Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015


Μετά που είχε έρθει ο Πέιν στο Αίγιο, θα ανέβαινα Αθήνα. Μάλιστα θα ανέβαινα από πιο πριν, αλλά κάθισα μόνο και μόνο γι' αυτό· γι' αυτόν. Για να τον δω από κοντά, για να παραβρεθώ στην ειδική προβολή της τελευταίας του ταινίας, για να εκμαιεύσω μια ιδιαίτερη συνάντηση, για να καμπανίσω μία διατύπωση θαυμασμού και τελικά για τίποτα απ' όλα αυτά. Παραμόνο ίσως τελικά για να παρασυρθώ άθελά μου στην ενοχική απόλαυση του βλαχομπαρόκ πανηγυριού που η δημοτική αρχή είχε στήσει προς τιμή του Αλεξάντερ Πέιν, του επονομαζόμενου πια και ως "Χρυσού Αλεξάνδρου", που για όνομα του θεού, με πιάνει σύγκρυο και μόνο που θυμάμαι αυτό το πάρωρο μαλαματένιο προσωνύμι του. 

Τελοσπάντων. Αφού κάθισα και βυθίστηκα στη παρακμάζουσα επαρχιώτικη αισθητική, είπα να μη σταματήσω εκεί τη φθίνουσα πορεία μου. Μετά τα ρετάλια των κόκκινων χαλιών του δημοτικού κινηματογράφου, τα ξύγκια των μπριζολάδικων της κεντρικής πλατείας ήτανε μονόδρομος. Και κοινός τόπος. Γιατί εκεί συνάντησα τυχαία τον Νικόλα ο οποίος θα ανέβαινε συμπτωματικά Αθήνα την ίδια μέρα με μένα, την επόμενη, ε και το δέσαμε να ανεβούμε μαζί. Δώσαμε και ραντεβού στα κτελ στις δεκάμιση του Σαββάτου το πρωί.

Το αθηναϊκό λεωφορείο όταν έχει αφετηρία την Πάτρα, πάντα αργεί να μπει στο Αίγιο. Οπότε κι εγώ συχνός επιβάτης της συγκεκριμένης διαδρομής και γνώστης αυτής της ιδιοτροπίας, φάνηκα αργοπορημένα, σύμφωνα βέβαια με την ώρα πάνω στο εισιτήριο αργοπορημένα, συνωμοτικά μη αργοπορημένα, αφού είναι διαβόητο, είναι πασίγνωστο, το ξέρουν όλοι, όποιος έχει ταξιδέψει πάνω από μια φορά δηλαδή, έχει υπόψη το οξύμωρο, ότι το αθηναϊκο λεωφορείο έρχεται κάθε φορά αργοπορημένα, άρα τελικά στην ώρα του. Δεν θα φύγει και μισή, αλλά πάντα παρά τέταρτο. 

Αλλά όχι εκεί, οι ταμίες να τυπώνουν στο διηνεκές "και μισή", μη και τους χαλάσει η στρογγυλότητα, μη και δεν υμνήσουν και σήμερα την προσέγγιση, την προχειρότητα, τη λαθεμένη εργοστασιακή πρόγνωση. Εκτός αν το κάνανε επίτηδες πια, προληπτικά για να πηγαίνουμε νωρίτερα οι χασομέρηδες και να προλαβαίνουμε πάντα σε περίπτωση που ποντάρουμε την επιβίβασή μας στην ύστατη στιγμή. Εκείνη τη στιγμή εν τω μεταξύ είχα πλησιάσει καταφορτωμένος με όλα τα μπαγκάζια και το καπέλο στο χέρι και παρόλο που δεν είχα περπατήσει ούτε τρακόσια μέτρα, είχα ήδη ιδρώσει. Πολλή ζέστη για Μάη μήνα. Ο Νικόλας με περίμενε δίπλα στην είσοδο, τον καλημέρισα, παράτησα το μπάκπακ δίπλα του, την είδα και πήγα να βγάλω εισιτήριο.

