Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Στο τεϊοποτείο

























Τον μήνα πριν αυτοκτονήσει η Βαλένα, θυμάμαι, ήμουν πολύ χαρούμενος. Αλλά κι αυτή έτσι έδειχνε. Τη γνώρισα ένα δεκεμβριανό μεσημέρι σε μια γαλλική αποβάθρα του 2046. Στην απέναντι κατεύθυνση ένα ζευγάρι Καταλανών τσακωνόταν άσχημα κι όλοι είχαν γυρίσει τα μάτια τους κατά κει, κι εγώ μαζί τους, με απόλυτη προσήλωση μάλιστα, κι έτσι χέστηκα πάνω μου όταν κάποιος μου χύμηξε ξαφνικά από πίσω. Με είχε περάσει για γνωστό και μου την είχε πέσει για να με ξαφνιάσει. Όταν κατάλαβε την γκάφα της βέβαια, κατάπιε την ισπανική της την γλώσσα κι όταν την ξέρασε μισό λεπτό αργότερα, όσο διήρκεσε δηλαδή η χαριτωμένη αμηχανία της, μου ζητούσε για μιά ώρα περδόνες. 

Κι όσο αυτή ζητούσε άφεση αμαρτιών και όστια, εγώ χαμογελούσα συγκαταβατικά με αυτήν την εμμονή της, που δεν ήταν αποτέλεσμα ενοχής, αλλά συνενοχής, αφού απ' τη μία εγώ πίστευα πως είχε πέσει πάνω μου επίτηδες για να με σαγηνεύσει, και απ' την άλλη εκείνη το 'πιανε αυτό, δηλαδή ότι δεν την πίστευα παρόλο που έλεγα ότι την πίστευα, ε και συνέχιζε τις μετάνοιες, οπότε δωσ' του επανάληψη και τύψεις. Και συγνώμη στη συγνώμη συνειδητοποιούσα όλο και πιο έντονα ότι συγνώμη θα έπρεπε να ζητάω εγώ κανονικά, για τη φιλαρέσκεια και για την εγωπάθειά μου. Ε και φαίνεται πως η συνομωσιολογία επιπολάζει στα πιο ανήλιαγα και καταχθόνια μέρη, διότι μόλις βγήκαμε έξω και ο ωχρός ήλιος με χτύπησε κατακέφαλα, συνήλθα αμέσως και αντίκρυσα την αλήθεια. Αντίκρυσα δηλαδή τα πιο ειλικρινή μάτια του κόσμου και ομολογώ πως ντράπηκα για λογαριασμό μου και για όλη αυτή την αλαζονεία που μ' είχε πιάσει. Που η Βαλένα μ' είχε πιάσει εξαπίνης, κι εγώ αντί να ευχαριστώ τη τύχη μου γι' αυτό το ευτύχημα, το 'παιζα δύσκολος κι ωραίος. Μα δεν ήμουν και τόσο.

Μα όχι, είσαι. Αυτό μου αντιγύρισε. Και ότι χαιρότανε που έγινε η παρεξήγηση γιατί ούτως ή άλλως θα ήθελε να μου χυμήξει. Σίγουρα με βαυκάλιζε. Ναι καλά. Σιγά μην το πίστευα. Και ορίστε, να που πάλι ήμουν δύσπιστος, κι αν πριν δεν την πίστευα επειδή δεν με σύμφερε, τι αδιανόητη λόξα είναι πάλι αυτή που δεν την πιστεύω ακόμη κι όταν με συμφέρει, ακόμη κι όταν με συμφέρει και με παρασυμφέρει; Είναι πόλωση, είναι ταύτιση των δυο άκρων με συμφέρει-δε με συμφέρει, είναι συμφορά, είναι στην ουσία, μη αυτογνωσία.

Δεν της απάντησα τίποτα. Απορία ψάλτου βιξ. Ή μάλλον απάντησα κάτι, κάτι άλλο, ξεκίνησα να απαντάω σε μιαν άλλη ερώτηση, ποιανού;, πάντως όχι δική της, ξεκίνησα να λέω κάτι για να αλλάξω θέμα, ή τουλάχιστον να λέω κάτι άλλο πάνω στο ίδιο θέμα, με σκοπό σταδιακά να αλλάξω θέμα, και κατέληξα στο τέλος να μιλάω και να λέω κάτι τελείως πομπώδες, κάτι σαν τι καλά θα ήταν να συμπεριφερόμασταν έτσι και τι εσωστρεφής που έχει γίνει ο κόσμος και τα λοιπά, κι αυτή φάνηκε καταδεκτική και τη λάτρεψα, που με δεχότανε έτσι που ήμουνα και ρούφαγε ό,τι έλεγα και δεν με φίλτραρε και που ίσα ίσα με φλέρταρε, κανονικά, χωρίς υπεκφυγές πια και ψύλλου πηδήματα πάνω μου, γιατί ήταν πια χωρίς ρίσκο το αλισβερίσι, γιατί ο δρόμος της αυτοέκθεσης φαίνεται πια ίσιος όταν έχει προηγηθεί η ανηφόρα της χλεύης, και μη σας πω κατήφορος, όταν είναι ορατή η προοπτική της κλινοπάλης. 

