Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Κολοκυθόπιτα

Αύριο έχουμε θενκσγκίβινγκ γεύμα. Άκου θενκσγκίβινγκ γεύμα! Πιο κάλπικο πράγμα δεν έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου, τ' ορκίζομαι. Ούτε που είχα ξαναπαραστεί σ' ένα, ούτε που ήξερα ότι γίνονται τέτοια πράγματα στον μη αμερικάνικο κόσμο. Μέχρι τότε, ό,τι ήξερα για την ημέρα αυτή, ήταν μέσα απ' τα Φιλαράκια. Λουκούλλεια δείπνα, παρελάσεις στις τηλεοράσεις που κάνουν τον Τσάντλερ να ξεκαρδίζεται, κολοκυθόπιτες, δευτερεύοντα γλυκά, γαλοπούλες φυσικά, παντού γαλοπούλες, και σούπερ καταναλωτικά πνεύματα που κάνουν φου και διώχνουν τα βάρβαρα πνεύματα των σφαγιασμένων Ινδιάνων παραπέρα. Αλλά πόσο παραπέρα; Γιατί απ' το διαμέρισμα της Μόνικας ως τις όχθες της Βαρκελώνης απέχουμε μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα. Και μερικές δεκάδες διαφορετικά ζακόνια. Αλίμονο, ο καθένας ας χαίρεται την αμερικανιά του, τη καμπούρα του κι ό,τι άλλο θέλει, αλλά και πάλι, εδώ μου κάθεται, κι αν ζητάει κανείς τη γνώμη μου, για μένα το όλο πράγμα φαντάζει τελείως για γέλια, όχι θα το πω, ποιος γιορτάζει μωρή Δανέζα στην Ευρώπη θενκσγκίβινγκ; 

Αλλά άμα θες το πιστεύεις Φαίη, τούτη η ξεφτίλα έχει εξήγηση. Γιατί μπορεί η Τίνα να μην είχε ημέρα Ευχαριστιών και στο ψαροχώρι της στη Δανία, αλλά είχε ο άντρας της που 'ταν Αμερικάνος. Κι έτσι κάπως σώζονται τα προσχήματα. Και στο κάτω-κάτω, εγώ πρώτος στην Αθήνα δεν μηχανευόμουνα αφορμές για πάρτι και μαζώξεις;, τι πείραζε άμα εδώ τώρα εξίσου η συγκέντρωση και το δείπνο και όλα ήταν γυμνά απ' οποιοδήποτε ίχνος πιστότητας; Φάση θα 'χει. Εξάλλου κερνάει αυτή. Ντάξει όχι κι όλα, αυτή θα έβαζε τα ποτά, τη γαλοπούλα, μερικά δώρα κι εμείς τα υπόλοιπα δώρα, βασικά το κόνσεπτ είναι να πάρουμε ο καθένας κάτι, ας πούμε μέχρι πέντε ευρώ, κι έπειτα με κλήρωση να τ' ανταλλάξουμε, κάτι σαν μυστικός Άγιος Βασίλης. Εκτός των δώρων, είχαμε υποχρέωση να ετοιμάσουμε και κάτι ψιλολοΐδια. Να φτιάξουμε καμιά σαλάτα ας πούμε, κανά γλυκό, καμιά κολοκυθόπιτα, τέτοια. Εγώ θα έβαζα την κολοκυθόπιτα. Και να με 'βλεπες, το 'παιζα και σπουδαίος κι αποπάνω. Ότι ξέρω και τα ρέστα. Μα δεν ήξερα τίποτα Φαίη, δεν είχα φτιάξει ποτέ μου. Και η ειρωνεία είναι, πως μικρός το σιχαινόμουνα το παλιοκολοκύθι, μπέσα. Ήμουν ιδιότροπος με το φαγητό στην εφηβεία, και συγκεκριμένα το κολοκύθι το είχα αναγάγει σε παράδειγμα αντιγούστου, αντιφαγητού, ειδικά μόλις ανακάλυψα τη ρήση “περί ορέξεως κολοκυθόπιτα”. Οι γονείς μου ήταν γενικά άτεγκτοι σε τέτοια θέματα, αλλά με το κολοκύθι τη σκαπούλαρα κάθε φορά. “Μα το λέει ο λαός” έλεγα στη μάνα μου κι αυτή που κανονικά δεν χαμπάριαζε με τίποτα, υποχωρούσε! Ο αντικολοκυθικός μου αγώνας ήταν πια πεδίο θριάμβου.

