Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Ευρέως

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα που δεν την ξέρετε, καθόταν ένας τύπος πολύ ωραίος ονόματι Ευρέως. Παρότι ωραίος, ζούσε κάπως γκετοποιημένος. Το γκέτο όμως αυτό ήταν αμιγώς γλωσσικό κι ο Ευρέως μας δεν πέρναγε όσο άσχημα ίσως νομίζετε. Γιατί εκτός από τις ώρες που δούλευε, είχε το λεύτερο να κάνει ό,τι θέλει, να τριγυρνάει οπουδήποτε. Φορούσε μόνο έναν αστερίσκο πριν βγει, για να ξέρει ο κόσμος ότι είναι εξαίρεση. Και πήγαινε και περπατούσε παντού: στην αγορά, στο κέντρο, σε όλα τα μαγαζιά που πουλούσαν καπέλα (τρελαινόταν για καπέλα), σε χώρους αναψυχής όπως τα βουβά σινεμά φερειπείν (του άρεσε πολύ ο γερμανικός εξπρεσιονισμός), στις χειμωνιάτικες και άδειες πλατείες, στο εθνικό πάρκο, μιας και ήταν φιλανθής. Καμιά φορά τον έβλεπες στις δημόσιες υπηρεσίες να στέκεται υπομονετικά στην ουρά ή στις ουρές των φαλαφελτζίδικων, όταν βαριόταν να μαγειρέψει σπίτι. Σε όλα αυτά πήγαινε με τη θέλησή του ή τέλος πάντων τις περισσότερες φορές με τη θέλησή του και κάποιες λιγότερες, έπειτα από έντιμο συμβιβασμό. Γιατί για παράδειγμα, να πηγαίνει κάθε τόσο στο λεξιατρείο το μισούσε. Ο λεξίατρος του έκανε όλο αρκτικά λογοπαίγνια και τον έφερνε καμιά φορά σε δύσκολη θέση. Αλλά πήγαινε ανελλιπώς, γιατί ήταν υποχρεωτικό από τον γλωσσονόμο το λεξικό τσεκ-απ, και επιπλέον ήτανε για το καλό του.

Όμως δυστυχώς πήγαινε και αλλού χωρίς να το θέλει και χωρίς να είναι για το καλό του. Στη δουλειά του. Η οποία ήταν καταναγκαστική, εξοντωτική και κάθε μέρα μπορεί να τραβούσε ως αργά. Η υποχρέωσή του ήταν απλή: έπρεπε να πηγαίνει σε όλες τις συζητήσεις. Ή τουλάχιστον στις περισσότερες. Σε όσες περισσότερες προλάβαινε. Πληρωνόταν με ποσοστά. Και σε κείνη τη δύσμοιρη χώρα τα ποσοστά τον υπερέβαιναν, ό,τι κι αν γινότανε, όποιο θέμα κι αν συζητούσε κανείς, από θέματα απλά και τετριμμένα μέχρι πολύπλοκα θέματα, πολιτικά, για την επίλυση τους, ανακαλούσαν τον Ευρέω. Κι ο καημένος, λες και δεν είχε άλλη δουλειά, πήγαινε. Μερικοί ανέφεραν το όνομά του με μέτρο, άλλοι όμως, πιο συνωμοσιολόγοι το μεταχειρίζονταν ολημερίς, επί ματαίω. Και το πιο παράξενο ήταν, ότι όσο πιο πολύ κάποιος το 'παιζε αντιευρεϊκός, τόσο πιο πολύ χρησιμοποιούσε τον Ευρέω σε κάθε κουβέντας του την απόληξη. Και πήγαινε εκεί ο Ευρέως, σε καφενεία, σε αντιευρεϊκά γραφεία, σε ταξιά, σε σαλόνια σπιτιών και καθόταν και ξεροστάλιαζε και περίμενε πότε κάποιος θα τον χρειαστεί για να φανεί φάντης μπαστούνι. Αλλιώς έστεκε εκεί μες στη μέση αόρατος και μουγκός. Κι αν πέρναγε λίγη ώρα αδούλευτος έφευγε. Αυτή ήταν η συμφωνία.

Τελευταία, είχε βαρεθεί ο Ευρέως με όλη αυτή την ιστορία. Παλιά δεν μπορούσε να αντέξει την αναδουλειά, παρόλο που του άρεσε πολύ να περπατάει στη πόλη. Ένιωθε άχρηστος, εκνευριζόταν, του την έσπαγε που οι άνθρωποι έκαναν πως δεν βλέπουν τον Ευρέω στη μέση του δωματίου. Τώρα πια όμως, το κακό είχε παραγίνει. Η δουλειά του έπαιρνε όλη τη μέρα. Κάποιες φορές και τη νύχτα. Είχε κουραστεί από τα συνεχόμενα ξενύχτια, είχε σχηματίσει σακούλες κάτω απ' τα μάτια, δεν έτρωγε καλά πια. Είχε μείνει μισός. Ευρέ σκέτος. Και οι άνθρωποι τον αναμασούσανε έτσι. Ήταν σε ψυχολογικό αδιέξοδο, δεν ήξερε τι να κάνει. Πάνω στην απόγνωσή του, σκέφτηκε να φορολογήσει το όνομά του. Λόγω γενικότερης λεξιπενίας, ο κόσμος θα μείωνε τη χρήση του. Κι αυτός επιτέλους θα έβρισκε την υγειά του. Δεν θα έτρεχε παντού, δεν θα πήγαινε όπου τον ήθελαν, δεν θα τον χρησιμοποιούσανε από δω κι από κει ασυλλόγιστα ωσάν αποδιοπομπαίο τράγο. Αλλά την απέρριψε αμέσως αυτή τη σκέψη. Θα έφερνε παραπάνω κακό. Ήδη του 'χει βγει η φήμη του φιλάργυρου, αν το 'κανε αυτό, θα του κόλλαγε για πάντα η στάμπα. Η λέξη πια δεν θα 'χε ποτέ ελπίδα να πετάξει από πάνω της το κακέμφατο. Αυτήν την φορολεξική τακτική θα την αντιστρατεύονταν ακόμα κι αυτοί που τώρα ήτανε μαζί του. Όχι, κάτι άλλο έπρεπε να σκεφτεί.