Εκτός όμως από κάτι αμυχές της πάλης, εκείνο το πρώτο πρώτο τρακάρισμα στις αποβάθρες του 2046 δεν μας άφησε ούτε μετατρακαριστικό τρακ, ούτε κάποιο άλλο ψυχολογικό κουσούρι, κι έτσι σώοι και αβλαβείς, απεγκλωβισμένοι απ' το όχημα του ξαφνιάσματος με λυμένες τις ζώνες, αγχολυμένες τις ζώνες, συνεχίσαμε για νέες διαδρομές και συγκρούσεις. Συγκρουστήκαμε πολλές φορές έκτοτε, όχι αμέτρητες, άλλωστε πού να προλάβουνε να γίνουνε αμέτρητες μέσα σε έναν μήνα, αλλά κατά κάποιον τρόπο ήτανε αμέτρητες απ' τη στιγμή που δεν τις μέτρησα, που σιγά μην τις μέτραγα, τέτοια μετρήματα ποτέ μου δεν έμαθα να κρατάω. Άριστος στα μαθηματικά σου λέει μετά. Βιάστηκα να διεκπεραιώσω και να προβιβαστώ και να αποφοιτήσω και έμαθα και μιγαδικούς και ολοκληρώματα, αλλά να ολοκληρωθώ μαθηματικά εφτά χρόνια μετά δεν κατάφερα. Τι ειρωνεία! Κάναμε εντατικά στα δύσληπτα και στα προχωρημένα και ξεχάσαμε τα στοιχειώδη· τις ερωτικές προπαίδειες, τις εξισώσεις πρώτου βαθμού, το αναμέτρημα. Και δεν έφτανε που θα αποτύγχανα, θα στοιβαζόμουν έπειτα και στο πολυάριθμο τμήμα των ερωτικών της μετεξεταστέων. Αυτό ήταν που φοβόμουν στη περίπτωση της Βαλένας.

Και καθόμουν εκεί στα σκοτεινά, στα καλά του καθουμένου όρθιος λες και ήμουν τιμωρία και προσπαθούσα να τα φρεσκάρω. Λοιπόν, έχουμε και λέμε. Τέσσεροι επί τριάντα ίσον διακόσοι σαράντα, ίσως ίσον και πεντακόσοι. Ίσως και πολλοί περισσότεροι. Δεν βγαίνει έτσι. Μου 'λειπε η ερωτική επαλήθευση. Ε και το πήρα απόφαση ότι έτσι θα πήγαινε από 'δω και πέρα. Στα ανεπιβεβαίωτα, στα τυφλά. Ο ερωτικός θετικισμός βλέπετε δεν γνωρίζει από αντιπαραβολές. Τη μία είναι έτσι κι είναι σωστό, την άλλη είναι πάλι έτσι, αλλά λάθος. Αλλά με τέρμα το πάθος. Γιατί μαζί της τα 'ζησα όλα μέσα σ' ένα μήνα.

Πιο πολύ όμως μου 'χει μείνει χαραγμένο εκείνο το πρώτο πρωινό που την έγδυνα με τα μάτια, όσο εκείνη ντυνόταν για να πάει στη δουλειά. Μπροστά της ώρες ώρες έμοιαζα σκέτο παιδί. Αυτή εργαζόμενη γυναίκα, γκόμενα της λανιοβιοπάλης, αγόραζε-πούλα, παρτ τάιμ δούλα, αλλά με μια ομορφιά απελεύθερη, χειραφετημένη, ανεπηρέαστη απ' την μισθωτή δουλεία, ενώ εγώ ακόμα φοιτητής, ανεισοδηματίας, δέσμιος όχι της δουλειάς, αλλά της αμισθίας. Αμισθίωτος εγώ, αψιμυθίωτη εκείνη, τι μου 'βρισκε δεν ξέρω, τι του βρίσκει δεν 'ξέραν, οι άλλοι, αλλά η άλλη δεκάρα δεν δίνει, δεν έδινε συγγνώμη, πριν αυτοκτονήσει όλα αυτά, δεκάρα δε έδινε στους άλλους, κι όμως σε μένα έδινε, μπορεί όχι κυριολεκτικά δεκάρα, αλλά δώρα, φαλάφελ και τάπας, και ξεγυμνώματα ακόμα όπως εκείνο το πρωί, ένα στριπτίζ δίχως ερωτική πρόθεση, δίχως επιτήδευση, δίχως δεκάρα, διαδικαστικό που αποκάλυπτε όμως μια απροκάλυπτη ομορφιά κάτω από το αδέκαστο χλωμό φως του πρωινού που έπεφτε πάνω της με ντου από τις γρύλλιες, ταμπού που έχουνε πολλές και προσπαθούν να τ' αποφύγουν σαν δαιμονισμένες το λιβάνι, στο ντιβάνι σκεπασμένες το πρωί να μην τις δει τη γυμνά σάρκα το φως το αδιήθιστο, το ασυνήθιστο, το ό,τι μακριά απ' το σέπια του ημιερέβους.

Μα αυτή δεν είχε το χρόνο να καλλιεργήσει τέτοιες αδυναμίες ευτυχώς. Ίσα ίσα που εκείνη η ώρα που υπόφωσκε της άρεσε και το χαιρότανε με τη καρδιά της να κάνει πασαρέλα και σάχλες. Κι εγώ γέλαγα και της έλεγα βιάσου κι εκείνη τότε το θυμότανε και προσπαθούσε να τα κάνει όλα μαζί, να ντυθεί, να φτιάξει πρωινό, να μαγειρέψει κάτι στα γρήγορα, να φάει, να χαζέψει κάτι στο ίντερνετ, να κερδίσει τον χρόνο που της είχα πάρει εγώ το προηγούμενο βράδυ καίγοντας Μπλέικ και φουμάροντας πανούκλα, κάνοντας τη Βαλένα να μην μπορεί να κοιμηθεί και να ξυπνάει κάθε λίγο τρομαγμένη, περνώντας την αιθάλη για εφιάλτες, η αλαφροΐσκιωτη. Η επέλαση των πνευμάτων στις 4, ο ξορκισμός της νύστας στις 6 και μισή, το 'χε πιο εύκολο να ξυπνήσει απ' το να αποκοιμηθεί, και ακόμη πιο εύκολο να με αποκοιμήσει. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά είχα πέσει πάλι.