Πίσω στη Βαρκελώνη. Μετά τη δουλειά περπάτησα μέχρι την Πασσέιζ Ντε Κολόμ και πήρα το εξήντα τέσσερα. Μ' αφήνει κατευθείαν έξω απ' το Λιντλ στη Καζανόβα. Διασχίσαμε τη πολυσύχναστη Λα Ράμπλα και βλαστήμησα τη φαεινή μου ιδέα να επιλέξω το λεωφορείο για μέσο επιστροφής τέτοια ώρα. Επιπλέον μου την έδινε, που δεν είχα σημειώσει όλα τα υλικά που έπρεπε να πάρω, με αποτέλεσμα να πρέπει να περάσω μία πρώτα από το σπίτι να ξανακοιτάξω τη συνταγή. Κατάρα. Μετά από μισή ώρα μες στη κίνηση, το λεωφορείο μ' άφησε στη Καζανόβα-Κονσέλ Ντε Σεντ και έτρεξα προς το σπίτι. Οι Καταλανοί είναι κακή φάρα. Σου λένε μένεις στον τρίτο όροφο και μετά ανακαλύπτεις πως δεν μετράνε τους δύο πρώτους. Τον ακριβώς από πάνω απ' την είσοδο (πώς διάολο τον λες αυτόν) και τον ημιώροφο και πρακτικά δηλαδή ο τρίτος σου είναι πέμπτος. Ανέβα πέντε ορόφους τώρα. Και ξανακατέβα τους. Κι έπειτα μόλις ψωνίσεις τις πέντε μαλακίες για τη συνταγή, ένα φύλλο κρούστας, λίγο κολοκύθι, τέσσερις ουγγιές καστανή ζάχαρη, μία κρέμα και κάτι μπαχάρια -τα υπόλοιπα τα 'χα- ξανανέβα. Ούτε για όλα τα λεφτά του κόσμου δεν θα κατέβαινα πάλι έπειτα. Αφού κλείδωσα και τη πόρτα πίσω μου για να μην μπω στον πειρασμό κι έβαλα και σύρτη. Μάλιστα.

Καλά, δεν πιστεύω τώρα να είσαι τόσο αφελής και να το 'χαψες αυτό το τελευταίο, ότι και καλά δεν θα κατέβαινα με την καμία, γιατί αλήθεια είναι, αλλά η μισή, γιατί μη νομίζεις ότι είχα και πουθενά να πάω. Δεν θα 'χα ούτε δυο βδομάδες στη Βαρκελώνη και παρέες-παρέες, ακόμα δεν είχα. Ήμουνα και φαντασμένος τρομάρα μου. Σιγά μη κάνω εγώ παρέα με τους ερασμίτες και τέτοια σιχαμερά έλεγα. Λες κι εγώ δεν είχα έρθει με εράσμους. Ναι, αλλά εγώ ήμουν σε άλλη φάση. Κι έψαχνα να βρω το εναλλακτικό, το πραγματικό, το έτσι. Κι έτσι δυο βδομάδες ύστερα, ακόμα δεν είχα συμφυρθεί τη πλέμπα. Όχι ότι ήμουν ακατάδεχτος και τίποτα τέτοια, απλά με τη νεόκοπη συμπεριφορά μου έβγαζα μια εσωστρέφεια. Ε και σιγά μη σκιζόντουσαν και οι άλλοι, στ' αρχίδια τους, εγώ ήμουνα ο νέος, εγώ ας έτεινα χείρα γνωριμίας.

Σήκωσα τα μανίκια μου κι άρχισα να μαγειρεύω. Να αυτοσχεδιάζω. Για να χτίσω σιγά-σιγά γνωριμίες, έπρεπε να αρχίσω απ' αύριο. Μια χαρά μου κάθισε το θενκσγκίβινγκ λοιπόν που το έψεγα πριν. Έβαλα τα δυνατά μου. Μα εγώ δεν ήξερα τίποτα από κολοκυθόπιτες και θα 'λεγε κανείς, πως έπειτα από τόσα χρόνια με έναν σουρεαλιστικό τρόπο, όλες οι κολοκυθόπιτες του κόσμου ενώθηκαν και μ' εκδικιόντουσαν που τόσο τις είχα διαβάλλει. Είχα πελαγώσει με τη κουζίνα της Βαβέλ. Με μια ξεσηκωμένη αμερικάνικη συνταγή, με ισπανικά συστατικά και ελληνικές οδηγίες απ' τη μάνα μου μέσω σκάιπ, προσπαθούσα να φτιάξω κάτι που τουλάχιστον να τρώγεται. Αλλά και πάλι, πόσο δύσκολο να 'τανε; Δε με 'νοιαζε η απειρία μου καθόλου, δεν είναι πρώτη φορά που βρίσκομαι αντιμέτωπος με αυτή τη συνθήκη, να μην έχω ξαναφτιάξει κάτι δηλαδή και να το αποπειρώμαι πρώτη φορά μπρος σε κόσμο. Στη μαγειρική, σ' αντίθεση με τη κοινωνικοποίηση,  μ' αρέσει να παίρνω ξεκάθαρα κι όχι λανθάνοντα ρίσκα. Λέω θα το φτιάξω και πάει και τελείωσε.

Αλλά μόλις ετοιμάστηκε το μείγμα, το έριξα πάνω απ' τη ζύμη και το έβαλα όλο στον φούρνο που είχα ήδη προθερμάνει στους 428 °F, που έπρεπε τελευταία στιγμή στο γκουγκλ να ψάχνω πόσο στο διάολο αντιστοιχούν 428 βαθμοί φαρενάιτ, λες και δεν μπορούν οι Αμερικάνοι να ακολουθούν το παγκόσμιο μετρικό σύστημα, εμείς δηλαδή πώς γιορτάζουμε τις γιορτές τους;, και τελικά ήτανε 220 κελσίου οι βαθμοί, αλλά τελοσπάντων, μόλις το 'βγαλα αναγκαστικά, γιατί η κρούστα είχε γίνει και λίγο παραπάνω ψήσιμο θα την έκαιγε, το αποτέλεσμα δεν μου άρεσε καθόλου, μου την έδωσε μάλιστα, αν θες να ξέρεις. Περιφερειακά είχε ψηθεί, όμως το κέντρο ήταν πιο ρευστό και είχε βγάλει και κάτι αντιαισθητικές μπουρμπουλήθρες. Και δεν μπορούσα να το δοκιμάσω κιόλας, αφού θα φαινότανε άμα έλειπε μια κουταλιά φερειπείν απ' το ταψί και τάπερ να το μεταφέρω ώστε να μη φαίνεται η δολιοφθορά δεν είχα, ε και είπα θα το πάω έτσι όπως είναι, αποκρουστικό, και μετά λέω τι πας να κάνεις, θες να προκληθεί σκάνδαλο και καζούρα και να το συζητάνε πέντε χρόνια, αλλά τέτοια ήταν η άγνοια κινδύνου μου, που αφού κρύωσε, το τύλιξα με σελοφάν, το 'βαλα στο ψυγείο, ήπια με τον Μεξικάνο συγκάτοικό μου μια σανγκρία ακούγοντας ρεμπέτικα (σήμερα ήταν η σειρά μου, χτες ακούσαμε μαριάτσι) και αφού την άκουσα αρκετά, έπεσα για ύπνο.

Την επόμενη, σηκώθηκα με σκοπό να μην το πάρω μαζί μου αυτό το έγκλημα της φύσης, ποιας φύσης δηλαδή, της μαγειρικής μου. Πήγα στη δουλειά και σ' ένα διάλειμμα πέτυχα τη Ραλούκα στο κουζινάκι και μου 'πε ελπίζω να μας φέρεις το βράδυ αυτό που υποσχέθηκες, και της είπα ότι δε μου πέτυχε κι αυτή, δηλαδή έλεος, απάντησε ότι δεν τήνε νοιάζει. Ε δεν υπήρχε άλλη λύση, θα αγόραζα μία έτοιμη. Μα τα παιδιά στο μάρκετινγκ μου είπαν όχι, φέρε τη δική σου, και ότι ήτανε σίγουροι ότι είχε πετύχει, και πώς το 'ξερα στο κάτω-κάτω, αφού δεν την είχα δοκιμάσει, ε και μιας και δεν είχα μία εκείνη την περίοδο να χαλάω για αγοραστές κολοκυθόπιτες, με πείσανε. Θα την έφερνα. Είχε αρχίσει και να μ' αρέσει στη δουλειά οπότε τους έκανα το χατήρι. Όχι επειδή εκείνη τη μέρα δεν δουλέψαμε πολύ, δεν ήτανε αυτός ο λόγος, απλά είχε φύγει η μισητή Ρουμάνα απ' τη μέση, που πλάκα-πλάκα δεν θυμάμαι πως την λένε τώρα, κι είχα αναπνεύσει επιτέλους, γιατί ήταν πολύ δύσκολος χαραχτήρας και δεν την πάλευα καθόλου την συνύπαρξη μαζί της· όταν την πρωτογνώρισα εγώ ήμουν απλά ένας νέος, ενώ εκείνη βρισκόταν στη τελευταία βδομάδα της πρακτικής της, οπότε όλα στην πούτσα της, δεν την ένοιαζε τίποτα, πόσο μάλλον εγώ που 'μουνα ψάρι.

