Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Πες μου τι είσαι; Είσαι το πουτανάκι μου;*


*με αφορμή την Ολεάννα του Mamet, αφενός θεατρική αφετέρου κινηματογραφική.

Ως τίτλος έργου, η Ολεάννα, είτε αναφερόμαστε στη θεατρική της μορφή είτε στην κινηματογραφική, νομίζω πως βροντοφωνάζει εξαρχής το στίγμα της. Ολεάννα ήταν κι ο τίτλος ενός νορβηγικού λαϊκού τραγουδιού που περιέγραφε την Ολεάννα, μια φανταστική χώρα όπου όλα γίνονται άκοπα κι όλοι ζουν ευτυχισμένοι, και ουσιαστικά αποτελούσε ένα τραγούδι-ύμνο στην ουτοπία. Είναι ειρωνικό που επιλέγει αυτόν τον τίτλο ο Μάμετ στο θεατρικό του; Να χαραχτηρίσει ως ουτοπική δηλαδή μία (μέχρι το μεδούλι) δυστοπική κατάσταση; Ή μήπως είναι κατάφωρα πραγματιστικός ο τίτλος και το συνολικό έργο συνάμα; Μήπως ουσιαστικά ο Μάμετ επιδιώκει να αντιπαραβάλει τον τίτλο, το κοινό φαντασιακό όλης της ανθρωπότητας δηλαδή, τα όνειρα, τις ελπίδες, την ουτοπία αυτή καθεαυτήν από τη μία· με το σώμα του έργου, τη φαυλότητα δηλαδή του ανθρώπινου γένους από την άλλη, όπως ξετυλίγεται στην πορεία του έργου, όπως και όπου γινόμαστε μάρτυρες μιας ανώφελης διαμάχης, ενός αλγεινού αλληλοσπαραγμού, της ίδιας της δυστοπίας σε μικρογραφία; Γιατί αν αυτή είναι όχι απλώς μία από τις πολλές, αλλά η πιο αντιπροσωπευτική φύση του ανθρώπου, αφού τα υποκείμενα του έργου είναι υπεράνω κάθε υποψίας γι' αυτό που ακολουθεί, ανήκουν στην κανονική κατανομή και δεν είναι τίποτα ακραία ή παρακμιακά στοιχεία που δρουν αποτροπιαστικά και παράφορα από συνήθεια, τότε το έργο του Μάμετ αποτελεί μία δίχως προηγούμενο αδυσώπητη κριτική για το είδος μας.

Το έργο ξεκινάει με τον άντρα της υπόθεσης να έχει το πάνω χέρι. Ο Τζον είναι ένας μεσήλικας, πετυχημένος καθηγητής με δικό του σύγγραμμα και δημοσιεύσεις, με το δικό του ακροατήριο από τη ρητορική του δεινότητα και τη γοητεία του σαγηνευμένο, ο Τζον χαίρει αποδοχής και σεβασμού στον ευρύτερο ακαδημαϊκό και πανεπιστημιακό χώρο, σεβασμός που εξαργυρώνεται με την πρόθεση της επιτροπής να τον μονιμοποιήσει στο πανεπιστήμιο. Παρέα με την μονιμοποίηση όμως έρχεται και το καινούργιό του σπίτι. Κι αυτό είναι το μείζον ζήτημα στη ζωή του Τζον τώρα. Και μπορείς να τον ψέξεις γι' αυτή του την ιεράρχηση; Γιατί, ο καθηγητής δεν έχει προσωπική ζωή, λες και το πανεπιστήμιο, οι μαθητές του και ο εκπαιδευτικός του ρόλος προέχει κάθε στιγμή, οποιαδήποτε στιγμή, πρέπει να είναι εκεί και να δίνει απαντήσεις, να εμπνέει, να εκπαιδεύει και να συμβουλεύει αέναα; Τα υλικά αγαθά που επιδιώκει δεν είναι θεμιτά; Και στο κάτω-κάτω γιατί να κάτσει να ασχοληθεί με άλλη μία φοιτητριούλα που στην τελική ούτε φαίνεται να τον ελκύει (ώστε να της δώσει δέουσα προσοχή) αλλά ούτε κατά τα φαινόμενα κάτι παραπάνω του προσδίδει μια χρονοτριβή εξαιτίας της;

