: δεν αντέχει να πιάνει τίποτα με τα χέρια του, μεταξύ αυτού και των αντικειμένων που τον περιβάλλουν παρεμβάλλονται πάντα τα γάντια του που του έχουν γίνει πια φετίχ. Στο κάτω-κάτω ίσως να μην είναι τόσο υποχονδριακός, αλλά να βρίσκει δικαιολογίες για να εξασκεί το φετίχ του, για να εμπλουτίζει την ηδονική του συλλογή.
Κάθε ήρωας που ξεπηδάει είτε από το χαρτί ενός βιβλίου είτε από το πανί του σελιλόιντ, λαμβάνει εξαρχής την μέγιστη συμπάθεια των αναγνωστών/θεατών του. Στις ταινίες, στα βιβλία, στα θεατρικά κλπ σπάνια θα δεθείς περισσότερο με έναν πρωταγωνιστή επειδή λατρεύεις τον χαραχτήρα του ή λιγότερο με κάποιον άλλο, για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Γιατί ακόμα και κακός και ανάποδος να είναι, εσύ τον αντιμετωπίζεις σαν κακό συγγενή, που παρόλο τα ελαττώματά του, τον αγαπάς ντε φάκτο. Αυτός σου έκατσε, τι να κάνουμε. Θα του δωθείς ολοκληρωτικά, μέχρι το διάολο θα πας για χάρη του, θα υπερπηδήσεις κάθε ηθικό φραγμό, θα θάψεις κάθε μύχια σκέψη που σου γεννάται γι' αυτόν, θα παραβλέψεις κάθε ύβρη του. Αρκεί να είσαι συναισθηματικά μαζί του. Τώρα αν το γράψιμο και το στήσιμο του χαραχτήρα αυτό καθεαυτό οδηγήσει τελικά στο να τον αντιπαθήσεις ή ακόμη χειρότερα στο να μην θέλεις να συνεχίσεις την θέαση/ανάγνωση του έργου εξαιτίας της αρχικής σου δυσαρέσκειας, κι αυτό συμβαίνει, αλλά αυτό είναι άλλης τάξεως ζήτημα.
Σε κάθε περίπτωση όμως, αν είχε σάρκα και οστά και δεν ήτανε δυσδιάστατος (και δεν εννοώ πως αν ήταν κινηματογραφικά τρισδιάστατος θα άλλαζε το πράγμα), ο ζωντανός Βέρτζιλ θα ήταν μεταξύ μας αντιπαθέστατος. Κανείς δεν θα τον πήγαινε, κανείς δεν θα ενδιαφερόταν για την ιστορία του σαν άνθρωπος (και όχι σαν εκτιμητής) κανείς στο τέλος δεν θα τον λυπότανε. Και με το δίκιο σας (μας). Είναι άπληστος, ματαιόδοξος, ωραιοπαθής, ηδονόπληκτος, ματεριαλιστής και φιλοχρήματος επιπέδου τουλάχιστον Σκρουτζ Μακ Ντακ· η μόνη διαφορά τους θα έλεγε κανείς είναι ότι ο τελικά συμπαθής καίτοι τσιγκούνης Σκωτζέζος έκανε μοναχικές απλωτές μέσα σε μια πισίνα από φλουριά, απομονωμένος μέσα στο απύθμενο υπερασφαλισμένο θησαυροφυλάκιό του, ενώ ο Βέρτζιλ μας επιδιδόταν σε ηδονικά οφθαλμόλουτρα, λαθρόβια λάτρευε επί μακρόν τους υπερπολύτιμους πίνακες του, που βρίσκονταν μέσα στην υπερασφαλισμένη κρυψώνα τους. Ο Βέρτζιλ είχε υπερβεί προ πολλού κάθε όριο ύβρης. Οποιοδήποτε κακό τον έβρισκε εφεξής μόνο φυσικό κι επόμενο θα ήτανε. Οι Θεοί βλέπουνε και τιμωρούνε. Πολύ βολικό. Θεοί δεν υπάρχουνε, και το κακό επί γης, φροντίζουνε να το διορθώσουνε κατά το δοκούν (φυσικά) οι άνθρωποι, μερικοί, έστω 3 από αυτούς, δηλαδή από εμάς. Έτσι πάει, έτσι πάντα πήγαινε. Ύβρις, νέμεσις, τίσις.