Αλλά εκείνο το πρωινό ήταν τέτοια η βιασύνη της να καλυφθεί μες στα μυριόχρωμα πανιά της και να βιράρει τις άγκυρες για το Πόμπλε Νου και τη δουλειά της, που σε μια απρόσεχτη κίνησή της προς την τουαλέτα, χτύπησε άσχημα το γόνατό της στην άκρη του κρεβατιού. Μα γερό σκαρί, βόγκηξε λίγο, μούδιασε λίγο, έσφιξε τα δόντια της και συνέχισε. Δε νοιάστηκε. Με φίλησε, μου ζήτησε συγνώμη που δεν είχε χρόνο να με αποκοιμήσει, με χαιρέτισε επιτροχάδην και με άφησε μες στο σπίτι της να σκέφτομαι με τι περίεργη ιμερόεσσα έμπλεξα και το σημαντικότερο, πως είχα αρχίσει κι εγώ να νοιάζομαι, να την νοιάζομαι, κι αυτό ήταν πολύ χειρότερο από το να 'μαι μαζί της τσιμπημένος. Γιατί το τσίμπημα έρχεται και παρέρχεται, μα το νοιάξιμο είναι πιο στάσιμο. Και έτσι αντί τσίμπημα, ερωτοχτύπημα, εγώ νοιαζόμουνα για το δικό της το χτύπημα, και μάλιστα πιο πολύ απ' ότι νοιαζότανε αυτή που φαινόταν ότι καρφάκι δε της καιγόταν, σιγά, μία ακόμα μελανιά στο ψεγαδιασμένο της κορμί, που με τόσα ψεγάδια έμοιαζε πια αριστουργηματικά χτυπημένο, εσκεμμένα χτυπημένο, σαν κείνα τα έργα τέχνης που αποκτούν αξία όσο περισσότερο τα αλλοιώνει ο χρόνος και ο πόνος. Ήταν η χαρά του συλλέκτη, του μωλωποσυλλέκτη. Και της το είχα πει και της είχε αρέσει πολύ ο όρος που είχα πλάσει. Και εκείνο το βράδυ, για επιβράβευση, με άφησε για ώρες ολόκληρες να ψηλαφίσω το σώμα της και να ψαύσω τις πληγές της.

Την επόμενη μέρα την βρήκανε οι γείτονες δίχως σφιγμό. Ουρλιαχτά. Καλέσανε και την αστυνομία μάλιστα γιατί βρήκανε μώλωπες παντού στο κορμί της, τους οποίους μώλωπες κατάφερε το δίχως άλλο, όπως ισχυρίστηκαν στη κατάθεσή τους, ένας μυστήριος μεσόγειος νεαρός που σύχναζε τελευταία στο διαμέρισμά της. Ουρλιαχτά. Όταν πηδιόμασταν, έβγαινε από μέσα μας η πιο ζωώδης περσόνα που είχαμε και μετά άντε να την τιθασεύσεις και μετά άντε να απωθήσεις τις εις βάρους σου κατηγορίες στο δικαστήριο. Οι τοίχοι πάλλονταν, οι σούστες σείονταν, τα σώματά μας κατέρρεαν και εκείνα εκεί τα μαθηματικά αξιώματα τα αδιάσειστα που λέγαμε πριν, ε, κλονιζόντουσαν. Έτσι, θέλω να πιστεύω πως από μαθηματικό κλονισμό κι όχι απ' ερωτικό, αυτοκτόνησε η Βαλένα. Μακάρι να εξηγούσε τη θέση της, μα αυτοκτονεί έτσι ο κόσμος; Δεν έχυσα παραδόξως ούτε ένα δάκρυ. Κι αυτό με κάνει να πιστεύω πως τελικά δεν αυτοκτόνησε πραγματικά. Γιατί την επομένη μέρα θυμάμαι ήταν Σεπτέμβρης και γυρνά άραγε ο χρόνος πίσω; Και μάλιστα βρισκόμουνα στο πατρικό μου στο Αίγιο, άλλο κουλό κι αυτό, και έγραφα κάτι στιχάκια για εντυπωσιοθηρία πίνοντας χύμα κρασί μέσα σε χαμηλό ποτήρι που απ' το πολύ πλύσιμο μύριζε απορρυπαντικό λεμόνι. Αποκλείεται να την ξεπέρασα τη Βαλένα τόσο γρήγορα, τέτοια λαϊκιά γκόμενα ποτέ δεν είχα. Απέξω μόλις που χιόνιζε και το καντράν του ραδιοφώνου έπαιζε Βίσση μιξαρισμένη με Φλίτγουντ Μακ. Αν είναι δυνατόν. Μήπως ονειρεύομαι; Το σπίτι κουνάει. Φθάσαμε Κάλυμνο μου λέει η ιπποκόμος. Βγαίνω έξω να δω. Μάλλον έχασα τις ενδιάμεσες στάσεις, γιατί το καράβι είχε δέσει για τα καλά πια Αίγιο. Κάνω παράπονα στη ρεσεψιόν, διότι δεν με ενημέρωσαν πως το δρομολόγιο είν' εξπρές. Το μόνο που ήθελα ήταν να θαυμάσω τη διαδρομή στην κουπαστή βλέποντας ένα ένα τα λιμάνια και τον κόσμο που ξεμπάρκαρε. Και που παραπονέθηκα όμως, δεν βρήκα κανά δίκιο. Γύρισα μέσα. Το τζάκι έκαιγε βιβλία που δεν είχα γράψει. Η ζέστη είναι αποπνικτική, η θερμοκρασία έχει φτάσει τους 80 βαθμούς κελσίου τουλάχιστον. Δεν είχα φάει τίποτα όλη μέρα κι όμως, κι όμως η κοιλιά μου ήταν φουσκωμένη και εγώ έφτυνα ασβόλη πάνω στο χαλί. Πάλι καλά που δεν βρισκόταν κανείς γύρω να δει το χάλι μου και να το επιτιμήσει.