Σκέφτηκε έπειτα να πάει στο λεξιαρχείο. Να αντιμετωπίσει το πρόβλημα απ' τη ρίζα του. Κι ας έβγαινε στην ανεργία. Καλλίτερα άνεργος παρά αποσταμένος και ανυπόληπτος. Να αλλάξει το όνομά του! Δεν τον ενδιέφερε τίποτ' άλλο. Ούτε πως θα το άλλαζε, ούτε με τι θα το άλλαζε, αρκεί να το άλλαζε. Δεν γινόταν όμως. Το όνομά του ήταν αναντικατάστατο, ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Και επιπλέον δεν του άνηκε. Όχι, δεν γινόταν να αλλάξει. Το όνομά του χρησιμοποιείται απ' όλους ευρέως κι άμα άλλαζε, θα επικρατούσε τέτοια σύγχυση, τέτοια υστερία που οι άνθρωποι θα οδηγούνταν μαζικά σε αυτοκτονίες. Τέτοια του είπε ο λεξιάρχης και τον έπεισε για το ανέφικτο του πράγματος. "Άμα δεν γίνεται αυτό, θα οδηγηθώ εγώ στην αυτοκτονία!", είπε τότε ο Ευρέως πάνω στην απελπισία του. Ο λεξιάρχης ψύχραιμος τον συνέστησε να έρθει στα συγκαλά του. Ούτε αυτό γίνεται, να πράξει ο Ευρέως το απονενοημένο. Πεθαίνουν οι λέξεις; Και ιδίως οι λέξεις μιας γλώσσας τρισχιλιετής; "Μόνο αν πεθάνουν όλοι οι φυσικοί ομιλητές της, τότε ναι," του λέει ο λεξιάρχης, "τότε έχεις το δικαίωμα να αυτοκτονήσεις". "Άρα δεν υπάρχει καμία λύση", συνειδητοποιεί ο Ευρέως συντετριμμένος. "Κι όμως υπάρχει", του απαντάει. "Μπορώ να σου αλλάξω την ορθογραφία του ονόματός σου και από Ευρέως να το κάνουμε Εβραίος. Αυτή η πλασίμπο αλλαγή σίγουρα θα σου μεταβάλλει τη διάθεση". 

Ο Ευρέως έφυγε δύσπιστος και καταστεναχωρημένος. Τίποτα δεν θα άλλαζε. Και πράγματι, ότι πια δεν γραφόταν με ευ ('ɛv'), έψιλον και ωμέγα, δεν ήταν ουσιαστική αλλαγή. Και πάλι στα ίδια σαλόνια και στα ίδια δωμάτια σύχναζε, τους ίδιους ομιλητές αντιμετώπιζε, τον ίδιο φόρτο εργασίας κουβαλούσε. Ο Ευρέως έγινε Εβραίος, αλλά η κατάχρηση του ονόματός του δεν εξορθολογήθηκε στο ελάχιστο. Ε και μια μέρα είπε δεν πάει άλλο, αν μείνω άλλη μια μέρα εδώ σε αυτό το γκέτο, φορώντας αυτόν τον αστερίσκο και κάνοντας αυτή την εκμεταλλευτική εργασία, θα πάω από σχιζολεξία. Κι έτσι σκηνοθέτησε τον θάνατό του, οι άνθρωποι στην αρχή έκλαψαν που έχασαν τέτοιο υπογλώσσιο, αλλά γρήγορα βρήκαν άλλο λεξιλαστήριο θύμα, κι ο Ευρέως ή Εβραίος πια, έφυγε μακριά. Περπάτησε αυτή τη φορά, όχι ανάμεσα σε πάρκα και πλατείες, αλλά μέσα σε ερήμους και άγνωστους, αφιλόξενους τόπους και τον βρήκαν ένα σωρό κακουχίες, ώσπου μια μέρα τον βλόγησε ο Γιαχβέ, να φτάσει σε ένα μέρος, όπου οι άνθρωποί του, δεν τον αντιμετώπισαν ως γλωσσική απειλή, αλλά ως χρήσιμο δάνειο. Απ' αυτά τα δάνεια που σε αντίθεση με τα χρηματικά, σε πλουτίζουν. Τον είδαν σαν πηγή πλουτισμού. Τον ανακήρυξαν γλωσσολογικό Μεσσία. Βρήκαν μάλιστα και προφητεία όπου τάχα τον σκιαγραφούσε, για να πειστούν και οι δύσπιστοι. Τον πίστεψαν. Τον ονόμασαν δάσκαλο και τον παρακάλεσαν να τους μάθει και άλλες λέξεις. Βαφτίστηκαν Ευρέοι. Ή Εβραίοι, δεν έχει σημασία.

Α, και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλλίτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  © Free Blogger Templates Autumn Leaves by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP  

Site Meter