Δεν φτάνει όμως μόνο η κατάρριψη του υβριστή. Χρειάζεται κι ο κατάλληλος τρόπος. Ο υβριστής πρέπει να πέσει τόσο εκκωφαντικά που ο κρότος του να κάνει εντύπωση. Ο Βέρτζιλ την πατάει με αυτόν τον τρόπο επειδή τόσα χρόνια, μια ζωή ολάκερη ήτανε δύσπιστος κι όχι επειδή ευπίστησε για μια στιγμή, τη λάθος στιγμή σε ένα πρόσωπο, το λάθος πρόσωπο. Την πατάει με αυτό τον τρόπο γιατί στον εναγώνιό του αγώνα να διαχωρίσει το πλαστό από το γνήσιο, έμαθε να αγαπάει το γνήσιο, να οικτίρει το πλαστό, μα ξέχασε να αγαπά τη διαδικασία. Ο Βέρτζιλ δεν ήτανε εκτιμητής μόνο κατ' επάγγελμα, μα και στη ζωή του. Ίσως γιατί δουλειά και ζωή ταυτίζονταν, ίσως γιατί από κεκτημένη ταχύτητα ξέχασε να προσαρμόζεται και εφάρμοζε την ίδια του την επαγγελματική αποστείρωση και στη ζωή, πάντως γεγονός είναι ότι ξέχασε να εκτιμά τη ζωή του, πάντως σε κάθε περίπτωση έδειχνε ανήμπορος να εμπιστευτεί πέρα από τις αισθήσεις του και το συναίσθημά του. Τα βρήκε όλα μαζί ξαφνικά: και φίλους και κοπέλα. Μόνο που όταν ξεχνάς να εκτιμάς τη ζωή, τότε ακόμα και η ανεπίλειπτη ικανότητα σου να εκτιμάς ειδικά και περιορισμένα δε σε βοηθά ούτε γενικά ούτε αόριστα ούτε στο πιο απλό: να ξεχωρίσεις αυτό που είσαι προγραμματισμένος τόσα χρόνια να κάνεις, το γνήσιο από το πλαστό· ειδικά όταν αυτό είναι μεταφρασμένο σε πραγματικές συνθήκες. Με τα ραντάρ του σε αδράνεια, ο Βέρτζιλ την πάτησε για τα καλά.
Μέσα σε μια ατμόσφαιρα αναγεννησιακής κατάνυξης και φιλμ νουάρ, ο Τορνατόρε πετυχαίνει να χτίσει με υπομονή και χάρη ένα παλιομοδίτικο κατασκεύασμα που ξεχειλίζει από χιτσκοκικές αναφορές. Το σενάριο όμως μυρίζει αναπαλαίωση και όχι ναφθαλίνη. Η υπόθεση διαρκώς αναδιπλώνεται και ελίσσεται με μοναδικό τρόπο αποφεύγοντας τις κοινοτοπίες, αφυπνίζοντας και υπνοτίζοντας τον θεατή την κατάλληλη στιγμή. Ο Τορνατόρε είναι ο απόλυτος χιτσοκικός αναπαλαιωτής· μέσα από μικρές ανεπαίσθητες ανατροπές θα οδηγηθούμε κλιμακωτά σε ένα απρόσμενο φινάλε που θυμίζει Ρεβέκκα. Δεν σταματάει εκεί όμως. Ο Τορνατόρε είναι κάτι πολύ παραπάνω από μιμητής του Χίτσκοκ και ο Τζέφρι Ρας κάτι πολύ περισσότερο από αναγεννησιακός συντηρητής. Και οι δύο είναι πολύ προγεννέστεροι. Από τη μία ο Τζουζέπε Τορνατόρε δείχνει σημάδια αρχαίου τραγωδού και από την άλλη ο Τζέφρι Ρας ενσαρκώνει τον τέλειο αριστοτελικό ήρωα που μέσα από τη μίμηση μιας πράξεως σπουδαίας και τελείας, δρώντας και όχι δια απαγγελίας, οδηγεί το κοινό δι' ελέου και φόβου στην επιζητούμενη γι' αυτούς (για εμάς) κάθαρση.
Βαθμολογία: **** (4/5)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου