Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

Και κανείς δεν επικράνθει

Τι διάολο τους είχε πιάσει; Ο Μορένα άλλαζε τους σταθμούς με νεύρο σα να του 'φταιγαν για κάτι οι δύσμοιροι, ενώ ο Τζόναθαν κι ο Σαντίμπ στο πίσω κάθισμα δεν έλεγαν κουβέντα, λες και δεν το δικαιούντουσαν, λες και ήτανε τίποτα παρίες, που αυτό κι αν ήταν κουφό, το πιο κουφό απ' όλα: τα πίσω στρώματα του αμαξιού δεν είναι καθόλου σαν τα αντίστοιχα μιας κοινωνίας, έχουν πάντα την πρωτοκαθεδρία στην εκπροσώπηση και προπαντός στον λόγο.

Η διαδρομή το πολύ να διαρκούσε δυο λεπτά για μένα, γιατί θα κατέβαινα στη Συγγρού στο ύψος της Καλλιρρόης. Μου την έδινε η όλη δυσθυμία της παρέας. Ε το πήρα απόφαση· θα τους την έδινα κι εγώ. Τι διάολο σε διακοπές ήμασταν -αισίως- πώς γίνεται να φέρονται έτσι. Τους εκδικήθηκα. Μέχρι να με κατεβάσει ο Μορένα απέναντι απ' το δέλτα, έκανα εσκεμμένα τον καραγκιόζη χορεύοντας απ' τη μέση και πάνω μ' ό,τι αρχιδιά έπαιζε το ράδιο, και κάνοντας λακιρντί μ' ό,τι πιο γελοίο μου κατέβαινε. Υποκρινόμουνα εν γνώσει και καθ' υπερβολή, αλλά δεν με ένοιαζε, κι ούτε είχα κάποιο λόγο να πανικοβληθώ γι' αυτή τη ταχυκαή εκζήτηση, επειδή θα έπεφτα δηλαδή νομοτελειακά σε λούπα και θα ήταν όλο αυτό κάπως αμήχανο· αυθωρεί με τη κατάβασή μου θα έληγε ο χαβαλές και μακάρι όλες οι εκθέσεις να διαρκούσαν τόσο.

Τους είπα γεια χαρά και καλή λαμπρή κι ας μην σήμαινε τίποτα αυτό για τους βάρβαρους. Εγώ το 'πα κι έφυγα. Στο φανάρι περνώντας απέναντι, πήγα να πέσω πάνω στον Μπρους και τον Γουάιτ που πέρασαν με κόκκινο και δεν σταμάτησαν ούτε πριν την διάβαση. Κι εγώ όχι μόνο δεν τους αποδοκίμασα από συνήθεια, αλλά τους χτύπησα και το τζάμι φορώντας μια γκριμάτσα ως χαιρετισμό. Συνέχισα και ανέβηκα απ' την Ζαν Μορέας προς το σπίτι. Στους δρόμους δεν περπάταγε όπως πάντα ψυχή κι όμως σήμερα διαισθανόμουνα μια διαφορετική αύρα, κάτι μεταξύ προσμονής και έξαρσης. Μπήκα στο σπίτι και έπλυνα τα πάντα: πιάτα, κατσαρολικά και φλυτζάνια τριών ημερών. Έπειτα έκατσα να γράψω λίγο. Δεν μου 'ρχοταν ούτε μια γαμημένη σκέψη, αλλά κάθισα με το στανιό μέχρι να σκαρώσω τρεις αράδες.

Ένιωσα λίγο καλλίτερα. Όλη τη προηγούμενη μέρα είχα τις μαύρες μου. Δεν έφτανε που θα δούλευα παραμονή και θα πέρναγα την αλλαγή στην Αθήνα, θα ήμουνα αποπάνω και μόνος. Όλοι την είχανε κάνει. Και απ' όσους είχανε μείνει, ούτε μέχρι το Ίλιον ήθελα να τραβηχτώ, ούτε ως το Γκύζη. Καλλίτερα μόνος στην Αρεοπαγίτου.