Φύγαμε όλοι απ' τη δουλειά νωρίτερα, κατά τις πέντε περίπου, για να ετοιμάσουμε τον χώρο και το δείπνο. Εγώ έτρεξα καρφί για το εμπορικό στη πλάτσα Καταλούνια, το Κόρτε Ινγκλέσιας. Μη με επιτιμείς Φαίη, να χαρείς, είπαμε ήμουνα καινούργιος και δεν είχα εξερευνήσει πολύ τη πόλη, δεν ήξερα που αλλού να πάω για δώρο. Παρασύρθηκα ως τον μουσικό τομέα και διάλεξα ένα πολύ ωραίο σιντί της Αρίθα Φράνκλιν, με τις μεγαλύτερες σόουλ επιτυχίες της, έτσι για να δουν ότι έχω και γούστο. Πλήρωσα κανά οχτάευρο αλλά ήμουν προβληματισμένος, δεν ήξερα αν τα οχτώ είναι πολλά ή λίγα. Αν ήξερα πόσα είχαν χαλάσει βέβαια οι άλλοι οι τσίπηδες, θα είχα αγοράσει ένα επανεγγράψιμο σιντί και θα του είχα κάψει ένα σιντί του Μαραβέγια. Και πάλι, πολύ θα ήτανε.

Πήγα σπίτι, άλλαξα, έβαλα το πυρέξ με τη κολοκυθόπιτα σε μια τσάντα για να μην το βλέπει ο κόσμος στον δρόμο και του κόβεται η όρεξη, έχωσα το σιντί της Φράνκλιν στην άλλη τσάντα τη λαδί και έφυγα για την Χουάν Ντε Μπορμπό. Μόλις έφτασα διαπίστωσα πως οι ετοιμασίες είχαν ξεπεράσει τις προσδοκίες μου. Υπήρχαν σερβίτσια, κεριά, λουλούδια, φαγητά, ποτά, δώρα κάτω απ' το χριστουγεννιάτικο δέντρο (το οποίο είχαμε στολίσει εμείς χτες), κόσμος πολύς και μια τεράστια μαγειρεμένη γαλοπούλα, την οποία εγώ μαζί με τον Τζέιμς, τον Μπεν και τον άλλον που δεν πρόλαβα απ' τη Νικαράγουα, κουβαλήσαμε απ' το εστιατόριο που στεγαζόταν ακριβώς δίπλα μας. Μόλις στρωθήκαμε να φάμε, παραδόξως μου 'φυγε και το άγχος για τη κολοκυθόπιτα, γιατί παρόλο που ήξερα ότι ήταν μια σκέτη αποτυχία, είχα πλέον μια εύλογη ελπίδα, πως όλοι θα πέσουν με τα μούτρα στα κρέατα, στα ποτά και στα υπόλοιπα γλυκά και θα λησμονήσουνε το στραβοχυμένο κατασκεύασμά μου. Μα έλα που η κολοκυθόπιτα ήταν η μοναδική κολοκυθόπιτα του μπουφέ και κανείς άλλος δεν προνόησε να φέρει άλλη, παραμόνο αγόρασαν κάτι καρυδόπιτες και κάτι τούρτες σοκολάτας και άλλα τέτοια γλοιώδη. Και έτσι ο Αμερικάνος, που ήταν κλασικός Αμερικάνος με τις προφορές, τι συνήθειες, τις αναμνήσεις και τα όλα του, και τέτοια μέρα αποζητούσε να γευτεί το πλήρες μενού, πήρε αίφνης μαχαίρι, πήρε και κουτάλι και έβαλε στο πιάτο του μια κομματάρα να, δίπλα στα κοψίδια και τις σαλάτες και άρχισε να τρώει τουρλού. Τέτοια η αβασταγιά του. Ε, ας πάει το παλιάμπελο. Αν είναι μόνο αυτός κι έχει και λίγο τακτ, θα την βγάλω καθαρή. Κι αν όχι, σιγά μην κάτσω τώρα να με λούζει κρύος ιδρώτας για όλη την υπόλοιπη βραδιά. Ό,τι είναι να βρέξει, ας κατεβάσει.

