Το 'ξερα ότι θα ξύπναγα κακόκεφος. Κι ας είχε την πιο ωραία μέρα του Οκτωβρίου και ολόκληρου του φθινοπώρου. Τελευταία δεν συνηθίζω να πηγαίνω σε μιλόνγκες. Ντάξει δεν βρίσκομαι και τόσο πολύ Αθήνα, ώστε να έχω τις ευκαιρίες μου και άμα μένεις στην επαρχία άστο, τότε το τάνγκο το βλέπεις μόνο με το κυάλι (ή με το γιουτιούμπ). Η αλήθεια είναι ότι έχω χάσει και την όρεξη που είχα παλιότερα. Και δεν είμαι δα και τόσο τέλειος χορευτής, ώστε να τροφοδοτώ με ζέση την απαράμιλλη τεχνική μου. Χορεύω όπως μου 'ρθει. Άλλα θέλω να κάνω, άλλα δίνω στην ντάμα να καταλάβει, μια ομορφιά το πράγμα. Βέβαια αν είναι δεκτική και το 'χει, ο χορός μας θα απογειωθεί. Χωρίς δράμι φιγούρας. Γιατί αυτό είναι χορός, το μετέωρο βήμα του καβαλιέρου, η αναμονή της ντάμας, η σύγχυση της ύστατης στιγμής, ο αυτοσχεδιασμός της επόμενης, η ανάκτηση της χαμένης ισορροπίας και το θριαμβευτικό ξέχυμα που ακολουθεί. Όλα κρέμονται σε μία κλωστή, σε μία παλλόμενη κλωστή. Άμα πετύχεις τη συνεννόηση, ο ενθουσιασμός της κινούμενης σάρκας που πλέον είναι πιασμένη όλο και σε πιο κλειστή αγκαλιά και λογίζεται ως μία και ενιαία, θυμίζει κάτι από σεξουαλικό πάντρεμα.
Στη μέση της Ερμού, μετά την εκκλησία των Αγίων Πάντων, μετά το περίπτερο, στους Αρχαιολόγους, το σκηνικό έμοιαζε συναυλιακό. Καλοκαιρινό, νησιώτικο, πανηγυρικό. Η κοσμοπλημμύρα ήταν αδιανόητη. Δευτεριάτικα ο συνωστισμός και το αδιαχώρητο, ανήκουν στη κάτω πλευρά της Ερμού, λίγο πριν την Πειραιώς. Στην υπαίθρια μιλόνγκα. Στη πάνω πλευρά η κατάσταση είναι συνήθως υποτονική. Αλλά τελικά φαίνεται πως το έξω και το τρικούβερτο είναι το μόνο αυτό που μας έμεινε. Λεφτά, δουλειά και ελπίδα έχουνε τρυγηθεί από καιρό. Και επειδή το καλοκαίρι του 2015 σημαδεύτηκε όχι από τους αιγιαλούς, το θέρος ή τις διακοπές όπως επιχωριάζει στην Ελλάδα, οι Αθηναίοι νεολαίοι μετέτρεψαν το χαμένο όχι του δημοψηφίσματος, σε ένα νικητήριο όχι ενάντια στην εναλλαγή των εποχών. Ικαριώτικο πάρτι στο κέντρο της Αθήνας, στα μέσα του Οκτώβρη, επειδή ακόμα κι αν μας πάρετε τα σπίτια, πάντα θα μπορούμε να κατέβουμε στους Αρχαιολόγους και να μπουκάρουμε σε άλλα σπίτια, σκαρφαλώνοντας από την πίσω πόρτα σαν τους χούλιγκαν για να παρακάμψουμε τη συρροή της εισροής από τη κεντρική.
Αλλά δεν μου φτάνει εμένα αυτό. Το καλοκαίρι πέρασε και οι ψευδαισθήσεις του Οκτώβρη δεν θα γίνουν ποτέ κτήμα μου. Αυτός ο μήνας έχει βαλθεί να μας πείσει ότι είναι επιμήκυνση του καλοκαιριού, του καλοκαιριού που χάσαμε, επιμήκυνση του χρέους του καλοκαιριού που χάσαμε περιμένοντας στις πλατείες για την άνοιξη. Ικανή σαν φαντασίωση. Αλλά όχι αναγκαία. Όχι γιατί είμαι της σειράς ή του τύπου, των ημερολογίων και του κάθε πράγματος στον καιρό του. Απλά νομίζω πως αντί να ξαπλώσουμε όλοι μαζί, ολόκληρη η χώρα στο ντιβάνι, πλακωνόμαστε στα ψυχοτρόπα και στις ρακές, υπεκφεύγοντας την κατάκλιση. Κι εγώ επειδή το κάνω έξι μήνες τώρα, δεν ήθελα άλλη μια αφορμή για να με κάνει να υπεκφεύγω τη σκέψη ότι υπεκφεύγω ούτως ή άλλως. Να πα να γαμηθεί ο Οκτώβρης. Εγώ θα πάω να χορέψω τάνγκο, έστω κι αν δεν έχω πολλή διάθεση. Γιατί είναι Δευτέρα βράδυ και η Δευτέρα βράδυ ανήκει παραδοσιακά στο τάνγκο. Είτε για μαθήματα στο πολυτεχνείο, είτε για μιλόνγκα στο Πίπα Κλαμπ της Πλάτσα Ριάλ ή στο τέλος της Ερμού.