Κι όμως κάθεται και της αφιερώνει χρόνο από τον ελεύθερό του χρόνο, χωρίς ίδιον όφελος, σαν ξαφνικά να αισθάνεται ότι ίσως και να έκανε στην πορεία κάτι λάθος, ξαφνικά αισθάνεται μια ξεχωριστή διαύγεια, ξαφνικά όλα είναι καθαρά, ξαφνικά σα να θέλει να διορθώσει κάτι και βρισκόμενος για πρώτη ίσως φορά σε κατάσταση ενσυναίσθησης κατεβαίνει από την έδρα του και τον αντικομφορμισμό του και έρχεται να συναντήσει, έρχεται να ταυτιστεί με τα αρτηριοσκληρωτικά προβλήματα του φοιτηταριού. Παρατάει το απόμακρο, περισπούδαστο ύφος του προφέσορα, βρίσκει τον έξτρα χρόνο που δεν έβρισκε τόσο καιρό μέσα στο ασφυκτικά περιοριστικό πανεπιστημιακό πλαίσιο και κάθεται με ζέση να φιλοσοφήσει περί ζωής, να της εξηγήσει την ουσία, να της υποδείξει τα λάθη της, να της υποδείξει πόσο πολύ παρεκλίνει η δική της θεώρηση του κόσμου από την αληθινή, από αυτή που ασπάζεται ο ίδιος δηλαδή, την θεώρηση που τόσο καιρό όχι μόνο δεν μοιραζόταν, μα φρόντιζε ηθελημένα να νοθεύει ώστε να φθάνει διαθλασμένη και αγνώριστη στους φοιτητές του. Λόγω της επικείμενης μονιμοποίησης, λόγω του καινούργιου σπιτιού, ίσως, μέσα του κάτι να άλλαξε, η έκδηλη γαλήνη του τον κάνει ειλικρινή, τον κάνει να παραδεχτεί έμμεσα ότι αντίθετα με αυτά που πίστευε, αντίθετα με τον εκπαιδευτικό του ρόλο, τόσα χρόνια τους μάθαινε εσκεμμένα τα ανάποδα. Είναι εξοργιστικό να πουλάει ριζοσπαστισμό τώρα εκ του ασφαλούς, αυτός ένας σχεδόν μονιμοποιημένος, ένα βολεμένος; Του αναγνωρίζεις αυτή έστω την παροδική του αλλαγή και συνειδητοποίηση ή του τη χρεώνεις ως λειψή και υποκριτική και τον πατάς κάτω ανηλεώς μόλις τον συναντήσεις ευάλωτο; Σίγουρα όχι το δεύτερο, σίγουρα η εξέλιξη που πήρε η ιστορία δεν του άξιζε, σίγουρα δεν ήταν δίκαιο αυτό που συνέβη, αλλά όπως αυτός τόσο καιρό δοκίμαζε αφ' υψηλού τα όρια της εξουσίας, έτσι τώρα βρίσκεται κάποια που εκμεταλλεύεται το χέρι βοηθείας που της δίνει, υψώνει ανάστημα, στέκεται απέναντί του και δοκιμάζει και αυτή για λίγο, έτσι για αλλαγή, το νέκταρ της εξουσίας· όχι απλά θα τον αντιμετωπίσει ως ίση προς ίσον, αλλά θα του δώσει μία και θα τον γκρεμοτσακίσει δια παντός.

