Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

αντί δώρου


στην Αγγελική



1


Αγγελική. Α, γγε, λι, κη. Άλφα, γάμα, γάμα, έψιλον, λάμδα, γιώτα, κάπα, ήτα. Το άλφα για το ανάδεμα που ένιωσα όταν σε πρωτοείδα, τα γάμα για τους αμφίποδες γάντζους σου, το έψιλον για το μονό σου στρογγυλό ενώτιο, το λι για τη παθητική λιγοθυμιά μου και το κη για τη περασμένη Δευτέρα που δεν ήσουνα ποτέ εκεί. Αγγελική, Αγγελική, Αγγελική. Αγγελική. Τρεις φορές η γλώσσα μου έρπει και μια πολιορκεί. Γλώσσα φυλακόβιος μυς, γλώσσα παλλόμενος κριός, γλώσσα που χάλαση δεν βρίσκει. Γλώσσα που κόκαλα δεν έχει κι απ' τα κόκαλα βγαλμένη. Που με βια μετράει τη γη, τη στενή, την ειρκτή, τη φυλακή της, τη στοματική μου κοιλότητα τελοσπάντων, από οδοντοστοιχία ως αμυγδαλή, αλερετούρ φυσικά, κι από αναπνοή ως πνιγμονή, ναι αλερετούρ και πάλι, που βέβαια εντάξει, εδώ που τα λέμε, λίγο αβάσιμο αυτό το τελευταίο, ιατρικά πάντα, γιατί ιατρικά άμα υπάρξει πνιγμονή, είναι πασιφανές και όλοι το ξέρουν, πως δεν υπάρχει ρετούρ, επιστροφή, πηγαιμός, παραμόνο πεθαμός και τελευτή και ακριβώς έτσι μου μπήκε η πρώτη υποψία ότι η διάγνωση δεν ήτανε απόλυτα εντάξει, που τελικά δεν ήτανε καθόλου εντάξει, το αντίθετο μάλιστα, ήταν όλα μια φενάκη, από μέρους της, από μέρους της γλώσσας, που δεν ξόφλησε, σιγά μην ξοφλούσε, τόσο εύκολα τουλάχιστον, αν δεν έφτανε ως το τέλος της, ως την εκπλήρωση, ως το να το πει, ξόφλημα δεν φάνηκε ποτέ, σας το ορκίζομαι, παρόλο που αυτή ήτανε η εντύπωση, σύμφωνα πάντα με τη γλώσσα του σώματος, τη γλώσσα του σώματος της γλώσσας, που πριν από λίγο σπαρταρούσε μες στο κοίλος του στόματός μου σα να μην υπάρχει αύριο, σαν αυτό να ήτανε, σαν να σου λέει τετέλεσται, καπούτ, κείτομαι ανάποδα άρα πάει, γλώσσα ανάποδη σημαίνει ψόφος, σπασμοί σ' όλη τη σάρκα μου σημαίνει αγλωσσιά, σημαίνει ότι δεν υπάρχει γυρισμός, σημαίνει στον αγύριστο, αλλά όχι, τσου!, αυτή το 'χε στήσει για τα καλά, είχε σκηνοθετήσει τα πάντα, το σπαρτάρισμα, τον πνιγμό, τη παραίτηση, μόνο και μόνο για να μ' εξαπατήσει, μόνο και μόνο για να με βαυκαλίσει, που θα μ' είχε ούτως ή άλλως, αυτό έλειπε, αλλ' όχι κι έτσι, τόσο εύκολα εννοώ, όχι, δίχως αντιπερισπασμό θαρρώ θα υπήρχε κάποιου είδους αντεπανάσταση, μερική αντίσταση, μια έστω απάντηση στην αντάρα της, στον ξεσηκωμό, στη διαφυγή της, γιατί αυτό έκανε εν τέλει, διέφυγε, και καλά έκανε δηλαδή, αλλά κατ' εμέ το πιο ενδιαφέρον πράγμα ήτανε το πως το έκανε, χα! αμφιρρέποντας, ανάμεσα σε μέσα υποτονικά, όπως ταχτάρισμα, υποτονθορυσμό ή παπαγαλία και σε εργαλεία ξεκάθαρα πιο ωμά, όπως έξαψη, παραλήρημα και διεμβόλιση, που μεμονωμένα, ναι, δεν δίνουν τίποτα, αλλά συνδυαστικά και προϊόντος του χρόνου μας κάνουν Άλωση και δεν είμαι υπερβολικός, καθόλου, γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με επικό ριφιφί, αμέ, με άνοιγμα κερκόπορτας, με ρήξη οδοντοφράγματος, με διάρρηξη του έρκους των δοντιών μου, την τελευταία έπαλξη δηλαδή πριν την άνευ όρων παράδοση, τον μπρος στα μάτια σου εξανδραποδισμό μου, την αύτανδρη ρευστοποίηση του είναι μου, πριν την ολοκληρωτική μετατροπή του έρωτα μου -και πες τον όπως θες πάθος, καύλα, καψούρα, τεπετακλάζ, τύφλα ή φώτιση- από κρυψίνους σε διαρρέον, από ρανίδα σε αναβρυτήριο κι από τριγμό σε ντάπα ντούπα και χλαλοή, σε πίδακα και σε πικάπ, σε πιδακάπ, ε δεν μπορούσα, ε όχι, μου ήταν αδύνατο, να μην ενδώσω εννοώ, σ' αυτόν τον συμφυρμό, σε αυτή τη τέλεια λεξιπλασία, που είναι τέλεια όχι επειδή είναι γουστόζικη, αλλά επειδή είναι καραπατέντα, αλλά πάλι, γιατί δεν είναι γουστόζικη;, και βέβαια είναι, μαζί ίσως και θλιβερή ή μάλλον καταρχήν θλιβερή, και σε δεύτερη, σε πολύ δεύτερη φάση γουστόζικη, αλλά τελοσπάντων τι σημασία έχει στη τελική, το πιδακάπ, πάει αυτό ας το ξεχάσουμε κι ας προχωρήσουμε, μουβ ον, ήτανε μονάχα ένα λόγου παίγνιον, μία φαρσα άνευ σημασίας, αλλά ας πάμε στα πιο σημαντικά, επιτέλους, γιατί σημασία αυτή τη στιγμή έχει, αν έχει κάτι σημασία, είναι, με μια λέξη, εγώ!, που και χειραφέτημα και άθυρμα, την ίδια στιγμή, κοίτα με, είμαι πια μια ιδιόρρυθμη μάκινα, που παράγει ακατάληπτους, καβαλιστικούς ήχους, φαινομενικά μόνο, γιατί άμα μπεις στον κόπο και κάτσεις εκεί πέρα στο θρανίο της τρελαμάρας και αποτυπώσεις αυτόν τον συρφετό ως συμφωνία σε μια παρτιτούρα, ε εκεί γίνεται το ανέλπιστο έλα να δεις, εκεί που δεν το φαντάζεσαι, αφουγκράσου, πιδακίζει ξέφρενος ένας ορμώδης και αστείρευτος χείμαρρος μυκηθμών, ένας ρόχθος, που αν τον ακούσεις προσεχτικά και δεν το βάλεις στα πόδια από δειλία, κρένει το όνομά σου Αγγελική, εις τ' όνομα τελικά του ίδιου -και εδώ νομίζω φτάνω κάπου και βλέπω φως στο τούνελ- του ανυπόληπτου εξοστρακισμού, όπου άπαξ και ήρθη, πήρε και σήκωσε και ξαπόστειλε και εγκλώβισε μέσα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας όλα τα όστρακα που μεθοδευμένα αναγράφαν το όνομά σου, χαραγμένα από τον επάρατο οβελό των δισταγμών, της περιστροφής, της ατολμίας και μιας χριστιανικής καταγωγής αναστολής -γιατί πάντα οι αναστολές μου έχουν καταγωγή θρησκευτική- και έστειλε στο ανεπίστρεπτο εκείνη την εποχή της αφωνίας και της εγκράτειας. Την εποχή της πλάνης. Των συμβολικών αυτοχειριασμών, της σιγοβράζουσας λογοκρισίας, της λανθάνουσας ερωτοπληξίας. Η εποχή που δεν μπορούσα να το πω, πόσο μάλλον να το μουτζωρώνω τρίβοντας γραφίτη με ύφος πάνω σε σελίδα Α4 ή μπουρδουκλώνοντας τα δάκτυλά μου πάνω στο ξένο πληκτρολόγιο. Αγγελική, δες με, τώρα το μπαμπαλίζω ανερυθρίαστα.