Βγάζω έξω το κεφάλι μου για να συνέλθω και βλέπω το χιόνι να έχει φθάσει τα δυο μέτρα. Μυρίζει Αμερική, δεν ξέρω γιατί, Χόλιγουντ στολισμένο, η κυρά Αριστέα απέναντι είναι στο μπαλκόνι με τα ρολά και τα τσιμπιδάκια στο κεφάλι και τη μούρη πασαλειμμένη με κρέμες η ηλίθια, που μπέρδεψε την ορθογραφία και αντί για αντιγηραντικές πήρε αντιγυραντικές, που φυσικά κι έπειτα από λίγο λειτούργησαν και της έφεραν αναφυλαξία και την έκαναν να, να γυρίζει γύρω-γύρω απο ναυτία. Πράγμα περίεργο γιατί που μου θύμισε την Τίπι Χέντεν, αλήθεια τι να έγιναν τα λιοντάριά της; Ήταν λες και μετακόμισα ξαφνικά στην δυσμική λεωφόρο. Κι έπειτα τράβηξα το κεφάλι μου πάλι μέσα και μεταφέρομαι το ίδιο δευτερόλεπτο σε μια σάλα, όπου με την Αλίσια την Αργεντίνα στήνομαι για να χορέψω μια μιλόνγκα που μύριζε νοσταλγία από χιλιόμετρα, και τίποτα από αυτά δεν μου φαίνεται παράξενο, βέβαια εδώ δεν μου φάνηκε παράξενο το πως έκατσε η φάση με την Αλίσια. Ακούστε να δείτε.

Αυτή η τύπισσα με το τόσο ελληνικό όνομα που άντεξε κοντά μου πάνω-κάτω μισό μήνα, και νομίζω απ' όλα όσα βρήκε μπροστά της άπαξ και επιχείρησε το υπεραντλαντικό ταξίδι και πέταξε από την Αργεντινή για να μετοικήσει μόνιμα στην Ισπανία, ή τελοσπάντων στη Καταλονία, ήμουν το χειρότερο δεινό, που ανερμάτιστος και ρευστός και ασυνεπής και συναισθηματικά τρύπιος, καθόμουν και την διαφέντευα ανάλογα με τη διάθεσή μου, κι αυτή υπέμενε, κι όταν νευρίαζε, πόσο γλυκά νευρίαζε!, με τις χοντροκομμένες πλάκες μου, που στ' αγγλικά φαίνεται ήσαντε ακόμα πιο αποτυχημένες, της έλεγα για παράδειγμα "¿Alicia?" μα εννοούσα άλλο, το 'λεγα με θήτα εμπαικτικά "αλήθεια;" εννοούσα, και της το 'χα μάθει αυτό το διφορούμενο μεταφραστικό και κείνη οργιζόταν με αυτό το περιγέλασμα κι έπεφτε πάνω μου και με πέθαινε στις τσιμπιές και στις ψευτομπουνιές και μου 'λεγε "¡te odio!" ή κάτι τέτοιο, βλέπεις, δεν έσωσα να μάθω ούτε καν να αποστηθίσω δυο φράσεις στα ισπανικά, έστω στ' αργεντίνικα, λολ, και η Αλίσια που λες, μανιασμένη αποχωρούσε και με χώριζε κάθε τρεις και λίγο, κι έπειτα γύρναγε πάλι πίσω μόνη της, πριν περάσουν καν πέντε λεπτά κι εγώ είχα μάθει την αντίδρασή της αυτή, μία, δύο, στην αρχή την έπαιρνα από πίσω, έπειτα όμως πιο σοφός της έδινα χρόνο να ξεθυμάνει, όπως τώρα, που περίμενα ψύχραιμα στη θέση μου προσπαθώντας να σώσω την αξιοπρέπειά μου, καταπίνοντας τάχα αδιάφορος τ' αλκοόλ γουλιά γουλιά μαζί με την ντροπή μου.

Και το πιο γουστόζικο ήταν που λες, ο λόγος που είχε κολλήσει η τύπισσα μαζί μου, επειδή, χεσούς κρίστους δηλαδή, όταν είχαμε πρωτοχορέψει, της είχα κάνει μια φιγούρα που δεν κατάλαβε, και αντί για σακάδες εμείς παραλίγο να γίνουμε σακάτες, αφού βρεθήκαμε να κουτουλάμε τα κεφάλια μας, αλλά μετά της έκανα γάντζο, ε και γανζώθηκε πάνω μου. Κι όταν της έφυγε η τρομάρα, στην αρχή χαμογέλασε και μετά γέλαγε με γέλιο νευρικό για καμιά ώρα, και ντάξει δεν λέω πλάκα είχε, μα μέχρι ενός σημείου, ε και κάποια στιγμή γύρισαν όλοι και μας κοίταζαν, και της λέω "well, what's so funny?" και δεν ήταν ότι είχα προσβληθεί μα μα την Αλισια, ήταν αλήθεια κομματάκι ντροπιαστικό, να χορεύεις με μία κι αντί για πάθος να της βγάζεις γέλιο, μα γέλασε καλλίτερα όποιος γέλασε τελευταίος. Γιατί άπαξ και τα κεφάλια μας καταλάθως μα κυριολεκτικά κουτουλήσαμε πάνω στον χορό, μα την παναγία, το κουτούλημα αυτό της επέφερε και διάσειση μεταφορική, και ήρθε ο έρωτας και τη χτύπησε κατακέφαλα, και καλά εγώ, φτηνά την γλύτωσα γιατί ήμουν ανίκανος να ερωτευτώ, να αποερωτευτώ και να ξαναερωτευτώ, αφού ήμουν μονοσήμαντα ερωτευμένος με τη Νεφέλη, μα αυτή, έφαγε η κακομοίρα κεραμίδα καλή.