Ο πιο ενδιαφέρον χαραχτήρας του έργου είναι η Κάρολ. Είναι αυτή που αλλάζει απροσδόκητα, είναι αυτή που αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού, είναι αυτή που με την τροπή που δίνει στην ιστορία δίνει τροφή για σκέψη, είναι αυτή που εγείρει συναισθήματα, γίνεται η αντιπαθητική, έστω αν και στο τέλος η αντιπάθεια μοιράζεται τελικά ισομερώς. Η συμπεριφορά της Κάρολ παρόλο που στην πορεία του έργου μοιάζει απολύτως δικαιολογημένη και αληθοφανής χάριν στο αριστουργηματικό θεατρικό σενάριο του Μάμετ, αν κάτσεις και το καλοσκεφτείς ύστερα, κανείς στη θέση της δεν θα φερόταν έτσι. Δεν είναι ότι πράττει κάποια θηριωδία, ίσως και αυτό να είναι το αβάσταχτο, αυτό είναι που δε χωράει ο νους, γιατί το μέγεθος της κακίας της, η κυνικότητα και η ωμότητα των αντιδράσεων της και η ανατριχιαστική αποσυναισθηματοποίηση της εύθραυστης ύπαρξης που συναντήσαμε στη πρώτη πράξη του έργου, νομίζω ότι αν όλα αυτά τα αναγάγουμε σε μεγαλύτερη κλίμακα, τότε σε πιάνει σύγκρυο αν φανταστείς τι θα κάνανε άνθρωποι με μεγαλύτερη εξουσία αν αναλογικά συμπεριφέρονταν όπως αυτή. Γιατί η ψυχολογική της κατάσταση και οι λόγοι που κάνει το ένα ή το άλλο είναι απολύτως κατανοητοί, τους εξηγεί άλλωστε με ακρίβεια. Όλοι είχανε κάποια προβλήματα στην παιδική τους ηλικία, είμαι σίγουρος ότι ο Χίτλερ θα είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία να διηγηθεί, μα το αγκάθι εδώ, ο προβληματισμός μου δεν είναι η κατάληξη της ιστορίας, δεν είναι οι πράξεις των ηρώων ως αντικείμενα προς εξέταση, μα ο ψυχρός και βίαιος ορθολογισμός ενός υποκειμένου που στέκει καλά ψυχικά κι όμως φέρεται τόσο αντιδεολογικά, εκδικείται, τιμωρεί και δεν συγχωρεί κάτω από (φαινομενικά) φυσικές συνθήκες. Δράττεται της ευκαιρίας, δίνει μία και τα φέρνει όλα τούμπα.

Το έργο του Μάμετ είναι τόσο ρηξικέλευθο, τόσο πολυεπίπεδο και τόσο αριστουργηματικό και αψεγάδιαστο σεναριακά, συγγραφικά και νοηματικά που νομίζω δεν υπάρχει ανάλογο του. Ο θεατής (είτε ο κινηματογραφικός είτε ο θεατρικός περισσότερο) αναγκάζεται να συμφωνεί με κάθε λεγόμενο των ηρώων (λέγονται κατά τη διάρκεια του έργου τόσο από την πλευρά του καθηγητή όσο και από την πλευρά της σπουδάστριας τόσο εύστοχες παρατηρήσεις, θέτονται τόσο καίρια ερωτήματα και εκθέτονται τόσο αιχμηρές και απόψεις) και έπειτα στο επόμενο λεπτό, στο επόμενο μέρος του έργου βλέπεις πως αυτή ακριβώς η παροδική ευθυγράμμιση, αυτή η συμφωνία είναι το πρόβλημα και πως εκεί ακριβώς πατάει η κατηγορία του ενός ή της άλλης, οδηγώντας τον θεατή 3 ή 4 φορές σε αλλαγή θέσεων και συναισθηματικών ανατοποθετήσεων. Όλα κολλάνε, όλα δένουν, κάθε φράση και κάθε κίνηση έχει νόημα, κάθε επιχείρημα κρύβει πίσω του ρεύματα σκέψων, (ανα)στοχασμών και στοχαστών, τίποτα δεν είμαι άσπρο-μαύρο, τίποτα δεν λέγεται έτσι απλά για να ειπωθεί, το διαλεκτικό πινγκ-πονγκ των πρωταγωνιστών δεν είναι ούτε ανώφελο ούτε φλύαρο. Και δεν έχει σημασία πόσες φορές ή πόσο πετυχημένα το συγκεκριμένο έργο έχει ανέβει ή γυριστεί στο θέατρο, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, καθώς αυτό που μένει είναι ουσία και όχι τόσο η επιμέλεια, το έργο από μόνο του ξεπερνάει κάθε διασκευή του είτε αναφερόμαστε σε μία επαρκέστατη Ολεάννα ανεβασμένη πέρυσι στην θεατρική σκηνή της Αθήνας, με έναν συγκλονιστικό Καταλειφό και μία μετριότατη Μιχαλοπούλου· είτε σε μία μέτρια κινηματογραφική μεταφορά δια χειρός του ίδιου του Μάμετ που εκτός των πολύ καλών πρωταγωνιστών (Μέισι και Άισενσταντ), το έργο χώλαινε για τον πολύ απλό λόγο πως είχε φτιαχτεί για το θέατρο και εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων -εκατό τα εκατό άστοχο καθώς η τέχνη έχει χτιστεί πάνω σε αυτές τις εξαιρέσεις- έργο γραμμένο για το θέατρο δύσκολα πετυχαίνει στον κινηματογράφο.