2


Υπήρχε κάποια μήπως προηγούμενη; Και βέβαια υπήρχε. Ίσως και να μην υπήρχε μάλιστα η Αγγελική, αν τη μέρα που τη γνώρισα δεν είχα συρθεί ως τη μιλόνγκα γι' άλλον λόγο, μπας και πέσω πάνω σ' άλλη. Έτσι πάει: ο εν σπέρματι πόθος τίκτεται ακαρτέρητος μέσα στις ωοθήκες κάποιας ήδη εγκυμονούσας. Η οποία αψηφώντας την γκαστριά παρέμενε όρθια και λυγερή και λικνίζουσα και ήταν πολύ απασχολημένη όχι με τη κοινή προοπτική μας, αλλά με τις εφήμερες χαρές της λαγνουργίας και σα μαριόλα βασίλισσα ενός ζαλισμένου μελιτοφόρου σμήνους, δεχότανε και χόρευε και μειδιούσε και δε χόρταινε. Κοίτα ρε μεταβολισμό! Εν αντιθέσει με τη δύσπεπτη καθίμενη μιζέρια μου, που την ίδια ώρα παραγκώνιζε ή παρεξηγούσε τη χαρά της συντροφιάς, το παιχνίδι με τα βλέμματα, τα αγγίγματα, τα χαμουρέματα, τις κρυφές της κινήσεις· την αφοσίωση στους κηφήνες. Και το παράδοξο ήταν αυτό, ήταν ότι όλη αυτή η καταφρονημένη χασμωδία συγχρόνως υποδαύλιζε και κατασίγαζε τη διστακτική μου κάψα: διότι μπορεί το αίσθημά μου απ' τη μία να θριάμβευε με την αδιαφορία και την αδιάλλειπτη μη διαθεσιμότητά της, αλλά απ' την άλλη η αυταρέσκειά μου μαράζωνε στη σκέψη ότι άλλοι ξεζουμίζουν και επικονιάζουν το άνθος της διαδοχικά, αφήνοντάς μου στο τέλος τι;, τη καχεκτική επιλογή να αγκαλιάσω ξέρω 'γω και να ασπαστώ έναν κόμπο αγκαθιών;

Μια παρένθεση εδώ. (Και μια παρένθεση της παρένθεσης, μόνο και μόνο για να σκάψω τον λάκκο της παρένθεσης που βρίσκεται εκτός της τρέχουσας παρένθεσης και φυσικά και τον δικό μου τον λάκκο γενικότερα, γιατί εντάξει τώρα που το διπλοσκέφτομαι και το ξανακοιτώ, που εννοείται, ναι, δεν έχει!, φυσικά κι όλο αυτό έχει περάσει -παρόλο που δεν του φαίνεται- από κρησάρα κι ενδελέχεια και ξανακοίταγμα, τι;, ότι έτσι;, ότι στο πόδι, μα είναι αυτονόητο, αλλά ας χωρέσω τελοσπάντων εδώ μια αποσαφήνιση, για να μη παρεξηγούμαι, ότι όλα αυτά εδώ, τώρα, τα ένθετα, είναι εγγραφές πρόσφατης στρωματογραφίας, μεταγενέστερης, που συγκριτικά κιόλας, αναδεικνύουν και πόσο απαρχαιωμένη και πόσο κωμική είναι η αρχική σκέψη για παρένθεση, και πολύ περισσότερο μάλιστα, η επίσημη δήλωσή της, η περισπούδαστη διάκριση παρενθετικής και κύριας αφήγησης, λες και υπήρχε ή θα μπορούσε να υπάρξει υπό οποιεσδήποτε προϋποθέσεις μέσα σε αυτό το ντελίριο η παραμικρή διαφόριση μεταξύ είδησης και σχολίου, φαντασιακού και πραγματικότητας, παράθεσης και επεξήγησης) Εν πάση περιπτώσει. Το τάνγκο τελευταία ακόμα και στις πιο ελευθεριακές και απέριττες μορφές του, θυμίζει αστικό έθος, κουβαλώντας και όλα τα συμπαρομαρτούντα αυτής της μεταστροφής. Έχει διαλείμματα, ξαποστάσεις, ευγένειες, κομφορμισμό. Κανονισμούς και όρια και μη αρνήσεις. Όμως μερικές -λίγες ειν' η αλήθεια, αλλά δικό σου καθήκον να βρεις τα λημέρια όπου οι πιθανότητες καρπίζουν- φορές εκτός από μη άρνηση, άμα είσαι ανέλπιστα τυχερός, μπορεί να λάβεις και κατάφαση. Κυριολεκτική κατάφαση. Γνέψιμο κανονικό ντε. Κι εσύ τότε Αγγελική έκανες ακριβώς αυτό, μου έγνεψες θετικά. Δεν μ' αρνήθηκες. Τα θυμάμαι όλα ξεκάθαρα, όλα τα θυμάμαι. Τα μαλλιά σου ήταν πιασμένα πίσω σε κότσο ολοστρογγυλό σαν μπαλαρίνας, μπαϊλαόρας καλλίτερα, το σκουλαρίκι σου, αχ αυτός ο αθός των κοσμημάτων, θύμιζε κινέζικο ήλιο, το χαμόγελό σου ήταν σκέτη φθινοπωρινή λαμπηδόνα, τα ρούχα σου συνυφασμένα από κάποια νεφελοκοκκυγία το δίχως άλλο, και η ανάσα σου μύριζε τσίχλα-μαστίχα. Παρατρίχα. Παραλίγο να πέσουμε. Να σε ρίξω δηλαδή, όχι τ' αντίθετο, να με ρίξεις, που ακούστηκε αυτό ξανά άλλωστε, ντάμα να ρίχνει καβαλιέρο, ακόλουθος τον οδηγητή, τον λίντερ, όλα κι όλα, μπορεί ο χορός να είναι αστικός κι εξουσιαστικός και να ζέχνει πατριαρχία, αλλά το καλό είναι, αν μπορεί κάποιος να βρει καλό σε αυτή την ανισορροπία, ότι για τα λάθη και τα στραβοπατήματα και τις ανακολουθίες και τις εν γένει αστάθειες δεν φταίει η ακόλουθος, η παρτενέρ, αλλά ο Τιμονιέρης, κι αυτό ήταν που μ' ενθουσίασε πάνω σου, ότι με συμπλήρωσες δίχως να σου ζητηθεί ή ανατεθεί, δίχως να νοιάζεσαι για τους ρόλους, και πολύ καλά έκανες, γιατί το 'χες με την ισορροπία, ενώ εγώ το αντίθετο, πανθολογουμένως όχι, δεν το 'χα, αλλ' εσύ είσαι το πιο ιδανικό ταίρι, γιατί ορίστε, είχες κανονίσει ακόμα και τα της αντιρροπίας. Αλήθεια, πού το σκέφτηκες Αγγελική; Το 'χες προμελετήσει; Το 'χες μύχια προβλέψει; Που ο κρίκος σου ο περιττός στο δεξί -κι όχι στ' αριστερό- αφτί ήταν το τέλειο ζύγι, το υπερακριβές βαρίδι, που χάρις σ' αυτόν εφυήραμε εν ακαρεί το μυστικό της δικής μας στάθμισης: κάτι μεταξύ ρυθμού και (καρδιακής μου) αρυθμίας. Γιατί αυτό είναι, και το συνειδητοποίησα μόνο τότε, μόνο όταν ισορροπήσαμε, ότι η ισορροπία, δεν είναι αυθύπαρκτη, ούτε ντε φάκτο και σε καμιά περίπτωση δεν εννοείται κι ούτε καν θεωρείται πιθανή όσα καντάρια χορού κι αν ξέρεις, όσο και να σκαμπάζεις, γιατί μπορεί να είναι τόσο εύθραυστη και τόσο εξαρτημένη από απρόβλεπτους παράγοντες, όπως να, ένα περιττό σκουλαρίκι, ένα σκουλαρίκι στο δεξί, ένα στο αριστερό τι σημασία έχει, αλλά έχει και παραέχει, γιατί τελικά κάπου εκεί επιτυγχάνεται η ισορροπία, κάπου στο ενδιάμεσο, κάπου μεταξύ επιτήδευσης και οικειότητας, κάπου μεταξύ παραπατήματος και απογείωσης, κάπου μεταξύ προέλασης και συνθηκολόγησης, κάπου εκεί τελοσπάντων που νιώθεις -νιώθουμε- ανδρόγυνο, όχι δυο χωριστές και αυτόνομες οντότητες, αλλά ένα πλάσμα. Το ξέρω ότι είναι αμάρτημα, αλλά κοίτα να δεις, θαρρώ πως όταν είμαι μαζί σου συμπλεγμένος, νιώθω μια όμορφη έπαρση, Αγγελική, φιλοδοξώ την ισοθεΐα.