Και μπαίνουμε τώρα εμείς μες στη σάλα που ανέφερα πιο πριν, που μόνο βασιλική την λες, που ό,τι να 'ναι την λες, που ένα τσίρκουλο σουρεάλ ήταν, που άλλοι χορεύανε βαλς κι άλλοι χιπ-χοπ, που άλλοι ήταν ντυμένοι σαν δούκες κι άλλοι σαν σε καρναβάλι, με κάτι μάσκες διονυσιακές, άλλοι με κιλτ κι άλλοι με στολές αλά κρίσνα και τα σκαλπ τους ξυρισμένα, άντρες γυναίκες παιδιά. Κι είμαστε τώρα εμείς, κι είμαι τώρα εγώ κι ενώ έχω όλη την ώρα την Αλίσια στο πλάι μου καρατσεκαρισμένα, πάω να τη ζητήσω για χορό, για τα τυπικά ξέρεις, να είμαστε σύννομοι μην μας δείχνουν με το δάχτυλο προς θεού, και δώσε βάση εδώ, πάω να της ψιθυρίσω πρώτα κάτι αδιάφορο, κάτι το τόσο αδιάφορο που ούτε καν θυμάμαι τι, στ' αυτί κι αυτή μου απαντάει με φωνή αλλιώτικη, αλλά γνωστή. Και την αναγνωρίζω και γυρνάω αποσβολωμένος και την κοιτάω καλλίτερα, και βλέπω αντί της Αλίσιας, εσένα! 

Κι εσύ πιο παθιασμένη από ποτέ, πιο διψασμένη για μένα από ποτέ, με παίρνεις και με συμπαρασέρνεις σ' έναν χορό που όμοιό του δεν έχω ξαναδεί, που με οδηγείς εσύ και που εγώ φαντάσου σε χάνω, που ξεφεύγω νοερά απ' τον εναγκαλισμό σου για μια στιγμή, που σε κοιτώ με βλέμμα καθαρό λες και δεν σ' εχω σ' απόσταση αναπνοής αλλά σε δύο τουλάχιστον μέτρα, και μου φαίνεται ότι ξεχωρίζω τις ρώγες σου από κει μακριά που σε παρατηρώ με την μεθυσμένη περιέργεια ενός μοναχικού θαμώνα, κάτω από το σχεδόν σιθρού μαύρο σου φόρεμα, σε παρατηρώ και σε λιμπίζομαι, και πιάνω το βλέμμα σου να προκαλεί εμένα -εμένα τον χορευτή όμως, το ολόγραμμα που είναι γραπωμένο πάνω σου, την σκιά που μαζί της χορεύεις, κι όχι τον παρατηρητή, τον πραγματικό Παύλο- άγρια να τις τσιμπήσω. Το βλέμμα σου που μια με προκαλεί και μια μ' επαναφέρει, το βλέμμα και τα χείλη σου που πάνω τους ανθίζει σιγά σιγά ένα ελεγχόμενο μειδίαμα και φωτίζει σαν ντούρος ήλιος τα καταιγιδοφόρα νέφη. Και αυτή η τάντα κι αυτός ο στροβιλισμός κι αυτή η διαδοχή πρόκλησης και ρομαντισμού, πάθους σωματικού και χορευτικού, φιληδονής και πνευματικής ικανοποίησης, συνεχίζεται για ώρα δεν ξέρω πόση, η κουρτίνα δεν λέει να 'ρθει κι όταν έρχεται με πιάνει απροετοίμαστο κι όμως κάνω παραδόξως το καλλίτερο χωρίς να το 'χω υπολογίζει, σαν χορευτικό αυτόματο σχολαστικά -απ' άλλους- προγραμματισμένος, γέρνω πλάγια και κάνω το πιο άρτιο κορτέ που έχει γίνει ποτέ. Εσύ απ' την άλλη φαίνεται πως είχες συνεννοηθεί με τον ντιτζέι ή με τον βιολιτζή τον ίδιο, γιατί ξέρεις που θα τελειώσει, αν είναι δυνατόν δηλαδή, πως είναι δυνατόν να ξέρεις, πού ήξερες που θα σταματήσει να παίζει ο βιολιτζής;, αλλά τι σημασία έχει, υπέρ μου ήταν η παράτυπη γνώση σου, που μου 'δωσες το πιο τέλειο φινάλε, που έσφιξες τον γοφό σου και τον αστράγαλό σου κι όλο σου το είναι γύρω απ' τη λεκάνη μου σφίγγοντάς με, όχι μόνο λάγνα μα μ' εμπιστοσύνη και αγάπη δίχως προηγούμενο. Κι αν μου 'λεγαν εκείνη την στιγμή να κρεμάσω τα τανγκοπάπουτσα των είκοσι ευρώ χωρίς απόδειξη που πήρα από κείνο το παλιομάγαζο της Αιόλου και να μην ξαναχορέψω ποτέ ή αν μου 'λεγαν για παράδειγμα, σου κόβουμε τα πόδια σύρριζα και δεν ξαναπερπατάς ποτέ, ε θα το δεχόμουν αναντίρρητα και δεν θα 'χα πρόβλημα. Καθώς όποια άλλη ικανοποίηση και να ένιωθαν εφεξής αυτά, τα πόδια μου, δεν υπήρχε περίπτωση να υπερέβαινε ποτέ των ποτών εκείνη που μόλις ονειρικά προηγήθηκε.