Και σηκώνεται λοιπόν ο τύπος, και Φαίη τώρα το παρακάτω άμα θες το προσπερνάς, γιατί ξέρω θα σου μοιάσει τόσο χοντρό ψέμα, τόσο τεράστιο μούσι, τόσο ανυπόφορο ξερατό, μα πίστεψέ με είμαι παντελώς ανίκανος να εφεύρω κάτι τόσο ασύστολο, μια τέτοια μούφα, που λέει ο κωλοαμερικάνος που τον συμπάθησα εφεξής τον κερατά "ποιος την έφτιαξε αυτή τη κολοκυθόπιτα, είναι απίστευτη!". Και άπαξ και το είπε, ήταν λες και έδωσε το σύνθημα για να ορμήσουν όλοι, λες και όλοι περίμεναν αυτόν, τον ειδήμονα, που ήταν ανέπαφη και ατόφια τόση ώρα η κακομούτσινη και μέσα σε δέκα λεπτά είχε εξαφανιστεί, αφού να φανταστείς, εγώ δεν πρόλαβα να δοκιμάσω, να δω μήπως έχουν συνεννοηθεί όλοι τους και μου κάνουνε πλάκα, άλλοι έτρωγαν κολοκυθόπιτα μαζί με κρέας, άλλοι σκέτη, άλλοι μαζί με παγωτό, άλλοι με σαλάτα, άλλοι μιλώντας μου, γιατί όλοι μου μιλάγανε και πώς να μη μου μιλάνε, αφού ήμουνα πια το αστέρι, η μέγκλα και το επίκεντρο της προσοχής, και μπορεί ακόμα να μην είχα εκδηλωθεί πλήρως και σε όλους, μπορεί να μην είχα καν μιλήσει σε μερικούς, αλλά δεν χρειαζόταν πια, ομιλίες και συστάσεις· καθώς πια μιλούσα μέσα στα στομάχια τους, μιλούσα μέσω της μαγειρικής μου, μιλούσα μέσω της καραφαγωμένης κολοκυθόπιτάς μου.

Και δεν έχει σημασία πως εξελίχθηκε η υπόλοιπη βραδιά, που κέρδισα όλα τα δώρα (μεταξύ αυτών και της σκυλοτροφής, Άντριεν θυμάσαι;), που ήπιαμε μέχρι που φτύναμε απ' το παράθυρο τους αργοπορημένους περαστικούς, που συνεχίσαμε ύστερα για μοχίτο στο Γκότικο, που ποιος χέστηκε που δουλεύουμε αύριο σε πέντε ώρες, που ήταν η πρώτη φορά που μου την έπεσε έτσι, τόσο χύμα και στο καθιστό μια τύπισσα (do you wanna make out?), που συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν κι άλλα άτομα στον κόσμο εκτός από την αισχρή αφεντιά μου, που πρωτοσυνδέθηκα αληθινά με τον πιο αξιόλογο άνθρωπο ολόκληρης της Πολωνίας (Κούμπα μου λείπεις ρε), που ένιωσα για πρώτη φορά τη Βαρκελώνη, πόλη μου κι όχι ένα δυσοίωνο τόπο που μόνο από πείσμα έμεινα για να εκπληρώσω τον στόχο της παραμονής μου μέχρι τέλους.

Ήταν 28 Νοεμβρίου 2013 και ήταν ακριβώς (εντάξει ρε Φαίη, παραμία μέρα) δύο χρόνια πριν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  © Free Blogger Templates Autumn Leaves by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP  

Site Meter