3


Από τότε πέρασε πολύς καιρός. Η ύβρις μου δεν έμεινε ατιμώρητη. Η τότε ενότης έγινε ασυγκόλλητο σχίσμα, η μονάδα δυάδα, η πληρότητα έλλειψη, ο χορός μας γίνηκε στοίχειωμα και το αρχικό τανγκοπιάσιμο, πια γροθιά στο στομάχι. Σ' έχασα. Και το χάσιμό σου δεν ήταν απλή απώλεια. Αλλ' ακρωτηριασμός. Κι απ' το 'να στ' άλλο βράδυ έμεινα ανάπηρος, δίποδος και μόνος. Δεν στάθηκα όμως με σταυρωμένα τα χέρια, αποπειράθηκα να αναζητήσω αλλού το άλλο μου μισό, τη προπατορική συγχώρεση. Την επανένωση. Κι έτσι έγινες ένας άπιαστος νοσταλγικός μύθος μιας άλλης θεογονίας. Κοίτα, ήτανε νομοτελειακό άλλες να πάρουν τη θέση σου, άλλα σκουλαρίκια να αγοραστούν στην εις μάτην προσπάθειά μου να αποκαταστήσω την απορριγμένη ισορροπία. Μα το σχέδιο πήγε στράφι. Παραπαίω ακόμη. Δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Κι όταν βρίσκω τον βηματισμό, κι όποτε το θυμάμαι, έρχομαι να χορέψω. Πού και πού σε πετυχαίνω κιόλας. Αραιά χορεύουμε και αραιότερα μιλάμε. Για να σπάει η σιωπή και για να μη μένει μετέωρη η αμηχανία.

Είχα συννενοηθεί με την Ελένη να έρθουμε μαζί τις προάλλες. Ήμουνα τύφλα και κατακαυλωμένος. Είχε τον τρόπο της κάθε φορά αυτή να με ανάβει. Φτηνή παραφίνη, αλλά τέτοιες ώρες συμβιβάζεται κάνεις και με υποκατάσταση. Με εύφλεκτη πρώτη ύλη που διαποτίζει το ξυλάριο των σπίρτων μου, τόσο δραστική που ακόμη και ξερός απ' το αλκοόλ να 'μαι, ή μήπως χλωρός;, αφού ποτισμένος στο οινόπνευμα, άρα νοτισμένος, άρα χλωρός;, αλλά τελοσπάντων όπως και να' ναι, ξερός ή χλωρός, ή και τα δύο μαζί, και μάλλον αυτό, το τελευταίο, ισχύει, αυτό το υπεραπλούστευμα, ότι μαζί με τα χλωρά καίγονται και τα ξερά, καίγομαι κι εγώ, η δραστικότητά της δεν αργεί να μ' αναφλέξει. Μια απλή εντριβή, μια επιφανειακή μάλαξη, ένα χάιδεμα. Ένα κωλοτρίψημο αρκεί. Και μου τα 'δωσε όλα η Ελένη. Και μετά είχα να περιφέρω μια φλεγόμενη στύση σαν λαμπάδα καθώς ζητούσα τις κοπέλες για χορό. Όχι και πολύ πρέπον εδώ που τα λέμε. Ευτυχώς όμως η έκρυθμη αυτή λαμπαδηδρομία δεν κράτησε για πολύ. Δεν με σύμφερε. Είναι δύσκολο να βαδίσεις πόσο μάλλον να χορέψεις με τρία πόδια. Δεξί, αριστερό, δεξί, μετά τι;, μεσαίο;, η ντάμα τα χάνει. Και είπαμε, δεν το 'χω που δεν το 'χω με την ισορροπία, να βάζω τρικλοποδιές στον ίδιο μου τον εαυτό με το να του προσθέτω περιττά δεκανίκια, αυτό παραπάει. Έτσι κατάβρεξα τις πυρακτωμένες στάχτες μου κι άρχισα να φέρομαι προσηκόντως. Πρώτα πήγα κι έκανα γνωριμίες. Είπαμε, η διάθεση ερωτοτροπίας στέγνωσε, όχι και η ποτισμένη μου απ' το πολύ ποτό διάχυση. Έπειτα άρχισα να χορεύω. Με το πουλέν του Ραμίρο, τη Νατάσα, έτσι