Και πάνω σε αυτή τη συνειδητοποίηση, σε παίρνω και σε φιλάω ποντάροντας και φυσικά ρισκάροντας τα πάντα -μαζί πάνε αυτά- ακόμα και την πιθανότητα να μην μου ξαναμιλήσεις ποτέ, ακόμα και την πιθανότητα να εξαφανιστείς ως δια μαγείας (ακόμη και τα όνειρα έχουν περιθώρια θράσους), μα εσύ απαντάς καταφατικά και ενώνεις τα χείλη σου με τα δικά μου. Έπειτα όμως παρασύρομαι απ' το ψυχόρμητο ποτάμι της αδημονίας τουλάχιστον εκατό αιώνων αποχής και σε δαγκώνω καθοδηγούμενος από πρωτόγονα ένστικτα, κι εσύ φυσικά θυμώνεις και φεύγεις, κι εγώ σε κυνηγώ, και σε παίρνω από πίσω και σ' αναζητώ παντού, μα δεν σε βρίσκω. Αλλά συνεχίσω να σ' αναζητώ, κατεβαίνω γι' αρχή κουτρουβαλιστά τις σκάλες εκείνου του μεγάρου που θυμίζει Πράγα, που θυμίζει τσάρικη χλιδή και προϊστορία, κι αφού κατεβαίνω όλα τα σκαλάκια, χάνομαι και παίρνω τους δρόμους έναν έναν, αλφαβητικά, και ρωτάω όλους τους περαστικούς αν σε είδαν και χάνω την ισορροπία μου απ' την εξάντληση ημερών και πέφτω σε μια απύθμενη άβυσσο.

Και προσγειώνομαι σε μια ουρά ισπανική και σε βρίσκω, αν το πιστεύεις εκεί, αλλά μιλάς ελληνικά με φωνή πειραγμένη και φοράς φάτσα ξένη, και συνειδητοποιώ πως είσαι η Ηρώ κι είναι το πως γνωριστήκαμε. Άλλωστε εσύ δεν έχεις αδερφή. Περνά όμως η ώρα, αλλά ευτυχώς καταφέρνω να μπω τελικά μέσα, αφού παρακάμπτω την ουρά, χάρις την κοντομάλλα ραπουνζέλ, το κονέ της εισόδου, κι αντί να ακούσω την γύφτικη κομπανία εκεί μέσα, χάνω και την μουσική και εσένα και την τεκιλοπαρμένη θερβέσα, γιατί η θηριώδης πόρτα δεν οδηγεί τελικά στο Λα Βίρχεν, αλλά σ' ένα ιρλανδικό αγρόκτημα, όπου ο κακόμοιρος ο Τζίμι θέλει να το κάνει κομμουνιστικό μπάλρουμ. Μα χίμαιρες κυνηγεί ο άδολος και σα να μην έφτανε αυτό, τον κυνηγούν και όλοι μαζί εν χορώ, οι χωροφύλακες, οι υποτακτικοί της βασίλισσας και η εκκλησία μαζί, όλοι οι αγάμητοι και οι άθλιοι μαζί, οι περίφημες ορδές των τιποτένιων και των ελεεινών, τι να κάνει όμως κι αυτός να τα παρατήσει; Όχι. Είμαστε όλοι εκεί και τον στηρίζουμε, είμαστε μια παράνομη συμμορία και μιλάμε, το συζητάμε, το κλωθογυρίζουμε, αλλά λύση δεν βρίσκουμε. 