Μισό λεφτό. Για ποια μιλάμε; Την είδα λέει! Καμία δεν είδα. Καμία τέτοια δηλαδή, καμία οικεία ή αυτονόητη που το προσπέρασα έτσι λες και κάτι τρέχει στα γύφτικα. Όχι, ήταν ανόητο και κομματάκι στημένο αυτό εκ μέρους μου. Που το 'πα λες και μίλαγα για καμιά επιχωριάζουσα παρουσία, που ούτε καν την ήξερα, ούτε καν την είχα ξαναδεί. Τέτοια ομορφιά! Ήτανε καθιστή, μιλούσε στο κινητό και χαμογελούσε συνέχεια. Με την καλή έννοια, όχι ότι ήταν καμιά καθυστερημένη. Φαινότανε ψηλή, φορούσε ένα άσπρο μπλουζάκι κολλητό και λίγο κοντό που μετά βίας κάλυπτε τον αφαλό, μια μακριά μαύρη φούστα με ένα σκίσιμο ως πάνω και κάτι ορειβατικά παπούτσια, απ' αυτά τα καφέ τα μποτάκια που τώρα τελευταία ευδοκιμούν. Δεν μ' άρεσαν πολύ τα τελευταία. Τα μποτάκια. Όχι αυτή. Αλλά σιγά μην κάθεται ο άλλος να ντύνεται και να διαλέγει με βάση τις δικές μου ακήρυχτες προτιμήσεις. Τέλος, παραμάσχαλα και περασμένη στη τσάντα της είχε και μια πανέμορφη πλεχτή ζακέτα που έμοιαζε ινδιάνικη. Ή χίπικη. Πάντως είχε κάτι ψυχεδελικούς συνδυασμούς χρωμάτων και κεντημένων σχεδίων παντού, πολύ γουστόζικους.

Προσπάθησα να μην την κοιτάω, αλλά αυτό ήταν δυσβάσταχτο. Είχε ένα απ' αυτά τα αμερικάνικα ιικά, γεμάτα, χαμόγελα, όπου οι φορείς τους δεν γίνεται να τα κρατήσουν ιδιωτικά, κι όπου έτσι και τα απελευθερώσουν σε δημόσιο χώρο, το χαμόγελο σαν τον καπνό απ' το τσιγάρο διαχέεται παντού και μολύνει τους πάντες γύρω, όλους εμάς, που γινόμαστε άθελά μας παθητικοί χαμογελαστές. Δεν ήθελα όμως να την πατήσω κι αυτή τη φορά, πήρα προφυλάξεις. Έστρεψα το βλέμμα μου όχι πάνω της μη κολλήσω, αλλά προς τα κει που θα 'ρχοταν το λωφορείο, τάχα μου αδιάφορα. Κι είχα πάρει και ύφος μπλαζέ τρομάρα μου και μιλάγαμε και λέγαμε με τον Νικόλα ένα σωρό πράγματα, και προσπαθούσα να τα λέω έτσι δυνατά και με στόμφο, διαλέγοντας κάθε φορά τις κατάλληλες λέξεις. Και φυσικά πρόσεχα να μην καταγίνομαι με ανούσια θέματα, μην με περάσει και για κανέναν επιδερμικό. Την είχα πίσω μου, στα τρία βήματα. Και κάθε τόσο ενώ μίλαγα, έκανα και μια βόλτα και έριχνα και κανέναν ελιγμό, έτσι και καλά τυχαία, μπας και με τη κίνηση, αν όχι με τη στεντόρεια ομιλία, την κάνω να προσέξει. Δεν ξέρω αν με πρόσεξε κι ούτε άλλωστε ήμουν και σε θέση να ξέρω, αφού τεχνηέντως δεν της έδινα καμιά σημασία. Κάποια στιγμή όμως, κι ενώ η αποπλάνηση πήγαινε ρολόι, την πρόσεξε κι ο Νικόλας και μου κάνει "ρε τι 'ναι αυτό το μωρό πίσω σου!". Αμάν, όλα θα καταρρεύσουν. "Σσσς", του λέω, "μην της δίνεις σημασία· την ανεβάζεις έτσι!". Τέτοιος κάλπης είμαι.