για προθέρμανση, που στην αρχή την έκανα τριάντα και της το 'πα, κι αυτή τα 'χασε και μου είπε ότι πρώτη φορά της το λέν' αυτό, και ήτανε νορμάλ αυτό, εννοώ που δεν την είχαν ξαναπεράσει για τόσο, γιατί όταν έπειτα σε κάτι ότσος στριφογύρισε και αλλάξαμε θέσεις και την έλουσε το φέγγος του φανοστάτη φωτίζοντας τα ωχρά χαραχτηριστικά της, φωτίστηκε και το ολοφάνερο, ότι δηλαδή ήτανε ξεκάθαρα μικρότερη, ακόμη και μικρότερή μου, αλλά αυτή η ηλικιακή απόκλιση κάτω απ' το ύστερο φωτεινό φάσμα, αυτή η διαφορά φάσματος, δεν είχε καμία απολύτως σημασία εκείνη τη στιγμή, ούτε άλλαζε καθόλου το παραμικρό, το ότι για παράδειγμα, την έβρισκα πανέμορφη και ιδανική, γιατί ίσως ήμουνα μεθυσμένος, γιατί ίσως μου άρεσε και λίγο, γιατί ίσως με συνεπήρε που προσιδίαζε σε πρωταγωνίστρια του Ντοστογιέφσκι, με τα ωραία της παπούτσια, με το αριστοκρατικό της το φόρεμα, με το επίσημο κόσμημα γύρω απ' το λαιμό της και κατόπιν έφυγα από κει, μόλις έπεσε η κουρτίνα και πριν πέσει και με πλακώσει ο πέπλος της αυλαίας, και πήγα και ζήτησα και χόρεψα με μία άλλη παρακείμενη που ήτανε πέρα για πέρα ανομολόγητη, αλλά που δεν συγκράτησα το όνομά της, που πώς να το συγκρατήσω που δεν ρώτησα εξαρχής, που δεν κατάλαβα ποτέ τι φταίει γι' αυτή μου την ενοχλητική έξη, την έλξη μου στο ινκόγκνιτο, στη μη σύσταση άπαξ και προηγηθεί με κάποια ονοματοσεφτές, αλήθεια τι;, η όψιμη αλαζονεία μου;, κάποιο ανεπούλωτο παιδικό τραύμα;, μία κάλπικη αντίληψη περί ανωνυμίας ή τελικά κάτι αγνό και ανυπόκριτο που με οδηγεί στη συστολή αντί της σύστασης, ίσως και όλα αυτά μαζί ίσως και τίποτα απ' αυτά, γιατί ίσως σε αυτή τη περίπτωση η μη ενασχόλησή μου με χειραψίες και φιοριτούρες να προέκυψε όχι από συνήθεια αλλά από εξαίρεση, ίσως και λόγω εξαίρεσης, λόγω εξαιρετικότητας του χορού, όπου η ανεκδιηγητικότητά του, να το παραδεχτώ, ήταν εν μέρει απόρροια της επήρειας του αλκοόλ αλλά και σίγουρα απ' την άλλη, αποτέλεσμα του ψυχανεμίσματος ότι ύστερα θα σε απαντήσω και θυμάμαι ότι δεν θυμάμαι για ποιον ασυνάρτητο λόγο, αλλά σε ένα διάλειμμα καθόμουν και της έλεγα κάτι για αείρροους καταρράκτες και για μαύρα λιβάδια και για αστέρια του Δαβίδ, σε σημείο που όλο αυτό το αυθόρμητο ξέσπασμα να με μεταρσιώσει και να με οδηγήσει σε επιτόπια μέθεξη και σε μια βιαστική και επιπόλαια επίγνωση, που δεν έμεινε άρρητη, σιγά μην έμενε, της το 'πα, ότι ο χορός που μόλις έλαβε χώρα και τελείωσε και μας αφορούσε, αρκετά με τα μισόλογα, μας συναποτελούσε, και δεν ήταν ούτε ψέμα, ούτε αμετροέπεια, "ότι ήταν ο πιο όμορφος χορός που χόρεψα απόψε". Και ναι ίσχυε, αλλά έως τότε.