Δεν ξέρω αν μπορώ ή αν θέλω να απαντήσω σε κάτι άλλο, ούτως ή άλλως δεν ξέρω αν μπορείς να απαντήσεις κάτι συγκεκριμένο, το έργο του Μάμετ είναι τόσο σφιχτοδεμένο που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για να παιχτεί το κλασικό παιχνίδι ερωταπαντήσεων, μονάχα αφήνει χώρο για απορίες και αναστοχασμό που δεν βρίσκεις σε λυσάρια-κριτικές, αλλά μόνο μέσα σου. Άραγε είναι τόσο διαστροφική η φύση του ανθρώπου; Είναι έμφυτη η εξουσιομανία του ή μήπως την αποκτά μέσω του περιβάλλοντός του, μήπως φταίει το εγωιστικό του Ντόκινς, είναι το dna μας ελαττωματικό ή μήπως αυτή είναι μια λεπτομέρεια στο ψηφιδωτό, όχι ο γενικός κανόνας, μην δραματοποιούμε και μην εγκαλούμε την ανθρωπότητα για εξηγήσεις, αλλά και πάλι δεν μπορώ να χωνέψω πώς μπορεί η Κάρολ να φερθεί έτσι, χρόνια πατριαρχικής καταπίεσης μήπως; πως μπορεί η φοιτήτρια να φερθεί έτσι, χρόνια πατροναλιστκής καταπίεσης μήπως; αλλά φτάνει ας μην της δίνω τόσα ελαφρυντικά, όπως ας μη δίνω και στον άντρα της υπόθεσης ελαφρυντικά που λόγω της πληγωμένης του θέσης αντιμετωπίζεται με συμπάθεια. Γιατί, επειδή η δεσποτεία του είναι πιο αδήλωτη, γιατί η σεξουαλική και κοινωνική του επιβολή είναι πιο πολιτικά ορθή; Ότι εγώ δεν θα του την έστηνα τόσο άνανδρα όπως ο Μάμετ μέσω της ηρωίδας του, αυτό είναι άλλο θέμα, το θέμα είναι πως και οι δύο χαραχτήρες είναι κατάπτυστοι, το έργο εκτός από καλλιτεχνικά αριστουργηματικό είναι και βαθιά παιδευτικό και προσέξτε η εξουσία είναι επικίνδυνο πράγμα και όσοι συχνά την αποστρέφονται με στόμφο είναι αυτοί που μόλις βρουν την ευκαιρία, την γραπώνουν και τη διαχειρίζονται με το χειρότερο τρόπο όπως έχει δείξει η ιστορία, ανεξάρτητα με το ενάρετο των προθέσεων τους. Άλλωστε αυτή είναι η πιο κραυγαλέα αντινομία, καλές προθέσεις και κακό αποτέλεσμα δεν πάνε μαζί ποτέ, άλλο που ο άνθρωπος έχει μπερδέψει την κόλαση της εξουσίας με την απύθμενη αμορφωσιά που κρύβει μέσα του, το θηρίο το ανήμερο, το πρωτόγονο ένστικτο που τον κάνει ικανό για το χειρότερο αλλά ίσως (ποιος μπορεί να αποκλείσει κάτι άλλωστε) και για το καλλίτερο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  © Free Blogger Templates Autumn Leaves by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP  

Site Meter