Κι έρχεται η σειρά μου να μιλήσω, κι εγώ σηκώνομαι και αγορεύω στα ελληνικά και οι άλλοι κουνούν το κεφάλι συγκαταβατικά λες και καταλαβαίνουν, μα πώς καταλαβαίνουν όταν γρι ελληνικά δεν γνωρίζουν; Και απορημένος ακόμα απ' αυτό το μυστήριο, κοιτάζω δίπλα μου και χάνω τα λόγια μου, τα ελληνικά μου και ίσως και τα λογικά μου, γιατί αρχίζω να βγάζω κραυγές και να λέω κάτι άναρθρες ασυναρτησίες. Γιατί βλέπω εσένα. Όπου τόση ώρα με προσοχή απ' τη θέση σου με παρακολουθείς και συγκαταβατείς, μα μόλις καταλαβαίνεις ότι (σε) καταλαβαίνω, σηκώνεσαι και αποχωρείς με σταθερά βήματα λες και πια διαφωνείς. Κι εγώ που σ' αναζήτησα σε τσέχικες σάλες και ισπανικές ουρές πάλι σε χάνω και το χειρότερο είναι ότι ξαφνικά παραλύω, ότι ξαφνικά δεν μπορώ να κουνηθώ, να σε θηρεύσω κι έπειτα κάποιος άλλος, αφού κατάπια φυσικά και τη μιλιά μου, παίρνει με συνοπτικές διαδικασίες τον λόγο και με εκτοπίζει κι εγώ δεν αντιδρώ όχι μόνο εναντίον του, αλλά και γενικά. Ενώ ξέρω το τέλος, δεν κάνω τίποτα να αποσοβήσω το δυστύχημα, τον αποτροπιασμό, την καταστροφή, ενώ ξέρω λες και το 'χω δει σε κανά κατ' επανάληψη όνειρο, σαν ένα όνειρο μέσα σε όνειρο, σαν ντεζαβού ονειρικό, ότι χωρίς λόγο ένας απ' την ομήγυρη θα εμφανίσει ένα τσεκούρι απ' το πουθενά και θα το παίξει ξέρω 'γω φάργκο κι όμως δεν λέω τίποτα. Κι όντως παίρνει ο άλλος το τσεκούρι εκεί πέρα και δίνει μία χραπ, πάει το κεφάλι του συντρόφου που μίλαγε. Και πετάγεται αίμα παντού και πιτσιλάει την στρογγυλή τραπέζη και την ταπετσαρία και τα πρόσωπά μας και όλα, και ο λαιμός του αποκεφαλισθέντα μοιάζει με κορμό δέντρου κομμένου (ξέρεις που μετράς τους κύκλους για να υπολογίσεις την ηλικία του), τόσο αψεγάδιαστα κομμένου κι είναι το σκηνικό σαν θρίλερ τρόμου, μα και μαύρης κωμωδίας μείγμα, γιατί άκου, το ασυνήθιστο είναι ότι κανείς δεν σοκάρεται. Απλά συνεχίζουν να μιλάνε ενώ το κεφάλι του συντρόφου ξαναφυτρώνει και το τζιχάντι από δίπλα του το κόβει ξανά και ξανά κι εγώ βλέπω τη σκηνή να επαναλαμβάνεται, αλλά και πάλι δεν κάνω τίποτα, απλά περιμένω σαν αιμοδιψής θεατής να αντικρύσω την μακάβρια κατάληξη εκ νέου. Δεν μπορώ να φύγω με τίποτα. Είμαι μαρμαρωμένος, όχι από καμιά φρικιάση, αλλά από μια ακατάβλητη ακινησία άνευ συμπτωμάτων κι όσο να χτυπιέμαι, δεν μπορώ να κουνηθώ, να σε κυνηγήσω, να σε πιάσω, να κάνω τίποτα...

Κι έπειτα ακούω μια φωνή "Σημάτη έλα ρε, σήκω έχεις νούμερο είναι παρά είκοσι" και σηκώνομαι κι είν' η συνειδητοποίηση του ενύπνιου που βρισκόμουν τόσο απογοητευτική που μου 'ρχεται να βάλω τα κλάμματα, μα δεν τα βάζω και βάζω την εξάρτηση αμίλητος. Κοιτάω την ώρα κι ειν' 2 παρά 20 και βλαστημάω "το γερμανικό μου μέσα", γιατί δεν προλαβαίνω ούτε να νιφτώ ούτε να κατουρήσω τέτοια ώρα, τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, αν το κάνω θα στήσω τους άλλους στη σκοπιά. Κι είμαι έτοιμος να τα βάλω με τον θαλαμοφύλακα με οποιαδήποτε αφορμή, χωρίς αφορμή, μα θάναι άδικο. Δεν φταίει αυτός κι ας είναι γιωτάς. Παίρνω τζάκετ και κράνος μηχανικά, φορτώνω τ' όπλο επ' ώμου, κατεβαίνω τις σκάλες και περπατώ με τον άλλον προς τα πυρομαχικά και γαμώ την ατυχία μου, συνειδητοποιώ εκείνη τη στιγμή πως έχω τον πιο ακατάλληλο συσκοπευτή για υπηρεσία, τον ένα και μοναδικό Αντωναρόπουλο. Με το όλο σόκιν ανεκδοτολογικό του οπλοστάστιο, με τη βαθιά θρησκοληψία και τη ψεύτικη υπερμετρωπία του, ο εκκολαπτόμενος παπάς που απ' το πολύ μινάρισμα έχει χαζέψει και θέλει να γίνει μοναχός, γιατί είναι και πάντα ήταν και αν δεν αλλάξει κάτι μονάχος του πάντα θάναι, που όλο εφευρίσκει ιστορίες για να υπερτιμήσει τα αναξιομνημόνευτα περασμένα λες και δεν ξέρουμε ότι ψέματα λέει, ότι τα σκαρώνει, ότι δεν ισχύει τίποτα από αυτά που λέει και λέει και λέει...