Γιατί μετά εκεί σε μια ανάπαυλα, σε μια παύση, σε μια ανακωχή, σε μια κανονική επίσχεση των πάντων:, χορών, κινήσεων, μουσικών, λέξεων, από ποιον;, από σένα;, με ποιον σκοπό;, την αποζημίωση;, σε τι; σε παρά;, σε είδος;, σε περιαγωγή;, σε είδα άξαφνα απ' την απέναντι πλευρά και απ' το επόμενο ψευτοδευτερόλεπτο στεκόμουνα εκεί πέρα μουγκός, ανήμπορος να αρθρώσω λέξη μπρος στην ανεκλάλητη ομορφιά σου, μπρος σε αυτή τη κατάκοπη και ιδρωμένη και αψιμυθίωτη ομορφιά σου, αλλά για μια στιγμή μόνο, έπειτα είπα, όχι, θα σε αποζημιώσω ή τουλάχιστον δεν θα σε απογοητεύσω και έτσι για πρώτη φορά στη ζωή μου, πρώτη, όχι γιατί ήταν όντως πρώτη, αλλά γιατί κάθε τέτοια φορά είναι σαν πρώτη, είπα να μην αφήσω αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη και έτσι κινητοποιήθηκα, τι έκανα ακριβώς δεν θυμάμαι, πως κινητοποιήθηκα εννοώ, πως κινήθηκα, τι είπα, πώς σε προσέγγισα, πώς σου πούλησα το χορό, ποιο ακριβώς ήταν το πιτς μου, έτσι το λένε, το 'ψαξα, όχι αυτά δεν μετρούσαν, απ' τη στιγμή που όντως το 'κανα, γιατί δεν σ' άφησα σ' αυτή τη σκεβρή σου τη στάση, που ίσως και να 'πρεπε, γιατί έμοιαζες ότι χρειαζόσουνα μυοχαλάρωση, ξεσκότισμα, μια παροδική αποχή έστω, αλλά ένας χορός πάνω, ένας κάτω, ε; και εδώ που τα λέμε, αυτά της μέριμνας τα σκέφτηκα εκ των υστέρων, τώρα, όχι τότε, γιατί τότε Αγγελική δεν υπήρχε σκέψη, υπήρχε μόνο ορμέμφυτο και αυθορμητισμός και σε πήρα αλά μπρατσέτα να χορέψουμε έναν μόνο μισό χορό, αφού το κομμάτι έπαιζε ήδη και δέχτηκες κατενθουσιασμένη γι' αυτή τη πρόσκληση, ίσως περισσότερο για την υπόσχεση του βραχείας διάρκειας χορού, και χορέψαμε και ο χορός αυτός, αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα και τα ακόμα λιγότερα βήματα, δεν ήτανε τίποτα συγκρίσιμο με πριν, με οτιδήποτε, με οτιδήποτε κι αν έχω με όλες μου τις αισθήσεις ως τώρα ατελώς εντρυφύσει, όλα τα μικρά ή μεγάλα, τα επιφανειακά, τα ποιητικά, τα άδηλα ή τα περιπόθητα, τα όλα πάνω σου: οι ιδρωμένες σου μασχάλες, η ανεπαίσθητη ελιά πάνω δεξιά στο χείλος σου, τα ευωδιαστά μαλλιά σου πιασμένα σινιόν, πάντα σινιόν, το δροσερό σου πηγαίο γέλιο κι η ευσχημάτιστη πυγή σου, που ας εξηγηθώ γιατί μοιάζει ακατανόητο, τα 'βαλα μαζί, πηγαία και πυγή, που είναι ομώνυμα, αλλά όχι γι' αυτό, αλλά γιατί στο μυαλό μου παρετυμολογικά συνδέονται, αυτά τα χαρακτηριστικά, με μια ετυμολογία τόσο παράλογη, που θα ήταν καλό να μην αναφερθεί, ναι εδώ, γιατί θα περιπλέξει ανεπίστρεπτα τα πράγματα, άστο καλλίτερα, ας αφήσουμε το έτυμο και τη σύνδεση μόνο στο μυαλό μου, μόνο εκεί και έτσι, γιατί στη κανονικότητα ποτέ, αφού το πηγαίο σου γέλιο έχει αισθαντικό βάρος, ενώ η πυγή σου μονάχα ηδονοβλεπτική