Άμα ήρθε επιτέλους το λεωφορείο, ανεβήκαμε με το Νικόλα να αναζητήσουμε τις θέσεις μας. Η συνθήκη ήτανε ιδανική: η θέση της λεγάμενης ήτανε πίσω απ' τις δικές μας που τις είχαμε κλείσει μαζί και ήταν δίπλα δίπλα. Μα στο παράθυρο στη θέση που προοριζόταν για μένα, καθότανε τώρα βολεμένη μια κοπέλα δίχως αριθμημένο εισιτήριο. Κι έτσι ελεύθερα καθίσματα τώρα υπήρχαν όχι δίπλα δίπλα, αλλά μπρος πίσω και μάλιστα τα εξωτερικά· τα παράθυρα ήταν κατειλημμένα. Δεν με πείραξε καθόλου όμως αυτός ο εξοβελισμός, ίσα ίσα μάλιστα που αυτό το ενδεχόμενο ήτανε ακόμα πιο ιδανικό. Απ' την άλλη, η κοπέλα που καθότανε παράτυπα, κατάλαβε το μπλέξιμο χωρίς να την ενημερώσω και προθυμοποιήθηκε να σηκωθεί για να αποκατασταθεί η τάξη, αλλά της πρόλαβα "σιγά το πράγμα, κάτσε εκεί που κάθεσαι". Σιγά μην έχανα την ευκαιρία να κάτσω πίσω, δίπλα σ' εκείνη. Το σχέδιο πήγαινε πρίμα. Ο Νικόλας θα καθότανε δίπλα στην εξίσου όμορφη καταληψία που πήρε τη θέση μου, ενώ εγώ θα καθόμουν δίπλα σε αυτήν, που αποκλίνον στοιχείο δεν φαινόταν, αλλά μ' είχε μύχια παρεκτρέψει. Γουίν-γουίν.

Είχα μία όρεξη αδευτέρωτη εκείνη την ημέρα. Και μια αυτοπεποίθηση που με 'πνιγε. Της έπιασα απευθείας τη κουβέντα χωρίς περιστροφές και δικαιολογίες. Χωρίς λαβή ή αφορμή. Φυσιολογικά κι αυθαίρετα. Την έκανα συνεχίστρια της κουβέντας που είχαμε αφήσει πριν με τον Νικόλα μισοτελειωμένη. Και αρχίσαμε να μιλάμε. Ή καλλίτερα αρχίσαμε να συνεχίζουμε να μιλάμε, γιατί αυτή φαινόταν έτοιμη, φαινόταν λες και γνωριζόμασταν, λες και συναντιόμασταν τώρα για να πιάσουμε κάτι που είχαμε αφήσει κάποτε στη μέση. Και μου μίλαγε όλη την ώρα κι εγώ την διέκοπτα για να τη ρωτήσω κάτι ή να πω το δικό μου ή να της την σπάσω κι αυτή το φχαριστιότανε όλο αυτό το εγκεφαλικό άθυρμα και σιγόνταρε. Κι ήταν τόσο διαχυτική και μ' ακούμπαγε. Όχι με τη χυδαία μορφή της έρπης, αλλά με την άνεση που απορρέεται απ' την οικειότητα. Αλλά και αδερφικά να μ' ακούμπαγε και απερίφραστα μη ερωτικά, και πάλι είναι τόσο ηδονικό όταν κάποια που θέλεις σε ακουμπάει για πρώτη φορά, έτσι μάλιστα στ' άξαφνα.

Κάπου μετά το Δερβένι συνειδητοποιήσαμε ότι μ' όλο αυτό το παραγνώρισμα και την αντιστροφή, ταΐζαμε την ανωνυμία, το καμουφλάρισμα, την απόκρυψη. Ως τότε ούτε πως λεγόμασταν ξέραμε, ούτε από που καταγόμαστε, ούτε ποια είναι η κύριά μας ασχολία. Στοιχειώδη πράγματα δηλαδή. Αυτή μου 'πε ότι ήτανε θεατρίνα, πολιτικός μηχανικός και πολιτικά συνειδητοποιημένη. Επιπλέον δήλωνε ευθαρσώς Αγρινιώτισσα. Αυτό το τελευταίο το βρήκα υπερβολικά προχωρημένο. Ίσως να 'μαι κι εγώ όχι τόσο απελευθερωμένος, αλλά και πάλι, τέτοια ρίζα αν δεν την αρνείσαι, τουλάχιστον την κουκουλώνεις. Αυτή την έκανε πασαρέλα. Σε αντίθεση όμως και σε πλήρη αναντιστοιχία με την άξεστη καταγωγή της, αυτή ασκούσε με κάθε της έκφραση μια ντελικάτη και ακατάλυτη γοητεία. Που συσσωρευμένη ίσως να την κάνει και λίγο κάλπισσα, αλλά σάμπως εγώ δεν ήμουν; Κι ήτανε και δυο χρόνια μικρότερή μου, στην ηλικία της εγώ ήμουν πολύ χειρότερος.