Αρκετά. Δεν την πάλευα άλλο. Σηκώνω το βλέμμα μου, τον διακόπτω και του λέω με την πιο πένθιμη έκφραση που θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να 'χει πάρει, "άσε με σε παρακαλώ 2 λεπτά, μόνο 2 λεπτά, να θαυμάσω για λίγο το φεγγάρι". Ήταν το πιο ειλικρινές πράγμα που ποτέ έχω πει στη κάλπικη ζωή μου, παρόλο που στη πραγματικότητα εκείνη την ώρα ζητούσα πολύ παραπάνω από 2 λεπτά, ζητούσα μια δεύτερη ευκαιρία. Κι ύστερα ύψωσα το βλέμμα μου προς τα πάνω, κοίταξα το φεγγάρι καλά, και ευχήθηκα με όλη μου τη ψυχή αυτό να πέσει πάνω στο κεφάλι μου και να το λιώσει Νεφέλη, κι από δω και στο εξής άμα θες μη διαβάζεις, σε προειδοποίησα, κι άμα τα διαβάσεις, διάβασέ τα μόνο απνευστί, όπως ακριβώς τα έγραψα παραβγαίνοντας το ρολόι, μιας κι έπρεπε να γυρίσω απ' την έξοδο εγκαίρως, που σε βλέπω κάθε τόσο στ' όνειρά μου και αν στην Ισπανία εφιαλτοβατούσες και πρωταγωνιστούσες σε αυτά, και δεν μ' άφηνες ήσυχο, και ήταν φυσικό κι επόμενο γιατί δεν σ' είχα ξεπεράσει, τώρα γιατί;, γιατί επιμένεις να διατριβείς σ' αυτά, τώρα που σ' έχω ξεπεράσει, που έτσι νομίζω δηλαδή, γιατί απ' ότι φαίνεται δεν σ' έχω, άπαξ και σε κείνην τη μιλόνγκα σε είδα και με ξαναέκανες να σε θέλω. Γιατί έκλαψες, γιατί μου είπες "μου λείπεις", κι εγώ δεν ήθελα να το παραδεχτώ γιατί όπως κι εσύ, προσπαθούσα να κρατήσω την περηφάνια μου, που 'χει γίνει βέβαια πια σκόνη, σκορπισμένη παντού πάνω απ' τη γέφυρα του Ρίου. Μα αν είσαι τόσο ανώριμη που όταν κάποιος σου εκφράζει τα αισθήματά του έστω κι έπειτα από ενάμιση μήνα έστω και κάτω απ' το σπίτι σου ως ο τελευταίος γλοιώδης και δουλοπρεπής έστω και κεκαλυμμένα έστω και με λάθος τρόπο, εσύ τότε ξενερώνεις και φέρεσαι κατ' αυτόν τον τρόπο και περιμένεις ο άλλος να το παίξει δύσκολος και να σε φτύσει τότε στ' αρχίδια μου, εγώ θα το στείλω αυτό το γράμμα όπως και να 'χει, ακόμα και κατ' αυτόν τον τρόπο, ναι μαλάκα μου μέσω ι-μέιλ, μιας και όταν έπρεπε να σου πω αυτά που αισθανόμουν, αντί να κάτσω και ν' ακούσω την Βίβιαν και την λογική μου μαζί, και το θυμικό μου, εγώ σηκώθηκα κι έφυγα ο δειλός, νόμιζα ότι είχα ξεθαρρέψει, αλλά τελικά δειλός παρέμεινα ή τουλάχιστον δεινός υποχωρητής της αναγκαιότητας. Σε μια βδομάδα, βασικά μέσα στην ερχόμενη βδομάδα, λίγο πριν τα Χριστούγεννα και λίγο πριν μπουχτίσω με τον Γουέιτς, λέω να ανέβω Αθήνα. Στείλε μου. Ας βρεθούμε γαμώτο, γιατί όχι;, μια φορά ας τα πούμε πραγματικά. Ασφαλιστικά μέτρα δεν επιθυμώ να μου βάλεις και το σπίτι σου δεν ξαναπροσεγγίζω. Γι' αυτό σου στέλνω μέιλ, δεν ξέρω πως αλλιώς να σε βρω. Το κινητό σου ξέρεις ότι το 'χω χάσει, γράμμα χειρόγραφο μου φαίνεται κάπως παρωχημένο αν και ρομαντικό, αλλά τι ρομαντικό; Εσύ ούτε τότε που σου 'χα υποσχεθεί ρητά να σ' αναζητήσω κι είχες συναινέσει, και τελικά σ' αναζήτησα, ε ούτε αυτό δεν είχες αναγνωρίσει ως ρομαντική πράξη, τουναντίον, είσαι ασυνεπής το ξέρεις;, τι είναι ρομαντισμός ξέρεις; Ούτε κι εγώ. Αλλά αυτό που ξέρω και σ' αυτό που επιμένω είναι, ότι είσαι ναι, όσο κι αν σε πληγώνει, μη ερωτεύσιμη.


Μα, μη μασάς. Γιατί είσαι ονειρεύσιμη. Και κάτι είναι κι αυτό.


Και τώρα που το ξανασκέφτομαι αυτό το κάτι, αυτό το ονειρεύσιμη σε κάνει τουλάχιστον μη αντιερωτεύσιμη. Άρα κι από κοντά ερωτεύσιμη, ναι, αντισυμβατικά ερωτεύσιμη, σε κάνει εκατό τα εκατό, παράφορα και αντιφατικά ερωτεύσιμη και δεν μ' ενδιαφέρει αν δεν θες να τ' ακούσεις, εγώ θα το πω, κι ας μην έχω μετά μούτρα να σ' αντικρύσω καθώς ας το δεχτούμε, θα σε ξαναντικρύσω αφού σε συναντώ -είναι μάλλον η μοίρα τέτοια- τόσο συχνά, είτε αυτό το συχνά είναι εκφρασμένο σε όνειρα είτε σε πραγματικότητες, καθώς η ζωή λεχώνα ολοένα συναπαντήματα γεννά, απ' τη μία σε μιλόγνκες όχι τόσο τυχαίες, απ' την άλλη όμως σε ρεμπέτικες βραδιές και επετειακές συναυλίες ολοφάνερα και πέρα για πέρα τυχαίες, να σου πω, πώς να το πω;, ας το πάρει το παλιάμπελο,


ότι είμαι ερωτευμένος μαζί σου, ότι σε σκέφτομαι κι ότι θα 'θελα να ξανασμίξουμε.



γραμμένο τόσο ντροπιαστικά και αποσταλμένο στις 14/12/2014, έναν χρόνο δηλαδή πίσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  © Free Blogger Templates Autumn Leaves by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP  

Site Meter