ελαφρότητα, πώς να συναντηθούνε;, πού να πάνε μαζί;, σε ποια ετερόκλητη λέσχη να συμφυρθούν;, ή έτσι στο αναφανδόν;, ακόμη χειρότερα, οι πυγές δεν μπορούν να τύχουν σε καμία περίπτωση εν δήμω θαυμασμού, παραμόνο ιδιωτικής κατάνυξης, γιατί για τέτοια υποκρισία μιλάμε, όχι, ο κώλος σου δεν μπορεί να εξυμνηθεί, άκυρο, βέτο, παραμόνο για άλλα πιο υψιπετή πράγματα έχω το δικαίωμα, κι ας είμαι καλλίτερα πιο προσεκτικός, θα είναι κρίμα αυτή εδώ η ωδή ύστερα μάλιστα από τόσες στροφές να περιπέσει σε ανυποληψία λόγω μομφής, από κάποια αυτόκλητη επιτροπή δεοντολογίας αν μη τι άλλο, λόγω μη έγκρισης, το κέρατό μου, όχι, δεν θα το αντέξω, να το λογοκρίνουνε και να συνεχίζει το κείμενο λειψό ξέρω 'γω, σα να μη συνέβη τίποτα από πέντε γραμμές πιο κάτω, από εκεί που αρχίζουν τα άλλα τα πιο ευπρεπή, τα πιο συνηθισμένα και κανονικά, όπως λόγου χάρην, όπως οι χορευτικές κινήσεις σου για παράδειγμα, που δεν υπονοούν τίποτα πρόστυχο, παραμόνο ενέργεια, αλλά ίσως και όχι μόνο ενέργεια, αλλά και περίγραμμα, αλλά ντάξει αυτό δεν το υπονοούν όπως την ενέργεια, αλλά το επινοούν, το διαθέτουν, το περίγραμμα, κι έτσι δηλαδή και μεταφέρονται και αποτυπώνονται εδώ, παγιωμένες και αναλλοίωτες, αμ τι νόμιζες, ότι τις περιγράφω από μνήμης;, ούτε καν!, έχουν χυθεί με τον πιο μη συγκεχυμένο τρόπο πάνω εδώ σε αυτό το χαρτί, ένας περιγεγραμμένος πολτός αυστηρά ορισμένος απ' το τσέρκι του παλπ, του παλπ φίξιον όχι των παλπ φυλλάδων, του παλπ όχι του Κόκερ αλλά του Ταραντίνο, αυτού που χάρις του χορεύεις σαν αυτήν, σαν Αυτήν, ξεκάθαρα, σαν την Μισιρλού, με τρόπο παράφορα ανατολίτικο, αλλά και μεταμοντέρνο και εκρηκτικό, και το εκρηκτικό αυτό σου το μείγμα σπάζει όλα τα τσέρκια και αφήνει πίσω φυράματα και υπολείμματα ακανόνιστα και σχήματα σουρεαλιστικά και απερίγραπτα τελικά, κι ας έλεγα πριν ότι το αντίθετο, και άρα μη σχήματα, ίσως;, και ίσως, σκέφτομαι, ότι ίσως είναι και εμπρόθετο από μέρους σου, όλο αυτό, να μην αφήνεις ίχνη δηλαδή πίσω σου, να είναι αυτός ο ρόλος σου, γενετήσιος και καταστροφικός, συγχρόνως, πρώτα να γεννάς κι έπειτα ν' αφανίζεις, πρώτα να περιγράφεις (<γράφω πέριξ) και έπειτα να μετατρέπεις σε κονιορτό τα σχήματα-κινήσεις σου, πρώτα να φυτρώνεις με τα δάχτυλά σου ρίγη κατά μήκος της ράχης μου, κι έπειτα να την ξεχορταριάζεις με ένα χραπ και να την μετατρέπεις σε στέρφα, πρώτα να κηδεύεις με το χαροπάταλο βλέμμα σου όλες μου τις ανησυχίες, κι έπειτα να ξεθάβεις δίχως προάγγελμα τη κάσα του αποχωρισμού και να μου λες στ' άξαφνα αντίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  © Free Blogger Templates Autumn Leaves by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP  

Site Meter