Είχα κανονίσει με την Ίσα, τη μοντέλα από τη Σουηδία να δώσουμε ραντεβού στο Μουσείο Ακρόπολης, για να της δείξω τι πάει να πει Πάσχα, τι πάει να πει Πάσχα κατά τα ειωθότα, τελοσπάντων. Τελευταία στιγμή μου το άλλαξε όμως και μου έλεγε να, ότι έχει κανονίσει κάτι άλλο, με κάτι άλλους και με κείνη εκεί τη Πολωνή τη φακλάνα τη φίλη της, που όλο έλεγε για τις κατακτήσεις της και τους εραστές της που ζήτημα αν το αιδοίο της το είχε αναδεύσει έστω ο αέρας. Όλο έτσι κάνει. Όπως και η Ίσα. Που με παίρνει τηλέφωνα και μου λέει πότε θα βρεθούμε και με ξελιγώνει, και στο τέλος τα γυρνάει όλα. Εκεί που θα 'ρχοτανε να με βρει και με ευγνωμονούσε για τη προσκλησή μου και που τη θυμήθηκα πασχαλιάτικα, με αντιπροσκαλεί να την ακολουθήσω σε μια εκκλησία στην Κυδαθηναίων. Όχι ρε πούστη μου. Όχι. Ούτε αν μου έδινε το πράγμα της για να κάνω Ανάσταση δεν θα πήγαινα.

Έβαλα ένα ποτήρι βότκα και το ήπια μονορούφι. Μόρφασα. Είχα καιρό να πιω. Μ' έφτιαξε όμως. Έπιασα να σιδερώνω, ενώ απέξω ακουγόντουσαν κάτι κωλόγριες να συζητάνε. Τις σιχάθηκα. Τέσσερις μήνες τώρα, δεν είχα ακούσει φωνή να 'ρχεται απ' το σπίτι αυτό, έπρεπε να 'ρθει η μεγάλη βδομάδα για να φανερωθούνε εν τω μέσω της νυχτός. Όπως κι ο νυμφίος. Κοίτα να δεις, που τελικά δεν είναι και τόσο παραβολικό αυτό. Όλη την υπόλοιπη χρονιά δεν ζούνε, το πράγμα τους έχει νεκρώσει, αλλά για τον Νυμφίο, ντύνονται, στολίζονται, φοράνε τα καλά τους και ταξιδεύουνε τη φωνή τους μες στη σιγαλιά. Και δεν θα 'χα αντίρρηση αν μαζί με όλα αυτά ο νυμφίος τους χάριζε επιτέλους και λίγη χαρά ανάμεσα στα σκέλια. Αλλά απ' την άλλη πανταχού παρών είναι ο τύπος, όχι πολλαπλόν φαλόν, πόσες να ικανοποιήσει.

Άρχισα να ντύνομαι και πια έπινα κατευθείαν απ' το μπουκάλι. Κοιταζόμουν στον καθρέφτη και έπαιρνα πόζες, το 'παιζα γκόμενος. Φόρεσα γραβάτα. Μου 'κανε κέφι. Βγήκα απ' το σπίτι και πήρα τη μεγάλη διαδρομή μέσω Φιλοπάπου. Στους δρόμους, μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων ενώνονταν σε πολύπλοκες ροές που κατευθύνονταν στη μία ή στην άλλη εκκλησία. Εγώ στην αρχή πήγαινα ενάντια στην κυρίαρχη που κατέληγε στην εκκλησία του αγίου Νικολάου του Φιλοπάπου, αλλά φτάνοντας στην Αεροπαγίτου, όλοι και πιο πολλοί ενώθηκαν μαζί μου και γίναμε μέινστριμ.

Μια γυναίκα με έντονα μεσογειακά χαραχτηριστικά έφτασε κοντά μου και φώναξε δυο άλλες που προπορευόντουσαν, σε μια απροσδιόριστη κυριλλική γλώσσα. Ήταν και οι τρεις τους πανέμορφες. Κι ενώ φαινόντουσαν ότι απείχαν ηλικιακά, ήτανε δύσκολο να τις ταξινομήσεις. Εγώ πάλι τις σκεφτόμουνα καυλωμένος με αταξινόμητα τα απιθωμένα τους ρούχα πάνω στο πάτωμα, γυμνές δίπλα (ή από κάτω) μου. Το λιγορευόμουνα το ξομπλιασμένο το συγγενικό τρίο. Που όπως και οι περισσότεροι γύρω είχανε βάλει κι αυτές τα καλά τους, αλλά όπως και να το κάνεις το όλο πράγμα αφίσταται από κείνη την ανεξαίρετη ομοιογένεια της επαρχίας. Κάποιοι προκλητικοί μάλιστα, έδειχναν πως δεν είχαν καν κάνει προσπάθεια να εγκλιματιστούν. Και μένα δηλαδή δεν μου καίγεται καρφάκι, αλλά εξωτερικά τουλάχιστον δεν πέρναγα για αλιβάνιστος.

Λοιπόν ο Θεός -ας τον βάλω κι αυτόν μες στην αφήγηση, μέρα του είναι- μας έχει 'ξηγηθεί πολύ άσχημα με τις γυναίκες. Φτιάχνει συνέχεια θηλυκά και τα σπρώχνει μπρος στις μούρες μας. Και η μια είναι κακομαθημένη κι η άλλη συντηρητικιά, της μίας τις περισσεύουν καμπύλες, η άλλη ανοίγει διαπαντώς τις πύλες, η μια έχει μυαλό μογγόλου, η άλλη βυζάρες αλλά στερείται κώλου, μερικές χαμογελάνε άσχημα, άλλες ακόμη χειρότερα καθόλου... Αλλά μία στο τόσο εμφανίζεται και η τέλεια γυναίκα. Αυτή που είδα να ανεβαίνει με φόρα την Αρεοπαγίτου. Κρατώντας μια σβηστή άσπρη λαμπάδα που προφανώς αγόρασε απ' τα γυφτάκια που είχανε βγει εξόρμηση ώρες πριν και είχανε στήσει αυτοσχέδιους πάγκους με πανομοιότυπες λαμπάδες ή φαναράκια και τα πουλάγανε κατά μήκος όλων των δρόμων του κέντρου. Την πήρα από πίσω. Αυτή δε μου 'δωσε σημασία. Έδειχνε ότι βιαζόταν. Στήθηκε απέξω απ' την εκκλησία, πίσω απ' το πλήθος. Εγώ την πλεύρισα για να με προσέξει. Τίποτα. Ε και αφού η παρουσία μου δεν έπιανε τόπο, είπα να χαθώ μέσα στη χάβρα με σκοπό μέσω της απουσίας μου να την προσεταιρίσω.

Και τέλεια να μην ήτανε και ούτε καν ωραία, εγώ εκείνη τη στιγμή ούτως ή άλλως έψαχνα κάποιον για να μην είμαι μόνος. Και αυτό μάλλον έκανε και κείνη. Αλλά ψάχνοντας κάποιον άλλο κι όχι εμένα. Στ' αρχίδια μου. Πήγα τελικά να της μιλήσω. Στάθηκα δίπλα της και συνωμοτικά της είπα:
"Ξέμεινα Αθήνα για απόψε, άμα δεν έχεις έρθεις με κάποιον, πολύ θα το 'θελα να κάτσουμε εδώ παρέα"
Τζίφος.
"Είμαι εδώ με τους δικούς μου. Αυτούς ψάχνω τώρα. Σόρι!"
"Μα τι λες, χαράς το πράγμα. Χρόνια πολλά!"
"Χριστός Ανέστη".

Δεν της αντευχήθηκα. Όχι γιατί είμαι τόσο πεισματικά άθεος. Αλλά γιατί αυτή ήταν σποϊλερού. Ο παπάς δεν είχε πει ακόμα τίποτα κι αυτή εκεί να τα ξεφουρνίζει έτσι, στη μούρη μας. Άκου "Χριστός Ανέστη". Προπέτισσα σκέτη. Κι ας ήταν η πιο ωραία των Αθηνών. Δεν την ήθελα πια. Κι όμως γιατί ακόμα την κοίταζα καθώς απομακρυνόμουν. Καθώς κρυβόμουν. Τους βρήκε τους δικούς της; Δεν τους βρήκε; Θεέ μου τι να κάνω; Να πάω να την βοηθήσω να τους βρει; Να κάτσω εδώ που κάθομαι; Να φύγω;

Έμεινα μέχρι το "Χριστός Ανέστη". Νευρίασα που είχε δίκιο η τύπισσα και μόλις είπε ο παπάς το "διασκορπιστήκανε οι εχθροί αυτού", την έκανα. Ήμουν τελείως παράταιρος εκεί πέρα. Δεν είχα καν ταίρι. Και ούτε λαμπάδα. Το σκέφτηκα να ψωνίσω μία πριν, αλλά δεν ήθελα να πάρω μία άχαρη, μίας χρήσης. Απ' τα γυφτάκια. Ήθελα να μου δώσει εκείνη τη δικιά της, να μου μεταλαμπαδεύσει τη λαμπάδα της και να μη σβήσουμε τη φλόγα αυτή ποτέ.

Έκοψα το μελόδρομα κι άρχισα να κατηφορίζω την Παρθενώνος. Σε δέκα λεφτά ήμουν σπίτι. Κάτι διάολοι στο δρόμο πετάγανε κροτίδες στους δρόμους, κάνοντας τους συναγερμούς να βαράνε. Καταραμένα, εδώ δεν είναι επαρχία.

Ήπια λίγη ακόμη βότκα απ' το μπουκάλι και ετοίμασα τα πράγματα γι' αύριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  © Free Blogger Templates Autumn Leaves by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP  

Site Meter