Είχε μια ηλίθια κελαρυστή εφαρμογή στο κινητό της που κάθε λίγο έρεε και έκανε θόρυβο για να της θυμίζει λέει, να πίνει νερό. Πολύ φαντασμένο αυτό. Της το 'πα. Αντί γι' απάντηση, γέλασε και μου έδειξε το βιβλίο που είχε στην τσάντα της. Ήτανε ο Σωσίας του Ντοστογιέφσκι. Ωραία, αυτό ήταν απ' τ' άγραφα! Διάβαζα κι εγώ το ίδιο βιβλίο εκείνη τη περίοδο και μάλιστα το 'χα μαζί μου. Και πέρα απ' αυτό είχαμε κι ένα σωρό κοινά άλλα, για παράδειγμα, έμενε Ζωγράφου, όπως κι εγώ παλιά, είχαμε παρόμοια χόμπι, αλλά έπειτα την άφησα αυτή να υπερθεματίζει κι εγώ μόνο την άκουγα ασυμμέτοχος, αφού μου 'φυγε ο ενθουσιασμός· γιατί έχω καιρό εμπεδώσει ότι μ' όποιον άνθρωπο κι αν πιάσεις την κουβέντα, άμα θέλεις, βρίσκεις ένα σωρό κοινά. Κι αυτό δεν είναι κακό, αρκεί να μη σε αποπροσανατολίζει. Γιατί τις πιο πολλές φορές, δε πα' να σε χωρίζει στη πραγματικότητα με τον άλλον μια άβυσσος; Εσύ θα παραβλέπεις την άβυσσο, θα αφήνεσαι, θα ενθουσιάζεσαι και στο τέλος θα πέφτεις μέσα. Είναι γνωστό τοις πάσι αυτό, δεν το βγάζω απ' το μυαλό μου. Η επιθυμία είναι μυωπική· ενισχύει τα κοινά σημεία και θαμπίζει την απόσταση.

Λεγότανε Σπυριδούλα. "Η κολλητή μου με φωνάζει Άιρις βέβαια", μου 'πε τάχα αδιάφορα. Που μόνο τυχαία και αδιάφορη όμως δεν ήταν αυτή η μνεία, αλλά ξεκάθαρα εσκεμμένη και συνειδητή και σκόπιμη και με σκοπό να την αποκαλώ κι εγώ έτσι. Ε όχι. Δεν θα ξαναβουτήξεις σήμερα στην κολυμπήθρα. Και λίγο τα 'χασα να πω την αλήθεια με το άκουσμα και παραλίγο να μου 'ρθει κόλπος. Της λέω "κάνω πως δεν το άκουσα το Άιρις, Σπυριδούλα σε λένε, αλλιώς αλλάζω θέση". Άκου Άιρις. Στις απέναντι θέσεις καθόταν ένα τσιγγανάκι με τη μάνα του, που θα 'τανε δεν θα 'τανε τέσσερα και ήταν σκέτο διαολάκι: δεν καθόταν σε μια μεριά, όλο μίλαγε και μόλις άκουσε κόσμο όψιμα να συστήνεται, ήθελε να μπει κι αυτή στη κουβέντα, στη παρουσίαση, να γνωριστεί, να περιπλεχτεί και να παίξει. Το ένα όνομά της το εύκολο, ήτανε Μαρία, αλλά το κανονικό της που ήταν ένα εξωτικό και σπάνιο, δεν το θυμάμαι καθόλου. Ήταν αστέρι η μικρή. Είχε και τη χαραχτηριστική άνεση της υπαίθρου, όποτε άρχισε αμέσως να μας μιλάει και να γελάει ακατάπαυστα και να κάνει τσαχπινιές και νούμερα και το σκηνικό που δημιουργούσε ήταν σκέτη μπαλαφάρα, βγαλμένο από ταινία του Κουστουρίτσα. Θορυβώδης, πανέξυπνη κι αεικίνητη, ήταν καλλίτερη από κάθε εσωστρεφής ασχολία που εκείνη τη στιγμή θα μπορούσαμε να έχουμε.

Είχε το πιο ωραίο γέλιο του κόσμου. Καλλίτερο ίσως κι απ' της Σπυριδούλας, αλλά δεν είναι δίκαια σύγκριση αυτή, άλλα τα παιδικά χαμόγελα, άλλα αυτά των ενηλίκων. Όταν βέβαια έπειτα μας είπε η "μάνα" και όλη την ιστορία, ότι δηλαδή ήταν υιοθετημένη, γιατί η βιολογική της μητέρα την είχε παρατήσει, εκεί μας κόπηκαν τα γέλια. Βέβαια έπρεπε να το 'χαμε καταλάβει. Είναι απροσδιόριστες οι ηλικίες των Ρομά, αλλά αυτή παραήταν μεγάλη για να 'ναι μάνα της. Η Σπυριδούλα έπειτα της μίλαγε όλη την ώρα και μ' είχε βάλει κι εμένα μέσα σ' αυτό, και παρόλο που ανταπεξερχόμουν, αυτή το 'χε παραπάνω και της πήγαινε και είχε πολλή πλάκα να την βλέπει κανείς. Για να της μιλήσει και για να παίξει μαζί της πήγαινε και στηριζόταν πάνω μου κι εγώ ο κατώτερος όλων είχα ερεθιστεί, όχι τόσο απ' το άγγιγμα, αλλά απ' τη μητρική χαριτωμενιά της και την ήθελα, και η πεθυμιά μου όσο πέρναγε η ώρα έβραζε αντί να εξατμιστεί, αλλά αυτή όλο και δεν παράταγε το πιτσιρίκι. Και όλη της αυτή η ενασχόληση είχε αρχίσει να μου τη δίνει και επιπλέον να μου μυρίζει και λίγο προσποίηση.

Η μικρή κάποια στιγμή έπεσε για ύπνο κι εγώ τότε είχα όλη τη προσοχή της. Τι εγωπαθής κι ανώριμος που ήμουν! Μετά τα Μέγαρα συνειδητοποίησα πως πλησιάζουμε επικίνδυνα κι όλο αυτό θα τελείωνε σε κανά μισάωρο το πολύ, άκαρπα. Είπα να της πω να ανταλλάξουμε τηλέφωνα. Μα δεν μου πήγαινε. Ε και έδρασα όπως δρω τις περισσότερες φορές. Ενστικτωδώς δηλαδή, ρομαντικά και προβλέψιμα. Αναποτελεσματικά. Έβγαλα το σημειωματάριό μου, της έγραψα το όνομά μου και το τηλέφωνό μου σε μια γωνία, έκοψα το γραμμένο χαρτί και της το 'δωσα. Τα 'χασε αυτή τότε και μου λέει "πρώτη φορά μου το 'κανουν αυτό". Πάλι καλά. Η γελοιότητα ή όχι του πράγματος εξαρτιόταν απ' αυτό. Αλλιώς ήμουν ένας ακόμη φλώρος. Μ' αυτά και μ' αυτά είχαμε μπει ήδη Αθήνα και φτάναμε Κηφισό. Αποβιβαστήκαμε, πήραμε το 051 και κατεβήκαμε στην Ομόνοια. Εκεί χωρίζαμε. Ασπαστήκαμε και αποχαιρετιστήκαμε με την υπόσχεση ότι θα τα ξαναπούμε. Και μόνο όταν είχα μπει στον ηλεκτρικό, αναλογίστηκα πόσο ψηλή ήτανε. Πρέπει να με ξεπερνούσε.

Από τότε πάει καιρός. Σπυριδούλα, στείλε μου έστω τώρα, αν όχι για να τα ξαναπούμε, τουλάχιστον για να σταθούμε πλάι πλάι και να μετρηθούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  © Free Blogger Templates Autumn Leaves by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP  

Site Meter