Και πήγα. Κι έκανα μια γύρα εξερευνητική για να δω μήπως ξέρω κανέναν. Και δεν τους είχα ξαναδεί, μου ήταν όλοι άγνωστοι. Και άγνωστες. Ε και για να μην κάθομαι όρθιος σαν μούχλας, σκούντηξα την πρώτη που βρήκα και της πρότεινα να χορέψουμε. Καθόταν κάτω μαζί με δυο φίλες της πάνω στο γρασίδι και έμοιαζαν περισσότερο πως είχαν έρθει για πικνίκ. Μου είπε πως δε γνωρίζει να χορεύει και πως ντρεπότανε να μάθει τώρα, οπότε πρότεινα στις φίλες της. Αυτές της αντιπρότειναν να χορέψει εκείνη. Αυτή με τα πολλά δέχτηκε. Τη σήκωσα πάνω σα να μην υπήρχε βαρύτητα και την οδήγησα στο απόμερο, ακροτελεύτιο μέρος της πίστας. Στα πιο σκοτεινά, πέρα από τα βλέμματα των περίεργων και των περαστικών, η συστολή δεν είναι παράγοντας εμπλοκής ούτε ψεύδους. Το 'χε όσο καμιά άλλη. Είχε κάνει και λίγα μαθήματα η ψεύτρα (μου το ομολόγησε), οπότε με ακολουθούσε όχι μόνο στα βασικά βήματα, αλλά και στα πιο σύνθετα. Με κρατούσε σφιχτά και με κοιτούσε στα μάτια. Κι εγώ που έτσι κι αλλιώς δεν κοιτάζω στα μάτια και ένιωθα ότι με κοιτάζει στα μάτια, είχα τα μάτια μου δίπλα και κάτω και αλλού. Κοκκίνιζα και ντρεπόμουνα.
Την ερωτευόμουνα.
Να χορέψαμε μία ώρα; Ούτε καλά-καλά δέκα λεπτά. Σταμάτησα και την κατέβασα κάτω. Παρόλο που δεν ήταν έμπειρη και ως εκ τούτου δεν ήξερε να εκτιμά, δεν ήθελα να το διακινδυνέψω και να καταλάβει τι σκάρτος που είμαι. Πόσο επαναλαμβάνομαι. Είχα πιάσει το πικ της στιγμής και ήθελα να το διαχειριστώ υπέρ μου. Να καλύψω την ανασφάλειά μου. Να τελειώσει η βραδιά ιδανικά, να της αφήσω την καλλίτερη εντύπωση, να ξαναϊδωθούμε την άλλη βδομάδα κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Άμα συνεχιζόταν ο χορός ή θα την απογοήτευα ή θα υπέκυπτα στη γοητεία της και θα ζητούσα να την ξαναδώ. Ήταν τόσο όμορφη. Τα κατσαρά της μαλλιά έπεφταν χαμηλά στη πλάτη της, τα μάτια της ήταν τεράστια και ολοκάστανα, το χαμόγελο της σε έκανε να θες να την αγκαλιάσεις, και μπορεί να μην χαμογελούσε συνέχεια, δεν ήταν άλλωστε και καμιά χαζοχαρούμενη, αλλά όταν την κοίταζες, ένιωθες πως το πρόσωπό της είναι χαμογελαστό κι ας μην χαμογελάει, ότι τα μάτια της είναι χαμογελαστά, ότι τα μαλλιά της είναι κυματιστά και επομένως χαμογελαστά, ότι το κορμί της και όλη της η ύπαρξη είναι χαμογελαστή.
Μιλήσαμε δυο λεπτά και αποφάσισα να φύγω πρώτον, για τον λόγο που είπα παραπάνω, ότι δηλαδή ήθελα να φύγω την κατάλληλη στιγμή κι όχι όταν η φάση θα έχει εκφυλιστεί και δεύτερον, γιατί ένιωθα πως αν δεν είναι τελείως τρελή η τύπισσα, η Σοφία, έχει το λιγότερο θέματα με τον εαυτό της, αφού πώς είναι δυνατόν να με ακουμπάει και να με χαϊδεύει τυχαία και να μου μιλάει τόσο ένθερμα και να μου χαμογελάει τόσο πολύ και να μου μιλάει κατ' αυτόν τον τρόπο και να με κοιτάει λες και... λες και της αρέσω; Θα είναι σίγουρα προβληματική. Κι έτσι σηκώθηκα κι έφυγα και μετάνιωσα που έφυγα και κάθε βήμα που απομακρυνόμουν μετάνιωνα που ζούσα, που ανέπνεα που δεν έκανα ποτέ τίποτε σωστό που δεν γυρνούσα πίσω, που δεν έκανα μεταβολή και δεν επέστρεφα εκπρόθεσμα και καθυστερημένα, που πήγα στους φίλους μου και συζήταγα μαζί τους για σένα, αντί να μιλήσω κατευθείαν σε σένα, που έφυγα ύστερα και ήθελα να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο, να πέσω από τη γέφυρα πάνω στις γραμμές του τρένου, που αντί να το κάνω, μόνο το σκεφτόμουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου